ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ


Ο κύριος και η κυρία Τσαγκαράκη, δυο ευγενικοί άνθρωποι, έμεναν για αρκετά χρόνια τότε σε μια από τις πιο παλιές πολυκατοικίες της Αθήνας, στη διασταύρωση των οδών Σοφοκλέους και Μενάνδρου. Εκεί τους γνώρισαν οι θείοι του Κωστάκη, ο Ντίνος και η Γεωργία Βλασοπούλου. Μετά από κόπους μιας ζωής σε ξένα κτήματα είχαν εξασφαλίσει σε εκείνη την πολυκατοικία μια απασχόληση στο θυρωρείο κι έβγαζαν ένα αξιοπρεπές, για κείνα τα χρόνια, μεροκάματο.
Τον Κωστάκη είχαν πάρει μαζί τους κάποια φορά από το φτωχόσπιτό του, με πρόθεση να τον υιοθετήσουν, μια και όπως έλεγαν ο Θεός, δεν τους χάρισε παιδιά. Εκεί ο Κωστάκης γνώρισε το ζεύγος Τσαγκαράκη. Η γνωριμία εκείνη έγινε φιλική σχέση που επεκτάθηκε και στην οικογένειά του. Έτσι και οι γονείς του είχαν μια ανθρώπινη, φιλική επικοινωνία και σχέση.
Οι γονείς του Κωστάκη, ο κυρ Γιώργης και η κυρά-Αγγέλω, απλοϊκοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι, αγωνίζονταν να επιβιώσουν εκείνα τα χρόνια με τις δυσκολίες και τα προβλήματα που είχε αφήσει πίσω της η κατοχή και ο εμφύλιος, με τις άσχημες οικονομικές συνθήκες που βασάνιζαν σχεδόν όλα τα χωριά της επαρχίας.
Εκτός από τον Κωστάκη, η οικογένεια είχε κι ένα μεγαλύτερο γιο, το Λάμπρο. Μέσα στη φτώχεια τους, αποδέχτηκαν την πρόταση και συμφώνησαν στη υιοθεσία. Η κυρία Βλασοπούλου ήταν εξαδέλφη του κυρ Γιώργη και νονά του Κωστάκη οπότε η περίπτωση εκείνη δεν έδινε την τραγική εικόνα μιας συνηθισμένης υιοθεσίας.
Ο Λάμπρος από μικρός έδειχνε πως τον απασχολούσαν σοβαρά και ασυνήθιστα για την ηλικία του ζητήματα. Βοηθούσε τους γονείς του στις αγροτικές τους ασχολίες. Παρακολουθούσε βήμα προς βήμα και ζούσε από κοντά τον αγώνα της επιβίωσης που έδιναν καθημερινά. Διάβαζε τα μαθήματά του μόνο τα βράδια με το σπινό φως του λυχναριού ή το κάπως πιο έντονο της λάμπας πετρελαίου. Είχε πάντα λόγο για κάθε ζήτημα της τάξης του, του σχολείου του, της οικογένειας κι ακόμη του μικρού του χωριού. Έκλαψε και πόνεσε πολύ, όταν οι γονείς του δέχτηκαν να στερηθούν το δεύτερο παιδί τους, κι ο Λάμπρος το μοναδικό αδελφό του. Είχε φυλάξει με αγάπη και θρησκευτική ευλάβεια τα μικροπράγματα και τα παιχνίδια του Κωστάκη σα θείο φυλαχτό και κάθε φορά που τα αντίκριζε ξεσπούσε σε αναφιλητά που τα’ πνιγε μέσα του για να μην τον δουν οι γονείς του και στενοχωρηθούν και εκείνοι.
Κάθε βράδυ στην προσευχή του, παρακαλούσε το Θεό κι έλεγε: «Θεούλη μου, φύλαγε τον αδελφούλη μου, να είναι καλά και να τον φέρεις πάλι στο σπίτι μας». Ήταν ένα μόνιμο και σταθερό αίτημα που δεν κουραζότανε να το επαναλαμβάνει κάθε βράδυ. Και να, η παράκλησή του αυτή δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα.
Οι θείοι του Κωστάκη, κάποια στιγμή αποφάσισαν πως έπρεπε να φύγουν για τον Καναδά. Πίστευαν πως εκεί θα είχαν μια ευκαιρία να προκόψουν. Έτσι, ο Κωστάκης γύρισε στο σπίτι του, κοντά στους δικούς του, κοντά στον αγαπημένο του αδελφό που τόσο πολύ περίμενε την επιστροφή του.
Έφυγαν οι θείοι του Κωστάκη με μια υπόσχεση. Όταν θα τακτοποιούσαν τις υποθέσεις τους στον Καναδά και θα έκαναν τη δική τους επιχείρηση, όπως σχεδίαζαν, θα καλούσαν και το μελλοντικό «γιο» τους εκεί για πάντα. Όμως σαν έφυγαν, μαζί τους έφυγε και η υπόσχεση.
Ο Κωστάκης πια μεγάλωνε στη φτωχή πατρική οικογένεια, μέσα στην αγάπη και τη θαλπωρή που προσφέρει η φυσική οικογένεια που σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθεί από την όποια θετή, όσο πλούσια κι αν είναι.
Εκείνοι που δεν ξέχασαν ποτέ τον Κωστάκη και την οικογένειά του ήταν ο κύριος και η κυρία Τσαγκαράκη, που την είχαν συμπαθήσει για την καταδεχτικότητα που έδειχναν και τα αισθήματα ευγνωμοσύνης που ένιωθαν γι΄ αυτούς. Πάντα στις μεγάλες γιορτές κάτι θα έβρισκαν να τους στείλουν. Κάποιο δέμα με χίλια δυο πράγματα θα έφερνε ο ταχυδρόμος: το Πάσχα λίγα ρούχα, τα Χριστούγεννα μερικά γλυκίσματα, κάτι για τις Αποκριές, που τους έδινε χαρά και απάλυνε τη φτώχια τους.
Σε κάποια επίσκεψη τους στο χωριό του Κωστάκη, ένα χωριό της ορεινής Ηλείας, την Κρυόβρυση, ρώτησαν το Λάμπρο τι δώρο θα επιθυμούσε να του φέρουν στην επόμενη επίσκεψή τους ή να του στείλουν μ’ ένα δέμα από την πρωτεύουσα.
Ο Λάμπρος το ’φερε από εδώ, το πήγε από ‘κεί στο μυαλό του, κάτι η ντροπή, κάτι η ανάγκη, τα ζύγισε τα πράγματα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα απάντησε: « Ένα παλτό».
Το κρύο και οι χιονιάδες του χειμώνα πάγωναν το κορμάκι του όταν ξεκινούσε για το σχολείο, ποδαρόδρομο τέσσερα και πλέον χιλιόμετρα. Όμως η συναίσθηση της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας δεν επέτρεπαν να ζητήσει ένα παλτό από τους γονείς του, αλλά ούτε καν να το διανοηθεί.
Αυτή τη φορά, χάρη στην αγάπη και το ενδιαφέρον της φίλης και ευγενικής οικογένειας Τσαγκαράκη, του δινόταν η ευκαιρία να εκδηλώσει την ενδόμυχη επιθυμία του για ένα παλτό. Ένα παλτό που μόνο στα όνειρά του το συναντούσε, θα γινόταν δικό του σε λίγο καιρό.
Από εκείνη κιόλας τη μέρα, άρχισε και η αναμονή. Κάθε φορά που ο ταχυδρόμος του χωριού, ο κυρ Κώστας, σταματούσε στον πλάτανο του Μύλου και με τη χαρακτηριστική τρομπέτα του έκανε γνωστή την άφιξή του, έτρεχε να διαπιστώσει αν ήρθε το δέμα που περίμενε, ή έστω κάποιο γράμμα που θα τον πληροφορούσε ότι το παλτό δεν θα αργούσε να έλθει.
Πέρασαν βδομάδες με την εναγώνια αναμονή. Δεν περίμενε όμως άδικα. Μια μέρα, έφθασε τελικά το χαρτοκιβώτιο που περίμενε με το γνωστό αποστολέα και παραλήπτη, ποιόν άλλον; «Κύριο Λάμπρο Λαμπίρη - Κρυόβρυση Ηλείας», έγραφε πάνω πάνω. ΄Έβλεπε γραμμένο εκείνο το «Κύριο» και γελούσε. Πότε αλήθεια έγινα και κύριος, μονολογούσε ο Λάμπρος με απορία και αυτοσαρκασμό.
Άνοιξε με προσοχή και περισσή ευλάβεια το κιβώτιο κι έβγαλε το καλά διπλωμένο παλτό, το δώρο, που του είχαν υποσχεθεί και που τόσα χρόνια επιθυμούσε χωρίς ωστόσο ποτέ να εκφράσει δημόσια την επιθυμία του. Ήταν ένα παλτό μάλλινο σε χρώμα, μπλε βαθύ, με χρυσωμένα κουμπιά που πάνω τους είχαν ανάγλυφες παραστάσεις με άγκυρες. Είχε μια εντυπωσιακή κόκκινη γυαλιστερή φόδρα και στο εσωτερικό του, ένα στρώμα βαμβάκι, σωστό πάπλωμα.
Σαν το φόρεσε ο Λάμπρος, ένιωσε πως μπήκε ολάκερος στο φούρνο που η μάνα του έψηνε το ψωμί. Ένιωθε κόλας να ιδρώνει από τη ζέστη. Να’ τανε άραγε η χαρά του; Να’ τανε άραγε τόσο ζεστό στ΄ αλήθεια; ή συνηθισμένος απ’ το κρύο και τη σπαρτιάτικη αντιμετώπισή του, ένιωθε πια τόσο άβολα μέσα σε τόση ζέστη.
Εκείνη τη στιγμή, αυθόρμητα είπε μέσα του ένα μεγάλο ευχαριστώ στους δωρητές και με τα παιδικά του μάτια στραμμένα στον ουρανό, ζήτησε σε μια στιγμιαία προσευχή του να χαρίζει ο Θεός υγεία στους δωρητές του. Με ένα γράμμα του, έστειλε και γραπτά τις ευχαριστίες του.
Ο Λάμπρος φορούσε το όμορφο εκείνο ολοκαίνουργο παλτό και καμάρωνε, μια και κανένα παιδί στο σχολείο δεν φορούσε παρόμοιο. Όλους τους χειμώνες της παιδικής σχολικής ζωής, τους ζέσταινε το όμορφο και πανάκριβο ασφαλώς παλτό, δώρο του ζεύγους Τσαγκαράκη. Όμως όλα στη ζωή έχουν κάποια διάρκεια. Έτσι και το παλτό άρχισε να φθείρεται, να τρίβεται, να χάνει το χρώμα του και την ομορφιά του. Άρχισε να κουρελιάζεται.
Τώρα πια μεγαλωμένος ο Λάμπρος, άρχισε να το νιώθει φορτίο. Ένιωθε όχι τη ζεστασιά του που την είχε συνηθίσει αλλά την καταπίεσή του. Όμως τι άλλο να φορέσει, τώρα μάλιστα που ξεσυνήθισε να αντιμετωπίζει σπαρτιάτικα το κρύο. Προσπαθούσε με επιμέλεια να κρύψει τα ξεφτισμένα και ξεθωριασμένα μέρη του παλτού, μα δεν κατάφερνε παρά να γίνονται περισσότερο αντιληπτά από όσους δεν τα’ βλέπανε αμέσως.
Το καινούργιο κάποτε εκείνο παλτό είχε πάρει το δρόμο της φθοράς. Στον ίδιο δρόμο παράσερνε και το Λάμπρο. Ενώ ήταν ένας ζωηρός μαθητής, έδειχνε μαραζωμένος και σκεφτικός, σα γέροντας. Ο καθηγητής των μαθηματικών το είχε αντιληφθεί. Κάποια μέρα που συνάντησε τον πατέρα του, του συνέστησε να τον προσέχει, μια και όπως του είπε δεν τον έβλεπε φυσιολογικό τελευταία.
Η μάνα του, προσπάθησε να μπαλώσει τα ξέφτια του παλτού, κι έραψε κάτι τεράστια μπαλώματα, από άλλο ύφασμα, μα ήταν έκδηλα τα σημεία της διαφοράς. Ο Λάμπρος το φορούσε μα ένιωθε ότι κάτι ξένο έμπαινε στην ψυχή του. Ένιωθε την ψυχή του κομματιασμένη. Την έβλεπε να έχει τόσα μπαλώματα, όσα και το παλτό του.
Όμως η ανάγκη και το κρύο είχαν συμμαχήσει και τον υποχρέωναν να το φοράει. Ένιωθε πως όλοι τον κοιτούσαν περίεργα, πως όλοι τον κορόιδευαν, πως τον συμπονούσαν και δεν το ήθελε. Ένιωθε σαν αϊτόπουλο πληγωμένο. Ένιωθε τέτοια μοναξιά μέσα του κι έλεγε στιγμές στιγμές να το βγάλει και να το πετάξει. Το μετάνιωνε όμως αμέσως μετά κι έλεγε «αν το πετάξω τι θα φοράω στο σχολείο»; Δύσκολα χρόνια, δύσκολοι καιροί…
Πέρασαν τα χρόνια, ο Λάμπρος τέλειωσε το σχολείο του, μεγάλωσε, σπούδασε, και τακτοποιήθηκε επαγγελματικά. Δεν ξέχασε όμως ποτέ εκείνο το πρώτο του παλτό. Το θυμόταν με νοσταλγία, με πίκρα, με ανάμικτα αισθήματα. Κάποια μέρα αγόρασε ένα πανάκριβο παλτό σε ανοιχτό μπεζ χρώμα και το χάρισε σαν αποζημίωση στον εαυτό του.
Είχε πλέον ένα καινούργιο παλτό από δικά του χρήματα, προσφορά κι ανταπόδοση στην επιμονή, την υπομονή και στον αγώνα του για επιτυχία . Το φόρεσε, και το καμάρωσε όπως τότε, εκείνο το πρώτο του παλτό κι αμέσως το κρέμασε στην ντουλάπα χωρίς να το ξαναφορέσει έκτοτε. Ήθελε να διατηρηθεί αιώνια, όσο αιώνια μπορούσε καινούργιο το παλτό του. Δεν ήθελε να νιώσει τη φθορά του, όπως την ένιωσε τότε. Δεν ήθελε ποτέ να νιώσει τα συναισθήματα εκείνα που ένιωσε στο παρελθόν.
Κάποια μέρα μετά από χρόνια, η γυναίκα του έβγαλε τα ρούχα του απ’ την ντουλάπα για να πάρουν αέρα, όπως συνηθίζεται, κι έβγαλε μαζί και το παλτό του. Τότε διαπίστωσε με απορία, πως κάποιες αόρατες σχεδόν τρυπούλες είχαν γίνει πάνω στο παλτό του. Την απορία έλυσε η γυναίκα του, όταν του είπε πως το ρήμαξε ο σκόρος…
Ο Λάμπρος δεν πέταξε ποτέ το παλτό εκείνο. Το άφησε στην ντουλάπα , να το αποτελειώσει ο σκόρος. Προτιμούσε να το φάει ο σκόρος παρά να λιώσει πάνω του… Ήταν το πρώτο και το τελευταίο παλτό που αγόρασε. Το ’θελε να μείνει καινούργιο… παντοτινά καινούργιο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου