ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΔ.ΗΛΙΟΥΠΟΛΟΥ
(Στη διάρκεια των εκδηλώσεων του εορτασμού
της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης που οργάνωσε η Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος στη
Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών στις 17 Μαρτίου 2014 τιμήθηκε ο Ηλείος ποιητής
Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος για το συνολικό ποιητικό του έργο. Για το έργο του
αείμνηστου πλέον ποιητή μίλησε εκτενώς η Φιλόλογος και Θεατρολόγος Χριστίνα
Κόκκοτα,κόρη του αείμνηστου Ηλείου
εκπαιδευτικού Ανδρέα Κόκκοτα.)Το πλήρες κείμενο της ομιλίας παραθέτουμε, το οποίο έχει ως ακολούθως:
Η σημερινή εκδήλωση αφιερώνεται
ολόψυχα από μέρους μου με εκτίμηση και σεβασμό σ’ έναν σεμνό – ίσως τον
σεμνότερο που γνώρισα ποτέ – ασκητή και αφανή εργάτη του πνεύματος, τον κ.
Κωνσταντίνο Ηλιόπουλο. Έναν άνθρωπο, που δεν θέλησε ποτέ στη μακρόχρονη ζωή του
να δημοσιοποιήσει και να διατυμπανίσει την ποιητική του παραγωγή, πλούσια όχι
μόνο σε έκταση αλλά και σε ποιότητα.
Οι
αντιστάσεις του και οι επιφυλάξεις του ευτυχώς κάμφθηκαν χάρη στην επιμονή
κάποιων φίλων του αλλά και τρίτων ανθρώπων, που διάβασαν την ποίησή του και
κοιτάζοντας μέσα βαθιά από την πόρτα της είδαν, διέκριναν το μαγικό της πλούτο.
40
και πλέον έτη πνευματικού μόχθου. Επτά ποιητικές συλλογές, 265 ποιήματα εκ των
οποίων 120 ανέκδοτα αλλά και μια εμβριθής κριτική αποτίμηση του έργου του
Λάμπρου Πορφύρα είναι ο απολογισμός της γραφίδας του κ. Κωνσταντίνου
Ηλιόπουλου. Η πρώτη συλλογή εκδόθηκε το 1988 στην Αθήνα από τις εκδόσεις «Εκ Παραδρομής»
με τον τίτλο «Περγαμηνές», και με
προμετωπίδα ένα απόσπασμα από το «Δευτερονόμιο» της Δ. Διαθήκης. Ένα χρόνο
μετά, το 1989 ακολούθησε η «Μυθοποιία»,
αφιερωμένη με εκτίμηση και λατρεία σε άψογα αρχαία ελληνικά «δίκην επιτυμβίου
αναθηματικού επιγράμματος», στο λόγιο πατέρα του, φιλόλογο και γυμνασιάρχη
Δημήτριο Ηλιόπουλο.
Η
τρίτη του ποιητική συλλογή γράφηκε
στα αγγλικά και εκδόθηκε στο Μίσιγκαν το 1990 με τον τίτλο «Poems from the North». Μετά από
σιωπή αρκετών χρόνων, κυκλοφορεί το 2005 την συλλογή, τέταρτη κατά σειρά, με
τον παρεφθαρμένο αρχαιοελληνικό τίτλο «Ούτη
Εκείνη» και ένα χρόνο μετά τα «Πινάκια»
διανθισμένη εικαστικά με 8 πίνακες του ποιητή και φίλου του Γιώργη Παυλόπουλου,
δύο ιδιαίτερα καλαίσθητες εκδόσεις, με την επιμέλεια του τοπικού εκδοτικού
οίκου «Γιάννης Πικραμένος». Ακολουθούν «Τα
ολισθηρά σημεία» (2008) και η τελευταία με τον τίτλο «Επωδές» το 2011.
Άφησα
για το τέλος την αναφορά στην αφιερωμένη στον ίδιο αλλά και μεταφρασμένη από
τον ίδιο ποιητική συλλογή του Stoppakius Papenguss, ψευδώνυμο του φίλου του Νίκου
Καχτίτση, με τον τίτλο «The foggy days» (Οι ημέρες της ομίχλης), που
εκδόθηκε το φθινόπωρο του 1999.
Ο
Κων/νος Ηλιόπουλος - Ηλείος την καταγωγή - συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους
επίσης Ηλείους ποιητές Γιώργη Παυλόπουλο και Νίκο Καχτίτση – ήδη γνωστούς σε
μας – μια σχέση που σημάδεψε τη ζωή του αλλά και δεν άφησε ανεπηρέαστη την
ποίησή του, καθώς είναι ο μόνος από την ποιητική αυτή τριανδρία, που βίωσε την
οδύνη της απώλειας των δύο άλλων. Γι’ αυτό δεν είναι λίγα τα αφιερωματικά
ποιήματα, που σταχυολογεί κανείς, στο έργο του για τους δύο χαμένους φίλους και
ομοτέχνους του. Με κριτήριο το χρόνο έναρξης της ποιητικής του δημιουργίας,
τυπικά και μόνον θα μπορούσε να ενταχθεί στην Α΄ Μεταπολεμική γενιά ποιητών
γιατί ουσιαστικά ο Κων/νος Ηλιόπουλος αποτελεί μια ιδιαίτερη και ιδιάζουσα
περίπτωση στη νεοελληνική ποίηση.
Αυτοαναφορικός
σε ορισμένα ποιήματα μάς οδηγεί ο ίδιος στο ποιητικό του εργαστήρι και
ανοίγοντας την πόρτα του μας αποκαλύπτει στοιχεία της ποίησής του, όπως το
χωρόχρονο της ποιητικής του αφήγησης («ζω
σε άλλες εποχές ηρωικές / με τοπία αρμόζοντα σε σκηνικά θεάτρου), την
αυτοβιογραφικότητα της θεματολογίας του (διαιωνίζομαι
και πλαστουργώ στις ζωές μου / στις οδύνες και στις ηδονές, στα όνειρα και
στους τραγικούς έρωτές μου), την κοπιώδη αναμέτρησή του με τη γλώσσα
προκειμένου να αποδώσει τα νοήματα και την οδύνη της μνήμης αλλά και να
διασφαλίσει την μουσικότητα των λέξεων ως αισθητικό αποτέλεσμα (Δυσχερής η απόδοση των εννοιών σε λέξεις /
η καταγραφή μνήμης και οδύνης αιματηρής / Απόσταγμα μόχθου η μολπή των λέξεων /
Συνομιλίες με μνήμες, με νεκρούς, με όνειρα).
Στο
πλαίσιο της αυτοβιογραφικότητας αναφέρεται στη γερή πνευματική και
συναισθηματική του παιδεία ήδη από τη τρυφερή του ηλικία, την καμωμένη από ονειροπόλα
διάθεση, ευαισθησία και λεπτότητα, την μοιρασμένη ανάμεσα στην ποίηση και την
ηδονή : «Πνεύμα γεραρόν ενεφυσήθη εις
την πρωΐαν της ζωής μου / Ανεπτύχθην εις νέον, αισθητήν και ονειροπόλον / εις
Κόρινθον αφίχθην, ο ονειρικός έφηβος / ανδρωθείς εν ποιήσει και ηδονάς,
πλείστας όσας». Ομολογεί επίσης τον ερωτικό του δεσμό με την γλώσσα και τη
μουσική των λέξεων αλλά και παραδέχεται τον εγκλωβισμό της νιότης του στην
μοναχική αναζήτηση των νοημάτων και των μύθων και την τελική μεταποίησή τους σε
ποιητική δημιουργία : «Ο Χορός των
εννοιών και οι μορφές των / έγιναν σύντροφοι και διδάσκαλοι του αχανούς χώρου.
/ Εκεί εδιδάχθην και εδαπάνησα τις ικμάδες. (ΟΛΙΣΘΗΡΑ ΣΗΜΕΙΑ, «Το
Υπόγειον»).
Με
αρματωσιά την κλασσική του παιδεία μετουσίωσε την παιδιόθεν επαφή του με την
αρχαία ελληνική γραμματεία σε ποίηση, που συνδυάζει την γλωσσική υψιπέτεια του
Κάλβου με τη στοχαστική εσωτερικότητα του Καβάφη. Η ποιητική παραγωγή του είναι
αναμφισβήτητα ένα σύμπαν του νου και της ψυχής με στίγμα και ταυτότητα,
αναγνωρίσιμη μέσα από στοιχεία ιδιοσυστασίας και σημάνσεις προσωπικής κατάθεσης
τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό της.
Στη
γραφή του είναι ευδιάκριτος ο διακειμενικός πλούτος, που την διαμορφώνει,
αποτέλεσμα των γραμματολογικών επιρροών, που δέχθηκε κατά καιρούς ο ποιητής.
Από αυτές προεξάρχουσα είναι η επίδραση που άσκησε στο έργο του η αρχαία
ελληνική μυθολογία και ιστορία αλλά και η θρησκεία και η ποίηση της ελληνικής
αρχαιότητας - ειδικότερα η επική – η διδακτική του Ησιόδου και η ελεγειακή των
αρχαίων λυρικών ποιητών. Παράλληλα στο έργο του αρδεύει από τον ελληνιστικό
κόσμο, αλλά και την παράδοση της χριστιανικής εκκλησιαστικής φιλολογίας και
θεολογίας, κυρίως ως προς το γλωσσικό παρά το ιδεολογικό μέρος τους.
Εγγράφονται επίσης στη γραφή του αναφορές εμπνευσμένες από τον Σολωμό, τον
Κάλβο και τον Καβάφη. Ευθείας καβαφικής καταγωγής είναι οι στίχοι του: «Κυκλαδική Αφροδίτη, μαστέ Αφροδίτη /
Συντρόφεψε τον ύστατο του Διονύσου θίασον» «Επέστρεφε σώμα και μνήμη ανά τας αγωνίας / της ανεύθυνης εφηβείας».
Η επαγγελματική του εξ άλλου ενασχόληση με τη Ψυχιατρική επιστήμη αλλά και η
μακρόχρονη διαμονή του στην Αμερική - «εις χώρα βαρβαρικήν», όπως με
σαρκαστική διάθεση σημειώνει ο ίδιος - δεν άφησαν ανεπηρέαστη την ποίησή του.
Οι
προαναφερθείσες απηχήσεις στη ποιητική παραγωγή του Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου
διαμορφώνουν έναν ιδαλγό ποιητή, που στρέφεται προς το αρχαίο ελληνικό παρελθόν
για να αντλήσει από το αποθησαύρισμά του, αναδεικνύουν έναν φιλόλογο ποιητή ή
ποιητή φιλόλογο και οριοθετούν μια ποίηση φιλολογικής σύλληψης και
αρχαιοπρεπούς πραγμάτωσης, εσωτερικών καταβυθίσεων και στοχαστικών αναζητήσεων.
Από τη πρώτη στιγμή έχεις την αίσθηση ότι κινείσαι σε ένα λόγιο ποιητικό πεδίο,
που τιμά πλουσιοπάροχα την αρχαιοελληνική γλώσσα, ότι ανιχνεύεις μια ποιητική
χώρα, που παραπέμπει στη δωρικότητα και την αποφθεγματικότητα των αρχαίων
ελληνικών επιτυμβίων επιγραμμάτων, ότι αγγίζεις μια ποιητική περιοχή που
συνυφαίνει αντινομίες με θαυμαστή ισορροπία, μέσα από έξοχα οξύμωρα : «αιμορραγούσα ευδαιμονία η πληγή της
ερωτικής ζωής, ζόφος φωτεινός, ικμάδες ολέθριες, αναμονές του απροσδοκήτου»,
συνυφαίνει ρωμαλέες αντιθέσεις : «Αντί
ονείρων επαλήθευση, ο κοινός τάφος / αντί φρούτων ελπιδοφόρων, η κοινή οδύνη /
ο πλούτος των υδάτων επί εποχών αφυδάτων» αλλά και διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις.
Γράφει χαρακτηριστικά : «Μέθη εφηβείας η
ανέγερση ελπίδας / ανάσταση ζωής το όνειρο θερινού γαλαξία / χωρίς όλεθρο χωρίς
αγάπης ξαναγέννημα σε λειμώνες αθανάτους η ύστατη μετοικεσία».
Η
διάχυτη αρχαιοπρέπεια που διαποτίζει την ποίησή του πιστοποιείται με ποικίλους
τρόπους : με τη προσαρμογή των εκφραστικών τρόπων και των συντακτικών δομών στα
αρχαιοελληνικά πρότυπα (μέσα από τη χρήση υπερβατών σχημάτων / λ.χ. άθροισης μνήμης πρίσμα, αλλά και με την απουσία του ρήματος προς ανάδειξη
της επιγραμματικότητας), με κλητικές προσφωνήσεις και απευθύνσεις αρχαίας
ελληνικής τυπολογίας προς το γλυκό αγέρι
του Ελικώνα, τον αυλό του Πάνα, τις θεές και τις νύμφες της ελληνικής
μυθολογίας, στην αρχή ή στην κατακλείδα των ποιημάτων, αλλά και με
αρχαιότροπες αυτοπαρουσιάσεις (την φυλήν
εκ Βρανά ελκόμενος, εκ Παναγουλαίων
και Καρουσαίων του γένους το Κλέος).
Το
αρχαιοπρεπές τοπίο της ποίησής του συμπληρώνεται με εικονοποιΐα αρχαιοελληνικής
εμπνεύσεως – μνημονεύω αυτή της σύλληψης της ζωής ως τραγωδίας που παίζεται στο
αρχαίο θέατρο - με αποσπάσματα από έργα της αρχαίας ελληνικής ή της
εκκλησιαστικής γραμματείας (από την Ιλιάδα του Ομήρου, τα ποιήματα της Σαπφώς,
το Δευτερονόμιο) ως προμετωπίδες των ποιητικών του συλλογών αλλά και με
αφιερώσεις διατυπωμένες από τον ίδιο, δίκην αναθήματος, που μαρτυρούν την
άριστη εκ μέρους του γνώση της αρχαίας ελληνικής. Ξεχωρίζω αυτή που με εκτίμηση
και σεβασμό απευθύνει στον φιλόλογο πατέρα του στη ποιητική συλλογή του «Μυθοποιία».
Η
πληθωρική παρουσία της προγονικής λαλιάς στη ποίηση του Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου
ούτε εμποδίζει ούτε αναιρεί τη διαχρονικότητα της θεματολογίας του. Αποτελεί
απλώς το όχημα της έκφρασης των ποιητικών του αναζητήσεων και των υπαρξιακών του
ανησυχιών, εντέλει της πάλης του με τον εσώτερο εαυτό του και της αποκάλυψης
μιας ενδότερης προσωπικής ζωής.
Προϊόν
αυτής της ενδοσκόπησης η ποιητική διαπραγμάτευση των μεγάλων θεμάτων της ζωής
και της λογοτεχνίας, όπως ο έρωτας, ο χρόνος και η φθορά του, ο θάνατος και η
απώλεια, η μνήμη κυρίως αλλά και η λήθη των πραγμάτων. Σε δεύτερο πλάνο η
νοσταλγία για την πατρογονική γη, οι συμβατικότητες της ζωής, οι τραυματικές
εμπειρίες της ελληνικής φυλής, το ναυάγιο των ανθρωπίνων σχέσεων.
Η
διαχείριση του θέματος του Έρωτα, που δεσπόζει στην ποιητική του αφήγηση,
συνοδεύεται από διάθεση αμφιθυμίας αλλά και αίσθημα θλίψης που προκαλεί η
ματαίωση και η απώλειά του. Η πολύμορφα θετική επενέργεια του ερωτικού
αισθήματος δεν καταφέρνει να αντισταθμίσει τον πόνο του ερωτικού ελλείμματος,
την οδύνη του ανεκπλήρωτου και ανολοκλήρωτου έρωτα, την πικρή ανάμνηση της
μάταιης αναζήτησής του.
Διφυής
και δισυπόστατος, αινιγματικός και γριφώδης, ο έρωτας αποκαλύπτει τη φωτεινή
αλλά και συγχρόνως τη σκοτεινή πλευρά του. Αποτυπώνεται συγχρόνως ως οδύνη και
ηδονή, ως ευτυχία και δυστυχία, ψεύδος και αλήθεια, ως πλάνη πρώτη και εσχάτη,
ως το άπαν και το μηδέν. Άλλοτε απατηλός και ανθρωποφαγικός εκτρέφει μάταια
όνειρα και ελπίδες πλάνες.
Επισημαίνοντας
τις αντινομίες της ερωτικής σχέσης στην ποιητική του συλλογή «Τα Ολισθηρά
Σημεία», ο Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος γράφει: «Συ
η Ζωή και ο Θάνατος, το σκότος και το φως / το ψεύδος και η αλήθεια, η
ωραιότητα των ουρανών / Συ η Δυσμορφία του Γένους του ανθρωπίνου» και αλλού
«Έθρεψε τα όνειρά του και τις ονειρώξεις
του / ο ανθρωποφάγος και σαρκοβόρος έρως, / με επιταφίους τους υστάτους
συντρόφους. / Επέζησε με ανθρωποθυσίες ο βάρβαρος Θεός. / Εχύθηκαν σταλαματιά
σταλαματιά τα αίματα, / στη συντήρηση ημιθανών ερωτικών ελπίδων».
Η
αρχαιολατρία του δεν αφήνει ανεπηρέαστη την ποιητική σύλληψη του Έρωτα. Ως εκ
τούτου διάχυτη στην ποίησή του είναι η αντίληψη ότι ο έρωτας συγκερνά και
συνυφαίνει τη λαγνεία και τη συναισθηματική μέθη του διονυσιακού με την ψυχική
έξαρση και την υπέρτατη ανάταση του απολλώνειου στοιχείου της ύπαρξής μας.
Γήινος και υπερβατικός, σαρκικός και άσαρκος, οραματικός και υπερβατικός
συγχρόνως / ο έρωτας αποκαλύπτεται στη ποιητική του αφήγηση μέσα σε μια ρωμαλέα
ατμόσφαιρα πάθους και αισθησιασμού αλλά και ονειρικής, ιδεαλιστικής
μεταρσίωσης. Βιώνεται ως φλόγα, πάθος και ηδονή αλλά και ως ευγενής συγκίνηση,
εξύψωση και αποθέωση. Ο συγκερασμός του απολλώνειου και του διονυσιακού
στοιχείου στην περιοχή του έρωτα πιστοποιείται και από το ότι η λατρεμένη από
τον ποιητή γυναικεία μορφή καταγράφεται ως προϊόν ονείρου και φαντασίας,
εξιδανικευμένο και απροσπέλαστο αλλά συγχρόνως ως Βάκχη και Μαινάδα. Το ερωτικό
αντικείμενο χαριτόβρυτο, ανεμοπαρμένο και χιμαιρικό αλλά συγχρόνως πυρετικός,
ορμητικός και ασυγκράτητος ως φυσικό φαινόμενο, ως λάβα ηφαιστείου ο ερωτικός
πόθος. Η περιγραφή του γυναικείου κορμιού βαθύτατα αισθησιακή. Στη συλλογή «Τα
Πινάκια» η σύνθεση της σαρκικής και υπερβατικής διάστασης του έρωτα είναι σαφής
«Γίνομαι Πήγασος και Χρυσάωρ στη λατρεία
της / ιππάριον νέον, σφριγηλόν και καλπάζον / όταν οι λογχίζουσες θηλές
μαρτυρούν τα εσώτερα / και οι λαγόνες της ελαύνουν τον καλπασμό μου /. Η γυμνόπυγη
Αφέντρα των φτερωτών ονείρων / με φέρνει στο ηλιακό φως, το απολλώνιο, / όταν
με κραυγαλέο ερωτικό σμίξιμο / ρυθμίζει τα βάθη της αγάπης της / στο ταξίδι μας
προς Ήλιον».
Στο
ποίημα «Αμαδρυάς» από την ίδια ποιητική συλλογή, γίνεται λόγος για «κοπετούς ζεύγους ιδεώδους» και για «σχέση ονειρώδη» ενώ στο ποίημα με τον
τίτλο «Η παρθένα της εφηβείας» το πλησίασμα της φωτεινής γυναίκας συνοδεύεται
από «πλησμονή ονειρικών σπαραγμών και
λαγνείας».
Στην
ποίηση του Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου το θέμα του Έρωτα διαπλέκεται στενά με τον
χρόνο και τη φθορά που επιφέρει / στα πρόσωπα, τα πράγματα και τις ανθρώπινες
σχέσεις αλλά και με το Όνειρο και τη Μνήμη, «κύριο όνομα των Θλίψεων» όπως και στο έργο της Κικής Δημουλά. Το
τρίπτυχο Έρωτας – Χρόνος - Μνήμη
αναδεικνύουν τον ελεγειακό τόνο κυρίαρχο στη ποιητική του γραφή. Και αυτό γιατί
η λειτουργία της μνήμης αποκαλύπτεται επώδυνη και βασανιστική σε αντίθεση με τη
μακαριότητα της λήθης και της αμνημοσύνης. Αχαλίνωτη η μνήμη περιδιαβαίνει
ανακαλώντας χαμένους έρωτες, θαμμένα όνειρα, αγαπημένα πρόσωπα, που λιγόστεψαν
μες στη ζωή του, αφήνοντας πίσω της την οδυνηρή ανάμνηση της απώλειας, την
πικρή αίσθηση της απουσίας. Αναθυμάται τις ταριχευμένες επιθυμίες και τις
σφαγιασθείσες προσδοκίες, καταγράφει το άλγος της φθοράς και το φευγαλέο της
νιότης, / της ικμάδας της ζωής, που φθίνει, / της ψυχής που τελειώνει.
Αντίθετα
η θετική επενέργεια της Μνήμης έχει μικρό μερίδιο ως πυρετώδης ανάμνηση των
νεανικών ερώτων, των ερωτικών περιπτύξεων και των αναστεναγμών μιας φιλήδονης
εφηβείας, που όμως κι αυτή συντρίβεται στις μυλόπετρες της συμβατικής ζωής.
Στο
ποίημα με τον τίτλο «Μνήμη» γράφει «Απεσπάσθη
από τη μνήμη η οδύνη / Ανηγέρθημεν ημείς οι νεκροί εις αποθανάτησιν / των
σπινθηροβόλων ερωτικών μεσονυκτίων, / των παρθενικών εκείνων μνημονίων της
εφηβείας / Απέφερεν σταγόνας μέλιτος και νέκταρος / η πυρέσσουσα μνήμη των
μυστικών ερώτων, / πριν ο θάνατος επιτελέσει την τελετουργία του» και στο
ποίημα «Λειμώνας» σημειώνει «Απροσπέλαστο
πεδίο η μνήμη σου / αρχαίων ημερών λειμώνας / ψιθυρίσματα μητρικής στοργής,
ονειρικά κυνηγήματα αγάπης / αποδήμηση νεότητας φευγαλέας, ιστόρημα φεγγαρόφωτο
γαλήνιο / θησαυρός κρυμμένος πολύτιμος».
Ο
Χρόνος, θέμα με διαχρονική παρουσία
στη σύνολη τέχνη, κυλάει αχανής, ρευστός και καθόλου γραμμικός στην ποίησή του
με αμφιλεγόμενη επίδραση πάνω του και μέσα του, ανάλογα με την βαθμίδα του. Το
παρελθόν παραπέμπει στο πάθος και την ένταση του νεανικού έρωτα, στην παιδική
φλόγα και την εφηβική έκσταση, που έρχεται σε αντίθεση με την ύφεση και τον
μαρασμό του έρωτα του φθίνοντος βίου. Το παρόν συνδέεται με τη σοφία της
γαλήνης, με την επίγνωση της πλάνης των αισθήσεων, με την πικρή ανάμνηση της
απουσίας προσώπων, φωνών και ηδονών. Το μέλλον με τη συγκατάβαση και την
εγκαρτέρηση της ύστατης μετοικεσίας, δηλαδή του θανάτου. Ομολογώντας την
αμφιθυμία που του προκαλεί το χωρόχρονο γράφει : «Σημεία ολισθηρά ο Χώρος και ο Χρόνος / Αποφεύγω τις επιπτώσεις του,
ενώ αυτά δραπετεύουν / Ζω ανάμεσά τους, συνθλιβόμενος και αναγεννώμενος»
και στη συλλογή του «Poems from the north» παραδέχεται τη θέαση του παρόντος με
γαλήνη, του παρελθόντος με πάθος «I can view myself in peace and my past with passion».
Ο
θάνατος και η ποιητική του
διαχείριση από τον Κωνσταντίνο Ηλιόπουλο εντάσσεται στη περιοχή της μεταφυσικής
και υπαρξιακής διάστασης της ποίησής του. Παγανιστικές και χριστιανικές αλλά
συγχρόνως καλβικές και καβαφικές επιρροές συνθέτουν τον τρόπο θέασης του τέλους
της ζωής από τον ποιητή. Πέραν από την εύλογη πάλη ανάμεσα στο φως και την
κατάφαση της ζωής, στο σκοτάδι και την άρνηση του θανάτου, ο τελευταίος
αντιμετωπίζεται ως αμετάκλητη νομοτέλεια της θνητής μας φύσης με καβαφική
αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση χωρίς κορώνες μελοδραματισμού και περιττές
φωνασκίες. Ως απαλλαγή και λύτρωση από το άχθος της επίγειας ζωής, αλλά και ως
απάντηση στη ματαιότητα των εγκοσμίων. Τέλος ως επιστροφή στη μητέρα γη και ως
χθόνια σύζευξη.
Στις
ΠΕΡΓΑΜΗΝΕΣ επισημαίνει «Από πτώσεις,
φόβους, αρνήσεις / προσπαθώ να σε αποφύγω εχθρέ της ζωής … στοιχειό θανάτου,
άρνηση ζωής». Στη συλλογή «Ούτη εκείνη» : «Χάνω δεσμούς προσηλώσεις και βάρη γένους ανθρωπίνου / σε εξαπτέρυγο
ασώματο Χερουβείμ μετασχηματίζομαι / Πνεύμα πλέον εις το Στερέωμα, Θεού Ύμνος».
Στον «Ναυτιλόμενο» των «Ολισθηρών Σημείων» : «Απαλλαγμένος από τα επίγεια βάρη των συγκομιδών κωπηλατώ ανά τον
Αχέροντα ναυτιλόμενος / προς χαραυγήν ζωής πλήρους και γαλήνης, Ω μήτερ Δήμητρα
ανάμεινε!» Και στο ποίημα «Οι δίδυμες αδελφές» σημειώνει «Τρομακτικά ανελέητες οι δυνάμεις της
ύπαρξης / και της ανυπαρξίας … Ζω και κινούμαι ανάμεσα στα πεδία τους / θνητός
όλβιος και νεκρός μάκαρ. / Αφίεμαι σε λίκνισμα επερχομένου Ερέβους».
Σε
μια ποίηση ενδοσκοπήσεων και εσωτερικών καταβυθίσεων η υπαρξιακή διάσταση δεν έχει ως μοναδικό σημείο αναφοράς το εφήμερο
της ζωής, αλλά κατατείνει σε μια ευρύτερη θεώρηση του δράματος της ανθρώπινης
ύπαρξης. Βαραίνει η σκιά της οδύνης και ο μελαγχολικός τόνος βαθαίνει, όταν ο
ποιητικός λόγος αγγίζει την περιοχή του μύθου της ζωής, που ταυτίζεται με την
ατέρμονη αναζήτηση του αινίγματος της ανθρώπινης υπόστασης και την εναγώνια
αμφιβολία του γρίφου που περικλείει : Όταν η ποιητική αφήγηση αναφέρεται με
πικρόχολο σαρκασμό στη ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, και στην ασύλληπτη
και φασματική ζωή μας. Όταν γίνεται λόγος για το τέλος των βεβαιοτήτων και των
υποσχέσεων που βγήκαν όλες πλάνες. Ακόμα και η λήθη της συντριβής των ονείρων
και των προσδοκιών δεν είναι ικανή να καλύψει το κενό της ύπαρξης, εμφυσώντας
νέα πνοή και σμιλεύοντας νέα ζωή επί των ερειπίων.
Τρικυμισμένη
η ψυχή και το πνεύμα αναζητούν μεταφυσικά στηρίγματα, που σμίγουν την αρχαία
ελληνική με τη χριστιανική θεολογία. Στη συλλογή «Ούτη Εκείνη» σημειώνει «Παρήλθεν
ως πρωΐας αχλύς, ως άσμα αηδόνος / δακρυροούσα, τον εφημέρου βίου η ημέρα / Ο
Πικρόχολος και η Πικρία, ζεύγος ιδανικό / με σαρκασμό θωρούμε τα εγκόσμια»
και αλλού «Μηδενίζονται τα έσχατα, οι
σχέσεις, οι σκοποί / τα οράματα και οι ατέρμονοι ερωτικοί πόθοι / Επιταφίου
πλακός ανάγνωσμα / το έσχατο μήνυμα. Ματωμένε
Αμνέ, γαλήνεψε τη ψυχή τη δική μου και των άλλων, χύσε το αίμα σου, ελευθέρωσέ
με από τα δεσμά του θανάτου. Οδήγησέ με στην αγκαλιά του Αβραάμ στη Σκιά του
Σταυρού σου. Επέτρεψε στον Ήφαιστο, στον Αρμαγεδόνα να συμπληρώσει το έργο του.
Μέρος
της ποίησης του Κων/νου Ηλιόπουλου κατέχει αναμφισβήτητα και η νοσταλγία για την πατρική γη, που
αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει για επαγγελματικούς λόγους. Ο ξένος τόπος, η
Αμερική, κουβαλά αρνητικά συναισθηματικά φορτία, που μετουσιώνονται σε
νοσταλγική ποίηση για το φως και το τοπίο που άφησε πίσω του. Η ελληνική γη, φορτισμένη με μνήμες συλλογικές αλλά
και προσωπικές, συνοδεύει τη μοναξιά του και γίνεται η απαντοχή του στην ερημία
της μακρινής ηπείρου στην οποία έζησε ασκώντας υποδειγματικά το λειτούργημα του
ψυχιάτρου (Βυθίζομαι στην απύθμενη θλίψη του αμερικανικού χειμώνα). Αντίθετα το
αρχαιοελληνικό τοπίο με τις πέτρες του και ιδιαίτερα το Ηλειακό, ζει μέσα του
ως ηδονική ανάμνηση, λειτουργεί ως πηγή χαράς αλλά και ως θλίψη. Η προσμονή της
επιστροφής ανάγεται σε γλυκιά επιθυμία αλλά και σε οικτρή απάτη, διάψευση και
πλάνη.
Την
επώδυνη και ηδονική συγχρόνως νοσταλγία του μαρτυρούν οι ιστορικές θύμησες των
τραυμάτων και των αιμάτων της φυλής μας, οι αναμνήσεις των ερειπίων του έθνους
μας και της θλίψης των εκτελέσεων της Μακρονήσου. Γράφει «Στις ημέρες των συντριπτικών θλίψεων / επιστρέφω στων οστών μου τις
φωνές / ανακράζοντας τις οιμωγές της φυλής μου / της Κομνηνής τα δάκρυα, της
Μακρόνησος τα ελεγεία / σώματα αδιαχώριστα / Νεκροφάνειες και μνήμες», την
πιστοποιεί επιπλέον η υμνητική περιγραφή του Ηλειακού τοπίου – της ιδιαίτερης
πατρίδας του, που θυμίζει πανηγύρι των αισθήσεων «Πανοράματα αγρών πρασίνων Ηλείας, σταφιδαμπέλων μνήμες / βόμβος
μελισσών, κρίνων ανακράγματα, μολπές τεττίγγων / αιματηρός εγώ ροφητήρ /
επόπτης της πατρώας γης, ωδάς χαρμοσύνους προσάδων.
Την
νοσταλγία συγχρόνως αναδεικνύει το εγκώμιο της γυναικείας ωραιότητας που
πλέκεται ενιαία και αδιαχώριστα με τον έπαινο του Ηλειακού τοπίου «Η χώρα πανηγυρίζει στη λαύρα του Αυγούστου
/ με ψιλόλιγνες νεράϊδες, αλώνια με σταφίδες μελαψές. Τα στοιχειά και η
ερωτευμένη παρθένος συζούν στις λαύρες και στα αρώματα του κάμπου».
Διατρανώνεται τέλος με πατριδολατρεία ανάλογη του Κάλβου, που θέλει τον θάνατο
να συμβαίνει σε ελληνική γη. «Ας μη μου δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον
τάφον» εύχεται ο κορυφαίος επτανήσιος ποιητής και ο Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος
αντιστοίχως : «Γαία Εκάτη, Μαρία
Θεομήτορ / χάρισε την ύστατη ανάπαυση: γεύση γης Ελληνίδας. Αποθέωση θνητού η
μετουσίωση σε ελληνικά στοιχεία. / Ιερέ ποταμέ χάρισέ μου γωνία γης, δωρεάν
ταφής στο πλευρό σου / Ποινή αμαρτιών ο άγνωστος τάφος εν ξένη».
Σε
μια ποίηση που συνομιλεί με μνήμες οδυνηρές, αγαπημένους νεκρούς, όνειρα
σπαταλημένα, ηδονές επώδυνες, που την διαρρέει η ελεγεία του ανεκπλήρωτου και η
θλίψη της απώλειας ως αντιστάθμισμα έρχεται το υποδόρειο χιούμορ του Ντίνου
Ηλιόπουλου. Εκδηλώνεται με αυτοαναφορές, αυτοεπιτιμήσεις και αυτοεξομολογήσεις
πικρόχολης ειρωνείας και αυτοσαρκασμού αλλά και με την τεχνική της λογοτεχνικής
«πλαστοπροσωπείας», που του επιτρέπει να αποστασιοποιείται από την ποιητική
αφήγηση, να εμφανίζεται ως καταγράφων ξένα και όχι προσωπικά βιώματα, να
παραδέχεται την μικρότητά του. Σταχυολογώ ενδεικτικά τις αυτοαποκλήσεις «Φασματικός βίου κυνηγός, ονείρων συλλέκτης
παρέμεινα ισοβίως /, εγώ ονειρικός έφηβος / ονειροπιάστης μυθολόγος / ελάχιστος
κώνωψ υπερίπταμαι ο άθλιος (/ημείς οι αλιτήριοι/). Ταύτα εκρέμασεν εις πρόναον, παρ’ εμού του Ηλείου του αλυτρώτου,
ανώνυμος εκ βαρβαρικής.
Μπορεί,
κυρίες και κύριοι, στους χαλεπούς καιρούς μας ο άνθρωπος να αναμετριέται κυρίως
με τους εξωτερικούς του δαίμονες και η ποίηση που εστιάζει στην πολιτική και
την κοινωνική κριτική να διαθέτει μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στο αναγνωστικό κοινό.
Ωστόσο δεν θα πάψει ποτέ το διαχρονικό αίτημα της ανθρώπινης ψυχής για μια
ποίηση υπαρξιακών αναζητήσεων, επώδυνων εσωτερικών αναμετρήσεων, λυτρωτικών
ενδοσκοπικών εξομολογήσεων, όπως η ποιητική δημιουργία του Κων/νου Ηλιόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου