ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ Π. ΛΑΜΠΡΗ:Ο ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης

ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ Π. ΛΑΜΠΡΗ
Θέμα : « Ο ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης - Εκφάνσεις της ποιητικής του γραφής»

Φιλολογικά Βραδινά 22 Απριλίου 2013
  (Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών),

Αγαπητοί φίλοι των Φιλολογικών Βραδινών, καλησπέρα.

      Αυτές τις μέρες που η κρίση με τα πολλά πρόσωπα δεν ξέρουμε ακόμα τι μας επιφυλάσσει, καθώς με αφορμή την παρούσα ομιλία μελέτησα για άλλη μια φορά τα ποιήματα του Σωτήρη Ζυγούρη, ένιωσα πως πολλά απ’ αυτά κουβαλούν κατά κάποια έννοια τη διατύπωση του Οδυσσέα Ελύτη που λέει: «Μιά μέρα τό παρελθόν θά μς αφνιδιάσει μέ τή δύναμη τς πικαιρότητάς του. Δέ θα ’χει λλάξει κενο λλά τό μυαλό μας. να ψήλωμα νοητό πού θά χρειαστε νά τό νεβομε, γιά νά κτιμήσουμε σωστά τίς διαστάσεις τν πραγμάτων γύρω μας» (Ό. Ελύτης, Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη, σ. 17, Αθήνα, εκδ. Γνώση).
      Και τούτο, γιατί στις μέρες μας και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα βιώνουμε την κατάρρευση πολλών βεβαιοτήτων της ζωής μας, αλλά και πολλών εκφάνσεων της  ελευθερίας μας. Για ένα, μάλιστα, όχι ευκαταφρόνητο αριθμό συμπολιτών μας αυτή η κρίση σηματοδότησε και την κατάρρευση ενός τρόπου του ζην, που έχοντας στη βάση της φιλοσοφίας του την επιδίωξη του ευδαιμονισμού στερούσε, δύσκολο αυτό, την ικανότητα ν’ ακουσθεί η «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων».
      Μέσα σ’ όλα αυτά και σχεδόν επιτακτικά, απαιτείται επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Διότι, για να βρούμε το μίτο που θα μας οδηγήσει σε ελπιδοφόρες σκέψεις και επιλογές για το μέλλον χρειαζόμαστε «νά κτιμήσουμε σωστά τίς διαστάσεις τν πραγμάτων γύρω μας», δηλαδή, να σκεφτούμε αλλιώς, να μιλήσουμε αλλιώς και εν τέλει να πράξουμε αλλιώς. Που σημαίνει ότι, ανάμεσα σ’ άλλα, μπορεί κι  η ποίηση ν’ αποτελέσει αντιστύλι για τις ψυχές πολλών και κυρίως εκείνων που πολύ τη χρειάζονται.
      Και σ’ αυτό το σημείο ερχόμαστε να συναντηθούμε με την ποιητική γραφή του Σωτήρη Ζυγούρη, ο οποίος στα χρόνια της πλαστής ευμάρειας δεν παρασύρθηκε από τις σειρήνες της, αλλά μένοντας σταθερός στις αξίες και τα ιδανικά του έγραψε στίχους που λίγα χρόνια μετά το θάνατό του  αιφνιδιάζουν με την επικαιρότητά τους. Είχε επισημάνει, μάλιστα, σε συνέντευξή του πως «[…] η ποίηση είναι απόλυτα συνδεδεμένη  με την πραγματικότητα, τα προβλήματα και τις ανάγκες των ανθρώπων. Ένα ποίημα έχει αξία, διότι, […], στέλνει μηνύματα στο λαό, αφυπνίζει συνειδήσεις και έτσι ομορφαίνει και δυναμώνει την κοινωνία. […]». (εφ. Η πρωινή, 23-11-1996, σ. 4)

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ
Σαν ξέρουν οι λύκοι/ το θύμα μονάχο/ χαίρονται./ Σαν μάθουν οι άνθρωποι/ να σμίγουν/ σκιάζονται οι λύκοι/ κι οι πόλεμοι σταματάνε./ Σαν μάθουν να γράφουν/ το νόμο/ με τα πέντε δάχτυλα/ σφιγμένα στον άνεμο/ της οργής/ το δίκιο τους γίνεται/ πράξη./ Σαν μάθουν να παίρνουν/ τις υποθέσεις/ στα χέρια τους/ δε σβήνει ποτέ/ η υπογραφή τους. (Σωτήρης Ζυγούρης, Ποιήματα, 1975-2003, εκδ. Πέτρα, Αθήνα, σ. 62)

ΕΠΙΘΕΣΗ
Δέχθηκαν την επίθεση/ στην κούνια τους./ Η ανέχεια και το αύριο/ πύρινη φλόγα μέσα τους./ Έσφιξαν την καρδιά τους/ σαν το δάκρυ στα μάτια τους/ μπροστά στο μικρότερο αδελφό μας. /Όλη η ζωή τους/ ένα μακρύ υφαντό φουστάνι/ στο μεγάλο δωμάτιο/ των επισκεπτών/ να περιμένει τον κάτοχό του./ Ένα ζευγάρι/ καλοδουλεμένα παπούτσια/ έτοιμα να ταξιδέψουν τον κόσμο. /Όλη κι όλη η σοφία τους/ τα γράμματα της υπογραφής/ που ποτέ δεν τη βάλαν/ κάτω απ’ τ’ άδικο./ Την αδικία δεν την έκαμαν./ Μα τη γεύτηκαν. (σ. 66)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Α
Σωπάστε κι ακούστε/ όπως εγώ ακούω,/ μες στην που τρελαίνει/ ησυχία μου/ σαν ένα ορμητικό ποτάμι/ να ορμούν τα εκατομμύρια/ οι φτωχοί. (σ. 87)
          
      Ο Σωτήρης Ζυγούρης, όχι μόνο δεν παρασύρθηκε από τη διάχυτη πρόκληση του ευδαιμονισμού, δεν ταίριαζε άλλωστε στην ιδιοσυγκρασία και τη φιλοσοφία του, αλλά ανέδειξε μέσα απ’ τους στίχους του, με λυρικό, συχνά ελεγειακό, δραματικό θα έλεγα τρόπο, τους ανθρώπους του μόχθου και της καθημερινής βιοπάλης, που γι’ αυτόν είναι οι «αυτοδίδακτοι πρωταγωνιστές», οι «χιλιάδες ανώνυμοι κι αφανείς Μεγάλοι μικροί της γης»! Κι αυτό, όχι από κάποια εκλεκτική αστική υποχρέωση, αλλά γιατί γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν κι αυτούς, γιατί, όντας ο ίδιος άνθρωπος της καθημερινής βιοπάλης, ήταν ένας απ’ αυτούς και γνώριζε, τόσο τη γλύκα που έχει το «Καλαμποκίσιο ψωμί/ κομμένο σε δώδεκα φέτες/ απ’ τα κουρασμένα χέρια της μάνας/ πάνω στο χοντρό/ ξύλινο τραπέζι» (Συλλείτουργο, σ. 40), όσο και την «αγωνία για το πιάτο της μέρας» (Ντοκιμαντέρ, σ. 42).
     
ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ
Μεγάλωσαν χωρίς γάλα/ μα ορκίστηκαν σ’ αυτό/ να μη λείψει απ’ τον κόσμο./ Μεγάλωσαν στην αντιφεγγιά/ του ουρανού/ μα ορκίστηκαν στον ήλιο/ να φωτίσουν τις γειτονιές/ με χαμόγελα./ Μεγάλωσαν στα χαμόκλαδα/ σα σπουργίτια/ ωστόσο φτάσαν ψηλά/ για να ταΐσουν/ το χελιδόνι της άνοιξης. (σ. 73)

ΜΙΣΟΣ
Μισώ τη φτώχεια/ γιατί πείνασα·/ το χρήμα/ γιατί γίνεται ασχήμια./ Μισώ το χέρι που αρπάζει/ το γάλα του παιδιού./ Μισώ το φιλί του Ιούδα,/ την αδικία./ Μισώ τον «πολιτισμό» μας,/ το άγαλμα της «ελευθερίας»./ Μισώ τις αλυσίδες και/ το σκοτάδι./ Μισώ τον πόλεμο/ που αδειάζει την αγκαλιά/ της μάνας./ Μισώ την καταπίεση/ που πνίγει τη φωνή μου./ Η ψυχή και το πνεύμα μου/ στο εκτελεστικό απόσπασμα/ της ντροπής./ Η αλήθεια περιουσία μου./ Το μίσος μου/ δίνει σκοπό/ στη ζωή μου. (σ. 39)

      Ούτε την τύρβη του κόσμου επέλεξε, ούτε τη ματαιόδοξη προβολή της προσωπικότητας και του έργου του. Σε κάποια από τα ποιήματά του, που είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με ύφος εξομολογητικό, απολογητικό, άλλοτε, βγαίνει θαρρείς από τη θνητή σάρκα του, θεάται τον εαυτό του και μιλάει για τις επιλογές του, για τα αδιέξοδά του, για τον τρόπο του ζην, για τον κόσμο που ζει, αλλά τον θέλει αλλιώτικο.
     
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Πέρασα τη ζωή μου/ μέσα στην απειλή της σιωπής/ γράφοντας μικρά σημειώματα/ προς το άγνωστο./ Κάθε στιγμή ήμουν έτοιμος./ Με τις παλάμες μου σκούπιζα/ τις πυκνές σταλαγματιές/ του ιδρώτα/ πάνω στο μέτωπο./ Μέσ’ στο καρβουνιασμένο βλέμμα μου/ ταξίδευε/ ένα αργόπλοο καράβι/ βαριά φορτωμένο/ κόντρα στα κύματα. (σ. 119)

Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Κοίταξα μέσα στου δίσκου/ το ανέσπερο φως./ Ήμουν ωραίος και δυνατός./ Ήταν ο πρώτος μου εαυτός./ Οδηγητής μου ήταν ο Θεός./ Κοίταξα μέσα στου Ήλιου/ το αέναο φως./ Ήμουν μόνος μου και σκυφτός./ Οδηγητής μου ήταν ο εχθρός/ ο άλλος μου εαυτός. (σ. 233)

ΠΟΡΕΙΑ
Διάβασα σήμερα/ την ιστορία της ζωής μου/ και σταμάτησα στο κεφάλαιο/ πορεία./ Η πορεία μου έμοιαζε/ με την πτώση ενός άστρου/ στον ουρανό/ και με χαμόγελο φωτεινό/ για ένα αριστούργημα/ ακριβό/ που πήρε έπαινο. (σ. 282)     

      Ταπεινός και συνειδητά αποστασιοποιημένος από «λογοτεχνικούς κύκλους» και «κυκλώματα», πορεύτηκε εξελίσσοντας βήμα προς βήμα το τάλαντό του. Και γράφει: «Μη μ’ αναζητήσετε/ στις φωτεινές επιγραφές/ στις ιλουστρασιόν διαφημίσεις/ στα στάνταρ και τις προδιαγραφές […]» (Αναζήτηση, σ. 128) ή «Κυρίες, κύριοι/ μη θορυβείστε./ Καθήστε ήρεμα/ στις πολυθρόνες σας εκεί/ και την κουβέντα/ της βάρδιας σας/ συνεχίστε./ Όσο για μένα/ δεν είναι αταξία/ να μένω ώρες στη σκιά/ χωρίς ποτό και θέση./ Την αξιοπρέπειά μου/ με δώδεκα ραβδώσεις/ αντοχής/ την έχω προστατεύσει. […]» (Ο Άνθρωπος, ΙΓ, σ. 92) κι αλλού «Είκοσι τέσσερα στιλέτα/ έχω παρατάξει/ κάτω απ’ τη γλώσσα μου./ Τους στίχους μου τους ανεμίζω/ πάνω απ’ τα εκατομμύρια/ των φτωχών./ Εγώ ποτέ δεν έχω γράψει/ πως θ’ ανέβω τις κλίμακες/ των ιεραρχών./ Τους στίχους μου τους έχω κατευθύνει/ ενάντια στα προλεγόμενα/ των κριτικών» (Ο Άνθρωπος, ΙΒ, σ. 91).
      Σε συνέντευξή του είχε πει επίσης: «Έδωσα στα ποιήματά μου το νόημα και το περιεχόμενο που έδωσα στη ζωή μου. Αντλούσα τα θέματά μου από τις ανάγκες και τα προβλήματα του κόσμου. Δεν ήταν στην ιδιοσυγκρασία μου να εξωραΐσω πράγματα ασήμαντα και αδιάφορα και να αποσιωπήσω άλλα, σημαντικά και επώδυνα. Σε όλο αυτό το διάστημα που γράφω, η φαντασία μου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα. Συχνά, πολλά γεγονότα από το παρελθόν έρχονται στην επιφάνεια και γίνονται πραγματικότητα. Έχω συνηθίσει να σιωπώ, αλλά, όταν χρειάζεται να μιλήσω, χρησιμοποιώ μια γλώσσα γεμάτη ειλικρίνεια» (εφημ. Ακανθόχοιρος, 19-9-2001, σ. 9).
      Όταν χρειάζεται να μιλήσει, λοιπόν, διαθέτοντας πλούσια γνωστική και συναισθηματική αρματωσιά, γράφει στίχους που διακρίνονται για την εσωτερική τους δύναμη και αποτελούν το όχημα μέσω του οποίου ταξιδεύουν τα πιστεύω του, που για την πραγμάτωσή τους κάνει τον προσωπικό του αγώνα.
      Συχνά, αναγορεύεται σε κοινωνικό στοχαστή και φιλοσοφούσα συνείδηση· στους προβληματισμούς του κυριαρχούν πανανθρώπινα ιδανικά, όπως η Αγάπη, η Αδελφοσύνη, η Αλήθεια, η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, η Ειρήνη, η Φιλία, η Ευτυχία, το Χρέος, και φυσικά, τα έργα των ανθρώπων, όχι μόνο εκείνα που δικαιώνουν την πορεία τους στη γη, αλλά και τα αντίθετά τους, που γενούν πολύ πόνο και συμφορές.

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Οι μέρες αρχίζουν/ μ’ ένα αδυσώπητο/ σφυροκόπημα/ που συνθέτει την εικόνα/ του Ανθρώπου/ με τα κεφαλαία/ της Άλφα – Βήτα./ Με το ωραίο Άλφα/ της Αγάπης/ της Αδελφοσύνης/ της Αλήθειας!... (σ. 120)

ΕΥΤΥΧΙΑ
Ευτυχία υπάρχει/ εκεί που δύο άνθρωποι συναντιούνται/ και δίνουν τα χέρια σ’ έναν όρκο/ αιώνιας φιλίας/ εκεί που ο ποιητής διορθώνει/ τις σημειώσεις του/ για το τραγούδι της ειρήνης/ εκεί που ένας ανώνυμος Άγιος/ χαρακώνει το καρβέλι του/ σε δώδεκα φέτες/ και το μοιράζει στον κόσμο./ Ευτυχία υπάρχει/ εκεί που ένα τραύμα γιατρεύεται/ απ’ τον επίδεσμο της καλοσύνης/ εκεί που η μάνα λύνει τα χέρια της/ και ευλογεί το ταξίδι του γιού της. (σ. 234)

ΟΡΓΩΜΑ
Οργώστε/ πάνω στα πεζοδρόμια·/ ύστερα τα πεδία της μάχης/ πάρτε αμπάριζα./ Ξυπνήστε/ τους σκοτωμένους./ Μπροστά στις σημαίες/ χαράξτε τις λέξεις:/ ΠΟΤΕ ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΙΑ. (σ. 214)    

 Η ποίηση του Ζυγούρη είναι ανθρωποκεντρική· «Μέσα μου, πάνω μου και δίπλα μου/ φωλιάζει ο άνθρωπος» (Ο Άνθρωπος, σ. 94) γράφει, «Ο άνθρωπος είναι το ακριβότερο νόμισμα/ που αντέχει στο χρόνο/ κι έχει δυνάμεις/ να φκιάξει/ τα όπλα του!...» (Χρονολογίες, σ. 129), «Ορθοπάτησα/ σ’ ανηφορικό/ κι απότομο δρόμο/ αφήνοντας πίσω μου/ τις αλυσίδες/ κομμάτια./ Τώρα μπροστά μου/ βλέπω τον άνθρωπο/ ανεβαίνοντας (Ανεβαίνοντας, σ. 185),  «Ο Άνθρωπος! Με θαύμα μοιάζει./ Η δύναμή του/ με τρομάζει» (Ο Άνθρωπος, σ. 192), «Πιο πολύ κι απ’ τον εαυτό μου/ τις λέξεις αγάπησα./ Μα πιο πολύ κι απ’ τις λέξεις/ αγάπησα τους ανθρώπους». (Αγάπη, σ. 223).
      «Πιο πολύ κι απ’ τις λέξεις αγάπησε τους ανθρώπους», λέει ο ποιητής· τους ανθρώπους, που αγαπούν, που ερωτεύονται, που πονούν, που πεινούν, που αγωνίζονται, που ελπίζουν, που εν τέλει ζουν. Με την αισιόδοξη οπτική του πως πολλά πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν στον κόσμο, θέλει τους ανθρώπους να μην είναι έρμαιο των συμβαινόντων, αλλά ελεύθεροι να επιλέξουν τον τρόπο του ζην και στηριζόμενοι στα ιδανικά τους να αγωνιστούν με βαθιά αίσθηση της αξίας του εκάστοτε αγώνα τους και την πίστη τους πως θα πετύχουν το στόχο τους. Η ατομική επιλογή είναι καθοριστική, απαιτεί ευθύνη, και θυμίζει εκείνη τη φράση του Νίκου Καζαντζάκη από την «Ασκητική» που λέει: «Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Σκίσε το μαύρο δίχτυ/ που τυλίγει την ψυχή σου/ και οπλίσου./Το δάκρυ διώξε/ και οργίσου./ Μην απελπίζεσαι/ δεν είσαι μόνος./ Είναι μακρύς/ ο δρόμος/ και θα ’ρθουν άλλες μέρες/ θα το δεις./ Φτάνει μονάχα  να πολεμήσεις/ και να προσπαθείς. (σ. 145)

ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗ
Να κερδίσουμε αυτά/ που μας ανήκουν/ δική μας υπόθεση./ Να κρατηθούμε στη ζωή/ δικό μας καθήκον·/ να παλέψουμε/ τα θεριά/ δικό μας χρέος·/ να λευτερωθούμε δικός μας αγώνας,/ δική μας νίκη,/ δική μας τιμή·/ έχει μεγάλη σημασία/ να κρατάς ανοιχτά τα μάτια/ στη θύελλα του κόσμου·/ να κρατάς σφιγμένη τη γροθιά/ στο αγώνισμα/ της ταξικής πάλης·/ να κρατάς σταθερό το βήμα/ στο μαραθώνιο της ζωής. (σ. 34)

ΠΕΤΡΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ
Οι μέρες που πέρασαν/ σκληρές σαν την πέτρα/ η ζωή σκληρή σα μέταλλο/ κι απότομη σαν το γκρεμό·/ ο χρόνος οδοντωτό πριόνι/ πάνω στην ανάσα μας/ τα χέρια μας/ κόμπο τον κόμπο όλο καρφιά/ τα μάτι μας/ δεν έκλεισαν από τότε/ που το πήραμε απόφαση/ να ξεριζώσουμε τις πέτρες/ απ’ τη ζωή μας. (σ. 51)

      Και ηλιοκεντρική είναι η ποίηση του Σωτήρη Ζυγούρη, μια και ο Ήλιος και το Φως που αυτός εκπέμπει, στοιχεία ούτως ή άλλως με πολλούς συμβολισμούς, τη διαπερνούν ως βασικοί άξονες· ο ουρανοδρόμος και ταξιδευτής Ήλιος, που άλλοτε «κονταροχτυπιέται/ με τα σκοτάδια» και «μεσούρανα παλεύει για το δίκιο» (Ειρήνη, σ. 57), άλλοτε είναι αυτός που στο όνομά του ορκίζονται, όσοι έχουν τη ζωή τους στα ιδανικά δοσμένη, άλλοτε είναι πρόκληση και πρόσκληση για αγώνες που δίνουν νόημα στα πράγματα του κόσμου, άλλοτε είναι απλά το φως της μέρας, αυτό που αυξαίνει τις ομορφιές του κόσμου τούτου, που ανασταίνει τα σπαρτά και κατ’ επέκταση τη ζωή των ανθρώπων, που τη θαλπωρή του την προσφέρει σ’ όλους, πλούσιους και φτωχούς χωρίς διάκριση, άλλοτε…

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ    
Τόσο χαρτί ξοδεύτηκε/ για το ψέμα/ και αυτό ακόμα δε στέρεψε./ Τόσα χρώματα ζωγράφισαν/ την ασκήμια/ κι αυτή πάντα αχάριστη./ Τόσες καρδιές πάλεψαν/ για το δίκιο/ και αυτές αφαιρέθηκαν/ απ’ τον ήλιο./ Όσοι μίλησαν την αλήθεια/ μοίρασαν τη ζωή τους/ με τον κόσμο. (σ. 67)

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Τ’ απόβραδα η σκέψη μου/ ξεμακραίνει/ σαν ένα μεγάλο πέτρινο καράβι/ που ξεμακραίνει στον ορίζοντα/ και διασχίζει το μέλλον./ Μ’ αυτό το καράβι/ φτάνω στην παραλία του Ιουλίου./ Εκεί στις αμμουδιές του ονείρου/ συγκεντρώνω τα κοράλλια/ της θύμησης/ μέσα στο πυρωμένο τσουκάλι/ του Ήλιου./ Κάτι απ’ τη λάμψη τους/ έχουν τα μάτια μου/ και κάτι απ’ το φλοίσβο τους/ η φωνή μου. (σ. 232)

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Πέρασα τη ζωή μου/ ταξιδεύοντας μέσα στην ουτοπία./ Αρνήθηκα τον εαυτό μου/ με τη γνώση ανοίγοντας δρόμο./ Έδωσα τις δυνάμεις μου/ σε μια υπόσχεση ιερή με τον Ήλιο/ για το ψωμί του κόσμου/ και τ’ όνειρο. (σ. 246)
     
      Ο Σωτήρης Ζυγούρης κουβαλά ως σημαντική αποσκευή τα βιώματα της παιδικής ηλικίας· μετά το μητρικό νανούρισμα, εκτός από τη ντοπιολαλιά των συντοπιτών του, έφταναν σαν μουσική στα αυτιά του οι ήχοι των υδάτων που κατέβαζαν το χειμώνα οι ρεματιές, οι ήχοι από το τραγούδι των αηδονιών την άνοιξη, οι ήχοι από τα κοάσματα των βατράχων τις νύχτες του καλοκαιριού, οι ήχοι από τα εποχικά τραγούδια των ξωμάχων και των πανηγυριωτών. Ανατράφηκε έχοντας αναπνεύσει τον πλούτο των αρωμάτων της φτωχής γενέθλιας γης κι έχοντας νιώσει τη γεύση της πενιχρής σε υλικά αγαθά ζωής, η οποία του πρόσφερε όμως έναν αλλιώτικο αξετίμητο πλούτο, που βαθιά κατοικούσε μέσα του και σταθερά ανιχνεύεται στην ποίησή του. Ο Βασίλης Κολτούκης, σε σχολιασμό της ποίησής του, γράφει μεταξύ άλλων πως ο ποιητής «γνωρίζει επίσης πολύ καλά την παράδοση. Οι ρίζες του είναι βαθιά χωμένες μέσα στο ελληνικό χώμα, ο κορμός του είναι χιλιάδων ετών, τα κλωνάρια φτάνουν τόσο ψηλά που μπερδεύονται με τις ακτίνες του Ήλιου. Το τοπίο του, αληθινά, Ελληνικό, ένα «πέτρινο καράβι στη θάλασσα». (εφημ. Ηχώ της Άρτας, 20-6-1998, σ. 11)

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ
Ευλογημένος/ μπροστά στο παράθυρο/ ο ερχομός/ της πρώτης μέρας της άνοιξης/ ο ήλιος ο πρώτος που φωτίζει/ τα ωραία κορίτσια./ Ευλογημένη/ η βάτος που ωχριά/ στους πρόποδες του ελαιώνα/ η γραμμή του ορίζοντα/ στο βάθος που αργοσβήνει/ της ηλιαχτίδας το πέρασμα/ μέσα στο σύννεφο/ το δειλινό του Αυγούστου./ Ευλογημένο/ το παιδί που γελάει στην πόρτα/ την ενάτη ώρα/ το γάλα στο μπρίκι που σιγοβράζει/ των φύλλων το θρόισμα-/ το πρωτοβρόχι στα ματόκλαδα/ του φθινοπώρου/ το ντιντίνισμα της καμπάνας/ και η πρώτη ώρα/ του όρθρου./ Ευλογημένο/ το ρυάκι που λοξεύει το βράχο/ και τον τρυπάει/ το φορτίο της μέλισσας που γυρίζει/ από άνθος σε άνθος/ το άγγιγμα της παπαρούνας/ απ’ το χέρι του Μάη./ Ευλογημένος/ ο δεκαπεντασύλλαβος του ποιητή/ και το φως της ανάστασης./ Ευλογημένος ο κόσμος ο μέγας! (σ. 138) 

      Εραστής της γλώσσας, των λέξεων που πρέπει κάθε φορά να ταιριάξει, για να εκφράσει το νόημα που κυοφορείται στη σκέψη του, αναδεικνύεται σε τεχνίτη του λόγου· ο Βασίλης Κολτούκης γράφει σχετικά: «Οι λέξεις λες και ξαναβρίσκουν το πρωταρχικό τους νόημα. Έχουν απογυμνωθεί από τα φτιασίδια τους κι έχουν ξαναβρεί την αρχική τους μορφή οι λέξεις, Ψωμί, Μάνα, Πατέρας, Περιστέρι, Εργάτης, Τιμή και άλλες πολλές. Έχουν βρει με το μολύβι του ποιητή την αληθινή τους ζωή, το αληθινό τους νόημα» (εφημ. Ηχώ της Άρτας, 20-6-1998, σ. 11).
      Ο Ζυγούρης, χρησιμοποιεί έτσι τα εκφραστικά του μέσα, γιατί δεν γράφει ποίηση για τους λίγους. Θέλει η ποίησή του, χωρίς να φτωχαίνει αισθητικά και νοηματικά, να φτάνει στις ψυχές περισσότερων ανθρώπων. Δεν τον ενδιαφέρει να διατυπώνει φράσεις βαρύγδουπες με θολό ιδεολογικό υπόβαθρο. Εκφράζεται με σαφήνεια, γιατί πρώτα ο ίδιος έχει κατασταλάξει μέσα του για το ποιο θέλει να είναι το σημαινόμενο των στίχων του κι έχει κάνει πράξη τη φράση του Μ. Αναγνωστάκη «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος»!
      Κι όντως τις λέξεις του δεν τις παίρνει ο άνεμος, γιατί βαθιά έχουν τις ρίζες τους σε εικόνες και νοήματα που πάνε πίσω στο χρόνο και πάλι σιμά έρχονται, για να μιλήσουν και να πουν για τον πόνο του ανθρώπου και του κόσμου το νόημα. Ο λόγος του, άλλοτε επαναστατικός, άλλοτε υπαινικτικός, άλλοτε απολογητικός, άλλοτε εξομολογητικός, άλλοτε τρυφερός, συχνά διδακτικός, ντύνει τα νοήματα και στοχεύει σε ευήκοα ώτα.
      Ο συγγραφέας Λάμπρος Μάλαμας,  λίγο μετά την κυκλοφορία των πρώτων ποιητικών συλλογών του Σ. Ζ. είχε επισημάνει: «Ο Σ. Ζ. δείχνει με γερές εμπνεύσεις μια εκρηχτική ποιητική ιδιοσυγκρασία, με ρωμαλέους και οργίλους στίχους. Στίχους που συγκινούν βαθιά, πείθουν και προβληματίζουν τον αναγνώστη, για το υπέρτατο χρέος του αγώνα, του δίκιου, της τιμής, της χαράς και της δημιουργίας. Μας δίνει μια τέχνη αυθόρμητη, αβίαστη, πηγαία, σηματοδότρα σε ιδανικά. Έχει προσωπική έκφραση, με λυρικούς και δραματικούς τόνους, με εικόνες και σύμβολα που υποβάλλουν, με την αφαιρετική και περιεχτική τους δυνατότητα».

Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Τις νύχτες καταστρώνω/ ένα σχέδιο απόδρασης./ Ονειρεύομαι ένα Ιωβηλαίο/ για την αγάπη, την ειρήνη/ και τη φιλία του κόσμου./ Σφυρηλατώ τους στίχους/ του τραγουδιού/ για τον συνάνθρωπο και τον αδελφό./ Χαιρετίζω ένα κόσμο αλλιώτικο/ που έρχεται πάνω απ’ το χρόνο/ σαν ένα χαμόγελο φωτεινό. (σ. 222)

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Φοβηθείτε τις ακατέργαστες ύλες/ από ουράνιο, πλουτώνιο και νετρόνιο./ Φοβηθείτε τα παράγωγα  της μηχανής/ τις ψευδαισθήσεις./ Φοβηθείτε τους διαδρόμους της φυλακής/ και τους ακυβέρνητους δρόμους./ Φοβηθείτε τους ανόμους/ και παρανόμους της γης./ Μα περισσότερο τις συναθροίσεις/ και τα λόγια της αγοράς φοβηθείτε. (σ. 266)

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ
Τα τραγούδια μου είναι μια ελεγεία/ για τον πόνο και τη δυστυχία./ Τα τραγούδια μου έχουν ένα λυγμό/ για τον άνθρωπο που γεννιέται/ και μια κραυγή/ για τον κόσμο που έρχεται/ γιατί το άδικο είναι μεγάλο/ και πουθενά δε βολεύεται. (σ. 250)

      Η ποίησή του, ειδικά της πρώτης περιόδου είναι επηρεασμένη από εκείνη του Ρώσου ποιητή Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι καθώς και του Γιάννη Ρίτσου. Ειδικά, με το Γιάννη Ρίτσο, στον οποίο έχει αφιερώσει δυο ποιήματά του, πέραν της ιδεολογικής τους συγγένειας, βλέπουμε να διαγράφει μιας μορφής παράλληλη πορεία. Εκτός του ότι η δεύτερη ποιητική συλλογή του ονομάζεται «Ξύλινα τρακτέρ» -η πρώτη του Ρίτσου είναι «Τρακτέρ»- καθώς προχωρούσε προς την ωριμότητα του δικού του βίου, αλλά και της ποίησής του, το βλέμμα του απέναντι στα πράγματα του κόσμου, χωρίς ν’ αλλάζει οπτική γωνία, περιέχει πιο καθολική και ευρεία αντίληψή τους. Κι ο Ρίτσος, που άλλοι έκαναν τα ποιήματά του ιδεολογική σημαία, που κάποιοι άλλοι θεωρώντας τον ιδεολογικό εχθρό τους δεν έδωσαν τη χαρά στον εαυτό τους να απολαύσουν υψηλή ποίηση σαν και τη δική του, με το πέρασμα του χρόνου, φαντάζομαι πως έχουν δει ότι ο Ρίτσος είναι μεγάλος ποιητής, όταν γράφει στρατευμένη ποίηση, αλλά είναι μέγιστος, όταν γράφει ποίηση για όλον τον κόσμο.
      Αγαπητοί φίλοι. Ο Σωτήρης Ζυγούρης γεννήθηκε στη Ροδαυγή Άρτας το 1954 και πέθανε στην Άρτα το 2003, σε ηλικία 49 ετών, ενώ βρισκόταν στην ακμή της πνευματικής του δημιουργίας· σπούδασε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά σε εποχές που πολλοί, ακόμα και χωρίς προσόντα, βολεύτηκαν σε θέσεις με παχυλούς μισθούς, δεν καταδέχθηκε να ενδώσει προκειμένου να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας, αλλά εργάστηκε ως λογιστής, ακόμα και σε λατομείο πέτρας εργάστηκε, κάνοντας πράξη αυτά που με πολλούς στίχους του διακήρυξε.
      Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1979 με την ποιητική συλλογή «Κόκκινος κύκλος». Την ίδια χρονιά εκδόθηκε και η ποιητική του συλλογή «Ξύλινα τρακτέρ»· ακολούθησαν οι συλλογές «Ποίηση 1983-1987» το 1987, «Το σώμα της άνοιξης» το 1996, «Η ηλικία των δένδρων» το 1998, «Ημερολόγιο αναμνήσεων» το 1999, «Μεταίχμιο» το 2001, «Τα υστερόγραφα» το 2002 και «Ηλιοστάσιο» το 2003, χρονιά του θανάτου του. Το 2005, με την ευγενική χορηγία της αδελφότητας της γενέτειράς του στην Αθήνα, εκδόθηκε το έργο του σ’ έναν τόμο με τον τίτλο «Τα ποιήματα, 1975-2003», από τις εκδόσεις «Πέτρα», αν και υπάρχουν κάποια ανέκδοτα ποιήματα που δεν έχουν περιληφθεί στην έκδοση. 
      Μια και φέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον σαρκικό θάνατο του ποιητή, έτσι, σαν ενός άλλου είδους μνημόσυνο, θα σας διαβάσω ένα ανέκδοτο ποίημά του που αναφέρεται στους νεκρούς:

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Οι νεκροί δεν έχουν όνομα, ούτε ταυτότητα. Τους αναγνωρίζεις μόνο απ’ τις σκιές της ανάμνησης. Οι νεκροί σιωπούν, ησυχάζουν μέσα στον ύπνο τους. Οι νεκροί φτάνουν στο τέρμα, τίποτα δεν περιμένουν. Οι νεκροί δεν πονούν, δεν υποφέρουν. Εγώ, εσύ, αυτός τους είδαμε να μας προσπερνούν, τους είδαμε να μας κοιτούν, αφουγκραστήκαμε τη σιωπή τους, σκοντάψαμε μες τ’ όνειρό τους χθες, σήμερα, αύριο. Τους είδαμε να πολεμούν και να ματώνουν, ν’ ανοίγουν δρόμο, να πελεκάνε και να θερίζουν. Τους είδαμε να μας κερνούν και να μεθούν, ν’ ανάβουν πυρκαγιές στο διάβα τους, να φεύγουν στον ορίζοντα με σάλπιγγες και με σημαίες, να κουβαλάνε πάνω στον ώμο αγάλματα και μηχανές. Τους είδαμε χαράματα μες τη συννεφιασμένη κάπα τους να μας εγκαταλείπουν και να μας χαιρετούν. (Αρχείο Φωτεινής Βεντίστα)

      Αγαπητοί φίλοι. Κλείνοντας αυτή την αναφορά μου σε κάποιες από τις εκφάνσεις της ποιητικής γραφής του Σωτήρη Ζυγούρη, δεν ξέρω, αν είστε σύμφωνοι με κάποια αρχική μου επισήμανση, πως δηλαδή,  τούτες τις μέρες της κρίσης «μπορεί κι  η ποίηση ν’ αποτελέσει αντιστύλι για τις ψυχές πολλών, και κυρίως εκείνων που πολύ τη χρειάζονται». Όποια κι αν είναι η άποψή σας, θα ’θελα να χρησιμοποιήσω ως επίλογο την απάντηση που έδωσε η Κική Δημουλά, σε σχετικό ερώτημα:  «[…] πιστεύω ότι η ποίηση βοηθάει, όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σ' ένα έρημο καταργημένο ξωκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον της κατανόησής της. Ωφελεί, υπερκόσμια, εκείνον που την ασκεί και μόνον κατά τη διάρκεια της άσκησης, επειδή τότε μόνον τον βγάζει από το σώμα του, τον σταθεροποιεί σε μιαν αιώρηση απ' όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο της μικρότητάς του. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.» http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=179799.   
      Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας και την υπομονή σας.
      Καλό σας βράδυ!
     






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου