ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΦΩΣΤΑΙΝΗ «Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΛΟΦΩΝ»Εκδόσεις Πλανόδιον 2012
Εισήγηση Ποιητή Στέλιου Θ. Μαφρέδα
Όταν στην πρώτη του συλλογή «Δεσμοί χώματος» ο Αλέξανδρος Φωσταίνης ομολογούσε : Αδιαφορία και υγρασία/ τσακίζουν τα κόκαλα της πόλης/ που σεργιανώ μισόν αιώνα τώρα/ Και δεν μπόρεσες Πάτρα/ Πατρίδα μου να γίνεις// παραδεχότανε με ευθύτητα την δυσκολία στην οικείωση του χώρου, όπως αυτός οριοθετείται με το αστικό περιβάλλον στο οποίο ο ποιητής ζει και δραστηριοποιείται. Αυτή τη δυσκολία, που για κάποιους με αυξημένη την ευαισθησία τους (και εν προκειμένω τους ποιητές), αποτελεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις και συνθήκες, πηγή δημιουργίας.
Από την εποχή του Κώστα Κρυστάλλη, ο οποίος έθεσε το πρόβλημα των σχέσεων με τον αστικό περίγυρο, με κείνο τον εμβληματικό και ταυτόχρονα αθώο και ανεπιτήδευτο στίχο του :
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο/ και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου/ πάρε με απάνω στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος//
έχουν περάσει μέχρι τις μέρες μας κοντά δύο αιώνες. Η θλίψη και η απομόνωση που αποπνέουν οι πιο πάνω στίχοι, παραμένουν κυρίαρχες και στους σημερινούς ποιητές, όσους τουλάχιστον από αυτούς, έτυχε να τους απασχολήσει το θέμα. Εκείνοι που γράφουν και μιλούν για τέτοια θέματα, είναι οι «φάλτσοι της ορχήστρας» σύμφωνα με τον ορισμό του Μιχάλη Γκανά.
Έμοιαζε πολύ φυσικό – λέει ο Γκανάς στον πρόλογό του για τα βιβλίο Μετά τα μυθικά ( εκδόσεις Πατάκη, 1996) του Χρήστου Μπράβου – να επηρεάζεται κανείς από τον Γκίνσμπεργκ και την παρέα του, παρά από το δημοτικό τραγούδι και τον Μέσκο. Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Γράφτηκε και καλή ποίηση μ’ αυτόν τον τρόπο, με κορυφαίο παράδειγμα τον Λευτέρη Πούλιο. Απλά, εμείς ήμαστε οι φάλτσοι της ορχήστρας. Λέγαμε το δικό μας τραγούδι που δεν έμοιαζε με των άλλων...
Έχω λοιπόν την πεποίθηση, πως ο Αλέξανδρος Φωσταίνης, ανήκει στην χορεία αυτή των ποιητών, των πολύ σπουδαίων ποιητών, που με γενάρχη τον Μάρκο Μέσκο, διαμόρφωσαν και επεξεργάστηκαν με σοβαρότητα και τέχνη, αυτή την τάση στην σύγχρονη ποίησή μας, δηλαδή την ποίηση της ενδοχώρας. Γιατί τι διαφορετικό από αυτό που λένε οι στίχοι του Φωσταίνη, διαβάζει κάποιος στα ποιήματα του Μέσκου :
(Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου/ τα γρόσια σου δεν λάμπουν.)/.../ Αχ! πόλη/ που με γέννησες δεν μ’ ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου/ μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν.// (Άλογα στον ιππόδρομο, Το άλογο)
Και πόσο στενή συγγένεια διακρίνει κάποιος με τους στίχους του άλλου μεγάλου ποιητή αυτής της ομάδας, του Τάσου Πορφύρη :
τι θέλουν τούτες οι εικόνες/ Και με τυραννούν εγώ όπως όλοι έδωσα το μοιράδι μου/ από τι λιβάδι της μνήμης για ένα τεσσάρι/ ../ το κλαρίνο βρίσκει τις παλιές πληγές και τίποτα/ Πια δεν με σώζει... (Τα λαβωμένα, Οι επιζήσαντες IV )
ή με την εναγώνια απορία του Γκανά :
Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/ μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας./ Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια/ στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει .../ (Μαύρα λιθάρια, Το σούρουπο )
Αυτό τον κοινό τόπο, δηλαδή την ανοικείωση με τον αστικό περίγυρο, τον βρίσκουμε και στους άλλους συνδαιτυμόνες, τον Πάνο Κυπαρίσση, τον Γιάννη Ζαρκάδη, τον Χρήστο Μπράβο, την Γιώτα Αργυροπούλου, τον Γιώργο Θεοχάρη, τον Γιώργο Χουλιαρά, αλλά και στον προϋπάρξαντα της ομάδας της ενδοχώρας και υπερβατικό του οικείου χώρου τον Γιάννη Δάλλα, τίμιο επισκέπτη της γενέθλιας γης, που εξομολογείται :
Η Μεσογείων μ’ ένα ψιλοβρόχι γίνεται Παμβώτιδα/ γίνεται Κωκυτός κι Αχερουσία/ Κάνοντας βάρκα τα πιο μαύρα μου χειρόγραφα/ έβαλα πλώρη για τη δόλια μου πατρίδα// (Στοιχεία ταυτότητας, Τα ακραία 15)
Επανέρχομαι λοιπόν για να τονίσω ξανά ότι ο Φωσταίνης με τις τέσσερις ποιητικές του συλλογές, έχει δώσει καθαρά το ποιητικό στίγμα του και έχει καταταγεί γραμματολογικά, μεταξύ εκείνων των ποιητών που αρδεύουν τους στίχους τους από συγκεκριμένες περιοχές του βιώματος, και από ένα περιβάλλον που τείνει να εκλείψει.
Εδώ, σ’ αυτό το περιβάλλον, το ξένο προς το αστικό τοπίο, τον πρώτο λόγο έχει, η μνήμη. Αυτή που ο Φωσταίνης, στους «Δεσμούς χώματος» είχε χαρακτηρίσει ως Μνήμη βάλσαμο και μνήμη προδοσία , χαρακτηρισμό που επανέλαβε ατόφιο και στο επόμενο βιβλίο, το «Ναυάγιο φως». Οι λειτουργίες της είναι η διέξοδος στην πίεση που ασκεί το αστικό περιβάλλον, η εξισορροπητική αντίδραση στην αλλαγή της συμπεριφοράς και των προτεραιοτήτων που συνεπάγεται ο διαφορετικός τρόπος της ζωής στο μεγάλο κέντρο : Περνάμε εδώ τη ζωή/ όπως όπως/ με μια πόρνη πραγματικότητα./ Αλλού ταξιδεύει η καρδιά μας..//
Στις παραπάνω δύο πρώτες του συλλογές, ο Φωσταίνης περιέγραψε τα στοιχεία της μνήμης του, δηλαδή την προέλευση, την λειτουργία και την χρησιμότητά της, και οριοθέτησε τις δυνατότητες και τις απαιτήσεις του από αυτή. Αλλά καθόρισε με τρόπο σαφή και τις διαστάσεις της : στην μεν πρώτη συλλογή η μνήμη εκτείνει την εμβέλειά της στον πολύ συγκεκριμένο χώρο της γενέθλιας γης, με το υποκειμενικό στοιχείο να είναι έντονα τονισμένο· στην δεύτερη συλλογή η μνήμη αναφέρεται στην συλλογική δράση και στην διαχρονική παρουσία και ενέργεια του συνόλου. Είναι χαρακτηριστικές αλλά και ενδεικτικές των προθέσεων και των στόχων του δημιουργού, οι επικεφαλίδες των σχετικών ποιημάτων : Μνήμη πικρής ελιάς, και Των Ελλήνων, αντιστοίχως.
Μέσω της μνήμης, ο Φωσταίνης προσεγγίζει με ευλάβεια και συστολή το παρελθόν, απεικονίζει με αυθεντικότητα τις ενθυμήσεις του και τις εκθέτει με τρόπο ανεπιτήδευτο και ειλικρινή. Οι ερεθισμοί του είναι πολλαπλοί, στρέφεται στον φυσικό κόσμο πολύ συχνά, και σ’ αυτόν βρίσκει πολλούς δρόμους διαφυγής από τον κίνδυνο του παρόντος. Το λυρικό στοιχείο βρίσκεται σε συχνότατη χρήση, ως ειδοποιός διαφορά με την ξηρότητα που επικρατεί στον πυκνοκατοικημένο αστικό χώρο και ως συστατικό ενός αλλιώτικου νοήματος και τρόπου διαβίωσης.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την διαρκή λειτουργία της μνήμης, ομολογείται η ανοικείωση με τον χώρο, η διαστολή ενός ρήγματος που δημιουργήθηκε από συνθήκες αξενίας και διαφορετικών προτύπων και κανόνων.
Στην εποχή μας/ σε καταστήματα μαμούθ/ «που η μάνα χάνει το παιδί»/ τα αγαθά χτυπούσαν στο ταβάνι./ Μπαίναμε, αγοράζαμε, φεύγαμε.//, λέει και στην εποχή αυτή ο ποιητής προτάσσει ως αντίλογο, Την προσευχή των λόφων, Τον ίσκιο της ανεμώνας, Το κλαρίνο, Ένα πουλί δίχως κλαδί, Θέρος – τρύγος, πόλεμος, Μη μου ντροπιάσεις τ’ άλογο, όλα τούτα επικεφαλίδες ποιημάτων κι ένα ποίημα αυτόνομο οι ίδιες από μόνες τους, ποιημάτων που περιγράφουν καταστάσεις κι έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής, συμπεριφορές και συναισθήματα, σχεδόν ξεχασμένα ή αλλότρια προς τα σημερινά δεδομένα.
Η ομολογημένη ανοικείωση, ή αλλιώς η επιφυλακτική παραδοχή του γεγονότος, δεν οδηγεί σε ρήξη των σχέσεων του υποκειμένου με τον περίγυρο. Η διάσταση μεταξύ τους, παραμένει, όχι τόσο στο λειτουργικό επίπεδο της απλής διαβίωσης, όπου επικρατούν διαφορετικές λογικές και άλλο αξιακό σύστημα, αλλά στο θυμικό επίπεδο απ΄ όπου εκπορεύεται η ποιητική αγωνία. Η εκφραστική δυνατότητα επιτρέπει την εξωτερίκευση και την περιγραφή της προβληματικής αποδοχής του αστικού περίγυρου από το ποιητικό υποκείμενο και την διατήρηση στο προσκήνιο της ποιητικής έξαρσης του δημιουργού. Κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από την απλή επιθυμία του νόστου και την αναπόληση του παρελθόντος. Στην περίπτωση του Φωσταίνη, αυτή η εκφραστική δυνατότητα, λειτουργεί ως παραμυθία και εμφανίζεται να έχει άμεση εξάρτηση ή αλλιώς, να προσδιορίζεται από τον χώρο για τον οποίον μιλάει, δηλαδή τον γενέθλιο τόπο και την ευρύτερη γεωγραφία, εκτός αστικής περιμέτρου.
Η τύχη μας έφερε στους λόφους./ Ανάμεσα βουνά και θάλασσα/ ελιές και σπάρτα της πατρίδας./ Ταπεινοί χαλκοπράσινοι λόφοι/ να παίζει αντίλαλο η φωνή/ κρυφτό η φαντασία...//
Εν προκειμένω η χρήση του δεκαπεντασύλλαβου, τον οποίον αγιοποιεί και ανακηρύσσει Πολιούχο της ποίησης υπερασπίζεται την αντίληψη ότι η ενδοχώρα γενικώς ήταν το θερμοκήπιο, εντός του οποίου το συλλογικό βίωμα βρήκε τις πιο κατάλληλες συνθήκες για να εκφραστεί και να δημιουργήσει αυτό που αποκλήθηκε δημοτικό τραγούδι, και υπηρετεί την καταγωγική σχέση του συλλογικού λόγου με τον φυσικό κόσμο. Ακόμη η χρήση αυτή, αναδεικνύει την σχέση του ποιητή με το δημοτικό τραγούδι, αλλά και την σχέση του με τον γενάρχη Διονύσιο Σολωμό και τους άλλους μεγάλους ποιητές μας που στάθηκαν ευλαβικά απέναντι σ’ αυτό το τιμαλφές της ποίησής μας : Παλαμάς, Μαλακάσης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Φωσταίνης δεν αποποιείται τον δεκαπεντασύλλαβο, ακόμη και σ’ εκείνα τα ποιήματα που το θέμα τους δεν είναι σχετικό με τον χώρο, και θα χαρακτήριζα περίπου ως εμμονή την προσήλωσή του στην προσωδία και τον ρυθμό.
Με άλλα λόγια ο τρόπος έκφρασης του Φωσταίνη και η προσκόλληση του στην ευθεία ή υποδόρια χρήση του δεκαπεντασύλλαβου προϊδεάζει τον αναγνώστη, για την ανοικείωση του με τον αστικό περίγυρο. Κι αυτή η ανοικείωση είναι το οδόσημο της πορείας, που δεν μετράει μεν απώλειες αλλά διατηρείται να για υπάρχει πάντα στην επιφάνεια το αφετηριακό γεγονός :
Ο σκοπός αυτής της συντήρησης ικανοποιεί αφ’ ενός την ποιητική ανάγκη και την ποιητική θεματολογία, αφ΄ ετέρου δημιουργεί αντισώματα στην υποταγή στη νέα καθημερινότητα και στην απόλυτη αλλοτρίωση. Εδώ όμως καιροφυλαχτεί ο κίνδυνος, να μετατραπεί η ποίηση σε μια παρωχημένη ηθογραφία με όρους παρελθούσης εποχής και να εξυπηρετείται άλλου είδους αλλοτρίωση, αυτή που αντιδρά εντελώς αδόκιμα και χωρίς καμία αξία στην οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών, και της ποίησης αλλά και της ίδιας της ζωής. Βλέπουμε όμως τον ποιητή να στοχάζεται ισορροπημένα να αναπολεί δημιουργικά και να μνημονεύει τα βιώματα και τις εμπειρίες του με τέτοιο τρόπο ώστε ο λόγος του να προσλαμβάνει επικαιρότητα και να εκφράζει την σύγχρονη αγωνία. Στον χαρακτήρα της ποίησης του Φωσταίνη, εντοπίζεται ένα έντονο πολιτικό στοιχείο και είναι εύκολα διακρινόμενη η κοινωνιολογική θεώρηση των πραγμάτων που αποπειράται. Η ενδοσκόπηση παραμερίζει κι αφήνει τη θέση της σε ζητήματα που άπτονται τόσο της απλής καθημερινότητας και συνθέτουν το σημερινό συνολικό πρόβλημα του μοναχικού ανθρώπου, όσο και της οντολογικής θεώρησης της ύπαρξης, υπό το πρίσμα των δραματικών αλλαγών που συντελούνται. Παραμερίζει ακόμη και σε μεγάλα γεγονότα όπως ο Ισπανικός εμφύλιος, η προσφυγιά των Κούρδων, η εισβολή στο Ιράκ, η κατοχή της Παλαιστίνης, το Ολοκαύτωμα, και προχωράει, με κέλυφος τον σαρκασμό, σε κριτική συμπεριφορών που εκδηλώνονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής και αλλοτριώνουν τον άνθρωπο. Η εξακτίνωση και η ποικιλία της θεματογραφίας, ισορροπούν θαυμάσια το ποιητικό γεγονός, το οποίο κατ’ αυτό τον τρόπο δεν αποδεικνύεται εν τέλει μονοσήμαντο, αλλά πολυεπίπεδο και απόλυτα γνήσιο και αληθινό.
..//..
Κλείνοντας, θα σας παρακαλούσα να μου επιτρέψετε μια προσωπική αναφορά, ακριβώς για να αποδείξω την γνησιότητα και την αλήθεια της ποίησης του Φωσταίνη.
Καθώς διάβαζα, το περασμένο καλοκαίρι, το ποίημα Οστά πυρίμαχα ήρθαν στο μυαλό μου μνήμες της παιδικής ηλικίας. Το πατρικό μου σπίτι, τουρκόσπιστο από αυτά που άφησαν οι Τούρκοι φεύγοντας από την πατρίδα μου τη Πρέβεζα το 1912, χρειάστηκε κάποια στιγμή να επισκευαστεί. Θυμάμαι ότι στην αυλή μας, σκάφτηκε ο λάκκος και επί μέρες, ψήνονταν στον ήλιο το πλιθάρια, που χρησιμοποιήθηκαν για την επισκευή και φτιάχτηκαν από το ανακατεμένο με χορτάρι χώμα, και το ζύμωσαν με τα γυμνά τους πόδια οι εργάτες μέσα στον λάκκο. Το ποίημα μου προκάλεσε προφανή συγκίνηση και θέλησα να το διαβάσω και στην εξαδέλφη μου που εξακολουθεί να κατοικεί στο πατρικό σπίτι και έχει τις ίδιες με μένα μνήμες. Καθίσαμε κάτω από την κληματαριά και της απάγγειλα, με όση τέχνη διαθέτω, το ποίημα:
Το πρώτο μας το σπιτικό/ χώμα νερό και άχυρο/ ακόμη αντέχει./ Τι το ‘χτισε όλο το χωριό/ και το τραγούδησε/ τις έχθρες βάζοντας στην άκρη.//
Είχε την πόρτα στο βοριά/ παράθυρο στα χιόνια/ μια μυγδαλιά στα δυτικά./ Από πηλό πυρίμαχο/ - οστά και στάχτη των προγόνων- / το παραγώνι πύρωνε/ παίρναν φωτιά τα παραμύθια./ Τα ξύλα πιάναν κλέφτικο/ κάποιος μας μελετούσε.//
Στο πρώτο μας το σπιτικό φυτρώσαν/ στην αυλή τσουκνίδες/ πουκάμισα αλλάζουνε τα φίδια./ Κι αυτό δεν λέει να πέσει./ Σα λαβωμένο γέρικο σκυλί/ φυλάει μνήμες.//
Μας βλέπει που κοιτάμε αλλού/ και σαν να ψιθυρίζει:/ αν μ’ αγαπάτε γκρεμίστε με.//
Η εξαδέλφη μου, απλή γυναίκα, δεν έχει σχέση με την ποίηση. Όμως η συγκίνησή της ήταν πολύ μεγάλη. Βλέπετε, τα κοινά βιώματα επανήλθαν στον προσκήνιο, οι ίδιες μνήμες ζωντάνεψαν ξανά, το μυαλό έκανε τις διαδρομές και τις αναγωγές του και οι συζητήσεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Όσο καιρό έμεινα στην πατρίδα μου, ήθελε κάθε πρωί, πάντα κάτω από την κληματαριά, να της διαβάζω τα Πυρίμαχα Οστά.
Από τότε, κάθε φορά που επικοινωνούμε μου θυμίζει το ποίημα και με ρωτάει με κρυφή αγωνία και τρόμο θα έλεγα:
- τι έγινε εκείνο το σπίτι; δεν πιστεύω να το γκρεμίσανε;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Η παρουσίαση της συλλογής έγινε τη Δευτέρα 21-3-2013 στον κύκλο των φιλολογικών βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών που γίνονται σε συνεργασία με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών και επ’ ευκαιρία του γιορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.
Εισήγηση Ποιητή Στέλιου Θ. Μαφρέδα
Όταν στην πρώτη του συλλογή «Δεσμοί χώματος» ο Αλέξανδρος Φωσταίνης ομολογούσε : Αδιαφορία και υγρασία/ τσακίζουν τα κόκαλα της πόλης/ που σεργιανώ μισόν αιώνα τώρα/ Και δεν μπόρεσες Πάτρα/ Πατρίδα μου να γίνεις// παραδεχότανε με ευθύτητα την δυσκολία στην οικείωση του χώρου, όπως αυτός οριοθετείται με το αστικό περιβάλλον στο οποίο ο ποιητής ζει και δραστηριοποιείται. Αυτή τη δυσκολία, που για κάποιους με αυξημένη την ευαισθησία τους (και εν προκειμένω τους ποιητές), αποτελεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις και συνθήκες, πηγή δημιουργίας.
Από την εποχή του Κώστα Κρυστάλλη, ο οποίος έθεσε το πρόβλημα των σχέσεων με τον αστικό περίγυρο, με κείνο τον εμβληματικό και ταυτόχρονα αθώο και ανεπιτήδευτο στίχο του :
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο/ και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου/ πάρε με απάνω στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος//
έχουν περάσει μέχρι τις μέρες μας κοντά δύο αιώνες. Η θλίψη και η απομόνωση που αποπνέουν οι πιο πάνω στίχοι, παραμένουν κυρίαρχες και στους σημερινούς ποιητές, όσους τουλάχιστον από αυτούς, έτυχε να τους απασχολήσει το θέμα. Εκείνοι που γράφουν και μιλούν για τέτοια θέματα, είναι οι «φάλτσοι της ορχήστρας» σύμφωνα με τον ορισμό του Μιχάλη Γκανά.
Έμοιαζε πολύ φυσικό – λέει ο Γκανάς στον πρόλογό του για τα βιβλίο Μετά τα μυθικά ( εκδόσεις Πατάκη, 1996) του Χρήστου Μπράβου – να επηρεάζεται κανείς από τον Γκίνσμπεργκ και την παρέα του, παρά από το δημοτικό τραγούδι και τον Μέσκο. Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Γράφτηκε και καλή ποίηση μ’ αυτόν τον τρόπο, με κορυφαίο παράδειγμα τον Λευτέρη Πούλιο. Απλά, εμείς ήμαστε οι φάλτσοι της ορχήστρας. Λέγαμε το δικό μας τραγούδι που δεν έμοιαζε με των άλλων...
Έχω λοιπόν την πεποίθηση, πως ο Αλέξανδρος Φωσταίνης, ανήκει στην χορεία αυτή των ποιητών, των πολύ σπουδαίων ποιητών, που με γενάρχη τον Μάρκο Μέσκο, διαμόρφωσαν και επεξεργάστηκαν με σοβαρότητα και τέχνη, αυτή την τάση στην σύγχρονη ποίησή μας, δηλαδή την ποίηση της ενδοχώρας. Γιατί τι διαφορετικό από αυτό που λένε οι στίχοι του Φωσταίνη, διαβάζει κάποιος στα ποιήματα του Μέσκου :
(Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου/ τα γρόσια σου δεν λάμπουν.)/.../ Αχ! πόλη/ που με γέννησες δεν μ’ ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου/ μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν.// (Άλογα στον ιππόδρομο, Το άλογο)
Και πόσο στενή συγγένεια διακρίνει κάποιος με τους στίχους του άλλου μεγάλου ποιητή αυτής της ομάδας, του Τάσου Πορφύρη :
τι θέλουν τούτες οι εικόνες/ Και με τυραννούν εγώ όπως όλοι έδωσα το μοιράδι μου/ από τι λιβάδι της μνήμης για ένα τεσσάρι/ ../ το κλαρίνο βρίσκει τις παλιές πληγές και τίποτα/ Πια δεν με σώζει... (Τα λαβωμένα, Οι επιζήσαντες IV )
ή με την εναγώνια απορία του Γκανά :
Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/ μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας./ Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια/ στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει .../ (Μαύρα λιθάρια, Το σούρουπο )
Αυτό τον κοινό τόπο, δηλαδή την ανοικείωση με τον αστικό περίγυρο, τον βρίσκουμε και στους άλλους συνδαιτυμόνες, τον Πάνο Κυπαρίσση, τον Γιάννη Ζαρκάδη, τον Χρήστο Μπράβο, την Γιώτα Αργυροπούλου, τον Γιώργο Θεοχάρη, τον Γιώργο Χουλιαρά, αλλά και στον προϋπάρξαντα της ομάδας της ενδοχώρας και υπερβατικό του οικείου χώρου τον Γιάννη Δάλλα, τίμιο επισκέπτη της γενέθλιας γης, που εξομολογείται :
Η Μεσογείων μ’ ένα ψιλοβρόχι γίνεται Παμβώτιδα/ γίνεται Κωκυτός κι Αχερουσία/ Κάνοντας βάρκα τα πιο μαύρα μου χειρόγραφα/ έβαλα πλώρη για τη δόλια μου πατρίδα// (Στοιχεία ταυτότητας, Τα ακραία 15)
Επανέρχομαι λοιπόν για να τονίσω ξανά ότι ο Φωσταίνης με τις τέσσερις ποιητικές του συλλογές, έχει δώσει καθαρά το ποιητικό στίγμα του και έχει καταταγεί γραμματολογικά, μεταξύ εκείνων των ποιητών που αρδεύουν τους στίχους τους από συγκεκριμένες περιοχές του βιώματος, και από ένα περιβάλλον που τείνει να εκλείψει.
Εδώ, σ’ αυτό το περιβάλλον, το ξένο προς το αστικό τοπίο, τον πρώτο λόγο έχει, η μνήμη. Αυτή που ο Φωσταίνης, στους «Δεσμούς χώματος» είχε χαρακτηρίσει ως Μνήμη βάλσαμο και μνήμη προδοσία , χαρακτηρισμό που επανέλαβε ατόφιο και στο επόμενο βιβλίο, το «Ναυάγιο φως». Οι λειτουργίες της είναι η διέξοδος στην πίεση που ασκεί το αστικό περιβάλλον, η εξισορροπητική αντίδραση στην αλλαγή της συμπεριφοράς και των προτεραιοτήτων που συνεπάγεται ο διαφορετικός τρόπος της ζωής στο μεγάλο κέντρο : Περνάμε εδώ τη ζωή/ όπως όπως/ με μια πόρνη πραγματικότητα./ Αλλού ταξιδεύει η καρδιά μας..//
Στις παραπάνω δύο πρώτες του συλλογές, ο Φωσταίνης περιέγραψε τα στοιχεία της μνήμης του, δηλαδή την προέλευση, την λειτουργία και την χρησιμότητά της, και οριοθέτησε τις δυνατότητες και τις απαιτήσεις του από αυτή. Αλλά καθόρισε με τρόπο σαφή και τις διαστάσεις της : στην μεν πρώτη συλλογή η μνήμη εκτείνει την εμβέλειά της στον πολύ συγκεκριμένο χώρο της γενέθλιας γης, με το υποκειμενικό στοιχείο να είναι έντονα τονισμένο· στην δεύτερη συλλογή η μνήμη αναφέρεται στην συλλογική δράση και στην διαχρονική παρουσία και ενέργεια του συνόλου. Είναι χαρακτηριστικές αλλά και ενδεικτικές των προθέσεων και των στόχων του δημιουργού, οι επικεφαλίδες των σχετικών ποιημάτων : Μνήμη πικρής ελιάς, και Των Ελλήνων, αντιστοίχως.
Μέσω της μνήμης, ο Φωσταίνης προσεγγίζει με ευλάβεια και συστολή το παρελθόν, απεικονίζει με αυθεντικότητα τις ενθυμήσεις του και τις εκθέτει με τρόπο ανεπιτήδευτο και ειλικρινή. Οι ερεθισμοί του είναι πολλαπλοί, στρέφεται στον φυσικό κόσμο πολύ συχνά, και σ’ αυτόν βρίσκει πολλούς δρόμους διαφυγής από τον κίνδυνο του παρόντος. Το λυρικό στοιχείο βρίσκεται σε συχνότατη χρήση, ως ειδοποιός διαφορά με την ξηρότητα που επικρατεί στον πυκνοκατοικημένο αστικό χώρο και ως συστατικό ενός αλλιώτικου νοήματος και τρόπου διαβίωσης.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την διαρκή λειτουργία της μνήμης, ομολογείται η ανοικείωση με τον χώρο, η διαστολή ενός ρήγματος που δημιουργήθηκε από συνθήκες αξενίας και διαφορετικών προτύπων και κανόνων.
Στην εποχή μας/ σε καταστήματα μαμούθ/ «που η μάνα χάνει το παιδί»/ τα αγαθά χτυπούσαν στο ταβάνι./ Μπαίναμε, αγοράζαμε, φεύγαμε.//, λέει και στην εποχή αυτή ο ποιητής προτάσσει ως αντίλογο, Την προσευχή των λόφων, Τον ίσκιο της ανεμώνας, Το κλαρίνο, Ένα πουλί δίχως κλαδί, Θέρος – τρύγος, πόλεμος, Μη μου ντροπιάσεις τ’ άλογο, όλα τούτα επικεφαλίδες ποιημάτων κι ένα ποίημα αυτόνομο οι ίδιες από μόνες τους, ποιημάτων που περιγράφουν καταστάσεις κι έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής, συμπεριφορές και συναισθήματα, σχεδόν ξεχασμένα ή αλλότρια προς τα σημερινά δεδομένα.
Η ομολογημένη ανοικείωση, ή αλλιώς η επιφυλακτική παραδοχή του γεγονότος, δεν οδηγεί σε ρήξη των σχέσεων του υποκειμένου με τον περίγυρο. Η διάσταση μεταξύ τους, παραμένει, όχι τόσο στο λειτουργικό επίπεδο της απλής διαβίωσης, όπου επικρατούν διαφορετικές λογικές και άλλο αξιακό σύστημα, αλλά στο θυμικό επίπεδο απ΄ όπου εκπορεύεται η ποιητική αγωνία. Η εκφραστική δυνατότητα επιτρέπει την εξωτερίκευση και την περιγραφή της προβληματικής αποδοχής του αστικού περίγυρου από το ποιητικό υποκείμενο και την διατήρηση στο προσκήνιο της ποιητικής έξαρσης του δημιουργού. Κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από την απλή επιθυμία του νόστου και την αναπόληση του παρελθόντος. Στην περίπτωση του Φωσταίνη, αυτή η εκφραστική δυνατότητα, λειτουργεί ως παραμυθία και εμφανίζεται να έχει άμεση εξάρτηση ή αλλιώς, να προσδιορίζεται από τον χώρο για τον οποίον μιλάει, δηλαδή τον γενέθλιο τόπο και την ευρύτερη γεωγραφία, εκτός αστικής περιμέτρου.
Η τύχη μας έφερε στους λόφους./ Ανάμεσα βουνά και θάλασσα/ ελιές και σπάρτα της πατρίδας./ Ταπεινοί χαλκοπράσινοι λόφοι/ να παίζει αντίλαλο η φωνή/ κρυφτό η φαντασία...//
Εν προκειμένω η χρήση του δεκαπεντασύλλαβου, τον οποίον αγιοποιεί και ανακηρύσσει Πολιούχο της ποίησης υπερασπίζεται την αντίληψη ότι η ενδοχώρα γενικώς ήταν το θερμοκήπιο, εντός του οποίου το συλλογικό βίωμα βρήκε τις πιο κατάλληλες συνθήκες για να εκφραστεί και να δημιουργήσει αυτό που αποκλήθηκε δημοτικό τραγούδι, και υπηρετεί την καταγωγική σχέση του συλλογικού λόγου με τον φυσικό κόσμο. Ακόμη η χρήση αυτή, αναδεικνύει την σχέση του ποιητή με το δημοτικό τραγούδι, αλλά και την σχέση του με τον γενάρχη Διονύσιο Σολωμό και τους άλλους μεγάλους ποιητές μας που στάθηκαν ευλαβικά απέναντι σ’ αυτό το τιμαλφές της ποίησής μας : Παλαμάς, Μαλακάσης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Φωσταίνης δεν αποποιείται τον δεκαπεντασύλλαβο, ακόμη και σ’ εκείνα τα ποιήματα που το θέμα τους δεν είναι σχετικό με τον χώρο, και θα χαρακτήριζα περίπου ως εμμονή την προσήλωσή του στην προσωδία και τον ρυθμό.
Με άλλα λόγια ο τρόπος έκφρασης του Φωσταίνη και η προσκόλληση του στην ευθεία ή υποδόρια χρήση του δεκαπεντασύλλαβου προϊδεάζει τον αναγνώστη, για την ανοικείωση του με τον αστικό περίγυρο. Κι αυτή η ανοικείωση είναι το οδόσημο της πορείας, που δεν μετράει μεν απώλειες αλλά διατηρείται να για υπάρχει πάντα στην επιφάνεια το αφετηριακό γεγονός :
Ο σκοπός αυτής της συντήρησης ικανοποιεί αφ’ ενός την ποιητική ανάγκη και την ποιητική θεματολογία, αφ΄ ετέρου δημιουργεί αντισώματα στην υποταγή στη νέα καθημερινότητα και στην απόλυτη αλλοτρίωση. Εδώ όμως καιροφυλαχτεί ο κίνδυνος, να μετατραπεί η ποίηση σε μια παρωχημένη ηθογραφία με όρους παρελθούσης εποχής και να εξυπηρετείται άλλου είδους αλλοτρίωση, αυτή που αντιδρά εντελώς αδόκιμα και χωρίς καμία αξία στην οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών, και της ποίησης αλλά και της ίδιας της ζωής. Βλέπουμε όμως τον ποιητή να στοχάζεται ισορροπημένα να αναπολεί δημιουργικά και να μνημονεύει τα βιώματα και τις εμπειρίες του με τέτοιο τρόπο ώστε ο λόγος του να προσλαμβάνει επικαιρότητα και να εκφράζει την σύγχρονη αγωνία. Στον χαρακτήρα της ποίησης του Φωσταίνη, εντοπίζεται ένα έντονο πολιτικό στοιχείο και είναι εύκολα διακρινόμενη η κοινωνιολογική θεώρηση των πραγμάτων που αποπειράται. Η ενδοσκόπηση παραμερίζει κι αφήνει τη θέση της σε ζητήματα που άπτονται τόσο της απλής καθημερινότητας και συνθέτουν το σημερινό συνολικό πρόβλημα του μοναχικού ανθρώπου, όσο και της οντολογικής θεώρησης της ύπαρξης, υπό το πρίσμα των δραματικών αλλαγών που συντελούνται. Παραμερίζει ακόμη και σε μεγάλα γεγονότα όπως ο Ισπανικός εμφύλιος, η προσφυγιά των Κούρδων, η εισβολή στο Ιράκ, η κατοχή της Παλαιστίνης, το Ολοκαύτωμα, και προχωράει, με κέλυφος τον σαρκασμό, σε κριτική συμπεριφορών που εκδηλώνονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής και αλλοτριώνουν τον άνθρωπο. Η εξακτίνωση και η ποικιλία της θεματογραφίας, ισορροπούν θαυμάσια το ποιητικό γεγονός, το οποίο κατ’ αυτό τον τρόπο δεν αποδεικνύεται εν τέλει μονοσήμαντο, αλλά πολυεπίπεδο και απόλυτα γνήσιο και αληθινό.
..//..
Κλείνοντας, θα σας παρακαλούσα να μου επιτρέψετε μια προσωπική αναφορά, ακριβώς για να αποδείξω την γνησιότητα και την αλήθεια της ποίησης του Φωσταίνη.
Καθώς διάβαζα, το περασμένο καλοκαίρι, το ποίημα Οστά πυρίμαχα ήρθαν στο μυαλό μου μνήμες της παιδικής ηλικίας. Το πατρικό μου σπίτι, τουρκόσπιστο από αυτά που άφησαν οι Τούρκοι φεύγοντας από την πατρίδα μου τη Πρέβεζα το 1912, χρειάστηκε κάποια στιγμή να επισκευαστεί. Θυμάμαι ότι στην αυλή μας, σκάφτηκε ο λάκκος και επί μέρες, ψήνονταν στον ήλιο το πλιθάρια, που χρησιμοποιήθηκαν για την επισκευή και φτιάχτηκαν από το ανακατεμένο με χορτάρι χώμα, και το ζύμωσαν με τα γυμνά τους πόδια οι εργάτες μέσα στον λάκκο. Το ποίημα μου προκάλεσε προφανή συγκίνηση και θέλησα να το διαβάσω και στην εξαδέλφη μου που εξακολουθεί να κατοικεί στο πατρικό σπίτι και έχει τις ίδιες με μένα μνήμες. Καθίσαμε κάτω από την κληματαριά και της απάγγειλα, με όση τέχνη διαθέτω, το ποίημα:
Το πρώτο μας το σπιτικό/ χώμα νερό και άχυρο/ ακόμη αντέχει./ Τι το ‘χτισε όλο το χωριό/ και το τραγούδησε/ τις έχθρες βάζοντας στην άκρη.//
Είχε την πόρτα στο βοριά/ παράθυρο στα χιόνια/ μια μυγδαλιά στα δυτικά./ Από πηλό πυρίμαχο/ - οστά και στάχτη των προγόνων- / το παραγώνι πύρωνε/ παίρναν φωτιά τα παραμύθια./ Τα ξύλα πιάναν κλέφτικο/ κάποιος μας μελετούσε.//
Στο πρώτο μας το σπιτικό φυτρώσαν/ στην αυλή τσουκνίδες/ πουκάμισα αλλάζουνε τα φίδια./ Κι αυτό δεν λέει να πέσει./ Σα λαβωμένο γέρικο σκυλί/ φυλάει μνήμες.//
Μας βλέπει που κοιτάμε αλλού/ και σαν να ψιθυρίζει:/ αν μ’ αγαπάτε γκρεμίστε με.//
Η εξαδέλφη μου, απλή γυναίκα, δεν έχει σχέση με την ποίηση. Όμως η συγκίνησή της ήταν πολύ μεγάλη. Βλέπετε, τα κοινά βιώματα επανήλθαν στον προσκήνιο, οι ίδιες μνήμες ζωντάνεψαν ξανά, το μυαλό έκανε τις διαδρομές και τις αναγωγές του και οι συζητήσεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Όσο καιρό έμεινα στην πατρίδα μου, ήθελε κάθε πρωί, πάντα κάτω από την κληματαριά, να της διαβάζω τα Πυρίμαχα Οστά.
Από τότε, κάθε φορά που επικοινωνούμε μου θυμίζει το ποίημα και με ρωτάει με κρυφή αγωνία και τρόμο θα έλεγα:
- τι έγινε εκείνο το σπίτι; δεν πιστεύω να το γκρεμίσανε;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Η παρουσίαση της συλλογής έγινε τη Δευτέρα 21-3-2013 στον κύκλο των φιλολογικών βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών που γίνονται σε συνεργασία με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών και επ’ ευκαιρία του γιορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου