ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ

ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ
(1961-2011)
Για την 16η Αυγούστου 2011 ημέρα Σάββατο και ώρα 7 μ.μ. προγραμματίζουν να γιορτάσουν τα πενηντάχρονα από την αποφοίτησή τους οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου Γαστούνης του έτους 1961.

Τον Ιούνιο του έτους 1961 τριανταένας (31) μαθητές και μαθήτριες της τότε ογδόης τάξεως έπαιρναν το απολυτήριό τους και άφηναν οριστικά το σχολείο τους ανοίγοντας τα φτερά τους για να αντιμετωπίσουν ο καθ’ ένας με το δικό του τρόπο τη ζωή.

Οι μαθητές και μαθήτριες που αποφοίτησαν τον Ιούνιο του 1961 ήταν οι: Ανδριόπουλος Σωτήρης(Κεραμιδιά) ,Βασιλοπούλου Παναγιώτα (Γαστούνη) ,Γαβριλιάδης Νικόλαος (Παλαιοχώρι), Γρηγορόπουλος Γρηγόριος (Ανδραβίδα) ,Δάμα Αγγελική (Μάχος), Ζαμπακόλας Ηλίας(Μεσολόγγι), Θεοτοκάτου Νικολέτα (Γαστούνη), Καρκαβίτσας Βασίλειος (Λεχαινά), Καστανιώτη Διονυσία(Βαρθολομιό), Κλάδης Χρήστος(Γαστούνη), Κλώνης Κωνσταντίνος (Βαρθολομιό), Κομνηνός Βασίλειος (Γαστούνη), Κουτσογιάννης Διονύσιος,(Λεχαινά) Κουτσοδήμου Παναγιώτα(Γαστούνη), Κωνσταντάτος Κωνσταντίνος (Γαστούνη) , Μαργαρίτης Λεωνίδας(Κόροιβος), Ματθαίου Αικατερίνη(Γαστούνη), Μολοχτός Αριστείδης(Καθολική ), Παπαδημητρόπουλος Βασίλειος(Γαστούνη) , Παρασκευόπουλος Σπυρίδων (Τραγανό), Παπουτσή Παναγιώτα ,(Καβάσιλα)Πεπελάσης Παναγιώτης (Γαστούνη), Πεπελάσης Κωνσταντίνος (Γαστούνη), Προκόπης Χρήστος(Αμπελόκαμπος) ,Πετρόπουλος Νικόλλαος (Σαβάλια),Αναστάσιος Σαφαρής(Γαστούνη), Σπηλιωτόπουλος Διονύσιος (Καβάσιλα) Σπηλιωτοπούλου Αθανασία(Νάνση) (Γαστούνη), Τσάκωνας Γιώργος (Ανδραβίδα), Φουσκαρίνη Αθανασία (Ανδραβίδα), Χαμηλάκη Ασπασία(Γαστούνη) και Χριστοδουλοπούλου Παναγιώτα (Καλύβια ΄Ηλιδας).

Καθηγητές τους είχαν τούς αείμνηστους Γεώργιο Παπαβασιλείου Γυμνασιάρχη (Φιλόλογο), Αναστασόπουλο Μιχάλη (Φιλόλογο), Αργυρόπουλο Αποστόλη ( Φυσικό), Καστραντά Κώνσταντίνο ( Μαθηματικό),,Λούκου Αντιγόνη (Φιλόλογο) Οικονόμου Γεώργιο (Φιλόλογο), Σερέτη Σταύρο (Θεολόγο ) και τους επιζώντες Μπετίνα Πυριόχου - Γιαννακοπούλου (Θεολόγο), Σεγδίτσα Ευσταθία (Φιλόλογο) Άνθη Γιάννη (Σωματικής Αγωγής) Λουρίδα Γιώτα (Σωματικής Αγωγής).

Τα χρόνια πέρασαν, χώρισαν ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του, κράτησαν όμως μία υπόσχεση που έδωσαν τότε
να συναντώνται και να κουβεντιάζουν κατά καιρούς και κυρίως κάποιο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου.

Αυτή τους την υπόσχεση κράτησαν με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια.

Στο πνεύμα αυτό έχουν πραγματοποιήσει επετειακές συναντήσεις με τη συμπλήρωση 20 ,25 , 40 και 45 χρόνων.

Η φετινή συνάντηση έχει μια ιδιαιτερότητα μια και από την αποφοίτησή τους συμπληρώνεται μισός αιώνας.

Αυτή η χρονιά σημειώνονται και δύο απουσίες άξιων καθηγητών του Γεωργίου Αναστασοπούλου και Αντιγόνης Λούκου .

Οι διοργανωτές της συνάντησης ελπίζουν να μην υπάρξουν πολλές απουσίες. στην ανάγνωση του μαθητολογίου.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΓΩΝΙΑΣ


Η κυρά-Κώσταινα ήταν μια καλοκάγαθη γιαγιούλα. Ένας ζωντανός κι άξιος άνθρωπος. Αγράμματη μα πανέξυπνη. Χρόνια τώρα παντρεμένη μ’ ένα συγχωριανό της τον κυρ Κώστα, είχε αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια. Εκείνη ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα στο σπίτι. Εκείνη έκανε κουμάντο όπως λέμε.
Ο κύρ Κώστας, βουκόλος στο Διαμαντόπουλο, σ’ ένα από τους μεγαλύτερους αγελαδοτρόφους της περιοχής. Έλειπε τον περισσότερο χρόνο από το σπίτι. Η ευθύνη ανατροφής και φροντίδας των παιδιών έπεφτε σ’ εκείνη. Και βέβαια δεν ήταν μόνο οι δουλειές του σπιτιού. Έτρεχε όπου την καλούσαν, άνδρας και γυναίκα μαζί, να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε αγροτικές εργασίες σε μεγαλοκτηματίες της περιοχής.
Τόσο η ίδια όσο και ο κυρ Κώστας ο κουφός, προσωνύμιο που είχε αποκτήσει λόγω της φυσικής αναπηρίας του, δεν είχαν ούτε σπιθαμή γης για να καλλιεργήσουν. Σ’ ένα κήπο που περιέβαλε το φτωχόσπιτό τους, που το ’χαν χτίσει με εξέλαση οι χωριανοί τους, φύτευε κάθε λογής κηπευτικά. Δεν παρέλειπε όμως να φροντίζει και τον ανθόκηπό της. Έναν ανθόκηπο, έκφραση μιας ευαίσθητης ψυχής και μιας αγνής κι αδόλευτης συνείδησης.
Εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει στο χωριό της δεν ήταν μόνο η φιλοπονία της, αλλά ο ανθόκηπός της με τα χρυσάνθεμα, και η ικανότητά της στο ξεμάτιασμα. Διατηρούσε ένα θαυμάσιο κήπο με χρυσάνθεμα διαφόρων χρωμάτων και αποχρώσεων, όπου επικρατούσε το λευκό. Ήταν επίσης γνωστή σ’ όλη την περιοχή σαν ξεματιάστρα, «έριχνε τα κάρβουνα» όπως έλεγαν σ’ όσους είχαν προσβληθεί από κακό μάτι.
Είχαν πολλά να διηγηθούν οι χωριανοί για τις επιτυχίες της. Είχε γλιτώσει από βέβαιο θάνατο τόσο μικρά παιδιά όσο και διάφορα ζώα. Διηγούνται πως κάποτε δεν πρόλαβαν να την ειδοποιήσουν κι ένα από τα πιο όμορφα γιοργαλίδικα άλογα του χωριού έσκασε από μάτι.
Η κυρά-Κώσταινα έκανε το δικό της αγώνα να τα φέρει βόλτα. Έκανε σωστή διαχείριση των όσων χρημάτων απέφερε τόσο το μηνιάτικο του άνδρα της όσο και τα δικά της μεροκάματα.
Ο κυρ Κώστας αναγνωρίζοντας την ικανότητά της, απόφευγε να έχει εκείνος τις ευθύνες του σπιτικού τους, μια και ορισμένες φορές λόγω των προβλημάτων της φτώχιας το έριχνε έξω.
Κάποιες φορές τον έφερναν οι φίλοι του στο σπίτι μισομεθυσμένο. Τότε τον έπιαναν οι ευαισθησίες του κι αναζητούσε την ανοχή και τη στοργή της γυναίκας του.
Έκανε μαζί της τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Προσπάθησε να τα καθοδηγήσει στο δρόμο που και η ίδια γνώριζε, στο δρόμο του Θεού, όπως έλεγε.
Τον πρώτο τον προόριζε για παπά, όμως όταν ξεκίνησε μ’ ένα συγγενή του για το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, στο δρόμο το ξανασκέφτηκε και όταν φθάσανε στο Μοναστήρι, βρήκε …δύσκολη την καλογερική και γύρισε άπραγος στο πατρικό του κι έγινε ξυλουργός, σε αντίθεση με τον άλλο, ο οποίος έμεινε εκεί κι έγινε μετά από χρόνια Αρχιμανδρίτης.
Ο δεύτερος βοήθαγε την εκκλησία του χωριού ως νεωκόρος. Αργότερα έγινε ψάλτης κοντά στους πιο άξιους ψάλτες που είχε αναδείξει το χωριό τους. Όμως ένας παράφορος έρωτας και μια φυματίωση που τον ακολούθησε δεν τον άφησαν όρθιο κι έφυγε νωρίς στα είκοσι δύο του.
Το τρίτο της παιδί της οικογένειας, την κόρη, την έστειλε κι έμαθε κέντημα και της αγόρασε μάλιστα και μια ραπτομηχανή, σπουδαίο απόκτημα για την εποχή και την πάντρεψε με ένα καλό παιδί.
Μετά το θάνατο του κυρ Κώστα ξέμεινε να συμβιώνει με την οικογένεια του γιου της. Η γιαγιά η κυρά-Κώσταινα ήταν τώρα και μάνα για τα πέντε παιδιά του γιου της.
Όμως παρά το ότι βοηθούσε ουσιαστικά την οικογένεια του γιου της και έδινε τα πάντα για τα εγγόνια της, ο γιος της δεν ένιωθε ευχαριστημένος από την προσφορά της. Είχε ένα μόνιμο παράπονο σε βάρος της από τα παιδικά του χρόνια, τότε που ήθελε μα δε μπόρεσε να σπουδάσει, και γι’ αυτό τη θεωρούσε υπεύθυνη.
«Αντί να δώσει χρήματα να σπουδάσω», έλεγε, «πήγε και αγόρασε ραπτομηχανή στην Παρασκευή». Ήταν ένα παράπονο που δεν ξεχνούσε ποτέ και σε κάθε ευκαιρία το επανάφερε.
Όταν η γιαγιά είχε διάθεση, απαντούσε στο παράπονό του. Έπρεπε να βοηθήσω έλεγε το αδύναμο μέρος της οικογένειας. Άλλες φορές δεν έδινε καμιά απάντηση, απλώς μουρμούριζε: «Αφήστε τον να λέει».
Η γιαγιά ήταν εβδομήντα δύο ετών, όταν ένα βράδυ σαν επέστρεψε ο γιος της από το καφενείο, της έφερε το δυσάρεστο νέο. Στο καφενείο πήγαινε συνήθως τα βράδια του χειμώνα. Εκεί μαζεύονταν οι χωριανοί και συζητούσαν τα μικρά και μεγάλα προβλήματά του χωριού, έπιναν κανένα κρασί και μετά το ’ριχναν στα χαρτιά. Όχι βέβαια για χρήματα, αλλά για τους καφέδες ή τα λουκούμια.
Όταν κέρδιζε στα χαρτιά, έφερνε και μοίραζε στα παιδιά του λουκούμια , άλλοτε πάλι όταν δεν επαρκούσαν τα κερδισμένα τα έκοβε και τα μοίραζε ανάλογα. Αυτή τη φορά δεν έφερε παρά ένα δυσάρεστο νέο για τη γιαγιά.
Με σοβαρότητα και περίσκεψη, με όψη που δεν καταλάβαινε κανείς αν έκανε κάποια φάρσα απευθύνθηκε στη μάνα του προσποιούμενος μάλιστα και τον στεναχωρημένο.
- Απόψε μάνα, είπε, μετά από απόφαση της Κυβέρνησης- ήταν τότε Δικτατορία- θα περάσει από τα σπίτια των χωριών και του δικού μας, μια επιτροπή ιατρών η οποία και θα κάνει μια ένεση σε όσα άτομα είναι ηλικίας πάνω από εβδομήντα χρονών. Αυτή η ένεση θα είναι μοιραία, επιφέρει το θάνατο χωρίς να νιώσει κανείς τίποτε. Μάλιστα μας γνωστοποίησαν και το σκεπτικό της απόφασης. Έτσι λέει, μ’ αυτό τον τρόπο θα απαλλαγεί η κοινωνία από άτομα τα οποία όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα αλλά την επιβαρύνουν με την καταβολή συντάξεων κι εξόδων ιατρικής και φαρμακευτικής περιθάλψεως που σ’ αυτές τις ηλικίες είναι αυξημένα.
Το νέο φάνηκε παράδοξο και αδιανόητο τόσο στη σύζυγο του όσο και στη μάνα του, η οποία θα ήταν υποψήφιο θύμα αυτής της απόφασης, αφού ήδη είχε ξεπεράσει το όριο κατά δύο και πλέον χρόνια.
Όμως σκέφτηκε, Δικτατορία έχουμε, αυτοί οι άνθρωποι ό,τι θέλουν αποφασίζουν κι ό,τι θέλουν κάνουν, γιατί να μη σκέφτηκαν κι αυτό το μέτρο οικονομίας. Είχε ακούσει κάποτε πως στην Αρχαία Σπάρτη πέταγαν τα ανάπηρα παιδιά και τους γέρους. Είχε ακούσει όμως πως κάτι παρόμοιο είχαν εφαρμόσει στα παλιά χρόνια στην Κεφαλονιά. Έλεγαν πως πετούσαν τους γέρους και τις γριές από γκρεμό όταν πλέον είχαν φθάσει σε κάποια ηλικία και δε μπορούσαν πλέον να προσφέρουν τίποτε.
Όμως αυτά αφορούσαν τα παλιά χρόνια, έλεγε μέσα της, αλίμονο να εφαρμόζεται αυτό το μέτρο σήμερα, τον εικοστό αιώνα. Αλλά πάλι, ξανασκέφτηκε, τρελοί είναι αυτοί που κυβερνούν σήμερα, γιατί να μη μπήκε στο μυαλό τους κι αυτή η τρελή ιδέα.
Όταν συνήλθε λίγο από το άκουσμα αυτού του τόσο δυσάρεστου και συνάμα μακάβριου νέου έπεσε σε περισυλλογή. Το πρόσωπό της πήρε ένα χρώμα προς το κιτρινοπράσινο, χλόμιασε και αναστατώθηκε. Ένιωσε μελλοθάνατη.
Τα χέρια της έτρεμαν, η καρδιά της είχε σφιχτεί και έπαψε να μιλάει. Δε μπορούσε να πιστέψει πως αυτή τη νύχτα θα περνούσε χωρίς να το καταλάβει από τη ζωή στο θάνατο, από το φως στο σκοτάδι. Όσο θυμότανε το σκεπτικό της απόφασης τόσο περισσότερο νευρίαζε. δεν ένιωθε διόλου άχρηστη, αντίθετα πολύ χρήσιμη αφού συνέχιζε την προσφορά της στην κοινωνία και στην οικογένεια του γιου της.
Αυτοί οι άνθρωποι έλεγε και ξανάλεγε, είναι θεότρελοι, εύλογο το ίδιο θεότρελες να είναι και οι αποφάσεις τους. Δε μπορούσε να φανταστεί ούτε περνούσε διόλου από το μυαλό της πως ο γιος της θα έκανε μια κακόγουστη φάρσα, πως θα ήθελε να την πειράξει ή πως θα ήθελε να αστειευτεί μαζί της.
Έτσι μετά από λίγες λέξεις που αντάλλαξαν και χωρίς να πει ούτε καληνύχτα, τι καληνύχτα να έλεγε, πέρασε στο διπλανό καμαράκι που ήταν έξω από την κατοικία του γιου της.
Μπήκε μέσα βιαστικά, κάθισε στο κρεβάτι της κι άρχισε να συλλογιέται. Σκεπτότανε τι να κάνει. Στο νου της στριφογύριζαν διάφορες μορφές αντίστασης. Πρώτα- πρώτα αποφάσισε να μην κλείσει μάτι όλη την νύχτα. Σκέφτηκε μήπως θα έπρεπε να ζητήσει από το γιο της να αρνηθεί την ύπαρξή της ή να αποκρύψει την ηλικία της.
Όμως τη σκέψη αυτή την έδιωξε αμέσως μια και θυμήθηκε πως πίσω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού είχε φροντίσει το καθεστώς να υπάρχει πίνακας των μελών της οικογένειας με την ηλικία καθενός.
Τέλος η μόνη λύση που της απέμεινε ήταν η αντίσταση. Αντίσταση αλλά με τι; Το μυαλό της φωτίστηκε, έτρεξε στην αποθήκη άρπαξε ένα μεγάλο κλαδευτήρι, το τρόχισε και το’ βαλε κάτω από το μαξιλάρι της. Όμως παρά το ότι εξασφάλισε όπλο αντίστασης δεν ένιωθε και πάλι σίγουρη. Φοβόταν μήπως την προδώσει ο ύπνος. Μήπως η κούραση και η αγωνία της μέρας βαρύνουν τα βλέφαρά της και τότε πια δεν θα καταλάβαινε τίποτε.
Μια νέα σκέψη φώτισε και πάλι το μυαλό της, μετατόπισε ένα μπαούλο γεμάτο ρούχα και σφράγισε μ’ αυτό την πόρτα του δωματίου. Έβαλε επάνω σ’ αυτό μια καρέκλα και άλλα μικροαντικείμενα έτσι που αν έπεφταν να κάνουν θόρυβο. Αν την πρόδιδε προς στιγμή ο ύπνος, σκέφτηκε, με το θόρυβο που θα έκαναν όσοι θα επιχειρούσαν να ανοίξουν την πόρτα, θα ξυπνούσε και θα αντιμετώπιζε την κατάσταση.
Αφού σιγουρεύτηκε για την επιτυχία του επιτελικού σχεδίου αντίστασης, ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Μόλις τα βλέφαρά της βάραιναν αμέσως πετάγονταν από το κρεβάτι και έπιανε το κλαδευτήρι. Αυτή η κατάσταση επαναλαμβανόταν όλη τη νύχτα. Έμεινε ξάγρυπνη.
Ο γιος της μετά την γνωστοποίηση της απόφασης πήγε για ύπνο χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις ούτε και στη γυναίκα του. Αυτή η απάθεια την προβλημάτιζε κι εκείνη. Βέβαια γνώριζε το χαρακτήρα του κι αυτό την έκανε περισσότερο σκεπτική. Δεν ξεχνούσε το παράπονο του άνδρα της, προσπαθούσε κι εκείνη να δώσει κάποια εξήγηση στο παράξενο νέο, δεν τολμούσε όμως να ρωτήσει τίποτε. Αν αληθεύει αυτή η πληροφορία, έλεγε μέσα της, θα απαλλαγεί από τα παράπονά του και εκείνος από την παρουσία της.
Οι ώρες περνούσαν. Άρχισαν να λαλούν σε λίγο οι πρώτοι πετεινοί κι αυτό έδινε πολλές ελπίδες στη γιαγιά. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας αυτής της νύχτας της ατέλειωτης. Σε λίγο άρχισαν να διαπερνούν τα κεραμίδια της στέγης οι πρώτες ελπιδοφόρες ακτίνες του ήλιου.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, άρχισε να μεταθέτει ένα-ένα τα αντικείμενα που είχε τοποθετήσει πάνω στο μπαούλο, έβαλε το μπαούλο στη θέση του άνοιξε σιγά-σιγά με κάποιες προφυλάξεις την πόρτα κι αντίκρισε το φως της μέρας.
Η νύχτα είχε τελειώσει και μαζί μ’ αυτή τελείωνε και η αγωνία της. Δεν πίστευε στα μάτια της. Δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πως ζούσε, πως γλίτωσε το αιώνιο σκοτάδι. Έβλεπε το φως, τα πράγματα, τους ανθρώπους.
Δεν κρατούσε σε κανέναν κακία. Ούτε σ’ αυτούς που έβγαλαν αυτή την τρελή απόφαση ούτε και στο γιο της που μετέφερε την είδηση.
Ετοιμάστηκε, φόρεσε τα καλά της και τράβηξε προς το κοιμητήρι. Άναψε το καντήλι του συχωρεμένου κυρ Κώστα και του γιου της που πρόωρα χάθηκε και τους είπε ψιθυριστά πως το ταξίδι ματαιώθηκε.
Τους συνάντησε πολύ αργότερα όταν είχε κλείσει τα ογδόντα πέντε της και φυσικά όχι από θανατηφόρο ένεση.
Λεωνίδας Γ.Μαργαρίτης
Απο τη συλλογή Διηγημάτων "Ζητήματα Αγάπης"Εκδόσεις ΒιβλιοΠΑΝΟΡΑΜΑ Αμαλιάδα 2005

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ: «XΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΡΟΙΒΟΥ»

Σημείωμα της Λίτσας Δαμουλή-Φίλια
Δρ. Φ. Ιονίου Πανεπιστημίου-Συγγραφέως

Από το 1962 ο Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης έφερνε στο νου του την ιστορία του χωριού του, της Κελεβής για να καταλήξει στα 2009 στη δημοσίευση του βιβλίου του ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΡΟΙΒΟΥ. Η κυοφορία αργή και επίπονη για την συγκέντρωση τόσων και τόσων στοιχείων και την καταγραφή τους στο αξιόλογο αυτό χρονικό.
Μαίανδρος αναζητήσεων η ονομασία του χωριού Κελεβή, Κελεφός, τον οδηγούν πολύ μακριά και φτάνει στον Κελέμπεη ή «Τσελεμπί» στον Οθωμανό Ιμπραήμ Τσελεμπή γνωστό ως Τζεβρί Τσελεμπή. Γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Ο Ιμπραήμ Τσελεμπή γνωστός ως Τζεβρί Τσελεμπή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη πιθανόν το έτος 1595 και πέθανε το έτος 1654 στον τόπο γέννησης του. Ήταν ποιητής της Οθωμανικής Λογοτεχνίας…….Ο Ιμπραήμ που ήταν γραμματέας στο ντιβάνι-ι χουμαγιούμ(δηλαδή κρατούσε πρακτικά των συνεδριάσεων….. για θέματα διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…Έγραφε ποιήματα….ήταν Μεβλεβί»
Αργότερα το 1955 το χωριό ονομάζεται Κόροιβος από το όνομα του πρώτου Ολυμπιονίκη Κοροίβου και όπως μας πληροφορεί o Λ. Μ. ονοματοδότης ήταν ο φιλόλογος του, ο Γιώργος Οικονόμου.
Οι τακτικοί περίπατοι τα Σαββατοκύριακα στην γενέτειρα, απέδωσαν πλούσιους καρπούς στον συγγραφέα .Ο κ. Μαργαρίτης γράφει με νοσταλγία και αγάπη για το χωριό του και τους συγχωριανούς του, σε σημείο που διαβάζοντας πιστεύουμε ότι είμαστε δίπλα του και κάνουμε περιήγηση στον τόπο και στο χρόνο.
Να τώρα σταματάμε στο Χάνι του Ζέζα : Στην αρχή του δάσους υπήρχε ένα χάνι. ΄Ήταν το χάνι του Ζέζα όπως έλεγαν ενός Ζακυνθινού που φιλοξενούσε ταξιδιώτες όταν η νύχτα ή ο καιρός τους εμπόδιζε να συνεχίσουν την πορεία τους μέσα στο δάσος»
Πολλά τα ιστοριογραφικά στοιχεία του Χρονικού του Κοροίβου: Τα πρώτα επίσημα απογραφικά στοιχεία για τον πληθυσμό του οικισμού Κελεβής έχουμε με την απογραφή του έτους 1700 που πραγματοποίησαν οι Βενετοί σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο μετά την κατάκτησή της. Η απογραφή αυτή γνωστή ως απογραφή Φραγκίσκου Γριμάνη. Σύμφωνα με την μελέτη αυτή έχουμε τον πληθυσμό της επαρχίας Γαστούνης που ήταν μια από τις 24 επαρχίες της Πελοποννήσου. Η Γαστούνη στο τέλος του 17ου αιώνα είχε 171 κατοικημένα χωριά,44 χωριά που είχαν αφανισθεί και 16.847 συνολικά ψυχές. Στο συνολικό αυτό πληθυσμό περιλαμβάνεται και εκείνος του οικισμού Κελεβής.
Ο συγγραφέας αναφέρεται στις πρώτες οικογένειες και στα κοινωνικά γεγονότα: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμους, θανάτους του χωριού του. Μπροστά μου σε φωτογραφία της εποχής σέρνει το χορό νύφη η Κωστούλα Μανιά και δίνει το χέρι στον Ντίνο Βασιλάκη.
Ο Μαργαρίτης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ερευνά το φαινόμενο της ζωής και του θανάτου σ’ όλη του τη διάσταση. Καταγράφει τους πολύτέκνους επίσης με πρώτο τον Γεώργιο Μαργαρίτη με 12 παιδιά, τον Παναγιώτη Πετρόπουλου με 11 παιδιά επίσης κ.αλ.
Ο συγγραφέας ερευνά το μακρινό παρελθόν του τόπου αλλά και το παρόν. Έτσι διαβάζουμε το έγγραφο με το οποίο προκύπτει ότι όλοι οι Δημογέροντες της Ηλείας (πλην Πύργου) αναγνωρίζουν σαν φυσικό τους αρχηγό τον Γεώργιο Σισίνη. Την αναφορά υπέγραφε ο Δημογέροντας της Κελεβής Φώτης Κλώνης. Μαθαίνουμε ότι ο οικισμός Κελεβή αναγνωρίσθηκε ως αυτοτελής κοινότητα το 1912,Καταγράφονται από τότε και οι πρόεδροι της κοινότητας Κοροίβου, οι αποφάσεις της Διοίκησης και διάφορα έγγραφα.
Το βιβλίο έξυπνα εναλλάσσεται ανάμεσα στην γραπτή και ανθρώπινη ιστορία. ΄Έτσι να μπροστά μας το παλιό κάρο με τον καραγωγέα του όταν ο δρόμος Κοροίβου-Γαστούνης ήταν γεμάτος λακκούβες με νερά και οι μεταφορές γίνονταν με άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια, όπως θυμάται ο Λ. Μ.
Σπάνιες φωτογραφίες διανθίζουν τις σελίδες δείχνοντας τη ζωή της Κελεβής παλιότερα .Να οι μαθητές της Στ΄ Δημοτικού μπροστά σ’ ένα αντίσκηνο μετά τους σεισμούς του 1953 με το δάσκαλό τους Αλέξανδρο Νταλαμάρα, που αργότερα τιμήθηκε από τον μαθητή του και συγγραφέα του Βιβλίου.
Ο κ. Μαργαρίτης αναφέρεται στην εκπαιδευτική ιστορία του τόπου απαριθμίζοντας τους δασκάλους του χωριού και την καταγωγή τους: Νικόλαος Σκανδάμης, Αριστείδης Βασιλάκης, Ευγενία Κριθαρά, Αλέξανδρος Νταλαμάρας, Γεώργιος Συριόπουλος,΄ Άννα Θεοδόση.
Καθώς ξεφυλλίζουμε το ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΡΟΙΒΟΥ να μπροστά μας ο Σάκης Σχοινάς σε μια πολύ συγκινητική φωτογραφία στο χωράφι του, όταν το πουλαράκι θηλάζει από τη μάνα του. Παραπέρα τα απομεινάρια από το Νερόμυλο του Στράτου(Φώτο 1946) που από τότε γέμισε θρύλους και νεράιδες και παραμύθια για τα παιδιά του χωριού.
Βιοτέχνες και άλλοι επαγγελματίες του χωριού παρελαύνουν στις σελίδες του. Πολλά επαγγέλματα απ’ αυτά έχουν χαθεί πια σήμερα όπως οι τσαγκάρηδες ,οι μυλωνάδες, οι πρακτικοί γιατροί.
Ο συγγραφέας καταπιάνεται κα με τους πνευματικούς δημιουργούς που αποτελούν και το σινάφι του, όπως τον Γρηγόρη Πλιάκα, τον Γιάννη Κάνδυλα, τον Μ. Παπαναστασόπουλο, τον Δημήτρη Βασιλάκη και τον ίδιο και τις πνευματικές δημιουργίες τους.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στους ναούς, στους Ιερείς, στους ιεροψάλτες, τους επιτρόπους, τους νεωκόρους του Κοροίβου.
Να και ο Ναός της Αγίας Παρασκευής του Κοιμητηρίου και η εικόνα του λαϊκού αγιογράφου Ανδρέα Μανδρέκα από τα Λεχαινά. Να και το σπουδαίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και το ταβάνι. Μπροστά μας ξεπροβάλλει μια σπάνια φωτογραφία του 1927 με τα εγκαίνια του Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου με εικόνες που είναι φιλοτεχνημένες και ιστορημένες στο ΄Άγιο ΄Όρος από τους αγιογράφους-μοναχούς της αδελφότητας των Αβραμαίων .Είναι γνωστό ότι οι μοναχοί στις σκήτες και στα κελιά του Αγίου ΄Όρους έχουν ως εργόχειρο την ιστόρηση αγίων εικόνων που στέλνουν στις εκκλησιές της χώρας και του εξωτερικού,
Πολύ ενδιαφέρουσα επίσης είναι η αναφορά στα αφιερώματα και στους δωρητές εικόνων του Ναού της Αγίας Παρασκευής Κοροίβου.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας καταπιάνεται με τη συμβολή του Κοροίβου στους αγώνες του Έθνους. Καταγράφει τους αγωνιστές του 1821 που πήραν αριστεία ανδρείας: Γιάκουμος Μάρκος, Γκρίτζαλης Δημήτριος, Θόδωρος Κασελάς, Καυκόπουλος Γιαννάκης, Κοτζίρης Χρίστος και άλλοι. Έπειτα ο Λ. Μ. καταγράφει τους ήρωες των Βαλκανικών πολέμων. Να μια φωτογραφία του Λόχου του 12ου Συντάγματος Πεζικού το 1940.Πιο κάτω ο Γιώργος Μαργαρίτης στρατιώτης στο μέτωπο. Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στους ήρωες της Εθνικής Αντίστασης στον Πάνο Μαυρογένη, τον Πάνο Πλιάκα, τον Νιόνιο Π. Μαργαρίτη, το Γρηγόρη Πλιάκα, το Θοδωρή Γ. Τσακοπιάκο, τον Παπα-Μήτσο, στη βοήθεια της Θηρεσίας Βασιλάκη, στο δάσκαλο Διονύση Κάνδυλα (το καπετάν Καψάλη).
Ο συγγραφέας καταγράφει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση από και προς το χωριό του και στο εξωτερικό.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα παρατσούκλια που υπάρχουν σε όλα τα χωριά, και στον Κόροιβο.
Πολύ χαρακτηριστικές είναι και οι διατροφικές συνήθειες του χωριού: «Στα πρωτοβρόχια έκαναν την εμφάνισή τους οι σαλίγκαροι ένας καλός μεζές για τους λάτρεις του είδους. Τους σαλίγκαρους ή κοχλιούς τους μαγείρευαν με ψιλικά είτε τους έτρωγαν ψητούς, απλώς βραστούς με αλάτι και ρίγανη…
Ενδιαφέρουσα η διακρίβωση των ιαματικών ιδιοτήτων της πηγής που αξιοποίησε στην Κελεβή ο Νείρης(Νίκος Παπαδόπουλος).
Ο Λ. Μαργαρίτης συνεχίζει την καταγραφή του με τα αθλητικά σωματεία της Κελεβής και τον πρώτο Πρόεδρο του Α. Ο. Κοροίβου του Χρήστου Τσακουλογιαννόπουλου αλλά και τον « Εκπολιτιστικό Σύλλογο των εν Αθήναις –Πειραιά και Περιχώρων διαμενόντων Κοροιβίων η Αγία Παρασκευή».Αναφέρεται στο ιστορικό των συλλόγων, στα μέλη των Σωματείων, στη θέσπιση του βραβείου «Αριστείδης Βασιλάκης».Ακολουθούν αναφορές για τον Κόροιβο στον τοπικό τύπο.
Στον επίλογο ο συγγραφέας Λ. Μαργαρίτης γράφει χαρακτηριστικά :Το ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΡΟΙΒΟΥ είναι η προσωπική ιστορία κάθε κατοίκου. Είμαι ευτυχής που έτυχε σε μένα αυτός ο κλήρος να αναζητήσω, να ανακαλύψω και να καταγράψω, όσα βρήκα για την χαμένη και ξεχασμένη «Ατλαντίδα» μου το χωριό μου Κελεβή (Κόροιβος).Ακολουθούν ευχαριστίες, ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία και παλιές φωτογραφίες.
Το βιβλίο κλείνει με τη φωτογραφία της δέησης από το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ηλείας κ.κ. Γερμανό στη λιτανεία της εικόνας της Αγίας Παρασκευής Κοροίβου.
Αυτό είναι το Χρονικό του Κοροίβου του Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη που αποτελεί και μέρος του χρονικού της ζωής του.

Λίτσα Δαμουλή-Φίλια
Δρ.Φ,Ιονίου Πανεπιστημίου και Συγγραφέας
Αθήνα ,Πρωτοχρονιά 2011

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ


‎"Οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα,
όσα μετά το κυνήγι,
στη διάρκεια του πολέμου
και πριν τις εκλογές".

Οττο Φον Μπίσμαρκ Γερμανός Καγκελάριος
1815-1898,

ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ : ΘΕΩΝ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


26
ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗ

1.ΑΠΟΛ.-Μπορείς να μου πής, Ερμή, ποίος απ’ αυτούς τους δυό είναι ο Κάστορας και ποίος ο Πολυδεύκης; Γιατί εγώ δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω.

ΕΡΜΗΣ-Εκείνος που μας συνάντησε χθες ήταν ο Κάστορας, και τούτος εδώ είναι ο Πολυδεύκης.

ΑΠΟΛΛΩΝ-Και πως τους ξεχωρίζεις, αφού μοιάζουνε και οι δυό;

ΕΡΜΗΣ-Να ,τούτος εδώ(ο Πολυδεύκης)Απόλλωνα, έχει στο πρόσωπο του τα σημάδια από τα χτυπήματα που έφαγε στα γροθοπαλαίματα, και ξεχωριστά εκείνα που του έκαμε ο Βέβρυκας ,ο γιός του Αμύκου, τον καιρό που ταξίδευε μαζί με τον Ιάσονα, ο άλλος(ο Κάστορας) δεν έχει κανένα τέτοιο σημάδι, μα είναι το πρόσωπό του καθάριο κι ασημάδευτο.

ΑΠΟΛΛΩΝ-Σ’ ευχαριστώ γιατί μ’ έμαθες τα σημάδια τους, επειδή σ’ όλα τ’ άλλα είναι ολόιδιοι :το ίδιο μισό αυγό(καθένας τους) το ίδιο αστέρι στο κεφάλι, το ίδιο κοντάρι στο χέρι, το ίδιο άσπρο άλογο να καβαλικεύει καθένας ,κι έτσι την έπαθα πολλές φορές να φωνάζω τον Κάστορα Πολυδεύκη και τον Πολυδεύκη Κάστορα. Γιά πές μου όμως και τούτο το πράγμα: γιατί δεν μένουν μαζί μας και οι δυό ,παρά τη μια μέρα ο ένας απ’ αυτούς είναι πεθαμένος και ο άλλος Θεός;

ΕΡΜΗΣ-Αυτό το κάνουν από αγάπη αδελφική, γιατί επειδή έπρεπε να πεθάνη ο ένας από τους γιούς της Λήδας και ο άλλος να μείνη αθάνατος, μοίρασαν έτσι αναμεταξύ τους την αθανασία.

ΑΠΟΛΛΩΝ-Δε μου φαίνεται. Ερμή, να έκαναν καλή μοιρασιά, μιας κι έτσι δε θα βλέπει ο ένας τον άλλο, πράγμα που, θαρρώ, πως το ποθούσαν ξεχωριστά γιατί πως μπορεί να γίνει αυτό, αφού ο ένας βρίσκεται ανάμεσα τους πεθαμένους; Μα και κάτι άλλο εξόν απ’ αυτό: καθένας από τους θεούς έχει μια τέχνη που είναι χρήσιμη ή στους θεούς ή στους ανθρώπους, εγώ(να πούμε) κάνω τον μάντη, ο Ασκληπιός το γιατρό, εσύ μαθαίνεις το πάλεμα κι’ είσαι διαλεχτός παιδαγωγός και η Άρτεμη κάνει τη μαμή, μα τούτοι όμως τι μπορούν να μας κάνουν; ΄Η μήπως θα τεμπελιάζουν και θα τρωγοπίνουν, ενώ πια τους πήραν τα χρόνια;

ΕΡΜΗΣ-Καθόλου, ΄Ισα -ίσα τους δόθηκε προσταγή να δουλεύουνε του Ποσειδώνα και να τρέχουν καβαλάρηδες επάνω από τη θάλασσα κι αν ιδούνε πουθενά ναυτικούς να κινδυνεύουνε, ν’ ανακάθονται στο πλεούμενο και να σώζουν τους ταξιδιάρηδες.

ΑΠΟΛΛΩΝ-Καλή και σωτήρια είναι η τέχνη, που λες πως κάνουν ,Ερμή.

AΦΙΕΡΩΜΈΝΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΥΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΙ ΦΩΤΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥΣ

Για την αντιγραφή Λ. Γ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ


Ο κύριος και η κυρία Τσαγκαράκη, δυο ευγενικοί άνθρωποι, έμεναν για αρκετά χρόνια τότε σε μια από τις πιο παλιές πολυκατοικίες της Αθήνας, στη διασταύρωση των οδών Σοφοκλέους και Μενάνδρου. Εκεί τους γνώρισαν οι θείοι του Κωστάκη, ο Ντίνος και η Γεωργία Βλασοπούλου. Μετά από κόπους μιας ζωής σε ξένα κτήματα είχαν εξασφαλίσει σε εκείνη την πολυκατοικία μια απασχόληση στο θυρωρείο κι έβγαζαν ένα αξιοπρεπές, για κείνα τα χρόνια, μεροκάματο.
Τον Κωστάκη είχαν πάρει μαζί τους κάποια φορά από το φτωχόσπιτό του, με πρόθεση να τον υιοθετήσουν, μια και όπως έλεγαν ο Θεός, δεν τους χάρισε παιδιά. Εκεί ο Κωστάκης γνώρισε το ζεύγος Τσαγκαράκη. Η γνωριμία εκείνη έγινε φιλική σχέση που επεκτάθηκε και στην οικογένειά του. Έτσι και οι γονείς του είχαν μια ανθρώπινη, φιλική επικοινωνία και σχέση.
Οι γονείς του Κωστάκη, ο κυρ Γιώργης και η κυρά-Αγγέλω, απλοϊκοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι, αγωνίζονταν να επιβιώσουν εκείνα τα χρόνια με τις δυσκολίες και τα προβλήματα που είχε αφήσει πίσω της η κατοχή και ο εμφύλιος, με τις άσχημες οικονομικές συνθήκες που βασάνιζαν σχεδόν όλα τα χωριά της επαρχίας.
Εκτός από τον Κωστάκη, η οικογένεια είχε κι ένα μεγαλύτερο γιο, το Λάμπρο. Μέσα στη φτώχεια τους, αποδέχτηκαν την πρόταση και συμφώνησαν στη υιοθεσία. Η κυρία Βλασοπούλου ήταν εξαδέλφη του κυρ Γιώργη και νονά του Κωστάκη οπότε η περίπτωση εκείνη δεν έδινε την τραγική εικόνα μιας συνηθισμένης υιοθεσίας.
Ο Λάμπρος από μικρός έδειχνε πως τον απασχολούσαν σοβαρά και ασυνήθιστα για την ηλικία του ζητήματα. Βοηθούσε τους γονείς του στις αγροτικές τους ασχολίες. Παρακολουθούσε βήμα προς βήμα και ζούσε από κοντά τον αγώνα της επιβίωσης που έδιναν καθημερινά. Διάβαζε τα μαθήματά του μόνο τα βράδια με το σπινό φως του λυχναριού ή το κάπως πιο έντονο της λάμπας πετρελαίου. Είχε πάντα λόγο για κάθε ζήτημα της τάξης του, του σχολείου του, της οικογένειας κι ακόμη του μικρού του χωριού. Έκλαψε και πόνεσε πολύ, όταν οι γονείς του δέχτηκαν να στερηθούν το δεύτερο παιδί τους, κι ο Λάμπρος το μοναδικό αδελφό του. Είχε φυλάξει με αγάπη και θρησκευτική ευλάβεια τα μικροπράγματα και τα παιχνίδια του Κωστάκη σα θείο φυλαχτό και κάθε φορά που τα αντίκριζε ξεσπούσε σε αναφιλητά που τα’ πνιγε μέσα του για να μην τον δουν οι γονείς του και στενοχωρηθούν και εκείνοι.
Κάθε βράδυ στην προσευχή του, παρακαλούσε το Θεό κι έλεγε: «Θεούλη μου, φύλαγε τον αδελφούλη μου, να είναι καλά και να τον φέρεις πάλι στο σπίτι μας». Ήταν ένα μόνιμο και σταθερό αίτημα που δεν κουραζότανε να το επαναλαμβάνει κάθε βράδυ. Και να, η παράκλησή του αυτή δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα.
Οι θείοι του Κωστάκη, κάποια στιγμή αποφάσισαν πως έπρεπε να φύγουν για τον Καναδά. Πίστευαν πως εκεί θα είχαν μια ευκαιρία να προκόψουν. Έτσι, ο Κωστάκης γύρισε στο σπίτι του, κοντά στους δικούς του, κοντά στον αγαπημένο του αδελφό που τόσο πολύ περίμενε την επιστροφή του.
Έφυγαν οι θείοι του Κωστάκη με μια υπόσχεση. Όταν θα τακτοποιούσαν τις υποθέσεις τους στον Καναδά και θα έκαναν τη δική τους επιχείρηση, όπως σχεδίαζαν, θα καλούσαν και το μελλοντικό «γιο» τους εκεί για πάντα. Όμως σαν έφυγαν, μαζί τους έφυγε και η υπόσχεση.
Ο Κωστάκης πια μεγάλωνε στη φτωχή πατρική οικογένεια, μέσα στην αγάπη και τη θαλπωρή που προσφέρει η φυσική οικογένεια που σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθεί από την όποια θετή, όσο πλούσια κι αν είναι.
Εκείνοι που δεν ξέχασαν ποτέ τον Κωστάκη και την οικογένειά του ήταν ο κύριος και η κυρία Τσαγκαράκη, που την είχαν συμπαθήσει για την καταδεχτικότητα που έδειχναν και τα αισθήματα ευγνωμοσύνης που ένιωθαν γι΄ αυτούς. Πάντα στις μεγάλες γιορτές κάτι θα έβρισκαν να τους στείλουν. Κάποιο δέμα με χίλια δυο πράγματα θα έφερνε ο ταχυδρόμος: το Πάσχα λίγα ρούχα, τα Χριστούγεννα μερικά γλυκίσματα, κάτι για τις Αποκριές, που τους έδινε χαρά και απάλυνε τη φτώχια τους.
Σε κάποια επίσκεψη τους στο χωριό του Κωστάκη, ένα χωριό της ορεινής Ηλείας, την Κρυόβρυση, ρώτησαν το Λάμπρο τι δώρο θα επιθυμούσε να του φέρουν στην επόμενη επίσκεψή τους ή να του στείλουν μ’ ένα δέμα από την πρωτεύουσα.
Ο Λάμπρος το ’φερε από εδώ, το πήγε από ‘κεί στο μυαλό του, κάτι η ντροπή, κάτι η ανάγκη, τα ζύγισε τα πράγματα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα απάντησε: « Ένα παλτό».
Το κρύο και οι χιονιάδες του χειμώνα πάγωναν το κορμάκι του όταν ξεκινούσε για το σχολείο, ποδαρόδρομο τέσσερα και πλέον χιλιόμετρα. Όμως η συναίσθηση της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας δεν επέτρεπαν να ζητήσει ένα παλτό από τους γονείς του, αλλά ούτε καν να το διανοηθεί.
Αυτή τη φορά, χάρη στην αγάπη και το ενδιαφέρον της φίλης και ευγενικής οικογένειας Τσαγκαράκη, του δινόταν η ευκαιρία να εκδηλώσει την ενδόμυχη επιθυμία του για ένα παλτό. Ένα παλτό που μόνο στα όνειρά του το συναντούσε, θα γινόταν δικό του σε λίγο καιρό.
Από εκείνη κιόλας τη μέρα, άρχισε και η αναμονή. Κάθε φορά που ο ταχυδρόμος του χωριού, ο κυρ Κώστας, σταματούσε στον πλάτανο του Μύλου και με τη χαρακτηριστική τρομπέτα του έκανε γνωστή την άφιξή του, έτρεχε να διαπιστώσει αν ήρθε το δέμα που περίμενε, ή έστω κάποιο γράμμα που θα τον πληροφορούσε ότι το παλτό δεν θα αργούσε να έλθει.
Πέρασαν βδομάδες με την εναγώνια αναμονή. Δεν περίμενε όμως άδικα. Μια μέρα, έφθασε τελικά το χαρτοκιβώτιο που περίμενε με το γνωστό αποστολέα και παραλήπτη, ποιόν άλλον; «Κύριο Λάμπρο Λαμπίρη - Κρυόβρυση Ηλείας», έγραφε πάνω πάνω. ΄Έβλεπε γραμμένο εκείνο το «Κύριο» και γελούσε. Πότε αλήθεια έγινα και κύριος, μονολογούσε ο Λάμπρος με απορία και αυτοσαρκασμό.
Άνοιξε με προσοχή και περισσή ευλάβεια το κιβώτιο κι έβγαλε το καλά διπλωμένο παλτό, το δώρο, που του είχαν υποσχεθεί και που τόσα χρόνια επιθυμούσε χωρίς ωστόσο ποτέ να εκφράσει δημόσια την επιθυμία του. Ήταν ένα παλτό μάλλινο σε χρώμα, μπλε βαθύ, με χρυσωμένα κουμπιά που πάνω τους είχαν ανάγλυφες παραστάσεις με άγκυρες. Είχε μια εντυπωσιακή κόκκινη γυαλιστερή φόδρα και στο εσωτερικό του, ένα στρώμα βαμβάκι, σωστό πάπλωμα.
Σαν το φόρεσε ο Λάμπρος, ένιωσε πως μπήκε ολάκερος στο φούρνο που η μάνα του έψηνε το ψωμί. Ένιωθε κόλας να ιδρώνει από τη ζέστη. Να’ τανε άραγε η χαρά του; Να’ τανε άραγε τόσο ζεστό στ΄ αλήθεια; ή συνηθισμένος απ’ το κρύο και τη σπαρτιάτικη αντιμετώπισή του, ένιωθε πια τόσο άβολα μέσα σε τόση ζέστη.
Εκείνη τη στιγμή, αυθόρμητα είπε μέσα του ένα μεγάλο ευχαριστώ στους δωρητές και με τα παιδικά του μάτια στραμμένα στον ουρανό, ζήτησε σε μια στιγμιαία προσευχή του να χαρίζει ο Θεός υγεία στους δωρητές του. Με ένα γράμμα του, έστειλε και γραπτά τις ευχαριστίες του.
Ο Λάμπρος φορούσε το όμορφο εκείνο ολοκαίνουργο παλτό και καμάρωνε, μια και κανένα παιδί στο σχολείο δεν φορούσε παρόμοιο. Όλους τους χειμώνες της παιδικής σχολικής ζωής, τους ζέσταινε το όμορφο και πανάκριβο ασφαλώς παλτό, δώρο του ζεύγους Τσαγκαράκη. Όμως όλα στη ζωή έχουν κάποια διάρκεια. Έτσι και το παλτό άρχισε να φθείρεται, να τρίβεται, να χάνει το χρώμα του και την ομορφιά του. Άρχισε να κουρελιάζεται.
Τώρα πια μεγαλωμένος ο Λάμπρος, άρχισε να το νιώθει φορτίο. Ένιωθε όχι τη ζεστασιά του που την είχε συνηθίσει αλλά την καταπίεσή του. Όμως τι άλλο να φορέσει, τώρα μάλιστα που ξεσυνήθισε να αντιμετωπίζει σπαρτιάτικα το κρύο. Προσπαθούσε με επιμέλεια να κρύψει τα ξεφτισμένα και ξεθωριασμένα μέρη του παλτού, μα δεν κατάφερνε παρά να γίνονται περισσότερο αντιληπτά από όσους δεν τα’ βλέπανε αμέσως.
Το καινούργιο κάποτε εκείνο παλτό είχε πάρει το δρόμο της φθοράς. Στον ίδιο δρόμο παράσερνε και το Λάμπρο. Ενώ ήταν ένας ζωηρός μαθητής, έδειχνε μαραζωμένος και σκεφτικός, σα γέροντας. Ο καθηγητής των μαθηματικών το είχε αντιληφθεί. Κάποια μέρα που συνάντησε τον πατέρα του, του συνέστησε να τον προσέχει, μια και όπως του είπε δεν τον έβλεπε φυσιολογικό τελευταία.
Η μάνα του, προσπάθησε να μπαλώσει τα ξέφτια του παλτού, κι έραψε κάτι τεράστια μπαλώματα, από άλλο ύφασμα, μα ήταν έκδηλα τα σημεία της διαφοράς. Ο Λάμπρος το φορούσε μα ένιωθε ότι κάτι ξένο έμπαινε στην ψυχή του. Ένιωθε την ψυχή του κομματιασμένη. Την έβλεπε να έχει τόσα μπαλώματα, όσα και το παλτό του.
Όμως η ανάγκη και το κρύο είχαν συμμαχήσει και τον υποχρέωναν να το φοράει. Ένιωθε πως όλοι τον κοιτούσαν περίεργα, πως όλοι τον κορόιδευαν, πως τον συμπονούσαν και δεν το ήθελε. Ένιωθε σαν αϊτόπουλο πληγωμένο. Ένιωθε τέτοια μοναξιά μέσα του κι έλεγε στιγμές στιγμές να το βγάλει και να το πετάξει. Το μετάνιωνε όμως αμέσως μετά κι έλεγε «αν το πετάξω τι θα φοράω στο σχολείο»; Δύσκολα χρόνια, δύσκολοι καιροί…
Πέρασαν τα χρόνια, ο Λάμπρος τέλειωσε το σχολείο του, μεγάλωσε, σπούδασε, και τακτοποιήθηκε επαγγελματικά. Δεν ξέχασε όμως ποτέ εκείνο το πρώτο του παλτό. Το θυμόταν με νοσταλγία, με πίκρα, με ανάμικτα αισθήματα. Κάποια μέρα αγόρασε ένα πανάκριβο παλτό σε ανοιχτό μπεζ χρώμα και το χάρισε σαν αποζημίωση στον εαυτό του.
Είχε πλέον ένα καινούργιο παλτό από δικά του χρήματα, προσφορά κι ανταπόδοση στην επιμονή, την υπομονή και στον αγώνα του για επιτυχία . Το φόρεσε, και το καμάρωσε όπως τότε, εκείνο το πρώτο του παλτό κι αμέσως το κρέμασε στην ντουλάπα χωρίς να το ξαναφορέσει έκτοτε. Ήθελε να διατηρηθεί αιώνια, όσο αιώνια μπορούσε καινούργιο το παλτό του. Δεν ήθελε να νιώσει τη φθορά του, όπως την ένιωσε τότε. Δεν ήθελε ποτέ να νιώσει τα συναισθήματα εκείνα που ένιωσε στο παρελθόν.
Κάποια μέρα μετά από χρόνια, η γυναίκα του έβγαλε τα ρούχα του απ’ την ντουλάπα για να πάρουν αέρα, όπως συνηθίζεται, κι έβγαλε μαζί και το παλτό του. Τότε διαπίστωσε με απορία, πως κάποιες αόρατες σχεδόν τρυπούλες είχαν γίνει πάνω στο παλτό του. Την απορία έλυσε η γυναίκα του, όταν του είπε πως το ρήμαξε ο σκόρος…
Ο Λάμπρος δεν πέταξε ποτέ το παλτό εκείνο. Το άφησε στην ντουλάπα , να το αποτελειώσει ο σκόρος. Προτιμούσε να το φάει ο σκόρος παρά να λιώσει πάνω του… Ήταν το πρώτο και το τελευταίο παλτό που αγόρασε. Το ’θελε να μείνει καινούργιο… παντοτινά καινούργιο…

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ



Ο ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΕΧΕΙ 31 ΗΜΕΡΕΣ. Η ΜΕΡΑ ΕΧΕΙ 10 ΩΡΕΣ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ 14.



Ο ΛΑΟΣ ΟΝΟΜΑΣΕ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΡΑΝΟΜΗΝΑ, ΜΕΓΑΛΟΜΗΝΑ, ΚΛΑΔΕΥΤΗ, ΚΡΥΑΡΙΤΗ ΚΑΙ ΜΕΣΟΧΕΙΜΩΝΟ ΚΑΙ ΕΛΕΓΕ ΓΙ ΑΥΤΟΝ:



ΓΕΝΑΡΗ ΜΗΝΑ ΚΛΑΔΕΥΕ, ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΗ ΞΕΤΑΖΕΙΣ.

-Ο ΓΕΝΑΡΗΣ ΚΙ ΑΝ ΓΕΝΝΑΤΑΙ, ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ.

-ΜΕΣ ΣΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ ΗΛΙΟΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ.



Ο ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΑΓΕ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 5ου ΑΙΩΝΑ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΑΝΟ ΤΟΝ ΥΠΑΤΟ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΤΟΥ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΑΝΘΕΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΘΕΟΣ, ΕΛΕΓΚΤΗΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ, ΠΑΤΡΩΝΑΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

Ο ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΡΩΜΑΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΧΑΝ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ.

ΟΙ ΡΩΜΑΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΝ ΜΕ ΤΙΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΗΛΙΑΚΕΣ ΤΡΟΠΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝΤΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΑΤΟΥΡΝΑΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΟΥ ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΩΝ ΚΑΛΕΝΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΥΠΑΤΩΝ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟΝ ΜΙΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΕ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΣΑΤΟΥΡΝΑΛΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕ ΕΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ.



Χρονια πολλα και καλά σ’ ολους