ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΓΥΡΩΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ «VΙΝSΑΝΤΟ Το κρασί της λάβας»



ΑΡΓΥΡΩΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
«VΙΝSΑΝΤΟ  Το κρασί της λάβας» Μυθιστόρημα
Εκδόσεις  ΨΥΧΟΓΙΟΣ Αθήνα 2014
         Το έργο παρουσιάσθηκε στον κύκλο των φιλολογικών βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών  με τη συνεργασία της,
 την 16η Μαρτίου 2015
         Την παρουσίαση του έργου έκανε ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Αλέξης Γκλαβάς. Αποσπάσματα του μυθιστορήματος διάβασε η ηθοποιός και καθηγήτρια  υποκριτικής του Πανεπιστημίου Πατρών Βάσω Σακελλάρη με τη συνοδεία βιολιού από την Νατάσα Ροδοπούλου και η ίδια η συγγραφέας. Την εκδήλωση προλόγισε και συντόνισε ο πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεωνίδας Μαργαρίτης.
Παραθέτουμε την εισήγηση του Αλέξη Γκλαβά για το βιβλίο της Αργυρώς Μαργαρίτη.

«Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε η Ροζάριο, «ήταν μια ελιά ξεχωριστή. Ολομόναχη ανάμεσα σ' εκατοντάδες φελλόδεντρα. Ένα πουλί, λέει, μάσησε από κάπου μια μαυριδερή ελιά, η πικρίλα το ζάλισε, έφτυσε το κουκούτσι, η γης το άρπαξε, το σκέπασε να το προφυλάξει, κι αυτό με τα χρόνια έγινε ολάκερο δέντρο. Οι βελανιδιές τη ζήλευαν. "Εσένα δε σε χαρακώνουν, δε σε πληγώνουν σαν κι εμάς". Εκείνη σάλευε τα φύλλα, ντρεπότανε.
»Κι όταν μια μέρα ήρθαν ξανά άνθρωποι απ' το χωριό, σαν κι εμάς, γιε μου, που 'χαν ανάγκη να δουλέψουν, η ελιά το σκέφτηκε καλά και τ' αποφάσισε. Τους φώναξε, τους έδωσε τα παιδιά της με μια συμφωνία. Θα της πάρουν τον καρπό να φτιάξουν λάδι, θα πάρουν από τις φελλοφόρες δρυς τη φλούδα να φτιάξουν φελλούς να ταπώνουν το λάδι να μην ταγκίζει. Μα, όταν σταματούν από το γδάρσιμο να φάνε το φτωχικό τους, θ' ακουμπάνε τις λαδωμένες τάπες στους πληγωμένους κορμούς να φέρνουν νέα. Κι οι άνθρωποι αχάριστοι δεν ήτανε. Ό,τι μπορεί να σου δώσει ο άλλος τού το παίρνεις, κι επειδή έχεις φιλότιμο, ό,τι μπορείς να δώσεις γι' αντάλλαγμα το δίνεις. Για τούτο, όταν κάθονται στον ίσκιο μιας ελιάς να ξαποστάσουν, ακουμπάνε τον φελλό τον λαδωμένο στο κορμί της μα και στα χαρακωμένα κορμιά των άλλων δέντρων, να φέρει μαντάτα».
Κυρίες και κύριοι,
επέλεξα ν’ αρχίσω αυτή μου την εισήγηση μ’ ένα πορτογαλικό παραμύθι, γιατί είναι κάποιες φορές που οι συμπτώσεις μας καθορίζουν. Κάμποσο καιρό πριν, μου ζήτησαν από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» να παρουσιάσω το μυθιστόρημα της Α.Μ. Όταν το πήρα στα χέρια μου και το ξεφύλλισα το πρώτο άνοιγμά μου έτυχε να είναι στην διαδικασία απογύμνωσης του φελλόδενδρου, του είδους αυτού της δρυός από την οποία κατασκευάζονται οι φελλοί. Και θυμήθηκε ότι, την προηγούμενη μόλις βραδιά της πρότασης, έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για τα φελλόδενδρα, όπου και έμαθα ότι, στα δάση αυτού του είδους βελανιδιάς, βρίσκουν καταφύγιο και δύο επαπειλούμενα είδη ζωής της Ιβηρικής. Ένα είδος αετού και ο Ισπανικός λύγκας.  Γι’ αυτό όχι και μια ελιά; Συμβιώσεις…
Σύμπτωση; «Τίποτα τυχαίο γιέ μου... Τίποτα δεν είναι σύμπτωση...», μου απήντησε ο Ισίδωρος, ο γέροντας ηγούμενος του μοναστηριού του Άη Κακούργου μέσα από της σελίδες της Αργυρώς Μαργαρίτη.
Έτσι, όταν συναντήθηκα για πρώτη φορά με την Αργυρώ, της ζήτησα να μην μιλήσουμε καθόλου για το βιβλίο. Της έκρυψα μάλιστα ότι, είχαμε  χρόνια πολλά πριν ξανασυναντηθεί. Ήταν περίπου τέτοια εποχή, λίγο πιο προχωρημένη άνοιξη το 2002, όταν πήρα στα χέρια μου την «Λελού» της.
Ας αρχίσουμε όμως από την αρχή και από τα γεγονότα: «Το βινσάντο (Vinsanto) της Σαντορίνης είναι παραδοσιακό γλυκό κρασί με σκούρο μπρούτζινο χρώμα, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των κρασιών Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητος, διαβάζουμε στις εγκυκλοπαίδιες...
Ο τρύγος γίνεται γύρω στα μέσα Σεπτεμβρίου και αρχικά γίνεται λιάσιμο των σταφυλιών για μερικές - δέκα με δεκαπέντε - ημέρες. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε απώλεια νερού και αύξηση της περιεκτικότητας σε σάκχαρα. Ο μούστος που προκύπτει, οδηγείται σε ξύλινα βαρέλια, για να ακολουθήσει η διαδικασία της ζύμωσης για τουλάχιστον τέσσερις μήνες. Στην συνέχεια αφήνεται να ωριμάσει τουλάχιστον για δύο χρόνια μέσα σε δρύινα βαρέλια. Σύμφωνα με την νομοθεσία, τα σταφύλια πρέπει κατά να είναι τουλάχιστον κατά 51% της ποικιλίας Ασύρτικο, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό θα πρέπει να είναι σταφύλια των ποικιλιών Αηδάνι και Αθήρι ή άλλα λευκά σταφύλια που να καλλιεργούνται παραδοσιακά στην Θήρα και στην Θηρασία.
Υπάρχουν δύο θεωρίες για την προέλευση του ονόματος. Η μία θεωρία θέλει η ονομασία του να προέρχεται από την χρήση του για την Θεία Ευχαριστία από τι Ιταλικό  vino santo: "οίνος άγιος", ενώ η άλλη ότι υποδηλώνει την προέλευση του κρασιού από το –επίσης- Ιταλικό  vino di Santorini: "οίνος από την Σαντορίνη".
Γεγονός δεύτερο: Στις 28 Οκτωβρίου 2010, έφυγε από την ζωή ένας από τους μείζονες Έλληνες αρχαιολόγους, ο Γιάννης Σακελλαράκης. Ο άνθρωπος που ανέσκαψε τις Αρχάνες, που ανεκάλυψε το νεκροταφείο στο Φουρνί, τον μεγάλο ναό στ’ Ανεμόσπηλια και την αρχαία Ζώμινθο. Σε μία από τις δημοσιεύσεις του, ανέφερε επί λέξει...
«Πριν από 37 αιώνες, σε μια εποχή που άγριοι σεισμοί σάρωναν την Κρήτη, ένας Μινωίτης ιερέας προσπάθησε να εξορκίσει τη μεγάλη καταστροφή με μια σπάνια απελπισμένη πράξη. Στη θεότητα του ναού της λοφοπλαγιάς πρόσφερε την πιο μεγάλη θυσία: μια ανθρώπινη ζωή. Θύμα και θύτης θάφτηκαν την ίδια στιγμή από σεισμική δόνηση, που γκρέμισε το ιερό».
Οι «ξερόλες» δημοσιογράφοι έπεσαν να τον φάνε. Οι «υπερήφανοι» -για ένα πράγμα που αγνοούν πλήρως, την ιστορία τους – Νεοέλληνες, τον έβριζαν «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» και αυτό του το επιστημονικό συμπέρασμα του στοίχισε την καθηγητική θέση. Αυτό, αν και φαινομενικά άσχετο, κρατήστε το.
Το θέμα του μυθιστορήματος είναι το ίδιο αιώνιο θέμα όλων των βιβλίων που έχουν γραφεί από τότε που άρχισαν να γράφονται βιβλία. Ο έρωτας κι ο θάνατος. Και ακόμα
"ο βασικός μοχλός της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που βρίσκεται πίσω από την πορεία της ιστορίας", σύμφωνα με τον Ίρβιν Γιάλομ, ο φόβος του θανάτου.
Όντας ο άνθρωπος το μόνο ζώο που έχει αίσθηση της θνητότητάς του, αντιστέκεται δημιουργώντας, επινοώντας τρόπους αποφυγής, καταφεύγοντας σε πράξεις μαγικές, τελετουργικές και μεταφυσικές, σε δημιουργίες κοσμοθεωριών και κατασκευές λέξεων με έννοια νεφελώδη και απροσδιόριστη, όπως «αιωνιότητα», με στόχο και σκοπό αυτό που ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στην προς Εβραίους επιστολή, "και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην, ένοχοι ήσαν δουλείας". (Εβραίους 2/β: 14,15).

Το σκηνικό. Η Σαντορίνη και σαν χώρος να φωτογραφίζεται (αλλά σε μια φωτογραφία φλου, όχι τόσο ευδιάκριτη) το Ακρωτήρι. Ένας αρχαιολογικός χώρος και κάπου γύρω του μια πανσιόν με το παράξενο όνομα «Τρας ος Μόντες», κάποια υπόσκαφα (αυτά τα σκαμμένα στον βράχο σπίτια και μαγαζάκια, θυμάμαι ένα ταβερνάκι χρόνια και χρόνια πριν με νοστιμότατο απλό φαγητό), πίσω του ένα βουνό, που πάνω του είναι χτισμένο ένα μοναστήρι γνωστό με το παράξενο όνομα του «Άη-Σύκα του Παλαβιάρη» , ή του «Άη Κακούργου», με τον ανάλογο θρύλο να το συνοδεύει, λίγο πιο πέρα ένα κτίσμα πατρογονικό των πρωταγωνιστών όπου μένει μόνος ο πάτερ-φαμίλιας και μπρός του η θάλασσα. Το γοητευτικό –μαγικό θα έλεγα- τοπίο που δημιούργησε η φωτιά.

Και τώρα τα κύρια πρόσωπα. Οι χαρακτήρες που πλάθει η Μαργαρίτη, στήνοντάς τους στην σκηνή για να υπηρετήσουν έναν πανάρχαιο θρύλο και το δικό της όραμα, του ξαναζωντανέματος αυτού του θρύλου. Χαρακτήρες που «βλέπουν», που «ξέρουν» αλλά, ο καθένας εγκλωβισμένος από τους δικούς του δαίμονες δεν «βλέπει» αυτό που βλέπει και «αγνοεί» αυτό που γνωρίζει, άρα και δεν μιλούν.
Κατ’ αρχάς, η Νίνα. Μια γυναίκα αλαφροΐσκιωτη, φορτωμένη μ’ ένα βαρύ φορτίο και καθήκον. Μια γυναίκα –που όπως λέει η Μαργαρίτη- «Είχε τον τρόπο της να δραπετεύει...» και μάλιστα δυο τρόπους. Ο ένας, ένα τετράδιο που με βιασύνη έγραφε στίχους που σκάρωνε από το τίποτα, έτσι καθώς ασχολιόταν με τον δεύτερο, που με παρέπεμψε τους «Χαΐνηδες» και το τραγούδι τους, «Συνταγές μαγειρικής».
Από μικρή της άρεσε, μες στην κουζίνα μόνη
τις ώρες να σκοτώνει
με τη μαγειρική,
και πέφτανε τα δάκρυα θυμώντας τη ζωή της
και δίναν στο φαΐ της
μια γεύση μαγική.
Απέναντί της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η Κάρμεν. Η κόρη της. Ένα πλάσμα γοητευτικό, διχασμένο ανάμεσα στον έρωτα και το συμφέρον. Υποψιασμένη για πολλά αλλά ποτέ σίγουρη, η αγαπημένη του μπαμπά, του ηγούμενου και του Στράτου.
Η μικρή Κάρμεν, που 2 μόλις χρόνων νανουρίζεται στην αγκαλιά του ηγούμενου του μοναστηριού του «Άη Κακούργου» μ’ ένα παλιό παραμύθι. Του ίδιου ηγούμενου που δίδασκε μεθοδικά στον πατέρα της την τέχνη, αλλά και την ιερή τελετουργία  του κρασιού. Του ίδιου ηγούμενου, που θα ήταν πάντα καταφυγή της στα δύσκολα, αλλά και ο άνθρωπος τον οποίον μπορούσε να εμπιστευτεί. Ενός ηγούμενου που κουβαλά κι αυτός ένα βαρύ φορτίο, απ’ αυτά τα πολύ βαριά κι ανομολόγητα. Διαβάζω...
«Όταν ο Ισίδωρος έκρινε πως πέρασε όση ώρα χρειαζόταν για να γίνουν ίζημα ο φόβος, η αγωνία, οι ενοχές, οι δικαιολογίες, να ξετυλιχτούν απ' το μυαλό τα φίδια που δένουν τη γλώσσα και κάνουν τη σκέψη να ξεστρατίζει, άνοιξε το ντουλάπι, έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί, γέμισε το νεροπότηρο και το έτεινε προς το μέρος της. «Πιες!»
Η Κάρμεν έσφιξε τα χέρια γύρω από το σώμα της. Κρύωνε. «Τι είναι αυτό;» «Βισάντο. Του πατέρα σου. Έχω μερικά μπουκάλια. Πιες!» «Πολύ είναι. Να με μεθύσεις θέλεις;» «Να σε κοινωνήσω...» «Δε σκοπεύω να ξομολογηθώ. Δεν είσαι έτοιμος να μάθεις πιο πολλά απ' όσα ξέρεις...» Πήρε το ποτήρι και το κατέβασε μονοκοπανιά, σκούπισε τα χείλη με το χέρι της. «Δεν είναι απ' τα καλύτερα του. Από τα πρώτα του. Μόλις ανοίξω το καινούργιο βαρέλι, να κλείσουν τα πέντε χρόνια, θα σου φέρω».
Κοίταξε το άδειο γυαλί, της φάνηκε πως ξαναγέμισε κόκκινο, πηχτό υγρό, το αίμα του πατέρα της είχε γίνει μαύρο, έκανε να το πετάξει, τα χέρια της καίγανε, τα δάχτυλα τσούζανε, μετάνιωσε, το ακούμπησε απαλά στα πόδια της.
Ο Ισίδωρος έκανε με κόπο τον γύρο του τραπεζιού που χρησίμευε για γραφείο, τα αρθριτικά του τον βασάνιζαν κάθε που άλλαζε ο καιρός. Σιγά τον πόνο. Εκείνος κάποτε είχε προκαλέσει περισσότερο. Έμειναν ώρα έτσι, ο καθένας χωμένος στον δικό του Άδη, εκεί όπου οι σκιές μηρυκάζουν κρίματα και τα φτύνουν, χωρίς να νοιάζονται για τις πληγές που ξαναματώνουν».
Δίπλα τους, η πρωτότοκη, ανέραστη Τασία. Φύλακας άγγελος και προστάτης, αχθοφόρος του ίδιου φορτίου με τον ηγούμενο, ίσως και βαρύτερου. Κι αυτό το «δίπλα τους» να φαντάζει μ’ έναν τρόπο περίεργο, μεταφραζόμενο σε ανεξήγητες κινήσεις, μια επαγρύπνηση και μια προστατευτικότητα που θα μπορούσε να θεωρηθεί και αρρωστημένη. Καταδικασμένη σε μια διαρκή, αιώνια θυσία και με επιπλέον ποινή να μην νιώσει ποτέ ένα χάδι. Κι ακόμα, βοηθός της μικρής αδελφής στην αιώνια ενασχόλησή της με την κουζίνα. Κοιτάξτε που κι εδώ ταιριάζουν οι Χαΐνηδες.
Κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι,
ποτέ δεν είχε ταίρι
ν’ αλλάξει μιαν ευχή,
Ψιλοκομμένος μαϊντανός, και σκόρδο μια σκελίδα,
να `φεγγε μιαν ελπίδα
στα μάτια τα μελιά,
και προς το τέλος πρόσθεσε ένα ποτήρι λάδι,
να `νιωθε ένα χάδι
μια μέρα στα μαλλιά.
Ανάμεσά τους, ο πανταχού παρών, απών. Ο ερωτευμένος Πορτογάλος πατέρας, ο Ζοζέ,που πήδησε από το πλοίο που εργαζόταν μια νύχτα για ένα μυστηριώδες πλάσμα του νησιού. Την «φευγάτη», το αερικό, την μεγάλη πρωταγωνίστρια Νίνα. Ο άνθρωπος που ρίζωσε στο νησί, δούλεψε κάνοντας τα πάντα, μέχρι που τ’ όνειρό του πραγματοποιήθηκε και...
“...άρχισε να δουλεύει αποκλειστικά στα χτήματα του πεθερού του, που αποδείχτηκε σπουδαίος δάσκαλος. Του μάθαινε με τρόπο απλό και μεθοδικό όσα ο ίδιος διδάχτηκε απ' τον παππού, τον πατέρα και τα δικά του λάθη. Του μίλησε πρώτα για όλες τις ποικιλίες των σταφυλιών. Ασύρτικο, αηδάνι, αθήρι, μαντηλαριά, μαυροτράγανο, νυχτέρι. Τον έμαθε να κλαδεύει σωστά, ν' αφήνει στο αμπέλι τρία μάτια, ένα για τον Θεό, ένα για τη γης κι ένα για τον αφέντη του. Και τα τρία μαζί να μπορεί να βλέπει να φυλάγεται. Τυλίγανε μαζί τα κλαδιά σε στεφάνι, χέρια που αγκάλιαζαν το ξύλινο κορμί να προστατέψουν τον ανθό από τους δυνατούς αγέρηδες που σήκωναν ελαφρόπετρα να τον καταστρέψουν. Στεφάνι για να ρουφά την ανεδοσιά, την υγρασία που ποτίζει με τον δικό της μυστικό τρόπο το αμπέλι.
Μα, πάνω απ' όλα, του 'δωσε ευχή και κατάρα να σέβεται τη φύση, γιατί εκείνη τα φτιάχνει όλα. Να λυπάται το νερό, να μην το σπαταλά άδικα, άνυδρο είναι το νησί, δεν έχει λίμνες, ποταμούς, μήτε καν ρυάκια. Μονάχα τρεις πηγές, τον πήγε ένα πρωί στη μία να δει το νερό που έτρεχε από τους σκισμένους βράχους μέχρι τη θάλασσα, σταυροκοπήθηκαν και μεταλάβανε”.
Και, μ’ αυτούς τους δασκάλους, τον πεθερό του και τον ηγούμενο, έμαθε να φτιάχνει το καλύτερο vinsanto στο κόσμο, έγινε κοινωνός του μεγάλου και μακάβριου μυστικού και έμεινε για πάντα στο νησί «φεύγοντας» από τον κόσμο νεότατος. Ο άνθρωπος μ’ ένα  παρελθόν που όλο επιχειρεί να το αφήσει πίσω του κι αυτό επιμένει να τον ακολουθεί, ο άνθρωπος που άνοιξε τις πύλες της Κολάσεως μ’ ένα παράξενο γράμμα του σ’ έναν «εν αμαρτίαις» συνεργάτη του, ο οποίος θα φτάσει στο νησί ακολουθώντας το, με μια βαλίτσα λεφτά, προϊόν της τελευταίας «δουλειάς» του, προετοιμάζοντας την μεγάλη και οριστική, ανατρέποντας τα πάντα και, γενόμενος εν αγνοία του, αλλά και ακούσια, παρά τις δικές του επιθυμίες, ο καταλύτης που θα προκαλέσει την τελική έκρηξη.
Και τέλος, αλλά όχι έσχατος, ο Στράτος. Ο ντόπιος με τους δύο μεγάλους έρωτες. Την Κάρμεν και την αρχαιολογία. Ο άνθρωπος που, «...μέσα στο χώρο της βαλσαμωμένης καταστροφής, ανακάλυπτε η ανάσα του διόδους ελευθερίας. Η σχέση του με τα ευρήματα των ανασκαφών, ήταν μυστηριακή»...
Κι όλα αυτά τα πρόσωπα να ενώνονται από μια μοίρα κοινή και συνεχόμενη, μια ιστορία αιώνια, σ’ έναν διαρκή, αέναο χορό που κρατάει 4.000 χρόνια τώρα, ίσως και παραπάνω, διαψεύδοντας όλους τους υποστηρικτές της «μη συνέχειας» των Ελλήνων.
Είχα ρωτήσει σε μια προηγούμενη παρουσίαση –καθισμένος όμως απέναντι, σαν ακροατήριο-  τον παρουσιαζόμενο συγγραφέα, αν αγάπησε, έστω και μια στιγμή τους ήρωές του. Ήταν μια απορία που μου γεννήθηκε και με απασχόλησε διαβάζοντας –τότε- το συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν πήρα σαφή απάντηση. Έμεινα λοιπόν με την εντύπωση ότι, μάλλον δεν τους είχε αγαπήσει. Από τότε, είναι μια ερώτηση που σφηνώνεται στο μυαλό μου, από τις πρώτες σελίδες της ανάγνωσης. Αν και στο «Vinsanto», η απάντηση είναι μάλλον εύκολη. Με πιο ευκολοδιάκριτη, την αγάπη της συγγραφέως στην Νίνα. Την γυναίκα με το μεγάλο μυστικό και την δυσβάστακτη αποστολή.
Εκείνο που διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο, είναι η ενδελεχής και εμπεριστατωμένη έρευνα στην οποία η Μαργαρίτη έχει αναλώσει ίσως περισσότερο χρόνο από την συγγραφή. Από τα Πορτογαλικά πλοία και τις αρχαιολογικές μεθόδους έρευνας, χρονολόγησης και αποκατάστασης, μέχρι τους ειδικούς τρόπους του κλαδέματος των αμπελιών στην Σαντορίνη και τις ποικιλίες των κρασιών της λάβας, ίσαμε τα ειδικά έθιμα του Σαντορινιού γάμου και μάλιστα όχι στην πρωτεύουσα Θήρα, αλλά σε χωριά συγκεκριμένων περιοχών του νησιού.
«Από την Πέμπτη μαζεύτηκαν οι κοπέλες και σπάζανε αμύγδαλα να φτιάξουν τα κουφέτα. Τα βούτηξαν στο καυτό νερό, τα ξάσπρισαν, τα δέσανε με μέλι. Η Τασία ετοίμαζε ταψιά με μελιτίνια, όλη η πλαγιά μοσχομύριζε. Την παραμονή του γάμου πήγανε όλοι μαζί στο αμπέλι, μπροστά με την αγιαστούρα του ο παπα-Σίλας, που τότε λειτουργούσε στην εκκλησιά τους και δεν είχε ακόμα καλογερέψει. Κόψανε δυο όμορφα, λυγερά κλαδιά να φτιάξουν τα στέφανα. Διαλέξανε μιαν αμπέλια που έκανε ζαχαρωτά σταφύλια, να 'ναι η ζωή των νιόνυφων γλυκιά. Τα καθαρίσανε από τα φύλλα, τα ραντίσανε με βισάντο κι ο κουμπάρος έχυσε το υπόλοιπο κρασί στη ρίζα του φυτού, πέταξε το μπουκάλι στα βράχια να γίνει κομμάτια, γρου-σουζιά να το πάνε πίσω στο σπίτι.
Τα στέφανα τα πήραν πάλι τα κορίτσια, τα τύλιξαν με μπαμπάκι, με μεταξωτή κορδέλα στη συνέχεια, και με χρυσή κλωστή κέντησαν τους λεμονανθούς. Την επιστασία του εθίμου την είχε η κυρα-Λούλα, η γριά γειτόνισσα, που ήξερε από αυτά. Τα έθιμα πρέπει να τηρούνται, δεν τα έκαναν στην τύχη οι προπαππούδες τους. Και τους εξηγούσε, η αμπέλια είναι του Θεού, στον θρόνο Του δίπλα φυτρώνει, Εγώ είμαι η Άμπελος, το κρασί το φτιάνει ο άνθρωπος με το μυαλό που του χάρισε ο Πλάστης του. Οι λεμονιές είναι δέντρα δίφορα και τρίφορα πολλές φορές, δίνουν ευφορία και πλούτο στο σπιτικό, τ' αμύγδαλα είναι προστασία.
Εκείνη ανέλαβε να ειδοποιήσει το χωριό, καταπώς το πρόσταζε η παράδοση. Καλή γυναίκα, πάντα τους συμπαραστεκόταν. Γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι, βροντούσε τις θύ-ρες και φώναζε «Κοπιάστε στον γάμο», τρεις λέξεις το κάλεσμα, ο ιερός αριθμός της Αγίας Τριάδας...»
Δεν ξέρω αν η Μαργαρίτη είχε υπ’ όψιν της το Κρητικό δίστιχο, την μαντινάδα
«Ο έρωντας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά κρατούνε
κι οι δυο το ίδιο άξαφνα και μ’ ίδια ορμή χτυπούνε»,
αλλά, αυτό ακριβώς συμβαίνει στο βιβλίο της. Ένα βιβλίο που πρέπει να τονίσω ότι, διαψεύδει την επικρατούσα άποψη περί «γυναικείας λογοτεχνίας», μια άποψη που τα τελευταία χρόνια εξαπλώνεται σαν γρίπη και θέλει ένα μυθιστόρημα να πελαγοδρομεί ανάμεσα σε έρωτες αδιέξοδους, παράνομους ή με ευτυχείς καταλήξεις, με κυρίαρχο βάρος στους δύο πρώτους, αλλά με κατάληξη στον τρίτο, τους πρωταγωνιστές γοητευτικούς, με «θεληματικά πηγούνια», (φράση που –ομολογώ- ποτέ μου δεν κατάλαβα, αλλά ενθουσιάζει τις κυρίες) και το απαραίτητο Χoλιγουντιανό «happy end». Ευτυχώς...
Το βιβλίο παλινδρομεί από την αρχή μέχρι το τέλος του. Στον χώρο, τον χρόνο, τον μύθο, τον θρύλο, τις πατροπαράδοτες συνήθειες, τις παραδόσεις, τα πρόσωπα και τα μυστικά τους, την πραγματικότητα. Από την Πορτογαλία στην Σαντορίνη, από την τελετουργία στην μυσταγωγία, από τον θρύλο στην ιστορία, από την απτή πραγματικότητα στην ονειροφαντασία. Δεν ξέρω αν έχει σημασία ο μύθος που δημιουργεί και γύρω του υφαίνει τις λέξεις η Μαργαρίτη, ακολουθώντας τους ήρωές της στην πορεία και τις επιλογές τους. Αν ρωτούσα τον Καβάφη, θα μου απαντούσε όχι. Το ταξίδι –θα μου έλεγε- έχει σημασία, όχι η Ιθάκη. Ένα ταξίδι κεντημένο με γοητευτικές εικόνες, όπως τα «μνημόσυνα» της Κάρμεν στον νεκρό πατέρα... Δυο τσιγάρα αναμμένα και δυο ποτήρια κρασί μπρος στην φωτογραφία του, ένα δικό του, ένα δικό της  και...
«Το καλύτερο σου κρασί. Πιστεύω, βέβαια, πως ήταν και η χρονιά, μη νομίζεις πως τα έκανες όλα μόνος σου... Φυσούσε πολύ εκείνο το καλοκαίρι. Το ηφαίστειο και ο ήλιος έκαναν όλη τη δουλειά... Μη μου κορδώνεσαι εμένα. Το βισάντο το φτιάχνουν ο ήλιος και το ηφαίστειο...»
Ήπιε μια γουλιά, τράβηξε μια ρουφηξιά απ' το τσιγάρο της, έφερε ξανά το ποτήρι στο στόμα, το ήπιε όλο.
Σαν λιωμένο ρουμπίνι. Αρώματα φουντουκιού και κάστανου γέμισαν το δωμάτιο, ανακατεμένα με υπόνοιες φρούτων. Βισάντο, το κρασί της λάβας. Δεκαπέντε μέρες το απλώνουν στον ήλιο να έρθει να ροζιάσει το σταφύλι, να γλυκάνει ο χυμός του. Ύστερα το πατάνε στον ληνό, μαζεύουν το πολύτιμο υγρό και το φυλακίζουν σε δρύινα βαρέλια. Πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια εκεί στα άσπρα, μέσα στις σπηλιές, στα υπόσκαφα.

Kαι μια και ανέφερα τους «Χαΐνηδες» και τις «Συνταγές μαγειρικής» τους, θα ήθελα να κλείσω τούτη την παρουσίαση με την καταληκτήρια στροφή του τραγουδιού:
«Πόσες καρδιές που γίνανε αναλαμπή κι αθάλη,
μας κάμανε μεγάλη
κάποια μικρή στιγμή,
κι αθόρυβα διαβήκανε απ’ της ζωής την άκρη,
χωρίς ν’ αφήσει δάκρυ
σε μάγουλο γραμμή»...
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου