ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ-ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ: H ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

H   ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

                                                             ΤΗΣ  ΕΥΓΕΝΙΑΣ  ΑΡΒΑΝΙΤΗ-ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

                                                            Πάτρα: Μιλά η Ευγενία Αρβανίτη για τα πολεμικά απομνημονεύματα του Νίκου  Δημητρακόπουλου

(Ομιλία στην  Διαδικτυακή Ημερίδα που  διοργάνωσε η Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος στη Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς. Το Σάββατο 4-12-2021)

 

Οι γυναίκες είχαν ουσιαστική και πολύπλευρη συμβολή  στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Οι γυναίκες, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής, άφησαν το δικό τους «αποτύπωμα» στην Επανάσταση του 1821.

Παρότι σε βάθος χρόνου κυριάρχησαν οι μορφές της επιβλητικής Λασκαρίνας Πινότση , γνωστή ως Μπουμπουλίνα από το όνομα του δεύτερου συζύγου της, Δημήτρη Μπούμπουλη, και της γοητευτικής, πολυτάλαντης Μαντώς Μαυρογένους, υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι γενικότερα οι γυναίκες είχαν ουσιαστική, πολύπλευρη, συμβολή στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Κάποιες πήραν τα όπλα και στάθηκαν γενναία στο πλευρό των ανδρών χωρίς να είναι ιδιαίτερα γνωστές, όπως η καπετάνισσα Κωνσταντίνα Ζαχαριά, η Σπαρτιάτισσα Σταυριάννα Σάββαινα, η Δόμνα Βισβίζη κ.

Πάντως, οι περισσότερες βοήθησαν στην τροφοδοσία των στρατευμάτων, αλλά κυρίως στην διάσωση των παιδιών τους και τη στήριξη των σπιτιών τους κατά την απουσία των ανδρών.

Δυστυχώς, στις περισσότερες προσωπικές μαρτυρίες και στην ιστοριογραφία του 19ου αιώνα οι αναφορές στον ρόλο των γυναικών είναι περιορισμένες, καθώς επικεντρώνονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο των ανδρών. Ωστόσο, υπάρχουν πηγές που δίνουν μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα της συμβολής των γυναικών στην Επανάσταση.

Χαρακτηριστικό είναι ότι εκείνα τα χρόνια υπήρχε επιφυλακτικότητα από την πλευρά των ανδρών στο να εμπιστευτούν μυστικά στις γυναίκες.

Η Μαντώ Μαυρογένους σε  ένα εξαιρετικό «πορτρέτο» των Ελλήνων και των Ελληνίδων, που συνέταξε και δημοσίευσε στο ημερολόγιό του ο Γάλλος φιλέλληνας και αγωνιστής Ε. Βιλνέβ (Eugene Villeneuve), αναφέρει χαρακτηριστικά :

«Θα ήθελα να μην είμαι στη δύσκολη θέση να τους κάνω (των γυναικών) τη μομφή για την αδιακρισία, την οποία δεν μπορούν να κρατήσουν μυστική και η οποία υποχρεώνει τους συζύγους να είναι επιφυλακτικοί μαζί τους».

Γι’ αυτό, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) κατά την προετοιμασία της Επανάστασης «οι Έλληνες τουφεξίδες (οπλοπιοί), σιδηρουργοί, ξυλουργοί και άλλοι» εργάζονταν, όλη τη νύχτα, «κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των (για) τα αναγκαία του πολέμου» Έτσι, λίγες γυναίκες μυούνταν και μόνο στον κατώτερο βαθμό στη Φιλική Εταιρεία, όπως η Μπουμπουλίνα ή χρησιμοποιούνταν σε ορισμένες αποστολές.

Ανάμεσα σε αυτές ήταν η Μαριγώ Ζαφειροπούλου, που χρησιμοποιήθηκε για μεταφορά πολύτιμων εγγράφων, και η Φαναριώτισα Ευφροσύνη Νέγρη, που, όπως έγραψε η συγγραφέας Καλιρρόη Παρρέν, «ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελεύθερων ιδεών» και το σπίτι της «απετέλειτο κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών».

Όμως, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση οι γυναίκες βρέθηκαν στην «πρώτη γραμμή» είτε τροφοδοτώντας τα στρατόπεδα με τρόφιμα, που στερούνταν οι ίδιες, είτε διατηρώντας ζωντανά τα σπίτι τους.

«Και αι γυναίκες αι ίδιαι ήρχοντο φορτωμέναις (στα στρατόπεδα) και έφερναν και τα ζώα φορτωμένα κρέατα, κρασιά και άλλες τροφάς», γράφει χαρακτηριστικά, ο Φωτάκος, ενώ σε άλλο σημείο περιγράφει ότι μετά τη νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια (28 Ιουλίου 1822) «αι γυναίκες μάλιστα του χωρίου Αγινόρι (Αγιονόρι Κορινθίας) επήραν πολλά λάφυρα και καμήλαις φορτωμέναις».

Σημαντική η βοήθεια τους και σε δύσκολές περιόδους, όπως η πολιορκία του Μεσολογγίου.

«Κουκουλωμένες με την μαντίλα στο κεφάλι (γράφει ο Δ. Φωτιάδης) πηγαίνουν πίσω απ’ τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα δίνουν στην επιτροπή να τα ξαναχύσει. Κουβαλάνε ξύλα και  χώμα και παίρνουν την τσάπα και το φτυάρι στο χέρι. Παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ότι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στη μαύρη φτώχεια που τους δέρνει».

Κάποιες άλλες γυναίκες παίρνουν μέρος σε μάχες, με το όπλο στο χέρι.

 

Κωνσταντίνα Ζαχαριά

Από το Γάλλο ιστορικό Φ. Πουκεβίλ μαθαίνουμε ότι μια νεαρή Σπαρτιάτισσα, η Κωσταντίνα Ζαχαριά, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όπλα και τέθηκε επικεφαλής 500 ανδρών.

Η Κωνσταντίνα ήταν βρέφος «εν τω λίκνω» όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, το 1799, στην Τρίπολη, τον πατέρα της Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη (σ. σ από αυτόν πήρε το επώνυμο της η Κωνσταντίνα Ζαχαριά), έναν από τους πρωτοκλέφτες της εποχής.

Μεγαλώνοντας ορκίστηκε να εκδικηθεί τον θάνατο του. Έτσι μόλις ξεκίνησε η Επανάσταση, οπότε πρέπει να ήταν 22 ή 23 ετών, πήρε τα όπλα, ξεσήκωσε άνδρες και γυναίκες, σχημάτισε την ομάδα της και αφού πήρε την ευχή του επισκόπου Ηλείας Άνθιμου μπήκε στον πόλεμο.

Αρχικά, ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μιστρά και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ποταμό Ευρώτα έφτασε μέχρι το Λεοντάρι Αρκαδίας. Επιτίθεται με τους άντρες της, απελευθερώνει το χωριό, καταστρέφει την ημισέληνο από τα τεμένη και βάζει φωτιά στο σπίτι του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή (βοεβόδας) της περιοχής και τον σκοτώνει.

Η καπετάνισσα Κωνσταντίνα φαίνεται να πήρε μέρος και σε άλλες μάχες, καθώς και στην πολιορκία της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά από κάποιο σημείο και μετά δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.

 

 

Σταυριάνα Σάββαινα

Μια άλλη Σπαρτιάτισσα, η Σταυριάνα Σάββαινα (σ.σ η γυναίκα του Γιωργάκη Σάββα , η «Σάββαινα»), όταν ξεκίνησε ο Αγώνας ήταν περίπου 40 ετών και πήρε τα όπλα όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, τον άντρα της.

Όπως έγραψε η Καλλιρόη Πάρρεν στην ιστορική εφημερίδα «Εφημερίδα των Κυριών» (φ.25/3/1890) «η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου» και εντάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.

Η πρώτη μάχη που πήρε μέρος ήταν στο Βαλτέτσι (12 – 13 Μαΐου 1821, όπου σημειώθηκε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη των Ελλήνων.

«Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος», έγραψε η Πάρρεν.

Η Σταυριάνα πήρε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης και στη μάχη του Τρίκορφου. Ωστόσο, επί Όθωνα, εγκαταλείφθηκε στην τύχη της και ζούσε από τη βοήθεια οικογενειών άλλων αγωνιστών. Όταν πέθανε, το 1868, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να την θάψουν.

 

Δόμνα Βισβίζη

Για μια άλλη γυναίκα, τη Δόμνα Βισβίζη, πληροφορούμαστε από ιδιόχειρο έγγραφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Μάιος 1822) ότι έσωσε τους άντρες του και τον ίδιο «δια της προμήθειας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός θα διελύετο».

Η Δόμνα ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο και εφοπλιστή Αντώνη Βισβίζη, που διέθεσε πολλά χρήματα για την Επανάσταση και ήταν κυβερνήτης του πλοίου «Καλομοίρα». Ωστόσο, όταν πέθανε κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες μετά την άρνηση του να προδώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τη διακυβέρνηση του πλοίου ανέλαβε η γυναίκα του, το οποίο διέθεσε στον Αγώνα.

Η ίδια έζησε φτωχικά τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, εγκαταλελειμμένη από τις κυβερνήσεις επί Όθωνα.

Η εγκατάληψει της Δόμνας και της Σταυριάνας από το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος έρχεται, δυστυχώς, να επιβεβαιώσει τη σκληρή μοίρα της εγκατάληψεις, που βίωσαν πολλοί αγωνιστές από τις οθωμανικές κυβερνήσεις, κυρίως ως αποτέλεσμα του διχασμού, που υπήρξε στα χρόνια του Αγώνα.

 

Αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους : μια χειραφετημένη γυναίκα

Ξεχωριστή προσωπικότητα ανάμεσα στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης του 1821 ήταν η Μαντώ Μαυρογένους.

Η Μαντώ εκτός από την Τεράστια συμβολή της στον Αγώνα, συμμετέχοντας σε μάχες και διαθέτοντας όλη την περιουσία της, ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, με μόρφωση, επηρεασμένη από τις αρχές του Διαφωτισμού, γοητευτική και με ευρωπαϊκή εμφάνιση και «αέρα».

Ο Γάλλος Φιλέλληνας Ρεμπό τη περιγράφει ως ψηλή, αδύνατη, με ευχάριστο πρόσωπο, ενώ ο Νικόλαος Δραγούμης, γραμματέας της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (1828) γράφει : « …. Εφαίνετο προοιωνιζομένη ( = προλέγουσα) του χρόνον, καθ’ ον οι κοινωνικοί της Δύσεως θεσμοί έμελλον να κατισχύσωσι ( = επικρατήσουν) της απειρόκαλου ( = ακαλαίσθητης) αυστηρότητος της Ανατολής»!

Η αναφορά του Δραγούμη είναι από τις ελάχιστες που υπάρχουν γι’ αυτήν σε ελληνικές πηγές, καθώς από τους Έλληνες ιστορικούς σχεδόν αγνοήθηκε η μεγάλη αυτή ηρωική μορφή.

Έτσι, τα περισσότερα στοιχεία για τη Μαντώ (Μαγδαληνή, ήταν το όνομα της) τα γνωρίζουμε από ξένους φιλέλληνες, που ήρθαν στην Ελλάδα και αναφέρονται σ’ αυτήν στα συγγράμματα τους, με σεβασμό και θαυμασμό.

Η αιτία αυτής της αντιμετώπισης από τους Έλληνες θα πρέπει να εντοπιστεί στο έρωτα της με τον Δημήτριο Υψηλάντη, είτε επειδή – όπως πιστεύουν κάποιοι – σκανδάλισε τους ηθικολόγους της εποχής – είτε το πιθανότερο – , επειδή την έφερε σε μεγάλη αντίθεση με ισχυρούς πολιτικούς , κυρίως τον μετέπειτα πρωθυπουργό, τον δόλιο Ι Κωλέττη, που όπως και ο Μαυροκορδάτος, υπονόμευσε τον Υψηλάντη.

Αξιοσημείωτη είναι και μια σύγκριση, που κάνει ο Ρέμπο, ανάμεσα στην Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ, γράφοντας ότι η πρώτη διέθετε σπάνια τόλμη για γυναίκα, αλλά και «απληστία για κέρδος, έτσι ώστε ν’ αναιρούνται οι πιο λαμπρές ιδιότητες της», στην άλλη υπήρχε «η αγνότερη αγάπη για την πατρίδα, γεμάτη αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, χωρίς κανένα προσωπικό συμφέρον και χωρίς καμία μέριμνα για το προσωπικό της μέλλον».

Τα βιογραφικά στοιχεία της Μαντώς είναι λίγο πολύ γνωστά.

Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στη Τεργέστη, όπου διέμεναν και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι γονείς της, ο εύπορος Μυκονιάτης έμπορος Νικόλαος Μαυρογένης και η Σπαρτιάτισσα Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, που είχαν συνολικά πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Έκανε σπουδές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ιστορία και μιλούσε και έγραφε άπταιστα ιταλικά, γαλλικά και τούρκικα.

Είναι άγνωστο πότε ακριβώς επέστρεψε στην Ελλάδα. Όμως είναι βέβαιο ότι κατά την έναρξη της Επανάστασης βρίσκονταν στην Τήνο μαζί με τον θείο της, Μαύρο, ενάρετο και σοφό ιερέα. Μαζί πέρασαν στη Μύκονο, ξεσήκωσε τους κατοίκους και στα μέσα Απριλίου 182 το νησί μπήκε στον Αγώνα. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ «η Μύκονος ( ….) όφειλε την τιμήν της εις την (ναυτική) συμμαχίαν εισχωρήσεως εις την ωραίαν Μοδένα (Μαντώ) Μαυρογένους».

Το σπίτι της Μαντώς στη Μύκονο ήταν ανοιχτό στον κόσμο. Ο Ρέμπο περιγράφει μια βραδιά στο σπίτι της, όπου βρισκόταν «ένας αρκετά μεγάλος κύκλος, που αποτελείτο από τους πρώτους ανθρώπους του νησιού» και επικράτησε μεγάλο κέφι, με χορό.

Ο ίδιος αφηγείται ότι η Μαντώ του έλεγε «Δεν με νοιάζει τι θα γίνω εάν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν έχω χρησιμοποιήσει όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων, για να τους ενθαρρύνω με το παράδειγμα μου και θα πεθάνω, εάν είναι απαραίτητο, γι’ αυτήν». Και αυτό έκανε.

Σε μια τριετία είχε διαθέσει όλη την περιουσία της για τον εξοπλισμό πλοίων, τη συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων που πήραν μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, την Κάρυστο, τη Φθιώτιδα κ.α., την οικονομική στήριξη της Σάμου και της Χίου και την περίθαλψη 2000 ατόμων, που απεβίωσαν από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Παρ’ όλα αυτά η Μαντώ επιμένει να προσφέρει και, όπως γράφει ο Βιλνέβ, ζητάει από τη κυβέρνηση τα μέσα για να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μαυροκορδάτος την κολάκεψε και εκείνη του απαντάει : «Όχι (δεν θέλω) λόγια κολακευτικά. Χρήματα, άντρες (ζητάω) και βαδίζω ενάντια στον εχθρό».

Στο μεταξύ, μάλλον σε μάχες στη Φθιώτιδα, όπου πήρε μέρος η Μαντώ γνωρίζεται με τον Δημήτριο Υψηλάντη και ερωτεύονται. Στον αρραβώνα τους αντιτάσσονται πολλοί από τους ισχυρούς πολιτικούς, που τρομοκρατούνται στο ενδεχόμενο ενοποίησης των δυο ισχυρών οικογενειών και τελικά έπειτα από πολλές ραδιουργίες ο Κωλέττης  πετυχαίνει να διαλυθεί η σχέση.

Η Μαντώ καταδιωκόμενη, πάντα από τον Κωλέττη, θα πεθάνει το 1848 πάμφτωχη στην Πάρο, όπου έμεναν κάποιοι συγγενείς της.

 

 

Η Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση

(Κωνσταντινούπολη, 11 Μαΐου 1771 – Σπέτσες, 22 Μαΐου 1825 ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ίσως και η σημαντικότερη.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την Ύδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1971, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγο της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίον είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769 – 1771). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομα της εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην Ύδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ . Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.

Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιαννούζα και στην ηλικία των τριάντα ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δύο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ’ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.

Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά : τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερον γάμο της : την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα ( τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα). Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.

Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.

 

Σεβαστή Ξάνθου

Η Σεβαστή Ξάνθου (Σεβαστή Κρουστάλα – Ξάνθου) 1798 ήταν σύζυγος του Εμμανουήλ Ξάνθου πρωτεργάτη και μέλους της Φιλικής Εταιρείας.

Η Σεβαστή Ξάνθου μαζί με την μητέρα της Μαριόρα και τις δυο αδελφές της Ευφροσύνη και Ελένη, ζούσαν στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε ηλικία 17 ετών (1815) και μόλις έναν χρόνο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας , η Σεβαστή θα παντρευτεί τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Από αυτό τον γάμο θα προκύψουν τρία παιδιά ο Νικόλαος, ο Περικλής και η Ασπασία. Όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, η οικογένεια θα μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη στο Ισμαήλ για μεγαλύτερη ασφάλεια, μαζί πάντα με την μητέρα και της αδερφές της Σεβαστής, ενώ το 1822 με πρωτοβουλία της Σεβαστής αισθανόμενη εχθρικό περιβάλλον γύρω της θα εγκαταλείψουν το Ισμαήλ και θα εγκατασταθούν στο Κισνόβι. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Εμμανουήλ Ξάνθου, αρχικά λόγω της ανάληψης της ευθύνης για την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης και αργότερα λόγω του εγκλεισμού του σε μοναστήρι στο Μαρτζινένι, την οικογένεια του θα αναλάβουν να φροντίσουν έμπιστα σε αυτόν άτομα, όπως ο σύγγαμβρος του Μιχαήλ Μιχάλογλου (σύζυγος της Ευφροσύνης) και ο Μιχαήλ Φωκιανός, ο οποίος θα αναλάβει την διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας.

Η Σεβαστή Ξάνθου βίωσε για αρκετά χρόνια την απουσία του συζύγου της παρ’ όλα αυτά αντεπεξήλθε μεγαλώνοντας την οικογένεια της, ήρθε σε επαφή με αρκετούς αγωνιστές, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής ζητώντας βοήθεια και πληροφορίες για τον σύζυγο της.                 

        

             

 Οι αναφορές των περιηγητών της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας από το 16ο έως το 19ο αιώνα περιέχουν πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τα

έθιμα, τις ενασχολήσεις, την εκπαίδευση, την κοινωνική, αλλά και

στρατιωτική προσφορά των γυναικών. Αν και δε διευκρινίζεται επαρκώς

ο βαθμός επιρροής των γυναικών στα δημόσια πράγματα κάτω από

ιδιαίτερες συνθήκες, αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες διαφαίνεται

μια διακεκριμένη θέση και παρουσία τους στη δημόσια ζωή, όπως η

περίπτωση των γυναικών της Μυκόνου, που εντυπωσίασε έναν Άγγλο

περιηγητή του 19 ου αιώνα.

Αν και, όπως αναφέρεται, η εκπαίδευση των γυναικών ήταν σχεδόν

ανύπαρκτη, υπήρχαν μορφωμένες γυναίκες, όπως η μητέρα του

Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Ρωξάνη, που είχε διδαχθεί από το μεγάλο

λογοθέτη Ιωάννη Καρυοφίλλη και θεωρούνταν μια από τις πιο

μορφωμένες γυναίκες της εποχής. Πολλές από τις γυναίκες αυτές, κυρίως

οι φαναριώτισσες, δώριζαν χρήματα σε μορφωτικά ιδρύματα ή

επιχορηγούσαν μεταφράσεις και εκδόσεις λογοτεχνικών και άλλων

βιβλίων. Έτσι, η Μαρία Σούτσου, σύζυγος του λογοθέτη Δράκου

Σούτσου, και η Ελένη Σούτσου, σύζυγος του Δημητρίου Σούτσου,

δώρισαν χρήματα για την Πατριαρχική Σχολή, Ελέγκω, σύζυγος του

Μιχάλη Βαλαγκάζη, πρόσφερε 2000 πιάστρες στο Σχολείο της

Κωνσταντινούπολης. Η Ελένη, σύζυγος Μανώλη Ζάβρα, από τη

Θεσσαλονίκη επιχορήγησε την επανέκδοση της μετάφρασης του βιβλίου

«Του νέου Ρομπινσόν συμβάντα», που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1819.

πολλές ήταν, επίσης, και οι μορφωμένες γυναίκες που μετέφρασαν ή

έγραψαν οι ίδιες λογοτεχνικά έργα.

Η Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, αποκαλούνταν

«Πρωτομάνα των Φιλικών». (…..) έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον

αγώνα που προετοιμάζεται. Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της

συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της

εξεγέρσεως. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση,

που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους

εταίρους : « - Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της

μητρός μου» (Γυναίκες στην Φιλική Εταιρεία και Φαναριώτισσες,

Κούυλας Ξηραδάκη, Αθήνα 1971, σελ. 13)

Την Μαριγώ Ζαραφοπούλα, την χρησιμοποιούσαν πολλές φορές για

μεταφορά πολύτιμων εγγράφων. Έδωσε πολλές φορές λεπτά στην

Εταιρεία της Πόλης, πήρε μυστικά από τους Τούρκους και τα έφερε

στους Φιλικούς, έσωσε πατριώτες απ’ την προδοσία του Ασημάκη και

φυγάδεψε στελέχη του αγώνα σε στιγμές κινδύνου. Όπως βεβαιώνουν οι

πατριώτες Π. Μαυρομηχάλης και Δημ. Ορλώφ « ….. εφυλακίσθη και

εξορίσθη ως λαβούσα μέρος εις την Εταιρείαν». Γυναίκες στην Φιλική

Εταιρεία και Φαναριώτισσες, Κούυλας Ξηραδάκη, Αθήνα 1971, σελ. 15

– 16 )

Η Ευφροσύνη Νέγρη, λέει η συγγραφέας Παρρές : «Ειργάσθη, προς

διάδοσιν των κυοφορούμενων τότε φιλελεύθερων ιδεών και η αίθουσα

της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων

ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων,

εκρύβοντο τα εγχειρίδια και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δυο

φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων

γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να

πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των». Γυναίκες

στην Φιλική Εταιρεία και Φαναριώτισσες, Κούυλας Ξηραδάκη, Αθήνα

1971, σελ. 20)

Επίσης, αν και η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών σε γενικές

γραμμές περιορίζονταν σε ενασχολήσεις που θεωρούνταν γυναικείες,

όπως είναι η υφαντική, τα εργόχειρα, και γενικά τα χειροτεχνήματα, για

την ενίσχυση της οικογένειας, καθώς επίσης η πρακτική ιατρική και

πρακτική μαιευτική, υπήρχαν περιπτώσεις που οι γυναίκες εργάζονταν το

ίδιο σκληρά με τους άνδρες και μάλιστα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες.

Για παράδειγμα, οι γυναίκες των ορεινών περιοχών της Ηπείρου, που

αναφέρονται ως εξελληνισμένες Βλάχες , εργάζονταν μεταφέροντας στις

πλάτες τους μεγάλες πέτρες, όμοια με τους άνδρες λαμβάνοντας αμοιβή

διόλου λιγότερη από εκείνη των ανδρών.

Εντύπωση, επίσης προκάλεσε το παράδειγμα των γυναικών του Σουλίου

και της Μάνης, οι οποίες μάχονταν στο πλευρό των ανδρών, όπως οι

άνδρες, με αξιοσημείωτο σθένος και τόλμη. Το Σούλι ήταν οργανωμένο

στη βάση αρρενογονικών γενών, όπου ο γάμος ήταν πατροτοπικός, ενώ

φαίνεται ότι συνήθιζαν τις επιγαμίες, αλλά και τους πολλαπλούς γάμους,

με σκοπό τη σύναψη συμμαχιών «με ισχυρά τοπικά κοινωνικοοικονομικά

ερείσματα». Οι Σουλιώτισσες υφίσταντο τους περιορισμούς που υπήρχαν

για τις γυναίκες στις ανδροκεντρικές οικογένειες, συμμετείχαν, όμως,

ενεργά τόσο στην εργασία για την διασφάλιση του ζωικού κεφαλαίου της

ομάδας και για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας ως

«παραγωγικός εργάτης» και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες, όσο και στις

επιδρομές που πραγματοποιούσαν οι πολεμιστές για την υπεράσπιση του

τετραχωρίου.

Ξηραδάκη Κ. (1995), ο.π., σσ. 175 – 179 : «Οι Μανιάτες παρουσιάζουν

πολλές ομοιότητες με τους Σουλιώτες, στο χαρακτήρα, στις συνήθειες,

στην ενασχόληση. Στο Σούλι και στη Μάνη είναι δυο μέρη που εχθρικό

πόδι δύσκολα τα πάτησε, για τούτο και έγιναν πολλές φορές σκληροί και

πείσμονες αγώνες για την κατάκτησή τους, πράγμα που τους έκανε

έμπειρους πολεμιστές. Όσο για τις γυναίκες της Μάνης είχαν κι αυτές

γαλουχηθεί στη σκληρή πολεμική ζωή απ’ τον καιρό του Λυκούργου».

Επίσης, Ξηραδάκη Κ. (1995), ο.π., σελ. 33 : «Η γυναίκα στο Σούλι δεν

ήταν ίση με τον άντρα γιατί η Σουλιώτικη κοινωνία ήταν ανδροκρατική.

Ωστόσο, είχαν μια ιδιαίτερη υπόσταση. Γυμνάζονταν στα όπλα».

Ψιμούλη β. (2005), ο.π.,σ 211: «Ωστόσο η γυναίκα στο Σούλι δεν έπαυε

να ζει υπό τους εγγενείς καταναγκασμούς μιας κοινωνίας αρρενογονικών

γενών, θεσμοποιημένης ανισότητας και ασυμμετρίας στις σχέσεις

ανδρών – γυναικών. Με βάση τον κανόνα της ανδροπατροτοπικής

εγκατάστασης, μετακινείται δια βίου στο σπίτι της οικογένειας του άνδρα

της, μέσα στο οποίο έχανε σχεδόν και το βαφτιστικό της όνομα,

αντλώντας πλέον την ταυτότητα της από το ανδρονυμικό της. Με το

όνομα Μάκραινα ήταν γνωστή η Χρυσούλα, γυναίκα του Μάρκου

Μπότσαρη. Ως Γιωργάκαινα Τζαβέλα, Λάμπρο Βείκαινα, Κώστα

Μπέκαινα έχουν καταγραφεί, σε έγγραφο του 1827, οι χήρες των

αντίστοιχων αγωνιστών».

Ψιμούλη Β. (2005), ο.π.,σσ. 211 – 212 : «Το κουβάλημα του νερού από

τον Αχέροντα ή από το ρέμα του Ντάλα, εξαιτίας της απότομης και

κοπιαστικής ανωφέρειας ήταν μια επίπονη εργασία, όσο κι αν ο

Λαμπρίδης ισχυρίζεται ότι οι Σουλιώτισσες την εκτελούσαν "αόκνως και

άδουσαι" », βλ. επίσης σ. 208.

Ψιμούλη Β. (2005), ο. π., σ. 135 : «Υπό την έννοια Σούλι υποδηλώνονται

τέσσερις οικισμοί και ολόκληροι οι ορεινοί οικισμοί τους.» , «Άφθονες

είναι οι μαρτυρίες για τη σύμπραξη των γυναικών στις επιδρομές και την

πολεμική δράση των Σουλιωτών είτε ως άμεσων πρωταγωνιστών στον

ανταρτοπόλεμο και τις επιθέσεις είτε ως επικουρικών σωμάτων για τη

μεταφορά τροφίμων και τραυματιών» (σ. 208).

Οι ανάγκες επιβίωσης της ομάδας, που χρειάζονταν πολεμιστές,

καθιστούσε τη μητρότητα ιδιαίτερα σημαντική και έδινε στη γυναίκα

κεντρικό ρόλο. Ο ρόλος της αυτός, σε συνδυασμό με τη συνδρομή της

στους αγώνες και τον ενεργό συμμετοχή της στις πολεμικές επιχειρήσεις,

συχνά έδινε στη Σουλιώτισσα μια ξεχωριστή δυναμική. Έτσι, σε

περιπτώσεις απουσία ή θανάτου του αρρένος αρχηγού του οίκου, ο

οποίος άφηνε ανήλικα παιδιά, την αρχηγεία μπορούσε να αναλάβει η πιο

ηλικιωμένη γυναίκα που είχε δεσμούς αίματος με τον απουσιάζοντα

αρχηγό, ενώ σε περίπτωση θανάτου η σύζυγος του με τα ανήλικα παιδιά

και την μητέρα του ή τη θεία του αναγνώριζαν ως αρχηγό το μεγαλύτερο

αδερφό του θανόντα.

Οι θρυλικές πρωτοβουλίες των Σουλιωτισσών στις μάχες εναντίον του

Αλή Πασά και οι ηρωικοί τους θάνατοι μνημονεύονται ως δείγματα

σπάνιας δύναμης και τόλμης. Η Μόσχω, σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα,

που οδήγησε 300 γυναίκες, μεταξύ αυτών και την κόρη της Σοφώ, σε

ένοπλη επίθεση εναντίον τριών χιλιάδων Τουρκαλβανών, η Χάϊδω που

μετέφερε πολεμοφόδια κατά τον αγώνα των Σουλιωτών στου Κούγγι,

όπου τραυματίστηκαν και σφάχτηκαν πολλές γυναίκες, η Μαρία κόρη

του Γιώργη Μπότσαρη, που χώρισε τον άντρα της και έγινε μοναχή (η

αδερφή Μακαρία), όταν ο Γιώργης Μπότσαρης αυτομόλησε προς τον

Αλή Πασσά, η Δέσπω, σύζυγος του Γιώργου Μπότσαρη, που, αφού

πολέμησε στη Ρηνιάσα με τις κόρες και τις νύφες της εναντίον των

Τούρκων, ανατίναξε τον Πύργο μέσα από τον οποίο πολεμούσαν για να

μην παραδοθούν, η Ελένη Κίτσου Μπότσαρη που μετά το Ζάλογγο

αφέθηκε να παρασυρθεί στο ρέμα για να μην συλληφθεί από τους

Τούρκους. Ακόμη, η Δέσπω Φώτου Τζαβέλα, για την οποία αναφέρεται

ότι είχε το βαθμό του ταγματάρχη και μάλιστα ότι έλαβε μέρος στην

εκστρατεία της Νεάπολης το 1805 κατά του Ναπολέοντα με το

εκστρατευτικό σώμα των Ρώσων, η Φωτεινή Κολοκοτρώνη, κόρη του

Φώτη Τζαβέλα και σύζυγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία

διακρίνονταν για την κρίση της και αναφέρεται ότι διατέλεσε και

σύμβουλος της βασίλισσας, η Χρυσούλα, η Βασιλική και η Αικατερίνη

Μάρκου Μπότσαρη, η Αγγελική Κώτση Γεωργίτσα Σκαφά, αλλά και

πολλές ανώνυμες Σουλιώτισσες που έπεσαν ομαδικά στο Σέλτσο, όπου

άλλες κατακρεμνίστηκαν και άλλες πνίγηκαν στον Αχελώο και επίσης οι

Σουλιώτισσες που έπεσαν στο Ζάλογκο, είναι κάποιες μόνο από τις

γυναίκες του Σουλίου που έβαλαν την σφραγίδα τους στις μάχες κατά

των Τούρκων και διακρίθηκαν για την αυτοθυσία τους.

Χρήση όπλων στις μάχες έκαναν και οι γυναίκες Κολοκοτρωναίων,

καθοδηγούμενες από την καπετάνισσα, τη μητέρα του Θεόδωρου

Κολοκοτρώνη, η οποία στον Μοριά «μοιράστηκε τις περιπέτειες των

Κολοκοτρωναίων με θάρρος και παλικαριά». Όμως, η «ανδροκρατική

αντίληψη» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «δεν τον άφησε να δει ως

ηρωίδα» τη γυναίκα του Αικατερίνη, αφού απέφυγε να εξάρει τη δράση

της στο μνημόσυνο και την ανακομιδή των λειψάνων της. Αν και σε

γενικές γραμμές η συμβολή των γυναικών στις πολεμικές επιχειρήσεις

του αγώνα είχε την αποδοχή και την ηθική επιβράβευση των

οπλαρχηγών, δεν έλειψαν και περιστατικά απαξίωσης της γυναικείας

συμμετοχής, όπως στην περίπτωση των οπλαρχηγών Π. Μαυρομιχάλη,

Π. Γιατράκου και Ν. Σταματελόπουλου, οι οποίοι αρνήθηκαν να δεχτούν

στο στράτευμα την Άννα Τριτζοπούλου – Λαούπη που παρουσιάστηκε

με 23 εθελοντές για να πολεμήσουν.

Οι γυναίκες πολέμησαν και διακρίθηκαν σε όλες τις μεγάλες μάχες : στο

Βαλτέτσι, στο Αγιονόριο Κορινθίας, στη μάχη των Τρικόρφων, στο Δηρό

εναντίον του Ιμπραήμ, πολεμώντας «με όπλα, με ξύλα, με δρεπάνια και

με πέτρες», στη μάχη στο Πολυάραβο, ενώ 120 γυναίκες και παιδιά

έπεσαν στη λίμνη της Αυγουλινίστας «αυθόρμητα και πνίγηκαν για να

αποφύγουν την ατίμωση», στην πολιορκία των Χανίων, το 1645, του

Ηρακλείου (1646 – 1669). Και ενώ αμέτρητες γυναίκες διακρίθηκαν και

θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών, η Αγγελίνα Νικηταρά, σύζυγος του

Νικηταρά και αδερφή του Θεόδωρου Ζαχαρόπουλου, πρόσωπο με

πολιτική γνώμη και κρίση, κλήθηκε να διαμεσολαβήσει, όταν «ξέσπασε ο

πρώτος εμφύλιος» ανάμεσα στην παράταξη του Κολοκοτρώνη και την

κυβέρνηση Κουντουριώτη.

Οι γυναίκες πολέμησαν, αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν και

θυσιάστηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση και στη νησιωτική

Ελλάδα, στις σφαγές της Χίου, στην καταστροφή της Κάσου, των

Ψαρών, στη λεηλασία της Εύβοιας, συχνά προάγοντας την ανδρεία πάνω

από το συναίσθημα, ακόμη κι αν αυτό αφορούσε στη μητρότητα ή τη

συζυγική αφοσίωση, όπως η δέσποινα Κανάρη, σύζυγος του ναυάρχου

Κανάρη και η Αγγελική Τσάκαλη, «που χώρισε τον άνδρα της, Ν.

Παπαδημητράκη, γιατί στην εκστρατεία της Χίου, φοβήθηκε και το

έσκασε από το πυρπολικό του Κανάρη». Ανάμεσα στις γυναίκες που

πολέμησαν ηρωικά είναι και οι καπετάνισσες του στόλου, όπως είναι η

Δόμνα Βισβίζη, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ

Μαυρογένους. Όπως έγραψε ο Ιωάν. Φιλήμων, η Δόμνα Βισβίζη ανέλαβε

τη διοίκηση του πλοίου, που διοικούσε ο πλοίαρχος σύζυγος της, « ….

ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα μη στερηθή η πολιορκία της από

θαλάσσης βοήθειας», ενώ ο Οδ. Ανδρούτσος «πιστοποιούσε με έγγραφο

του ότι η Δόμνα Βισβίζη τον Μάη του 1822 έσωσε αυτών και τους

άντρες του προμηθεύοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια, που χωρίς αυτά ο

στρατός του θα είχε διαλυθεί».

Ξηραδάκη Κ. (1995), ο. π.,σσ. 251 – 252, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο

Ν.Α Μαραθώνιος για τη σύζυγο του Κανάρη, Δέσποινα: « …… καθ’ όλα

δε αξία του μετριόφρονος τούτου ήρωος είναι και η ηρωική αυτού

σύζυγος. Όταν ο Άγγλος πλοίαρχος επήγε εις την κατοικία του ηρώος,

την ηύρε ενασχολουμένην με τους γείτονας εις την κατασκευήν

φισιγγίων. "Γενναίον άνδρα έχεις", της είπε ο Άγγλος πλοίαρχος. Κι

εκείνη απάντησε λακωνικά : "Αν δεν ήταν γενναίος δεν θα τον

π

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου