ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
(Ο πολεμικός ηγέτης, ο ήρωας)
Λάμπρου Βρεττού Εκπαιδευτικού-Συγγραφέα
Θα μου επιτρέψετε, αγαπητοί φίλοι, μια σύντομη αναφορά, στη ζωή της Πάτρας κατά τη Β’ Τουρκοκρατία (1715 – 1821) – η πρώτη περίοδος(1460 – 1685).
Οι κάτοικοι της Πάτρας, από 25.000 που ήταν στην έναρξη της σκλαβιάς έφτασαν τους 1615 όταν την κυρίεψαν οι Βενετοί (1462).
Σε όλη τη διάρκεια της Β’ τουρκοκρατίας (1715 και μετά) οι Πατρινοί μόνο μια φορά ένιωσαν τις καρδιές τους να χτυπούν χαρμόσυνα.
Ήταν το 1770, όταν τα στρατεύματα των αδελφών Ορλώφ, συνεργαζόμενα με τους Πατρινούς και τους νησιώτες (Κεφαλονίτες, Ζακυνθινούς) πολιόρκησαν το κάστρο, στο οποίο είχαν καταφύγει οι Τούρκοι με τις οικογένειές τους.
Δεν ήρθε, όμως, η χαρά. Ήρθε ο άγριος θάνατος!... Η Ορλωφική
επανάσταση της Πάτρας καταπνίγηκε στο αίμα το βράδυ της Μεγ.
Παρασκευής (13 Απρ.) καθώς οι Τούρκοι, ενισχυμένοι από τη φρουρά
της Γαστούνης και τους Αλβανούς που έφτασαν απ’ το Μεσολόγγι,
μπήκαν στην πόλη κι αφού ενώθηκαν με τη φρουρά του κάστρου,
έσφαξαν τους κατοίκους κι έβαλαν φωτιά στα σπίτια και η επανάσταση
είχε φοβερότερη συνέχεια, καθώς τα άτακτα στρατεύματα των
τουρκαλβανών λυμαίνονταν, για μια δεκαετία την περιοχή του Μοριά
ολόκληρου.
Η πόλη της Πάτρας καρβουνιασμένη, σχεδόν απ’ τη φωτιά
εκείνης της Μεγάλης Παρασκευής, θα ξανακαεί το 1779!...
Ελάχιστες, αγαπητοί φίλοι, οι πληροφορίες για τον ήρωά μας, Παν.
Καρατζά, από ιστορικούς, εγκυκλοπαίδειες και άλλους.
Αναφέρω μερικές.
Η ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ’ μόνο δύο φορές τον
αναφέρει: σελ. 86 και 178. Στη σελ. 86 αναφέρει: Κατά την επίθεση των
Τούρκων και το κάψιμο του σπιτιού του Ιωάννη . Παπαδιαμαντόπουλου,
εμφανίστηκαν οι Επτανήσιοι με επικεφαλή τον Πατρινό Παν. Καρατζά,
υποδηματοποιό, και τους Επτανήσιους Νικ. Γερακάρη και Ευάγγελο
Λειβαδά, οι οποίοι οργάνωσαν την άμυνα των Ελλήνων. Η σύρραξη
γενικεύτηκε, πυρκαϊές και λεηλασίες κατέστρεψαν όλη τη νύχτα την
πόλη (23 Μαρτ.)
Στη σελ. 178 αναφέρει τη δολοφονία του Παν. Καρατζά στη μονή
Ομπλού στις 4 Σεπτ. 1821, από Κουμανιώτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι
τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το θάνατο του Σταμάτη Κουμανιώτη και
τον φθονούσαν για τις επιτυχίες του.
Δημιουργήθηκαν τότε ταραχές, Οι πρόκριτοι της Πάτρας εγκατάλειψαν το στρατόπεδο και η πολιορκία της Πάτρας, που μετά τη νίκη των Ελλήνων στη μάχη της Μονής του Γηροκομείου (6 ή Αυγούστου – διάκριση Παναγιώτη Καρατζά , είχε αρχίσει να γίνεται απειλητική για τους Τούρκους, σχεδόν διαλύθηκε.
Η εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς γράφει λίγα για τον Καρατζά. Τον αναφέρει ως αγωνιστή, που συγκρούστηκε με τους Τούρκους στις 21 Μάρτη του 1821 μέσα στην Πάτρα και το θάνατό του στον Ομπλό στις 4 Σεπτ. 1821.
Ο Ιστορικός Κώστας Καλαντζής, τον αναφέρει με τη φράση «Εδώ σ’ αυτές τις πρώτες μάχες αρίστευσε κι έδειξε ασύγκριτη παλληκαριά ένας άλλος μικρός ως εκείνη την ώρα πολεμικός ηγέτης ο Παναγ. Καρατζάς.
Ο Τρικούπης γράφει «Την αυτήν ημέραν ήλθε εις το μέσον ένοπλος ο εντόπιος Παν. Καρατζάς, απλούς τεχνίτης έως τότε και πολλήν εξ αυτής της αρχής του κινήματος υπόληψιν αποκτήσας δια την ανδρείαν και τον πατριωτισμόν του. Συνεννοηθείς μετά του Ν. Γερακάρη κατά την επακολουθήσασαν νύκτα διέσπειρεν ανθρώπους δι όλης της νυκτός
φωνάζοντας «Γρηγορείτε» δια να δυνηθούν οι Πατρινοί να έχουν
ασφάλειαν και παραλάβουν τας οικογενείας και τα πράγματά των…
Διεκρίνετο ως ο τολμηρότερος των άλλων ο Καρατζάς».
Ο μητροπολίτης Γερμανός ως θαυμαστής για την δράση του κατά την έναρξη της Επανάστασης: «… Στους Τούρκους προξενούσε φρίκη ο Παν. Καρατζάς, επειδή όχι μόνον εις το πεδίον του πολέμου εδείκνυε την
ανδρείαν του και την στρατηγικήν επιδεξιότητα, αλλά και δια νυκτός
εισήρχετο εις την πόλιν με ολίγους στρατιώτας, ήρπαξαν αιχμαλώτους
και εφόνευεν Τούρκους, εχαλούσε τους μύλους και εν ενί λόγω τους
έβλαπτε καιρίως».
Ο Κων. Δεληγιάννης στα Απομν. Γράφει: «ο περιβόητος εκείνος καπετάν Καραντζάς, ειλικρινής φίλος του Θ. Κανακάρη… κατέστη το φόβητρον και ο τρόμος των Τούρκων και προσείλκυε την αγάπην και την εμπιστοσύνην των προυχόντων της Αχαΐας και όλων των αρχηγών της πολκιορκίας…»
Περισσότερα για τον Παν. Καρατζά βρήκα στο βιβλίο του Ν. Μόσχου, «Καρατζάς ο αγνοημένος», στο βιβλίο του Γιώργη Λαμπρινού «Μορφές του ’21, Εκδόσεις Καστανιώτη 2002» στο Ιστορικό Λεξικό Πατρών του Κώστα Τριανταφύλλου και στον ιστορικό Φιλήμονα.
ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ*
Ο Μωριάς αγαπητοί φίλοι δεν έδωσε στην Επανάσταση μονάχα τη
μεγάλη και ηρωική φυσιογνωμία του Παπαφλέσσα. Μαζί του θ’
αντικρίσει κανείς ένα πλήθος αγωνιστών με μεγάλη είτε σημαντική
αξία, της ίδιας ιδεολογικής και πολιτικής σειράς και με την ίδια
κοινωνική καταγωγή. Τα ονόματά τους δε θα βρεθούν στους επίσημους
καταλόγους των τρανών προσώπων που γέμισαν τις σελίδες του
Εικοσιένα κι ο ερευνητής που νοιάζεται θα μάθει κάτι για τη ζωή και τη
δράση τους από τα ψίχουλα που θα περιμαζέψει στα περιθώρια της
ιστορίας. Αλλά το έργο τους μένει ασάλευτο και στα μάτια του
αληθινού ιστορικού τίποτα δε θα σταθεί ικανό να σβήσει ή να
λιγοστέψει τη μεγάλη συμβολή τους στην υπόθεση του ελληνικού λαού
την εποχή του Εικοσιένα.
Δύο ήταν οι σοβαρές επαναστατικές εστίες στο Μοριά, όπου ξεπήδησαν οι πρώτες επαναστατικές φλόγες και σημείωσε την επίσημη αρχή της η Επανάσταση: η Καλαμάτα και η Πάτρα. Και οι δύο τούτες Μωραΐτικες πολιτείες κινήθηκαν πριν από την ημέρα του θρύλου ( η πρώτη στις 23 και η άλλη από τις 21 του Μάρτη) και με ανθρώπους άλλους από κείνους που έσωσε ως εμάς η ιστορική παράδοση. Η πρώτη έπεσε με συστηματική πολιορκία του αρματωμένου χωρικού λαού με τον Παπαφλέσσα, το Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολέμαρχους. Ο
Μαυρομιχάλης ήρθε την ημέρα που έπεσε, ύστερα από μύριους
δισταγμούς, κι όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η Πάτρα άναψε το
ντουφέκι νωρίτερα με τον ξεσηκωμό του ίδιοι του λαού της, όταν ακόμη
οι τρανοί κοτζαμπάσηδες ήταν κρυμμένοι στις ψηλές βουνοκορφές των
Καλαβρύτων, σκιαγμένοι από το κυνηγητό της τούρκικης εξουσίας.
Από το βιβλίο του Γιώργη Λαμπρινού «Μορφές του Εικοσιένα»
Αν όλες οι Μωραΐτικες πολιτείες έδωσαν στο Εικοσιένα αγωνιστές
πρώτης και δεύτερης σειράς, προκομμένους κι άξιους πλάι στις μορφές
του Παπαφλέσσα και του Κολοκοτρώνη, η Πάτρα μπορεί να παινευτεί
πως έδωσε τον καλύτερο: τον Παναγιώτη Καρατζά.
Όπως με όλους τους αγωνιστές της σειράς του Καρατζά, η ύπαρξή τους, η ζωή και η δράση τους τυλίχτηκαν μέσα στο θρύλο. Κανένας δεν ξέρει πότε και πού ακριβώς γεννήθηκε. Την παιδική του ζωή την πέρασε όλη εδώ. Από τα περιστατικά της κατοπινής του ζωής, από το πότε πήγε και γύρισε από τη Ζάκυνθο, μπορεί να λογαριάσει κανείς πως θα γεννήθηκε τριγύρω στα 1780. Μια φορά στην Επανάσταση απάνου πρέπει να ήταν ένα ώριμος μεσόκοπος άντρας.
Συχνά ο λαός τους ήρωες που βγαίνουν μέσ’ από τα σπλάχνα του,
ήρωες του καλού και της προκοπής του, ποθεί να λατρεύει και να σώνει
στη μνήμη του ό,τι καλύτερο έδωσε η αντρειοσύνη τους, να το πλάθει
‘ύστερα με τη φαντασία όπως του βολεί και ν’ αφήνει με τη στοματική
παράδοση να ζει λαχταριστό τα’ όνομά τους από γενιά σε γενιά. Έτσι
φανερώνει την αγάπη του και το σέβας. Τα ηρωικά πρόσωπα που μας
ιστορεί ο ανθρώπινος βίος και που δεν τ’ άντυσε ο λαϊκός θρύλος με
τέτοια στολίδια, ή δεν ήσαν αληθινά ηρωικά πρόσωπα ή δεν πάσχιζαν
για την προκοπή του λαού και δεν αγαπήθηκαν απ’ αυτόν.
Ο Καρατζάς ήταν από τα τέτοια λατρεμένα πρόσωπα. Λέει η παράδοση ως όταν ήτανε νιος, παλληκάρι δεκαπεντάχρονο, παρακολουθούσε μια μερα τα παιδιά των αγάδων που έπαιζαν αυγατιστή, ένα παιχνίδι του καιρού, κάτι παρόμοιο με το πήδημα στις τρεις.
Τα αγαδόπουλα, ζωηρά και αγέρωχα, πηδούσαν και ξαναπηδούσαν, αλάλαζαν, έριχναν σπμάρους και στο τέλος μερικά βγήκανε νικητές. Με καταφρόνια κοίταζαν τα ρωμιόπουλα που είχανε μαζευτεί και χαζεύανε το παιχνί δι τους. Ποιος ραγιάς θα τολμούσε να παραβγεί μαζί τους, να δείξει τη σβελτάδα του και να βάλει κάτου παιδιά αγάδων, αρχοντόπουλα του τόπου, που ζούσανε με την παλληκαριά και το ασικλίκι τους και σεργιανούσαν ανάμεσα στους ραγιάδες με τόνα χέρι στο ψιλοστριμμένο μουστάκι και τα’ άλλο στην πιστόλα; Ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμεναν, πρόβαλε στη μέση ο Παναγιώτης, πήρε ήσυχα ήσυχα το σημάδι και τόβαλε ένα μέτρο πιο κάτου από κει που το φτάσανε οι νικητές. Έφτυσε τα χέρια του, πήρε φόρα και με τρεις πήδους τους έφτασε και τους ξεπέρασε όλους.
Οι ραγιάδες αλάλαξαν από χαρά, τα’ αγαδόπουλα φρύαξαν. Ένα – δυο
τα πιο ζωηρά, έσυραν τις πιστόλες και τράβηξαν μερικούς σμπάρους
καταπάνω του.
Αναστατώθηκε η αγορά, μα ο Παναγιώτης πρόλαβε και
τόσκασε. Από τότε τόνομά του έμεινε στο στόμα του πατρινού λαού.
Και καθώς οι Ρωμιοί, όπου ήτανε μαζεμένοι πολλοί, ποτέ δε ζούσανε
μονιασμένοι με τους Τούρκους και οι άγριοι τσακωμοί μαζί τους ήτανε
συχνοί και φτάνανε ως το σκοτωμό, ο Καρατζάς αναδείχτηκε πρώτο και
καλύτερο παλληκάρι ανάμεσά τους. Κοντός, σβέλτος με μάτια
γοργοκίνητα, χεροδύναμος κι αντρειωμένος, αψηφούσε τον κίνδυνο και
τάβαζε μ’ απίστευτη αφοβία με τους Τούρκους παλληκαράδες και τους
χωροφύλακες. Φτωχοπαίδι, δούλευε τσαγγαρόπουλο σε κάποιο
πατρινό μικρομάγαζο. Ήξερε τη φτώχεια και τη σκληρή ραγιάδικη
δουλειά από τα μικράτα του, έζησε τους πόνους των αδερφιών του,
ζυμώθηκε με τα δάκρυά τους και η ψυχή του πλάστηκε κι αντρειεύτηκε
με το βαθύ μίσος για το δυνάστη του τόπου του. Μαζί του, όλος ο
κοσμάκης που δεν ήτανε αγάδες ή κοτζαμπάσηδες, παρά φτωχοί
δουλευτάδες του ψωμιού και της ελιάς κι είχανε χάσει το ελεύτερο της
λαλιάς τους, ξεσήκωναν κάθε τόσο και νέους τσακωμούς και η αγορά
της Πάτρας αναστατώνονταν από τις φωνές, τα κυνηγητά και τις
ντουφεκιές. Όχι σπάνια, αίματα και κουφάρια έστρωναν τους δρόμους
της.
Όμως η τούρκικη εξουσία ήταν δυνατή κι είχε τον τρόπο της να κάνει τη ζωή δύσκολη σε κείνους που δεν έσκυβαν το κεφάλι στη θέλησή της και πάσχιζαν να ξεσηκώσουν το ραγιά. Έτσι στένεψαν τα πράγματα και για τον Καρατζά κι αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο του και να πάει στη Ζάκυνθο. Εκεί ήσαν ξένοι στρατοί κατοχής κατά καιρούς και το ωραίο νησί είχε γίνει ένα σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο της εποχής. Πλήθος Ρωμιοί πολιτικοί φυγάδες μαζεύονταν εκεί, πολέμαρχοι κι άλλοι να γλυτώσουν τον κατατρεγμό της τούρκικης εξουσίας και οι περισσότεροι πήγαιναν εθελοντές στους ξενικούς στρατούς και μαθητεύανε χρόνια στη στρατιωτική τέχνη. Πάρα πολλοί από τους πολέμαρχους της Επανάστασης χρωστάνε την πλούσια πείρα τους, που βγήκε τόσο χρήσιμη στον αγώνα, σε κείνες τις μαθητείες.
Ο Καρατζάς δε μπορούσε να γυρέψει τίποτα καλύτερο. Κατατάχτηκε αμέσως εθελοντής στο 3ο τάγμα της Ελληνικής Λεγεώνος Γραμμής, όπως την έλεγαν, το Νοέμβρη του 1809. Υπηρέτησε στο λόχο του λοχαγού Καλογήρου τρία ολόκληρα χρόνια κι έφτασε στο βαθμό του
ανθυπολοχαγού. Όταν έκρινεν ότι αρκετά έμαθε κι αρκετά έμεινε εκεί,
αποφάσισε το γυρισμό του. Έφτασε στην Πάτρα, ύστερ’ από τόσων
χρόνο ξενητεμό, το Οχτώβρη του 1812. Με το φευγιό του είχαν ηρεμήσει
κάπως τα πράγματα, αλλά τώρα που γύρισε ζωήρευαν πάλι. Οι αγάδες
κυριεύτηκαν από φόβο και μίσος. Οι κοτζαμπάσηδες έστριψαν τα
μούτρα. Καινούργιες έγνοιες τους έφερνε πάλι ετούτος ο ασύχαστος
διαβολάνθρωπος. Ο Καρατζάς ξαναβρέθηκε στο στοιχείο του, ανάμεσα
στους λαϊκους ανθρώπους της σειράς του. Εδώ δε μπορούσε βέβαια να
κάνει τον αξιωματικό, κι έπιασε την παλιά του τέχνη: το σφυρί και τους
κερωμένους σπάγγους του τσαγγαριού. Αλλά τώρα είχε μάθει και μια
καινούργια: πιο ταχτικά και πιο μαστορικά να οργώνει τους
ατέλειωτους τσακωμούς με τους Τούρκους. Και δεν ήτανε λίγες οι
φορές που οι Πατρινοί τον έβλεπαν αυτόν τον κοντό, ηλιοψημένο και
μαυριδερόν άντρα να κυνηγάει τους αντίπαλους μέσα στους δρόμους
με το καλαπόδι στο χέρι.
Όλα τα κατοπινά χρόνια πέρασαν μέσα στην αδιάκοπη πάλη, φανερή ή
κρυφή, και το φούντωμα των εθνικών πόθων. Ως που ήρθε κάποτε το
πλήρωμα του χρόνου και η Φιλική άπλωσε τις ρίζες της και στον
πατρινό λαό. Από τότε επικράτησε η σχετική τάξη, η κρυφή κατήχηση
συστηματοποιήθηκε, τα πράγματα εβάδισαν σε δρόμους κανονικούς
και οργανωμένους. Πότε ακριβώς άρχισε να ρίχνει ρίζες η Φιλική στα
λαϊκά στρώματα της Πάτρας, όπως και πότε έγινε εταίρος ο Καρατζάς,
δεν είναι γνωστό. Όταν όμως ξέσπασε η Επανάσταση, είναι αληθινό
πως η Πάτρα βρέθηκε γεμάτη από ένα πλήθος εταίρων έτοιμων και
ικανών να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση του κινήματος, όπως και
την πήραν.
Τα πρώτα επαναστατικά μηνύματα φτάσανε στην Πάτρα όταν ο
Νικόλας ο Σολιώτης, συναγροικημένος με τον Παπαφλέσσα και τους
άλλους Φιλικούς που διαφέντευαν το κίνημα στο Μωριά άναψε το
ντουφέκι κοντά στα Καλάβρυτα στις 16 του Μάρτη, σκοτώνοντας
γυφτοχαρατσήδες κι άλλους σημαντικούς Τούρκους. Ήτανε το πρώτο
βροντερό σινιάλο που μηνούσε την Επανάσταση κι ερχότανε να
σκορπίσει το ρίγος της κρίσιμης ώρας στους ετοιμασμένους
μωραΐτικους πληθυσμούς. Ο Σολιώτης είχε σηκώσει την αυλαία. Ποιος
θα τολμούσε τώρα να μην παίξει το ρόλο του, χωρίς να χαθεί σαν
προδότης;
Στις 20 του Μάρτη ο διοικητής Καλαβρύτων Αρβαούτογλους,
φοβισμένος απ’ όλα τούτα τα φερσίματα των ραγιάδων, κίνησε να πάει
με τ’ ασκέρι του στην Τρίπολη να σιγουρευτεί. Τον χτύπησαν όμως στο
δρόμο οι Πετμεζαίοι, γύρισε πίσω και κλείστηκε στον πύργο του όπου
τον μπλοκάρισαν. Μετά πέντε μέρες παραδόθηκε. Μα όλα τούτα έγιναν
γνωστά στην Πάτρα από την ίδια μέρα και η τούρκικη φρουρά, που δεν
ήταν λίγη, έκλεισε τον τούρκικο πληθυσμό στο φρούριο και την άλλη
μέρα, στις 21, ξεχύθηκε στην πόλη μ’ αλαλαγμούς και ντουφεκιές και
πολιόρκησε το σπίτι του Παπαδιαμαντόπουλου. Αλλά τότε αρματώθηκε
κι ο Πατρινός λαός και ξεχύθηκε κι αυτός με τη σειρά του στους
δρόμους. Επικεφαλής του ήσανε ο Καρατζάς, ο Βαγγέλης Λιβαδάς κι ο
Ν. Γερακάρης. Οι συγκρούσεις στους δρόμους ήτανε τρομερές,
κράτησαν όλη τη μέρα, αίμα χύθηκε πολύ και κατά το γέρμα της οι
Τούρκοι τσάκισαν και κυνηγημένοι κλείστηκαν στο φρούριο. Ο
επαναστατημένος λαός έμεινε κυρίαρχος στην πόλη, οι τούρκικες
εξουσίες καθαιρέθηκαν κι οι δρόμοι πλημμύρισαν από ένα έξαλλο
πολύβουο πλήθος αντρών, γυναικών, παιδιών αρματωμένων με
ντουφέκια, τσεκούρια, κοντόξυλα κι ό,τι έλαχε μπροστά τους, που
πανηγύριζαν μεθυσμένα τις πρώτες ελεύτερες ώρες της ζωής τους μέσα
στη θολή μαρτιάτικη νύχτα.
Η Πάτρα, ιστορικά, είναι η πρώτη πολιτεία του Μωριά, και στην Ελλάδα
όλη, που σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης από τις 21 του Μάρτη.
Ακολούθησε η Καλαμάτα στς 23 και κατοπινά έρχονται οι άλλες. Τίτλος
τιμής που της ανήκει κι ας Πάσχισαν να τον σβήσουν από τις σελίδες
του Εικοσιένα. Τώρα πως αυτά τα αληθινά και απλά περιστατικά
καταχωνιάστηκαν κι έκαναν τόπο στην ημέρα του θρύλου, είναι ένα
ξεχωριστό πρόβλημα, που τη λύση του ο ιστορικός ερευνητής θα τη
βρει όταν η γνώση του φτάνει ως τους αληθινούς λόγους που η επίσημη
ιστορία αντικρίζει κατά έναν ολότελα δικό της τρόπο τ’ ανθρώπινα
πράγματα.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες στη σειρά ο Πατρινός λαός με τον Καρατζά
και τους άλλους αρχηγούς του πανηγύριζε ξέφρενος τη μεγάλη νίκη
του. Το μαντάτο ξεχύθηκε σαν αστραπή στις κοντινές περιφέρειες.
Έστειλαν κιόλας μαντατοφόρους ψηλά στις αετοράχες των Καλαβρύτων
να ειδοποιήσουν τους χαμένους κοτσαμπάσηδες. Και στις 24 του
Μάρτη μπήκαν στην Πάτρα, μαζί με ένα πλήθος οπλοφόρων, ο Ζαΐμης,
ο Λόντος, ο Χαραλάμπης, ο Γερμανός κι άλλοι, καμαρωτοί απάνω στα
ωραία τους άτια. Την ίδια μέρα κιόλας, χωρίς πολλά χασομέρια,
σχημάτισαν μεταξύ τους το «Αχαΐκό Διευθυντήριο» όπως το είπανε, ένα
είδος τοπικής διοίκησης για την περιφέρεια, και παρουσιάστηκαν για
αρχηγοί της Επανάστασης σ’ όλη την Αχαΐα. Αγνόησαν τον Καρατζά και
τους άλλους αρχηγούς του λαού, που σήκωσαν αυτοί πρώτα στους
στιβαρούς ώμους τους το βάρος της Επανάστασης στην Πάτρα.
Αρχίζει αμέσως ύστερα η συστηματική πολιορκία των Τούρκων που κλείστηκαν στο φρούριο.
Αλλά αυτός ο παραμερισμός του Καρατζά, όπως και η αστεία διεύθυνση των πολεμικών πραγμάτων από το «Αχαϊκό Διευθυντήριο» με ανθρώπους όπως ο Γερμανός, έφερε σε λίγο καταστρεφτικά αποτελέσματα. Από τα Γιάννενα μαθαίνοντας το κίνημα της Πάτρας και ειδοποιημένος από τον Εγγλέζο πρόξενο στην Πάτρα Φίλιππο Γκρην, που εκτελούσε τις γενικές εντολές της Κυβέρνησης του, κατεβαίνει τρεχάτος πολύς στρατός με το Γιουσούφ πασά. Κανείς δεν τόλμησε να του προβάλει αντίσταση στο δρόμο του και μ’ όλη του την ευκολία περνάει τον πορθμό και στρατοπεδεύει στο Ρίο. Ο κίνδυνος ήταν άμεσος και φοβερός. Οι Έλληνες έπρεπε με κάθε θυσία να μην τους αφήσουν να ζυγώσουν στην πόλη, να πιάσουν τα πόστα στα μισά του δρόμου και κει να κρατήσουν άμυνα.
Αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί ο Γερμανός βρήκε τον καιρό να τσακωθεί
με τον Παπαδιαμαντόπουλο και τα πράγματα έμειναν στην τύχη τους. Ο
Γιουσούφ, οδηγημένος από το Γκρήν, που τους ορμήνεψε να φοράνε
δίχρωμες στολές για να μοιάζουν με τους Έλληνες, πλάκωσε στις 3 του
Απρίλη από το Ρίο μ’ όλο του το στρατό και πάτησε την πόλη. Οι
Έλληνες, χωρίς σχέδιο και στρατηγική ηγεσία, ασύνταχτοι και άπειροι
ακόμα, σκόρπισαν κι η πανώρια πολιτεία παραδόθηκε στις σφαγές και
το πλιατσικολόγημα. Οι τρανοί κοτζαμπάσηδες έγιναν πάλι καπνός,
αφήνοντας τα πάντα στην τύχη τους, και μονάχα ένας έμεινε να
παλέψει ηρωικά με τους ανθρώπους του και να κρατήσει τη θέση του: ο
Παναγιώτης Καρατζάς. Μπόρεσε να κρατήσει μέσα στη γενική φυγή μια
θέση κοντά στην Πάτρα,, να την οχυρώσει κι από κει να υπερασπίζει
όλα τα γύρω χωριά από τις επιδρομές των εχθρών.
Από τα μέσα του Μάη κι ύστερα αρχίζει ένας πολύμηνος πόλεμος
ανάμεσα στους Τούρκους που ταμπουρώθηκαν γερά στην πόλη και το
φρούριο και τους Έλληνες που έπιασαν όλες τις τριγυρινές στην πόλη
στρατηγικές θέσεις και τους πολεμούσαν. Στο μοναστήρι Ομπλού ήταν
οι Κουμανιώτες, στη Ζωητάδα (κοντά στο χωριό Βελίζι) ο Καρατζάς και
στην Περιβόλα ο Νενέκος Ζουμπατιώτης με τους ανθρώπους του. Ο
Λόντος είχε πιάσει τα Σελά. Η πολιορκία αυτή της Πάτρας κράτησε το
περισσότερο καλοκαίρι ως τις αρχές Αυγούστου που διαλύθηκε το
στρατόπεδο κι όλο αυτό το διάστημα πέρασε μέσα σε επιδρομές, σε
μάχες ηρωικές, σε εφόδους και σε θυσίες που συχνά έπαιρναν κάτι από
το επικό των Ομηρικών μαχών.
Ο μεγάλος ήρωας στις μάχες ήταν ο Καρατζάς. Σα σίφουνας έκανε τις
επιδρομές του μέσα στην πόλη μ’ απίστευτη τόλμη, σκότωνε ή
σκλάβωνε εχθρούς, άρπαζε τρόφιμα ή μπαρουτόβολα, σκορπούσε
τον τρόμο και γυρνούσε νικητής κι ανέγγιχτος στα ταμπούρια του.
Άλλοτε, όταν ξεμύτιζαν οι εχθροί στον κάμπο για τροφές, έπεφτε απάνω
τους με τους ανθρώπους του και πάλευε σα λιοντάρι, κυνηγώντας τους
ως τα πρώτα σπίτια της πόλης. Δεν έχασε ούτε μια μάχη, δεν αστόχησε
ούτε σε μια έφοδο, δεν πισωγύρισε ούτε σ’ έναν τσακωμό. Τ’ όνομά
του έγινε θρύλος στα τριγυρινά στρατόπεδα, τα παλληκάρια έπαιρναν
όρκο απάνω σ’ αυτό και όσο ο κατατρεγμένος λαός δεν έβλεπε την
προκοπή του με τους τρανούς κοτζαμπάσηδες, τόσο η πίστη και η
απαντοχή του κρεμόνταν στο όνομα του Καρατζά.
Αυτός ο πόλεμος, ακόμη κι έτσι που γινόταν, ήτανε φυσικό ν’ ανεβάσει
στον αφρό και να δοξάσει ανθρώπους που κατάχτησαν τη θέση του
πολέμαρχου με το ξύπνιο μυαλό και την αντρειοσύνη τους. Και οι
κοτζαμπάσηδες δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι αυτό το μεγάλωμα της
δύναμης και της επιρροής των ανθρώπων των όπλων. Άρχισε τότε ένας
λυσσασμένος αγώνας των πρώτων, άλλοτε κρυφός κι άλλοτε φανερός,
για να ξεπατώσουν τους δεύτερους. Οι Καλαβρυτινοί αρχόντοι τάβαλαν
με τους Πετμεζαίους, οι Πατρινοί με τον Καρατζά, τους Κουμανιωταίους
και τους άλλους. Το σαράκι του τσακωμού χύθηκε μέσα στο ελληνικό
στρατόπεδο και φοβέριζε τα πάντα με το χαλασμό. Σ’ αυτούς τους
τσακωμούς απάνω από τις ταραχές, ένας Κουμανιώτης μια μέρα, στις 4
Αυγούστου, άγνωστο για ποιο λόγο κι ακόμη αν ήταν βαλτός ή όχι,
σκότωσε μπαμπέσικα τον Καρατζά.
Όταν μαθεύτηκε ο σκοτωμός του, ήταν τέτοιος ο θρήνος του κοσμάκη,
που αντιβούιζαν σπαραχτικά όλοι τοι γύρω τόποι. Ο πόλεμος
σταμάτησε, ντουφεκιές πια δεν άκουγε κανείς κι η σιγαλιά του θανάτου
απλώθηκε στις πολυθόρυβες μπαρουτοκαπνισμένες περιοχές. Έκλαιγαν
γυναίκες, παιδιά, γέροι, έκλαιγαν κι άντρες με τα φυσελίκια σταυρωτά
στο στήθος και με μουστάκι μισή πήχυ. Ήτανε τόσο ξαφνικό το κακό,
που δεν πίστευε στα μάτια του κανείς. Πως έγινε ένα τέτοιο θανατικό;
Γύρευαν το φονιά να τον πνίξουν, να τον κομματιάσουν, μ’ αυτός είχε
γίνει άφαντος.
Και ήτανε τόση η λατρεία στο πρόσωπο του Καρατζά, τόσο βαρύς ο
ρόλος του και τόση η απελπισία του αναστατωμένου λαού ύστερ’ απ’
τον πεθαμό του, ώστε σε λίγες μέρες τα στρατόπεδα διαλύθηκαν κι
έκαναν καιρό πολύ ύστερα για να ξανασυγκροτηθούν.
Ο Καρατζάς στάθηκε εξαίρετη φυσιογνωμία του Εικοσιένα. Ανήκει στην πλειάδα των λαϊκών εκείνων αντρών του Μωριά που ύστερα από τον Παπαφλέσσα, αποτέλεσαν τα στέρεα βάθρα που απάνω τους πάτησε και προχώρησε η Επανάσταση. Τώρα πως πάτησαν στα ίδια βάθρα κι ανέβηκαν πιο ψηλά ονόματα τρανά που γέμισαν ύστερα τη γραφτήν ιστορία με το μπόι τους, σβήνοντας εκείνους που αληθινά έβαλαν τον κόπο τους, αυτό είναι ένα δεύτερο ζήτημα, που η ευθύνη του θα βαρύνει λιγότερο την πλειάδα των αγωνιστών της σειράς του Καρατζά
και περισσότερο την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της Επανάστασης.
Ο ιστορικός Φιλήμων, που μνημόνεψε με περισσή αγάπη πολλούς
λαϊκούς αγωνιστές και τους ανέβασε ιστορικά στη θέση που ανήκαν,
αφού κι ο ίδιος τους γνώρισε από κοντά και πάλεψε στο πλευρό τους
στις μάχες του πολέμου και στις μάχες της πολιτικής, λέει τον Καραντζά
λεοντόθυμο και του πλέκει στεφάνια μ’ αυτά τα λόγια: «…ο Καρατζάς,
βλαστός της μεγάλης οικογένειας του λαού, αφανής πριν σανδαλοποιός
εν τη αγορά ων Πατρών, υπάρξας δε εν τη στρατιωτική υπηρεσία των
Άγγλων κατά την Επτάνησον, ανεδείχθει αρξαμένου του αγώνος
περιφανής δι ενθουσιασμόν πολίτης και το πρώτιστον κατά των
Τούρκων της Αχαΐας φόβητρον δι ανδρείαν. Όλος πίστις και αγάπη προς
την Πατρίδα, όλος ευκινησία και δραστηριότης, μόνω προσηλωμένος τω
καθήκοντι αυτού και εν ολίγω ποιούμενος την ζωήν, πάντοτε διέπρεψεν
υπό τα όπλα και πολλάκις κατώρθωνε μόνος ό,τι πολλοί δυσκόλος ή
ουδάλως ετόλμων. Τοιούτος δε ων υπισχνείτο τη αγωνιζομένη Πατρίδι
μεγαλειτέρας υπηρεσίας ειμή κακούργος χειρ απεστέρει αυτόν της
ζωής».
Δεν αρκεί να πει κανείς πως αν εζούσε ο Καρατζάς θ’ ανέβαινε ψηλά στα σκαλιά των αντρών της Επανάστασης, Η συμβολή του θα ήταν
μεγάλη, δε χωράει συζήτηση. Μ’ αν λογαριάσει κανείς την τύχη των
αντρών της σειράς του, που άλλοι καταχωνιάστηκαν κι άλλοι
σκοτώθηκαν, είναι αμφίβολο αν θα καταχτούσε τη θέση που του ανήκε.
Αλλά κι έτσι όπως έμεινε και με τον τόσο λιγοστό χρόνο που έζησε στην
Επανάσταση, πρόσφερε τόσα, που άξια κατέχει την τιμητική του θέση
στη μακριά σειρά των αληθινών πρωταγωνιστών του Εικοσιένα.
Με το τέλος της Επανάστασης κι όταν οι Πατρινοί ξαναγύρισαν στην
πόλη τους, ο πρώτος που θυμήθηκαν ήταν ο Καρατζάς και με αναφορά
τους στο διοικητή Αλ. Αξιώτη από 16 του Μάη 1829 ζήτησαν μιαν
αναγνώριση των δικαίων της οικογενείας του. Ήταν το στερνό δείγμα
της αγάπης ενός λαού προς τον άξιο αρχηγό του, που του άνοιξε το
δρόμο του λυτρωμού. Οι κατοπινές γενιές, αφού η επίσημη ιστορία δε
θέλησε να κάνει το χρέος της, και το έργο του ξέχασαν και το όνομά του
άφησαν να λησμονηθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου