«ΑΧΡΟΝΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ» - Γαλάτεια Βέρρα
«Αιχμή
φωτός στη μεταμοντέρνα ανυπαρξία» - Ασημίνα Π.
Πετροπούλου
Φιλόλογος,
Dr Κοινωνιολογίας
Η Γαλάτεια Βέρρα,
μια προικισμένη δημιουργός με συνέπεια στην ποιητική της πορεία και ιδιαίτερο
σεβασμό στις λέξεις και τη γλώσσα, εμφανίζεται ξανά στα ελληνικά γράμματα, μετά
την «Ευγένεια των ήχων» (2011) και τα «Χρώματα της αλήθειας» (2012), με τα
«Άχρονα Πρόσωπα» (2014), έναν τίτλο που δεν επιλέγεται τυχαία, καθώς η ποίηση
της Γαλάτειας σ’ αυτό της το πόνημα είναι
π ο ί η σ η κ α τ α γ γ ε λ τ
ι κ ή για τη σύγχρονη εποχή, μια εποχή που κυριαρχείται από τα άχρονα
πρόσωπα.
Το ΠΡΟΣΩΠΟ
είναι αμφίσημη λέξη: σημαίνει τη μορφή, την εικόνα ενός ατόμου αλλά σημαίνει
και την ανθρώπινη οντότητα, το ανθρώπινο Υποκείμενο και αυτή τη δεύτερη εκδοχή
επιλέγω για να ερμηνεύσω τον τίτλο της συλλογής και να προσεγγίσω το
περιεχόμενό της.
Το ΑΧΡΟΝΟ ως έννοια είναι μονοσήμαντο: δηλώνει την
κατάσταση, την εποχή που δεν έχει χρόνο και κατ’ επέκταση δεν έχει ή παραποιεί
την ιστορία της και την υπόστασή της στην αιωνιότητα. Μια α ι ω ν ι ό τ η τ α που μ π ο ρ ε ί να πραγματώνεται μέσα από το
λ ό γ ο.
Η Γαλάτεια
Βέρρα στα «Άχρονα Πρόσωπα» μιλά για την κοινωνία, τον έρωτα, τη φιλοσοφία ζωής
σε μια ε π ο χ ή
α π ο δ ο μ η μ έ ν ο
υ
ν ο ή μ α τ ο ς όπου η ιστορία
κατακερματίστηκε και έχουμε δύο δυνατότητες: είτε να εκπέσουμε σε μια
καταθλιπτική εσωστρέφεια, είτε να ακούσουμε το λόγο σκεπτόμενων, τολμηρών
ανθρώπων, που η τόλμη τους έγκειται στο ότι δε φοβούνται να εκτεθούν. Και
τέτοιος είναι ο λόγος της Γαλάτειας που φανερώνει το σθένος της ποιήτριας μέσα
στο σύγχρονο τοπίο σύγχυσης,
«όπου το
νήμα κόπηκε και χάθηκε η νοητή συνέχεια».
Προτάσσει ποιητικά την αναγκαιότητα εστίασης σε αυτό που συμβαίνει και στην
αναγκαιότητα επιτακτικής αναμέτρησης μαζί του και στο μέτρο του δυνατού αλλαγής
του, διαφοροποίησης
ή και ανατροπής
του.
Η ποίηση της
Γαλάτειας Βέρρα δ ε ν ε ί ν α ι
π ο ί η σ η δ ω μ α τ ί ο υ,
είναι δημιουργία, πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας με μια διάθεση
φιλοσοφικού στοχασμού:
«Το άρμα των μαχόμενων συνειρμών
Έχασε δύο τροχούς.
Απώλεια μεγάλη, είπαν.
Δεν είναι καιρός για ζημιές.
Η ποιήτρια
διακρίνει το σύγχρονο πρόταγμα της μεταμοντέρνας κοινωνίας με την αποδόμηση του
νοήματος, που αποτυπώνεται
στην
καθημερινή συμπεριφορά απλών πολιτών αλλά και στις καθοριστικές αποφάσεις
ιθυνόντων και μεγαλόσχημων, ανθρώπων με
«λησμονημένα
άμφια ευπρέπειας».
Αυτό όμως που
είναι πολύ σημαντικό είναι ότι η Γαλάτεια Βέρρα δεν εφησυχάζει γιατί απλώς
εντόπισε το πρόβλημα. Π ρ ω τ ο τ υ π ε ί με την ποιητική καταγραφή της
μεταμοντέρνας κοινωνίας, του σύγχρονου κόσμου και του τρόπου ζωής του, με την
κατάργηση της διαφοράς, των όρων και των ορίων μέσα στο γενικό πρόταγμα της
μετανεωτερικότητας όπου όλοι ταιριάζουν με όλα και όλα επιτρέπονται σε όλους.
Έτσι οι
«γενναιόδωρες εποχές»
ασθενούν τη
«συντρόφισσα μνήμη»,
καταρρακώνουν την
«πάσχουσα ιστορία»
και μας οδήγησαν
«ώστε το ευγενές να
θεωρείται παρωχημένο».
Η Γαλάτεια,
λοιπόν, με ευστροφία, με αξιοζήλευτη για τη σύγχρονη ποίηση στιχουργική
συντομία, με δυναμική έως σοκαριστική χρήση των λέξεων μας αφυπνίζει μέσα από
το πολιτικό μήνυμα της που έρχεται μ’ ένα «
αηδόνι»
για να παλέψει
«τις παραφωνίες των
κοράκων».
Δεν αρνείται
το πένθος για ό,τι αρνητικό την περιβάλλει ή για ό,τι επιθυμητό δεν υπάρχει
πια…
«Γεννηθήκαμε στη χώρα του ποτέ.
Ο
οβολός μας δανεικός
Συμπολίτες μας εγκέφαλοι νεκροί…»
Δε μηρυκάζει το πένθος, βιώνει
την πενθιτική διαδικασία α λ λ ά οδηγείται στο φως και ο καταγγελτικός της
λόγος γίνεται π ο ι η τ ι κ ά π ρ ο σ τ
α κ τ ι κ ό ς
για να ανοίγει παράθυρα στο φως:
«ποτέ μην αρνηθείς τον ασπασμό
Δεν είναι θανατολάγνα, γνωρίζει
το πένθος αλλά δεν του παραχωρεί ως βορά το μεγάλο όπλο του ανθρώπου –της
ανθρώπινης δύναμης: το χαμόγελο
!
Μ’ αυτό νικά φόβους και περιγελά το αναπότρεπτο και αναπόφευκτο της βεβαιότητας
του τέλους, του θανάτου.
Γράφοντας
ποίηση σε μια άοσμη – άνυδρη εποχή
μ π
ο ρ ε ί
να μας θυμίζει ότι υπάρχει
εύοσμος
«βασιλικός»,
που θα
«αναστήσει το φρόνημα»,
ότι υπάρχει σκέψη που ανθίσταται στη ρηχότητα, υπάρχει αληθινός, καθάριος,
ουσιαστικός ποιητικός λόγος που αντιτίθεται στη συνήθη μεταμοντέρνα πεζολογική
προσέγγιση της ποίησης. Το σύνοπτο του μεγέθους
των ποιημάτων της δείχνει και τη δύναμη του λόγου της: σκέψεις
σύντομες στη διατύπωση, με εμβάθυνση συναισθήματος, με διάχυτη περίσκεψη και
άμεσο αναστοχασμό. Οι στίχοι της Γαλάτειας ταξιδεύουν τον αναγνώστη τους από τη
σκοτεινιά της εποχής στο φως του καλοκαιριού, του καλοκαιριού που «δε ψεύδεται
ποτέ» και που δύναται να ταυτιστεί με το καλοκαίρι της εποχής, της ψυχής, του
ανθρώπου.
Παίζει
με την ηλικία και δε φοβάται το χρόνο,
«Μεγάλωσα,
μα τα αισθήματά μου νηπιάζουν».
Αναγνωρίζει και τιμά την αυταξία
του χρόνου, «ενταφιάζω το αναπότρεπτο» και καταγγέλλει την εποχή μας, εποχή που
οι άνθρωποι αγοράζουν πεπαλαιωμένα ενδύματα γιατί
δ ε ν
α ν τ έ χ ο υ
ν
να αναγνωρίζουν, να συνειδητοποιούν
ότι φθείρονται
και οι ίδιοι μαζί τους,
δεν αντέχουν
ως «έμπειροι στρατιώτες»
να συναισθανθούν
«το αδιάψευστο άρωμα της
παλαιότητας».
Η
Γαλάτεια υπερασπίζεται την ελευθερία και την εφηβεία όπως την ζούσαν οι
άνθρωποι παλαιότερα και όχι όπως δραματικά προσπαθούν να τις προσδιορίσουν οι
τρομοκρατημένοι από την ύπαρξη του Άλλου άνθρωποι του σήμερα, οι
πολυδιασπαμένοι άνθρωποι που αδυνατούν να δουν το φως του Άλλου, να αναγνωρίσουν
τη μεγαλοσύνη που ίσως λείπει και από τους ίδιους.
Σε μια εποχή
που πάσχει από την ασυνέπεια του Άλλου, η Βέρρα αναζητά τον σ υ ν ε π ή Ά λ λ ο, είτε μέσα από τα ποιητικά της ερωτήματα, είτε από τις
ποιητικές προστακτικές της ή τον λεπτεπίλεπτο ερωτικό της λόγο.
Οι
προστακτικές (
«Κράτησε στις χούφτες σου
το φύλλο της ελιάς…»
«Ποτέ μην αρνηθείς…»)
σε συνδυασμό με την ευρυχωρία της ερώτησης (
«Έψαξες καλά;»
«Πού κατοικεί αυτός ο νέος;»
«ποιος δύναται ν’ αλλάξει τη ζωή;»
«Πώς θα αντιπαρέλθω το Δικό σου,
πού
να σταθώ από την τόσο σθεναρή καταδίωξη;»)
δίνουν το τέμπο, την κοσμοθεωρία ενός ανθρώπου που θέλει να βρίσκει παντοτινά
και παντού εκείνη τη χαραμάδα φωτός που θα κατακλύζει με τη φωτεινότητά της το
σύμπαν ∙ εκείνη τη βαθιά πίστη, την ακλόνητη θέληση, τη συνεχή προσπάθεια για
να κατακτήσει τον κόσμο ομορφαίνοντας τον μέσα από την
α ν α γ ν ώ ρ ι σ η
τ η ς
μ ο ν α δ ι κ ό τ η τ α ς
του
καθενός μας: γι’ αυτό και μόνο τότε
το
πεπρωμένο έχει σημασία: όταν συνειδητοποιώντας τους
«θησαυρούς της σιωπής»
και την αξία, την αναπόφευκτη δύναμη του τυχαίου, μόνο τότε δικαιούσαι και
διεκδικείς να φοράς
«πολλά άσπρα
πουκάμισα σε αυλές μυστικές».
Ο ποιητικός
σπαραγμός της για τη νοσταλγία μιας άλλης εποχής, μιας κατάστασης πλέον
περασμένης, αφού
«χάθηκε η νοητή
συνέχεια», δεν
της στερεί τη δυνατότητα ν’ αναγνωρίζει το φως της αλήθειας που περιβάλλει
όποιον έχει την ευλογία να ζει. Και εδώ ακριβώς θα τολμούσα να πω πως η
θρησκευτικότητα της δημιουργού – διάχυτη στο σύνολο του έργου της – μ ε τ ο υ σ
ι ώ ν ε τ α ι
σε ιερότητα των λέξεων.
Τη χαμένη
αλληλουχία των τριών διαστάσεων του χρόνου, παρελθόντος –παρόντος - μέλλοντος,
θα την επαναπροσδιορίσει με μια καθηλωτική εκφραστική λιτότητα: «Λίγο ψωμί
από τις αποθήκες των δικαίων»
-το παρελθόν,
«λίγο κρασί απ’ τους αμπελώνες
«λίγο λάδι από τα καρποφόρα δέντρα
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να
θεωρηθεί η ψυχή, από μια προβολή στο μέλλον;
Απευθυνόμενη
στο δεύτερο ενικό πρόσωπο λειτουργεί με μια αμεσότητα και αναπτύσσει προσωπική
επαφή με τους αναγνώστες, μοιράζεται μαζί τους σκέψεις, βιώματα,
αναμνήσεις
α λ λ ά
δ ε ν
η θ ι κ ο λ ο γ ε ί
και δεν
προσπαθεί να διδάξει, να κηρύξει.
Προσπαθεί να συμπορευτεί με τους ανθρώπους και αυτό γίνεται συνειδητά ∙
και είναι αυτή της η συνειδητοποίηση που οδηγεί και στην προσωπική πληρότητα,
μια
π λ η ρ ό τ η τ α
που διαποτίζει το έργο της, μια πληρότητα
σκέψεων, συναισθημάτων, βιωμάτων, ελπίδων ενός ανθρώπου μεγαλόψυχου και
πρωτοπόρου στο βλέμμα.
Η ευλογία της
πληρότητας γίνεται ομορφιά γραφής,
«φοράει
λευκό μαντήλι» και
«δίνεται στους ανέμους»
για να ταξιδέψει η ίδια στη δημιουργικότητα του νου αλλά και να μας ταξιδέψει,
εμάς τους αναγνώστες της, τους κοινωνούς των μύχιων αναζητήσεών της, με καράβι
τι λόγο σε θάλασσες νοήματος, αξιών, πραγματικότητας αλλά και αισιοδοξίας.
Ακόμα
και στην αναφορά δυστυχών στιγμών, που δεν τις ξορκίζει αλλά τις ζει με τον πρέποντα
σεβασμό, υπάρχει στην ποίηση της Γαλάτειας πάντα
φ ω ς, μια ελπίδα ζωής, συνέχειας,
«γλυκιάς ανατροπής». Χρειάζεται ιδιαίτερο θάρρος αλλά και
προικισμένη ικανότητα για να το κάνει αυτό κάποιος εφικτό, για να δώσεις καρέ –
καρέ μια μικρογραφία ζωής – όπως κάνει η Γαλάτεια Βέρρα στο μόλις δώδεκα στίχων
ποίημά της με τίτλο «Ο καφές»
.
Με
καβαφικούς ρυθμούς («αλήθεια, πόσο
παρακμιακοί
θα φανούμε
ακόμα;»)προχωρά
στις αναζητήσεις του ωραίου, του αληθινού και κρατά πάντοτε την ομορφιά της
ζωής, την αξία του ονείρου, τη γλύκα της προσμονής, την ευλογία της
συμπόρευσης, έστω και της προσωρινής. Η αξία της συνύπαρξης υφίσταται
για ’κεινη στο γεγονός ότι έστω και για
περιορισμένο χρονικό διάστημα μοιράστηκε με τον Άλλο την ελπίδα, ότι προσπάθησε
να μειώσει τη μοναχικότητα της ύπαρξης
ακόμα και αν στο τέλος δε δικαιώθηκε στις προσδοκίες της :
«Η
κόρη πάντα θα αγαπά το παλικάρι.
Τον νέο
της πρώιμης νιότης.
Αυτόν που
τη σεργιάνισε σε κήπους
Ανθηρούς
με εύοσμες υποσχέσεις.
Τι κι αν υπήρξε
ο μεγάλος απών
Η αξία των προσδοκιών δεν έχει να
κάνει με το αν είναι μεγάλες ή μικρές αλλά με την προσπάθεια πραγμάτωσης τους,
ακόμα κι αν δεν πραγματώθηκαν εντέλει κατά το επιθυμητό. Αξία έχει το ταξίδι
για την
Ιθάκη, όχι η ίδια η Ιθάκη. Αξία
έχει να τολμάς να ταξιδεύεις, όχι ο προορισμός. Γι’ αυτό και οι ήρωες της
Γαλάτειας πάντα βρίσκουν ευκαιρία και χρόνο να
«παραχωρούν για λίγο το βλέμμα στο φως»
και πάντοτε
«βιάζονται ν’ αγαπήσουν»,
γιατί η ίδια η δημιουργός ευφραίνεται ν’ αγαπά την ομορφιά του κόσμου και
συνειδητοποιώντας τη σημασία της αληθινής επικοινωνίας διευκρινίζει ότι:
«Είναι καιρός
οι
ομιλίες να πυκνώσουν».
Θέλει τους συμπορευτές της – τους αναγνώστες της – συνετούς, όχι φλύαρους,
μήπως και έτσι μπορέσουν μαζί να ανατρέψουν το
«απαθές πάθος»
της σύγχρονης ζωής. Διεκδικεί με την αγάπη του Άλλου να
«μεθύσει τους ορίζοντες», δεν επιθυμεί μεμψιμοιρίες και ανοχές.
Ζητά περήφανα και συνειδητά να κατανοήσουμε την ιστορία μας και όχι να
«κλαίμε το κλέος των προγόνων».
Με καβαφική
λεπτότητα διαχειρίζεται την εσωτερική γύμνια του σύγχρονου ανθρώπου και
το «ηθελημένο λάθος» αλλά πάντα η αισιοδοξία και η πίστη στη
δύναμη της ψυχικής εμβέλειας φωτίζει το δρόμο της και επηρεασμένη από την
αριστοτελική φιλοσοφία πάντα ελπίζει όχι για ένα πρόσωπο που αφορά μεμονωμένα
τον καθένα μας αλλά για το αύριο που επηρεάζει το σύνολο.
Παίζει με τα
αγαπημένα χρώματα της γυναικείας καρδαρόμπας: το κόκκινο και το μαύρο αλλά και
δίνει στους άνδρες το μυστικό κλειδί για την κατάκτηση του ονείρου: την
αποφασιστικότητα
. Μικροί,
κοφτοί στίχοι περιέχουν όχι απλώς μια εικόνα αλλά τη δυναμικότητα της σκέψης
και την αποφασιστικότητα που λείπει από τους περισσότερους σήμερα:
«Όχι άλλο μένος. Μόνο έλεος». Δίνει αξία στην καθημερινότητα του
καθενός:
«είναι ευλογία το απλό
μεγάλο να το βλέπεις»και
την ουσία της ζωής και τη σπουδαιότητα της ύπαρξης τις μεταφράζει σε ανάγνωση
ψυχών και σε συλλαβισμό φωτός
.
Για να μη γίνουμε
«ατυχείς συλλέκτες
εμπειριών», ξεκαθαρίζει πως
«είναι γενναίο ν’ αγαπάς
ακόμη και στο λιγοστό φως».
Και είναι γενναίο να γράφεις φωτεινά σε μια εποχή σκότος, που την αναγνωρίζεις
ως τέτοια αλλά δεν δέχεσαι να συμβιβαστείς μαζί της. Είναι γενναίο να τολμάς να
βάζεις το χέρι επί των τύπων των ήλων της δικής σου ψυχής και να αρνείσαι να
υποταχθείς στη συντριβή της.
Μέσα απ’ αυτή
της τη γενναιότητα η Γαλάτεια Βέρρα γίνεται οικεία, δημιουργεί μια αγαπητική
σχέση και γίνεται απαραίτητη η Γαλάτεια, όπως το γάλα της πρώτης και
αναντικατάστατης τροφού – της μάνας αλλά και με την αξιοπρέπεια του στίχου και
της ποιητικής φόρμας δημιουργεί μια σχέση δέσμευσης και συνέχειας, όπως η βέρα
– το δαχτυλίδι/ σύμβολο για τη συμπόρευση των ανθρώπων σε μια σχέση. Η ποίησή
της διαθέτοντας τη δυναμική του ονείρου, εύληπτη αλλά όχι εύπεπτη, πραγματική
αλλά όχι κυνική, συστηματικά και συνειδητά θα μας δείχνει που είναι χαραγμένα
τ’ αρχικά του μέλλοντος αιώνος: στο φως και την αλήθεια που έχουμε μέσα μας.