ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΓΩΝΙΑΣ


Η κυρά-Κώσταινα ήταν μια καλοκάγαθη γιαγιούλα. Ένας ζωντανός κι άξιος άνθρωπος. Αγράμματη μα πανέξυπνη. Χρόνια τώρα παντρεμένη μ’ ένα συγχωριανό της τον κυρ Κώστα, είχε αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια. Εκείνη ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα στο σπίτι. Εκείνη έκανε κουμάντο όπως λέμε.
Ο κύρ Κώστας, βουκόλος στο Διαμαντόπουλο, σ’ ένα από τους μεγαλύτερους αγελαδοτρόφους της περιοχής. Έλειπε τον περισσότερο χρόνο από το σπίτι. Η ευθύνη ανατροφής και φροντίδας των παιδιών έπεφτε σ’ εκείνη. Και βέβαια δεν ήταν μόνο οι δουλειές του σπιτιού. Έτρεχε όπου την καλούσαν, άνδρας και γυναίκα μαζί, να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε αγροτικές εργασίες σε μεγαλοκτηματίες της περιοχής.
Τόσο η ίδια όσο και ο κυρ Κώστας ο κουφός, προσωνύμιο που είχε αποκτήσει λόγω της φυσικής αναπηρίας του, δεν είχαν ούτε σπιθαμή γης για να καλλιεργήσουν. Σ’ ένα κήπο που περιέβαλε το φτωχόσπιτό τους, που το ’χαν χτίσει με εξέλαση οι χωριανοί τους, φύτευε κάθε λογής κηπευτικά. Δεν παρέλειπε όμως να φροντίζει και τον ανθόκηπό της. Έναν ανθόκηπο, έκφραση μιας ευαίσθητης ψυχής και μιας αγνής κι αδόλευτης συνείδησης.
Εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει στο χωριό της δεν ήταν μόνο η φιλοπονία της, αλλά ο ανθόκηπός της με τα χρυσάνθεμα, και η ικανότητά της στο ξεμάτιασμα. Διατηρούσε ένα θαυμάσιο κήπο με χρυσάνθεμα διαφόρων χρωμάτων και αποχρώσεων, όπου επικρατούσε το λευκό. Ήταν επίσης γνωστή σ’ όλη την περιοχή σαν ξεματιάστρα, «έριχνε τα κάρβουνα» όπως έλεγαν σ’ όσους είχαν προσβληθεί από κακό μάτι.
Είχαν πολλά να διηγηθούν οι χωριανοί για τις επιτυχίες της. Είχε γλιτώσει από βέβαιο θάνατο τόσο μικρά παιδιά όσο και διάφορα ζώα. Διηγούνται πως κάποτε δεν πρόλαβαν να την ειδοποιήσουν κι ένα από τα πιο όμορφα γιοργαλίδικα άλογα του χωριού έσκασε από μάτι.
Η κυρά-Κώσταινα έκανε το δικό της αγώνα να τα φέρει βόλτα. Έκανε σωστή διαχείριση των όσων χρημάτων απέφερε τόσο το μηνιάτικο του άνδρα της όσο και τα δικά της μεροκάματα.
Ο κυρ Κώστας αναγνωρίζοντας την ικανότητά της, απόφευγε να έχει εκείνος τις ευθύνες του σπιτικού τους, μια και ορισμένες φορές λόγω των προβλημάτων της φτώχιας το έριχνε έξω.
Κάποιες φορές τον έφερναν οι φίλοι του στο σπίτι μισομεθυσμένο. Τότε τον έπιαναν οι ευαισθησίες του κι αναζητούσε την ανοχή και τη στοργή της γυναίκας του.
Έκανε μαζί της τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Προσπάθησε να τα καθοδηγήσει στο δρόμο που και η ίδια γνώριζε, στο δρόμο του Θεού, όπως έλεγε.
Τον πρώτο τον προόριζε για παπά, όμως όταν ξεκίνησε μ’ ένα συγγενή του για το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, στο δρόμο το ξανασκέφτηκε και όταν φθάσανε στο Μοναστήρι, βρήκε …δύσκολη την καλογερική και γύρισε άπραγος στο πατρικό του κι έγινε ξυλουργός, σε αντίθεση με τον άλλο, ο οποίος έμεινε εκεί κι έγινε μετά από χρόνια Αρχιμανδρίτης.
Ο δεύτερος βοήθαγε την εκκλησία του χωριού ως νεωκόρος. Αργότερα έγινε ψάλτης κοντά στους πιο άξιους ψάλτες που είχε αναδείξει το χωριό τους. Όμως ένας παράφορος έρωτας και μια φυματίωση που τον ακολούθησε δεν τον άφησαν όρθιο κι έφυγε νωρίς στα είκοσι δύο του.
Το τρίτο της παιδί της οικογένειας, την κόρη, την έστειλε κι έμαθε κέντημα και της αγόρασε μάλιστα και μια ραπτομηχανή, σπουδαίο απόκτημα για την εποχή και την πάντρεψε με ένα καλό παιδί.
Μετά το θάνατο του κυρ Κώστα ξέμεινε να συμβιώνει με την οικογένεια του γιου της. Η γιαγιά η κυρά-Κώσταινα ήταν τώρα και μάνα για τα πέντε παιδιά του γιου της.
Όμως παρά το ότι βοηθούσε ουσιαστικά την οικογένεια του γιου της και έδινε τα πάντα για τα εγγόνια της, ο γιος της δεν ένιωθε ευχαριστημένος από την προσφορά της. Είχε ένα μόνιμο παράπονο σε βάρος της από τα παιδικά του χρόνια, τότε που ήθελε μα δε μπόρεσε να σπουδάσει, και γι’ αυτό τη θεωρούσε υπεύθυνη.
«Αντί να δώσει χρήματα να σπουδάσω», έλεγε, «πήγε και αγόρασε ραπτομηχανή στην Παρασκευή». Ήταν ένα παράπονο που δεν ξεχνούσε ποτέ και σε κάθε ευκαιρία το επανάφερε.
Όταν η γιαγιά είχε διάθεση, απαντούσε στο παράπονό του. Έπρεπε να βοηθήσω έλεγε το αδύναμο μέρος της οικογένειας. Άλλες φορές δεν έδινε καμιά απάντηση, απλώς μουρμούριζε: «Αφήστε τον να λέει».
Η γιαγιά ήταν εβδομήντα δύο ετών, όταν ένα βράδυ σαν επέστρεψε ο γιος της από το καφενείο, της έφερε το δυσάρεστο νέο. Στο καφενείο πήγαινε συνήθως τα βράδια του χειμώνα. Εκεί μαζεύονταν οι χωριανοί και συζητούσαν τα μικρά και μεγάλα προβλήματά του χωριού, έπιναν κανένα κρασί και μετά το ’ριχναν στα χαρτιά. Όχι βέβαια για χρήματα, αλλά για τους καφέδες ή τα λουκούμια.
Όταν κέρδιζε στα χαρτιά, έφερνε και μοίραζε στα παιδιά του λουκούμια , άλλοτε πάλι όταν δεν επαρκούσαν τα κερδισμένα τα έκοβε και τα μοίραζε ανάλογα. Αυτή τη φορά δεν έφερε παρά ένα δυσάρεστο νέο για τη γιαγιά.
Με σοβαρότητα και περίσκεψη, με όψη που δεν καταλάβαινε κανείς αν έκανε κάποια φάρσα απευθύνθηκε στη μάνα του προσποιούμενος μάλιστα και τον στεναχωρημένο.
- Απόψε μάνα, είπε, μετά από απόφαση της Κυβέρνησης- ήταν τότε Δικτατορία- θα περάσει από τα σπίτια των χωριών και του δικού μας, μια επιτροπή ιατρών η οποία και θα κάνει μια ένεση σε όσα άτομα είναι ηλικίας πάνω από εβδομήντα χρονών. Αυτή η ένεση θα είναι μοιραία, επιφέρει το θάνατο χωρίς να νιώσει κανείς τίποτε. Μάλιστα μας γνωστοποίησαν και το σκεπτικό της απόφασης. Έτσι λέει, μ’ αυτό τον τρόπο θα απαλλαγεί η κοινωνία από άτομα τα οποία όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα αλλά την επιβαρύνουν με την καταβολή συντάξεων κι εξόδων ιατρικής και φαρμακευτικής περιθάλψεως που σ’ αυτές τις ηλικίες είναι αυξημένα.
Το νέο φάνηκε παράδοξο και αδιανόητο τόσο στη σύζυγο του όσο και στη μάνα του, η οποία θα ήταν υποψήφιο θύμα αυτής της απόφασης, αφού ήδη είχε ξεπεράσει το όριο κατά δύο και πλέον χρόνια.
Όμως σκέφτηκε, Δικτατορία έχουμε, αυτοί οι άνθρωποι ό,τι θέλουν αποφασίζουν κι ό,τι θέλουν κάνουν, γιατί να μη σκέφτηκαν κι αυτό το μέτρο οικονομίας. Είχε ακούσει κάποτε πως στην Αρχαία Σπάρτη πέταγαν τα ανάπηρα παιδιά και τους γέρους. Είχε ακούσει όμως πως κάτι παρόμοιο είχαν εφαρμόσει στα παλιά χρόνια στην Κεφαλονιά. Έλεγαν πως πετούσαν τους γέρους και τις γριές από γκρεμό όταν πλέον είχαν φθάσει σε κάποια ηλικία και δε μπορούσαν πλέον να προσφέρουν τίποτε.
Όμως αυτά αφορούσαν τα παλιά χρόνια, έλεγε μέσα της, αλίμονο να εφαρμόζεται αυτό το μέτρο σήμερα, τον εικοστό αιώνα. Αλλά πάλι, ξανασκέφτηκε, τρελοί είναι αυτοί που κυβερνούν σήμερα, γιατί να μη μπήκε στο μυαλό τους κι αυτή η τρελή ιδέα.
Όταν συνήλθε λίγο από το άκουσμα αυτού του τόσο δυσάρεστου και συνάμα μακάβριου νέου έπεσε σε περισυλλογή. Το πρόσωπό της πήρε ένα χρώμα προς το κιτρινοπράσινο, χλόμιασε και αναστατώθηκε. Ένιωσε μελλοθάνατη.
Τα χέρια της έτρεμαν, η καρδιά της είχε σφιχτεί και έπαψε να μιλάει. Δε μπορούσε να πιστέψει πως αυτή τη νύχτα θα περνούσε χωρίς να το καταλάβει από τη ζωή στο θάνατο, από το φως στο σκοτάδι. Όσο θυμότανε το σκεπτικό της απόφασης τόσο περισσότερο νευρίαζε. δεν ένιωθε διόλου άχρηστη, αντίθετα πολύ χρήσιμη αφού συνέχιζε την προσφορά της στην κοινωνία και στην οικογένεια του γιου της.
Αυτοί οι άνθρωποι έλεγε και ξανάλεγε, είναι θεότρελοι, εύλογο το ίδιο θεότρελες να είναι και οι αποφάσεις τους. Δε μπορούσε να φανταστεί ούτε περνούσε διόλου από το μυαλό της πως ο γιος της θα έκανε μια κακόγουστη φάρσα, πως θα ήθελε να την πειράξει ή πως θα ήθελε να αστειευτεί μαζί της.
Έτσι μετά από λίγες λέξεις που αντάλλαξαν και χωρίς να πει ούτε καληνύχτα, τι καληνύχτα να έλεγε, πέρασε στο διπλανό καμαράκι που ήταν έξω από την κατοικία του γιου της.
Μπήκε μέσα βιαστικά, κάθισε στο κρεβάτι της κι άρχισε να συλλογιέται. Σκεπτότανε τι να κάνει. Στο νου της στριφογύριζαν διάφορες μορφές αντίστασης. Πρώτα- πρώτα αποφάσισε να μην κλείσει μάτι όλη την νύχτα. Σκέφτηκε μήπως θα έπρεπε να ζητήσει από το γιο της να αρνηθεί την ύπαρξή της ή να αποκρύψει την ηλικία της.
Όμως τη σκέψη αυτή την έδιωξε αμέσως μια και θυμήθηκε πως πίσω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού είχε φροντίσει το καθεστώς να υπάρχει πίνακας των μελών της οικογένειας με την ηλικία καθενός.
Τέλος η μόνη λύση που της απέμεινε ήταν η αντίσταση. Αντίσταση αλλά με τι; Το μυαλό της φωτίστηκε, έτρεξε στην αποθήκη άρπαξε ένα μεγάλο κλαδευτήρι, το τρόχισε και το’ βαλε κάτω από το μαξιλάρι της. Όμως παρά το ότι εξασφάλισε όπλο αντίστασης δεν ένιωθε και πάλι σίγουρη. Φοβόταν μήπως την προδώσει ο ύπνος. Μήπως η κούραση και η αγωνία της μέρας βαρύνουν τα βλέφαρά της και τότε πια δεν θα καταλάβαινε τίποτε.
Μια νέα σκέψη φώτισε και πάλι το μυαλό της, μετατόπισε ένα μπαούλο γεμάτο ρούχα και σφράγισε μ’ αυτό την πόρτα του δωματίου. Έβαλε επάνω σ’ αυτό μια καρέκλα και άλλα μικροαντικείμενα έτσι που αν έπεφταν να κάνουν θόρυβο. Αν την πρόδιδε προς στιγμή ο ύπνος, σκέφτηκε, με το θόρυβο που θα έκαναν όσοι θα επιχειρούσαν να ανοίξουν την πόρτα, θα ξυπνούσε και θα αντιμετώπιζε την κατάσταση.
Αφού σιγουρεύτηκε για την επιτυχία του επιτελικού σχεδίου αντίστασης, ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Μόλις τα βλέφαρά της βάραιναν αμέσως πετάγονταν από το κρεβάτι και έπιανε το κλαδευτήρι. Αυτή η κατάσταση επαναλαμβανόταν όλη τη νύχτα. Έμεινε ξάγρυπνη.
Ο γιος της μετά την γνωστοποίηση της απόφασης πήγε για ύπνο χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις ούτε και στη γυναίκα του. Αυτή η απάθεια την προβλημάτιζε κι εκείνη. Βέβαια γνώριζε το χαρακτήρα του κι αυτό την έκανε περισσότερο σκεπτική. Δεν ξεχνούσε το παράπονο του άνδρα της, προσπαθούσε κι εκείνη να δώσει κάποια εξήγηση στο παράξενο νέο, δεν τολμούσε όμως να ρωτήσει τίποτε. Αν αληθεύει αυτή η πληροφορία, έλεγε μέσα της, θα απαλλαγεί από τα παράπονά του και εκείνος από την παρουσία της.
Οι ώρες περνούσαν. Άρχισαν να λαλούν σε λίγο οι πρώτοι πετεινοί κι αυτό έδινε πολλές ελπίδες στη γιαγιά. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας αυτής της νύχτας της ατέλειωτης. Σε λίγο άρχισαν να διαπερνούν τα κεραμίδια της στέγης οι πρώτες ελπιδοφόρες ακτίνες του ήλιου.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, άρχισε να μεταθέτει ένα-ένα τα αντικείμενα που είχε τοποθετήσει πάνω στο μπαούλο, έβαλε το μπαούλο στη θέση του άνοιξε σιγά-σιγά με κάποιες προφυλάξεις την πόρτα κι αντίκρισε το φως της μέρας.
Η νύχτα είχε τελειώσει και μαζί μ’ αυτή τελείωνε και η αγωνία της. Δεν πίστευε στα μάτια της. Δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πως ζούσε, πως γλίτωσε το αιώνιο σκοτάδι. Έβλεπε το φως, τα πράγματα, τους ανθρώπους.
Δεν κρατούσε σε κανέναν κακία. Ούτε σ’ αυτούς που έβγαλαν αυτή την τρελή απόφαση ούτε και στο γιο της που μετέφερε την είδηση.
Ετοιμάστηκε, φόρεσε τα καλά της και τράβηξε προς το κοιμητήρι. Άναψε το καντήλι του συχωρεμένου κυρ Κώστα και του γιου της που πρόωρα χάθηκε και τους είπε ψιθυριστά πως το ταξίδι ματαιώθηκε.
Τους συνάντησε πολύ αργότερα όταν είχε κλείσει τα ογδόντα πέντε της και φυσικά όχι από θανατηφόρο ένεση.
Λεωνίδας Γ.Μαργαρίτης
Απο τη συλλογή Διηγημάτων "Ζητήματα Αγάπης"Εκδόσεις ΒιβλιοΠΑΝΟΡΑΜΑ Αμαλιάδα 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου