ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ


ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
(Ο 15Ος ΑΙΩΝΑΣ ΩΣ ΕΠΟΧΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ)
 Διάλεξη τής Σοφίας Καυκοπούλου, στην Διακίδειο Σχολή Λαού Πατρών, την 18η Φεβρουαρίου 2017.

Ιδιαίτερη η χαρά και μεγάλη η τιμή, για δεύτερη συνεχή χρονιά, να βρίσκομαι σε τούτο το βήμα, όπου έχουν ομιλήσει τόσοι και τόσοι άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και επιστημών. Θερμές ευχαριστίες εκφράζω προς τον πρόεδρο τής Διακιδείου Σχολής, κ. Ιωάννη Αθανασόπουλο και προς τα εκλεκτά μέλη της, το σύνολο των οποίων με τιμούν απόψε με την παρουσία τους. Με την ίδια ζέση, ευχαριστώ και όλους εσάς που βρίσκεστε απόψε εδώ.
Κύριε πρόεδρε, Κύριοι καθηγητές, Εντιμότατοι κύριοι και κυρίες,

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο 15ος αιώνας, υπήρξε αιώνας έντονων μεταβολών, οι οποίες είχαν ξεκινήσει ήδη τρεις αιώνες πριν και κορυφώθηκαν με τη μετάβαση από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Υπήρξε η κομβική εκείνη εποχή, όπου από τη μία έχουμε την ίδρυση των πρώτων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, ενώ από την άλλη, πολλοί άνθρωποι οδηγούνται στην πυρά με την κατηγορία της μαγείας. Ας μην ξεχνάμε πως το πρώτο «κυνήγι μαγισσών» ξεκινά το έτος 1427!
Σε αυτή την εποχή, το μεταίχμιο ουσιαστικά ανάμεσα στους «σκοτεινούς χρόνους» και το σταδιακό πέρασμα σε μία νέα ιστορική εποχή, πραγματοποιείται το σημαντικότερο γεγονός που διασπά την ιστορία τής καθ’ ημάς Ανατολής σε βυζαντινή και μεταβυζαντινή. Πρόκειται βεβαίως για την Άλωση τής Βασιλεύουσας των πόλεων, τής Κωνσταντινουπόλεως από τούς Οθωμανούς Τούρκους. Η Άλωση τής Πόλεως είναι το κεντρικό σημείο αναφοράς τού 15ου αι., ενώ μάλιστα βρίσκεται χρονικά στο μέσον του, το έτος 1453.
Μελετώντας την αλληλένδετη πορεία των γεγονότων, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία αρκετά ιδιόμορφη πραγματικότητα. Η στροφή που συντελείται προς τα οφέλη τής κλασσικής παιδείας, δεν εμποδίζει τα τελευταία ψήγματα τού Μεσαίωνα να κάνουν την εμφάνισή τους. Φαίνεται σαν να προσπαθούν να πάρουν την τελευταία ανάσα ζωής, βλέποντας πως το οριστικό τους τέλος πλησιάζει. Αυτή η ανάσα μάλιστα, όπως γίνεται πάντα όταν κάτι ψυχορραγεί, μοιάζει με έντονο βρυχηθμό βαριά πληγωμένου ζώου, που προσπαθεί να πιαστεί από κάπου για να σωθεί και γίνεται ακόμη πιο απειλητικό και άγριο.
Εξηγείται έτσι το «κυνήγι μαγισσών» στη δυτική Ευρώπη, αλλά και η σύσταση τού Γενικού Συμβουλίου τής Ιεράς Εξετάσεως, στην Ισπανία του 1483. Σύγχρονα μάλιστα με τις ευρωπαϊκές αποστολές, προς εξερεύνηση νέων εδαφών, την ίδρυση Πανεπιστημίων, τη διάσωση χειρογράφων και την εν γένει άνθιση τεχνών και γραμμάτων σύμφωνα με τα πρότυπα τής κλασσικής ελληνικής παιδείας.
Ο 15ος αι. είναι ασυζητητί ο αιώνας των μεγάλων αλλαγών, αλλά όχι μόνο σε σχέση με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα εκατό χρόνια που θα παρουσιάσουμε, αλλά και λόγω των σημαντικών προσωπικοτήτων που ταυτίστηκαν με τα γεγονότα εκείνα.
Αναφερόμαστε στους Έλληνες λογίους που έζησαν τα ταραγμένα συμβάντα τής Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας, ως απεσταλμένοι και διαπραγματευτές τής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκείνους που έζησαν την πολιορκία και πτώση τής Πόλεως, εκείνους που κατέφυγαν στη Δύση και δίδαξαν την ελληνική Φιλοσοφία και τον ελληνικό Πολιτισμό στους Λατίνους. Εκείνους που έγιναν το μέσο για την διάσωση και διαιώνιση της παιδείας που θεωρείτο τόσο σημαντική στο Βυζάντιο, αλλά και για το μεγάλο βήμα της δημιουργίας τού «αναγεννησιακού» ανθρώπου, με τις αρετές τις οποίες θα έπρεπε να έχει.

ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΡΟΣ

Οι λόγιοι τού 15ου αιώνος, έχοντας συνειδητοποιήσει ή όχι ότι βρίσκονται στο κατώφλι μίας νέας εποχής, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, τόσο πριν την Άλωση, όσο και κατόπιν. Δάσκαλοι, οι οποίοι ενέσκηψαν βαθιά στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, προσωπικότητες τού κλήρου με σπουδαία μόρφωση, αναστήματα μεγάλα με έντονη δράση στα τεκταινόμενα, έγιναν μέσα από τα έργα τους, ηθελημένα ή μη, μάρτυρες τού ιστορικού γίγνεσθαι τής εποχής τους.
Μιμούμενοι πολλάκις το συγγραφικό ύφος τού Θουκυδίδη[1], έφεραν στη Δύση την ελληνική κλασσική παιδεία τής αρχαιότητας μέσω κυρίως τής διδασκαλίας τους σε Σχολές τής Ιταλίας, όπου συγκέντρωναν γύρω τους πλήθος μαθητών, οι οποίοι κυριολεκτικά διψούσαν για τη γνώση τής ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας και τη μελέτη των Ελλήνων κλασσικών συγγραφέων, όπως οι φιλόσοφοι Πλάτων και Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, οι Στωικοί, οι Πυθαγόρειοι, οι τραγικοί ποιητές και πολλοί άλλοι, τα έργα των οποίων μεταφράζονταν συστηματικά στα ιταλικά και διδάσκονταν στους γόνους των καλυτέρων οικογενειών τής Δύσης[2], εκείνους που είχαν έρθει λόγω του ολοένα αυξανόμενου εμπορίου, στην θέση τής άρχουσας τάξης, εξοβελίζοντας τούς παλαιούς αριστοκράτες.
Οι λόγιοι τού 15ου αι., είτε με τη συμμετοχή τους στο διάλογο μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας, είτε με την ενεργό συμμετοχή τους στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, όπου άλλοι από αυτούς συμφώνησαν με την Ένωση των Εκκλησιών, ενώ άλλοι την αρνήθηκαν με σθένος, έχοντας καθείς τούς λόγους του κι εκθέτοντάς τους στα έργα του, αποτελούν τούς πιο αξιόπιστους μάρτυρες για τα εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχόλησαν έντονα και τις δύο πλευρές έως τα μέσα τού 15ου αι..
Η πολυπόθητη Ένωση, για πολλούς απετέλεσε τη σανίδα σωτηρίας τής ήδη καρατομημένης Αυτοκρατορίας, από την Οθωμανική λαίλαπα που απειλούσε να την διαλύσει ολοσχερώς και να εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη. Για άλλους, και κυρίως για τον λαό τής ίδιας τής Πόλεως, αποτελούσε μία φρικτή προδοσία απέναντι στα ιδανικά τους, απέναντι στην Ορθόδοξη πίστη τους. Ακόμη, αποτελούσε αυτομάτως εκούσια υποδούλωση στους Δυτικούς.
Μετά την ανάκτηση τής Κωνσταντινουπόλεως από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, το 1261, ακολούθησε μία μεγάλη περίοδος πνευματικής ακμής, που χαρακτηρίστηκε ως Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική παρακμή[3], συνόδευε η ταυτοχρόνως πλούσια πνευματική παραγωγή.
Το Πανεπιστήμιο τής Πόλεως επαναλειτούργησε με πρώτο κοσμήτορα τον Γεώργιο Ακροπολίτη[4]. Η ολοένα υποβαθμιζόμενη σε δύναμη, Αυτοκρατορία, άφηνε κληρονομιά κατά τη δύση της, απίστευτης σπουδαιότητος έργα τής υψηλής διανόησης. Πρόκειται για μία εποχή τολμηρών και πολυάριθμων φιλοσόφων, με κορωνίδα τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα[5]. Σύμφωνα με τον Steven Runciman[6], η αντίθεση αυτή, εξηγείται αν λάβουμε υπ’ όψιν, πως οι λόγιοι, πνευματικοί άνθρωποι, σπανίως διαπρέπουν στην πρακτική διαχείριση. Εάν λοιπόν, δεν κατείχαν πολλοί από αυτούς ανώτατα αξιώματα, ίσως η διακυβέρνηση να μην καθίστατο τόσο αναποτελεσματική.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, άλλοι από αυτούς απογοητεύτηκαν βλέποντας ότι η Αυτοκρατορία ήταν καταδικασμένη να σκλαβωθεί στους Τούρκους, ενώ άλλοι στέκονταν με θάρρος μπροστά στα γεγονότα, πιστεύοντας είτε πως θα υπάρξει σωτηρία και εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στον Θεό, είτε έχοντας πλήρη συναίσθηση τού τί θα επακολουθήσει, αλλά επιλέγοντας να διατηρήσουν την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα σε διάσταση με τη Δύση. Κοιτάζοντας το αδιέξοδο κατάματα και με θάρρος.
Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο τής κοινωνίας, όπου ανήκει και η Εκκλησία, υπάρχουν ένα σωρό από παράγοντες, οι οποίοι μάς ενδιαφέρουν για να εξάγουμε όσο το δυνατόν πιο ασφαλή συμπεράσματα για την ιστορική μας έρευνα. Παράγοντες όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η τέχνη και ο πολιτισμός, η θρησκεία, οι νόμοι, όλα τα στοιχεία κοινωνικής δομής τα οποία χρειάζεται να μελετηθούν για να έχουμε ένα βέβαιο συμπέρασμα. Για όλους αυτούς τους παράγοντες, γίνεται επίσης λόγος μέσα στα συγγράμματα των λογίων τού 15ου αι..
Ο καθένας τους, μεταφέρει τα ισχύοντα ήθη και έθιμα τού καιρού του και ανάλογα με αυτά κινείται και δρα. Το κοινωνικό πλαίσιο είναι πάντοτε αυτό που καθορίζει συμπεριφορές και αποφάσεις, σε κάθε εποχή, από την πρωτόγονη, έως τη σύγχρονη, τη δική μας. Ζώντας σε μία οργανωμένη κοινωνία, ο άνθρωπος μαθαίνει να υπακούει σε νόμους, να δημιουργεί αλληλένδετες σχέσεις κάθε είδους με τους συνανθρώπους του, να συμμορφώνεται στα κοινά πιστεύω που καθορίζουν τη συνοχή αυτής της κοινωνίας, να δρα με γνώμονα το συλλογικό καλό και να πιστεύει σε κοινά ήθη που είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν τον τύπο και την ποιότητα τής εκάστοτε κοινότητας.
Βέβαια, θα είναι σοβαρό ατόπημα, να θεωρούμε πως σε μία κοινωνία, όλοι σκέφτονται και ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, μάς μεταφέρουν τη δομή τής κοινωνίας τους και μαρτυρούν σε τί συμφωνούν και σε τί όχι. Δίνουν την μαρτυρία τους για την ταραγμένη περίοδο που ζουν και τα γεγονότα που οδηγούν στην πτώση τής χιλιόχρονης αυτοκρατορίας.
Όσον αφορά στο κομμάτι τής πολιτικής, δε διαφέρει με τον τρόπο δράσης της από εποχή σε εποχή, καθώς στηρίζεται πάντα σε διπλωματικές σχέσεις και συμφωνίες πάνω ή κάτω από το τραπέζι, κυρίως δε κάτω από αυτό. Στο Βυζάντιο, με το πέρασμα των χρόνων, η διπλωματία ανάγεται σε αληθεινή επιστήμη. Εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες, οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να επιταχύνουν και να ολοκληρώσουν την Ένωση των Εκκλησιών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο λαός από την άλλη, δε συμφώνησαν σε αυτό και ‘’τράβηξαν’’ το χαλί από τα πόδια των ενωτικών.
Η πολιτική, σαν παιχνίδι εξουσίας ή σαν ζυγαριά που γέρνει αμφίρροπα ανάλογα με την εξέλιξη του παιχνιδιού, εμπερικλείει τον κίνδυνο τής αστοχίας και φυσικά έχει θιασώτες όπως και εχθρούς. Δεν μπορούν όλοι να συμφωνούν με τούς πολιτικούς χειρισμούς τής εκάστοτε ηγεσίας, παρ’ ότι αυτή, στην περίπτωση των Βυζαντινών αυτοκρατόρων ήταν ελέω Θεού.
Η παρουσίαση λοιπόν της πολιτικής που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και την Άλωση, πολλούς ίσως να τους άφησε πλήρως, εν μέρει ή καθόλου ικανοποιημένους. Αυτό είναι κάτι που αδιαμφισβήτητα εξάγεται από τα έργα των λογίων προσώπων τής εποχής, τα οποία παίρνουν θέση και εξηγούν το πώς και γιατί πραγματοποιήθηκαν κάποιοι πολιτικοί χειρισμοί και το αποτέλεσμά τους. Δικαιολογώντας ή απορρίπτοντας αυτούς, συνθέτουμε το ιστορικό σκηνικό που μάς ενδιαφέρει να γνωρίσουμε.
Όμως, όλα αυτά μέχρι την Άλωση. Ποιες αλλαγές επέφερε η πτώση στα χέρια των Οθωμανών, των μέχρι πρότινος βυζαντινών εδαφών; Έπειτα από αυτήν, οι κοινωνικές, οι πολιτικές και οι εκκλησιαστικές δομές ως ένα σημείο, αλλάζουν. Μεταβάλλονται σταδιακά, καθώς πλέον οι κάτοικοι υποδουλώνονται σε ένα άλλο, διαφορετικό έθνος, η ηγεσία του οποίου, ο Σουλτάνος, οι Βεζύρηδες και οι Πασάδες του, επιβάλλουν τη δική τους διοίκηση, τους δικούς τους νόμους, τη δική τους πολιτική απέναντι στη Δύση, απέναντι στους υπόδουλους ραγιάδες. Ως γνωστόν, πριν την Άλωση, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία περιελάμβανε μόνον την περιοχή τής Κωνσταντινουπόλεως, την ανατολική Θράκη και λίγα μέρη τής Μικράς Ασίας.
Κάτω από την οθωμανική ηγεσία, οι οργανωμένες δομές τής κοινωνίας ‘’σπάνε’’, ενώ διαμορφώνεται έλα άλλο κοινωνικό πλαίσιο, με διαφορετικές δομές, παραγκωνισμού των εντοπίων και απομάκρυνσής τους από αξιώματα. Βεβαίως, κάποιοι ευγενείς και αξιωματούχοι, έχοντας καλές σχέσεις με τούς Οθωμανούς, καταφέρνουν να διατηρήσουν ένα υψηλό κοινωνικό υπόβαθρο και να απολαμβάνουν προνόμια[7]. Οι περισσότεροι ωστόσο λόγιοι, κατέφυγαν στη Δύση, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος να διαφύγουν και να επιζήσουν, δεδομένου τού ότι οι Τούρκοι δεν έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη για την κλασσική παιδεία, ενώ η Δύση δεχόταν με ευχαρίστηση τους μορφωμένους εκείνους Έλληνες[8], που θα έδιναν τα φώτα τους στην συντελούμενη Αναγέννηση.
Να μην λησμονήσουμε όμως να πούμε, ότι οι πρόγονοι των Λατίνων που τώρα, ήθελαν να γνωρίσουν την ελληνική παιδεία, λίγο νωρίτερα, στα 1204, συμπεριφέρθηκαν σε αυτήν με επαίσχυντο τρόπο. Μία νέα φιλολογική παράδοση άρχισε να δημιουργείται, με τον ερμηνευτικό υπομνηματισμό και σχολιασμό αρχαίων κειμένων, που σηματοδοτούσε την στροφή προς την κλασσική αρχαιότητα και το ανθρωπιστικό ιδεώδες τού παρελθόντος. Με λίγα λόγια, πρόκειται για τη συνειδητοποίηση τής ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανάλογη αναζωπύρωση, γνώρισαν και οι διαφωνίες ανάμεσα στους θιασώτες τής Πλατωνικής και Αριστοτελικής Φιλοσοφίας.
Κάνοντας μία σύντομη μνεία στους κορυφαίους λογίους τής πρωίμου Παλαιολογείου Αναγεννήσεως, μπορούμε να σταθούμε στους Μάξιμο Πλανούδη, Δημήτριο Τρικλίνιο και Θεόδωρο Μετοχίτη. Ο Μάξιμος Πλανούδης, υπήρξε λόγιος με ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, ενώ γνώριζε πολύ καλά την λατινική, δυνάμενος να μεταφράσει διάφορα κείμενα[9]. Ο Δημήτριος Τρικλίνιος, λόγιος από την Θεσσαλονίκη, συνέβαλε στην μελέτη τής κλασσικής λογοτεχνίας και επιδόθηκε σε κριτικά υπομνήματα εκδόσεων ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας[10]. Τρίτος στη σειρά, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός τού Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου, υπήρξε υπεύθυνος για την ανακαίνιση τής βιβλιοθήκης στην Μονή τής Χώρας και για την διακόσμησή της με νέες τοιχογραφίες[11].
Ο Γεώργιος Σφραντζής στο Χρονικό του, εξ αρχής δηλώνει πως θα ήταν καλό για εκείνον να μην είχε γεννηθεί ή να είχε πεθάνει στην παιδική ηλικία[12]. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται πασιφανής ο πόνος του για τα γεγονότα τής ζωής του -ο οποίος διαπνέει και ολόκληρο το έργο του-, και  βέβαια εξιστορούνται γεγονότα που ήσαν συνυφασμένα με την τύχη τού Κράτους και αντικατοπτρίζουν με αμεσότητα την επικρατούσα αντίληψη των ανθρώπων της εποχής, στο θέρετρο των συγκρούσεων που διαδέχονται η μία την άλλη και κορυφώνονται σταθερά στο πρώτο μισό τού 15ου αι
Ο ιστοριογράφος Δούκας, περιγράφει την βυζαντινή κοινωνία προ τού τέλους, με μελανά χρώματα, εξ αιτίας των ηθών που χαλαρώνουν και ωθούν τούς ανθρώπους σε αμαρτίες ανεπίτρεπτες· διαμάχες μεταξύ συγγενών αυτοκρατόρων, ασέβεια και παρακοή στον Θείο νόμο, πράξεις που προκαλούν την οργή τού Θεού[13].
Η δυναστεία των Παλαιολόγων, δεν έδωσε τυχαία το όνομά της στην περίοδο πολιτιστικής ακμής των τελευταίων αιώνων τού Βυζαντίου, την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Πολλοί από τούς αυτοκράτορες, είχαν ανάλογα ενδιαφέροντα, όπως ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1395-1425), ο οποίος έγραψε πραγματείες, ομιλίες και επιστολές και υπήρξε θεολογικά και φιλολογικά κατηρτησμένος.
Ο 15ος αι., ο κατ’ εξοχήν αιώνας τής Αναγέννησης, έδωσε έργα που βασίστηκαν απολύτως στον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, στην πνευματική κίνηση του ουμανισμού. Το μεσαιωνικό θεολογικό – σχολαστικό πνεύμα, παραγκωνήθηκε και η ανάπτυξη τής φιλοσοφίας και τής εν γένει παιδείας, μέσω τής ίδρυσης και λειτουργίας πολλών Πανεπιστημίων, άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα.
            Πολλοί Έλληνες λόγιοι είχαν αποδημήσει στην Δύση και συγκεκριμένα στην Ιταλία, πριν την οριστική Άλωση τής χριστιανικής Ανατολής. Αυτοί δίδασκαν στα εκεί Πανεπιστήμια, ενώ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στα γεγονότα γύρω από την Ένωση των Εκκλησιών, στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, στα 1438-1439[14]. Στα παρεμφερή αυτά γεγονότα τής Συνόδου, μπορούμε να συμπεριλάβουμε την ώθηση που έδωσε αυτή, στους Ιταλούς λογίους, να ασχοληθούν με τούς Έλληνες κλασσικούς και να μεταφράσουν έργα τους[15]. Ας μην λησμονούμε, πως η ελληνική γλώσσα συνέχιζε να χρησιμοποιείται νότια τής Ρώμης και σε πολλά τμήματα τής Σικελίας, ιδιαιτέρως στην βορειοανατολική πλευρά –η οποία προέβαλε την πιο μακρά αντίσταση στην αραβική κυριαρχία- για πολλούς αιώνες[16]. Ακόμη και σήμερα άλλως τε, κάποιες κοινότητες σε Απουλία και Καλαβρία διατηρούν ένα περίεργο μείγμα των ελληνικών που έφεραν οι άποικοι από την Αρχαία Ελλάδα και των ιταλικών[17].
            Λόγιοι όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος[18], ο Μανουήλ Χρυσολωράς[19], ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, Ο Βησσαρίων, επίσκοπος Νικαίας και έπειτα καρδινάλιος τής Καθολικής Εκκλησίας, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Πλήθων, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και πολλοί άλλοι μείζονος ή ήσσονος σημασίας, έχοντας αποκτήσει την παιδεία που εδίδετο πλούσια στις βαθμίδες εκπαίδευσης τού Βυζαντίου, προσέφεραν τα φώτα τής γνώσεως στην Δύση. Η εγκύκλιος παιδεία στο Βυζάντιο, περιελάμβανε μαθήματα γραμματικής, ρητορικής, ηθικής, ιστορίας, μαθηματικών, φυσικής, μεταφυσικής, μουσικής, ποίησης, αστρονομίας, φιλοσοφίας, θεολογίας.
            Εκτός από την παιδεία, την εκπαίδευση και τα μνημεία τού λόγου, το πνεύμα τού ουμανισμού, επηρέασε κάθε μορφή τέχνης.  Οι εικαστικές τέχνες άνθισαν με τα αναγεννησιακά πρότυπα που όλοι θαυμάζουμε ακόμη, μετά το πέρας τόσων αιώνων και ξαναζωντάνευαν μύθους, σκηνές από έργα τής κλασσικής αρχαιότητας. Όλοι οι πλούσιοι, αλλά και η επίσημη Εκκλησία, διαγκωνίζονταν προς άγραν εξόχων καλλιτεχνών, για τη δημιουργία έργων τέχνης που στόλιζαν τοίχους, οροφές, αλλά και την εξ ολοκλήρου ανοικοδόμηση κτηρίων με τα παραπάνω πρότυπα.
Η ιταλική Αναγέννηση, εμπνεόμενη από την αρχαιότητα, προχώρησε πέρα από τη μεσαιωνική θρησκευτικότητα, στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών και τού μυθολογικού και νατουραλιστικού στοιχείου. Οικοδομήθηκε επάνω στην επανεκτίμηση τής ελληνικής φιλοσοφίας και των έργων της, φορείς τής οποίας ήσαν, ως απόγονοι και κληρονόμοι, οι Βυζαντινοί λόγιοι. Η Παλαιολόγεια Αναγέννηση, που ήδη συντελείτο στο Βυζάντιο, μετέφερε στην Δύση την επαναξιολόγηση τού αρχαίου κόσμου, μετέφερε, για να είμαστε πιο ακριβείς, το μικρόβιο τής ενασχόλησης με τα αρχαία έργα, σε έναν άλλο τόπο, που κι εκείνος είχε γίνει ένα  θέατρο ζυμώσεων.
Ακόμη, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, λίγο πριν το οριστικό τέλος της, ζήτησε επανειλημμένως βοήθεια από την Δύση, χρησιμοποιώντας πρεσβείες λογίων, μορφωμένων προσωπικοτήτων, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκφράσουν με τον πιο ορθό τρόπο τα αιτήματα τους και να δημιουργήσουν «γέφυρα» σωτηρίας για το Κράτος. Αυτόν τον ρόλο έπαιξαν πολλάκις, οι λόγιοι που βρίσκονταν τα χρόνια εκείνα στην Εσπερία και διέσπειραν την αρχαιοελληνική γραμματεία και τούς θησαυρούς της.
Να σταθούμε, στο σημείο ετούτο, στα έργα των φιλοσόφων Πλάτωνος και Αριστοτέλους, τα οποία οι δυτικοί γνώρισαν ως ένα βαθμό μέσω αραβικών ή άλλων μεταφράσεων, όχι τόσο ποιοτικών, των οποίων έργων ωστόσο, η αξία αναδύθηκε πλήρως, από τον υπομνηματισμό, την ερμηνευτική προσέγγιση και την μετάφραση των Βυζαντινών. Σταδιακά, εδραιώθηκε η άποψη πως οι Έλληνες σχολιαστές ήσαν πιστοί στα αυθεντικά κείμενα, ενώ οι φιλόσοφοι άρχισαν να κερδίζουν έδαφος, να προκαλούνται ακόμη και διαμάχες ανάμεσα στους θιασώτες τού ενός και τού άλλου. Εκτός από τα κλασσικά αυτά έργα όμως, άρχισαν να τυπώνονται και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων τής Εκκλησίας.
Οι Έλληνες λόγιοι, που βρέθηκαν στην Δύση πριν την Άλωση, άλλοτε ως πρεσβευτές για να ζητήσουν βοήθεια για τη σωτηρία τής Αυτοκρατορίας και άλλοτε ως μη έχοντες ελπίδα, υπό το βαρύ σύννεφο τής οθωμανικής απειλής, άλλοτε απόλυτα προσηλωμένοι στην ορθόδοξη ανατολική παράδοση και άλλοτε διαλλακτικοί, συνετέλεσαν τα μέγιστα όσον αφορά στην διάσωση και διασπορά τού ελληνικού πνεύματος. Ακόμη και μετά την φρικτή πτώση τής Βασιλεύουσας, οι λόγιοι που έφθασαν ως πρόσφυγες στην Δύση, κατέκτησαν την Ευρώπη μέσω τής γνώσης. Δίδαξαν την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό, κληροδοτώντας τον στις επόμενες γενιές, φιλτράροντάς τον συνάμα, μέσω τής ευρωπαϊκής διανόησης. Δημιουργώντας έτσι, στα πέρατα τής Οικουμένης, μία συμπάθεια για τούς υπόδουλους, προάγοντας την ελληνομάθεια και προωθώντας την επιστήμη.
Παρουσιάζοντας συνοπτικά τις σημαντικότερες προσωπικότητες λογίων, τής ύστερης εποχής τού Βυζαντίου, μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποιους, οι οποίοι ήρθαν με διαφόρους τρόπους σε επαφή με την νέα περίοδο που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στην δυτική Ευρώπη, κατανοώντας το ιστορικό μεταίχμιο στο οποίο ευρίσκονταν. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Β’ (1350-1425), ήτο ευρυμαθής. Γνώριζε λατινικά και είχε ταξειδέψει αρκετά στην Δύση, αν και διαφωνούσε με την δυτική θεολογία και διατηρούσε επιφυλάξεις σχετικά με το αν θα ήταν εφικτή η Ένωση. Ο Μανουήλ ήταν αρκετά καλός θεολόγος, ώστε να συζητά έχοντας ευχέρεια με τούς καθηγητές τής Σορβόννης, για το filioque[20]. Δυστυχώς, παρά την αξιοπρεπή στάση του, προκάλεσε την θλίψη των ξένων μοναρχών, καθώς είχε έρθει σε Γαλλία και Αγγλία, ως ικέτης, αναζητώντας την πολυπόθητη βοήθεια κατά των Οθωμανών[21]. Φίλος τού Μανουήλ και ένας επίσης σημαντικός λόγιος, ήτο ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διευθυντής τής Πατριαρχικής Ακαδημίας, ο οποίος γνώριζε άριστα λατινικά και ενδιεφέρετο ζωηρώς για την σχολαστική θεολογία, αν και ακραιφνώς ορθόδοξος[22]. Τούτος, υπήρξε ηγετική μορφή στους κύκλους των λογίων τής ύστερης εποχής[23].
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, (1355-1450), διαπρεπής πλατωνιστής και ευρυμαθής φιλόσοφος, ήταν ένας εξ όσων έφτασαν στην Ιταλία για να συμμετάσχουν στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας[24]. Ήταν ο μοναδικός λόγιος τής εποχής, που δεν αποδεχόταν διαφορά μεταξύ έσω και έξω παιδείας, ενώ αντιπαθούσε σφόδρα την αποφατική θεολογία[25]. Οι σπουδαίες διαλέξεις του στην Φλωρεντία περί τού Πλάτωνος, προσείλκυσαν το ενδιαφέρον τού Κόζιμο των Μεδίκων, ο οποίος έπειτα ίδρυσε την διάσημη Πλατωνική Ακαδημία τής Φλωρεντίας[26]. Την πιθανή αιτία για την ονομασία Ακαδημία, μπορούμε να την αναζητήσουμε –κατά τον N. G. Wilson, στον συνδυασμό πολιτισμικής αρχαιολατρείας και αφοσίωσης σε έναν προικισμένο διδάσκαλο, όπως υπήρξε ο Πλήθων[27]. Τα τελευταία χρόνια τής ζωής του, ο φιλόσοφος τα έζησε στον Μυστρά, συνεχίζοντας την διδασκαλία, τη συγγραφή και την συμβουλευτική δραστηριότητα, έως τον θάνατό του[28]. Τα έργα του ήσαν κυρίως φιλοσοφικά και ρητορικά[29]. Στις θεολογικές του πραγματείες, επιδιώκει να δημιουργήσει μία γέφυρα ανάμεσα στην πλατωνική φιλοσοφία και την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία[30]. Σπουδαιότερος ιδεολογικός αντίπαλος τού Πλήθωνος, υπήρξε ο Γεώργιος Σχολάριος, μετ’ έπειτα πατριάρχης Γεννάδιος[31].

Διακεκριμένος μαθητής τού Πλήθωνος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, μέλος επίσης τής αποστολής που συμμετείχε στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, ο οποίος εισχώρησε στην Λατινική Εκκλησία. Ακόμη και ως καρδινάλιος, ο Βησσαρίων πάντοτε προέβαλλε την ελληνική καταγωγή του και φρόντιζε με κάθε τρόπο τούς πρόσφυγες που κατέφθαναν στην Ιταλία μετά την Άλωση, όπως επίσης επιδόθηκε στην συλλογή και προστασία ελληνικών χειρογράφων[32].
Ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος ήταν θιασώτης τής αποφατικής θεολογίας, συμμετείχε στις συζητήσεις για την Ένωση, στην Ιταλία. Με σθένος αγωνίστηκε για την επικράτηση των ορθοδόξων θέσεων, αρνούμενος εν τέλει –μόνος απ’ όλη την ελληνική αποστολή-, να υπογράψει τον Τόμο τής Ενώσεως. Διάδοχος τού Μάρκου ως ηγέτης των ανθενωτικών, ανεδείχθη ο Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος ήταν νομικός και θιασώτης τού παλαμισμού, αλλά ενδιαφερόταν για την σχολαστική θεολογία[33]. Στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, έλαβε μέρος ως λαϊκός, ενώ έμελλε να γίνει ο πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση, με το όνομα Γεννάδιος.
Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, ήταν εκείνος που οδήγησε τον πατριάρχη Ιωσήφ και άλλους ορθόδοξους επισκόπους, στην Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439), για να υπογράψουν την Ένωση των Εκκλησιών[34]. Κατά την διάρκεια τής Συνόδου, ως αντιβασιλέας στην Πόλη, έμεινε ο Κωνσταντίνος, μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτωρ. Ο Ιωάννης Η’, θεωρούσε πως η Ένωση των Εκκλησιών, ήτο απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η βοήθεια τής Δύσεως προς την διαρκώς χειμαζόμενη Ανατολή. Ωστόσο, ήσαν ελάχιστοι εκείνοι που εθελοτυφλούσαν. Οι περισσότεροι δεν περίμεναν καμμία ουσιαστική βοήθεια από την Δύση, ούτε ήσαν διατεθειμένοι να συζητήσουν εκτός θρησκευτικής βάσεως, παρά τον τονισμό των πολιτικών πλεονεκτημάτων εκ μέρους τής Κυβερνήσεως[35]. Οι μνήμες άλλως τε των φρικτών γεγονότων τού 1204, δεν εξαλήφθησαν. Οι Λατίνοι ήσαν μισητοί για τούς Βυζαντινούς και αυτό δεν θα άλλαζε.
Οι εργασίες τής Συνόδου, ξεκίνησαν στην Φερράρα τής Ιταλίας το 1438, αλλά μετά από θανατηφόρα επιδημία που έπληξε την πόλη, μεταφέρθησαν στην Φλωρεντία, όπου και ολοκληρώθηκαν[36]. Επικεφαλής τής ελληνικής αντιπροσωπείας, υπήρξε ο Μάρκος, επίσκοπος Εφέσου, ο επονομαζόμενος Ευγενικός, ενώ τής δυτικής, ο καρδινάλιος Ιουλιανός Τσεζαρίνι. Και οι δύο άνδρες, ήσαν σύμφωνα με τον Δούκα, εξαιρετικά μορφωμένοι και βαθείς γνώστες των δογμάτων τής Πίστεως[37]. Από τους λογιότερους συμμετέχοντες, ήσαν ο μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων, και ο μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος, ενώ εκπρόσωποι τής Συγκλήτου, ήσαν οι Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων, Γεώργιος Αμοιρούτζης[38], Γεώργιος Σχολάριος και Ιωάννης Αργυρόπουλος[39]. Ο Βησσαρίων, ο Ισίδωρος και ο Μάρκος, υπήρξαν απλοί μοναχοί, με σπουδαία όμως μόρφωση. Γι’ αυτόν τον λόγο, ώστε να βαρύνει τις αποφάσεις τής Συνόδου η θέση τους, ο αυτοκράτωρ Ιωάννης, προβίβασε αυτούς, σε επισκόπους[40]. Ωστόσο, αργότερα οι Βησσαρίων και Ισίδωρος, προσχώρησαν στην Καθολική Εκκλησία και έγιναν καρδινάλιοι. Όσον αφορά στην πορεία εργασιών τής Συνόδου, το ζήτημα που εδημιούργησε τις περισσότερες αντιρρήσεις και άφηνε χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα στις δύο πλευρές, ήταν η προσθήκη των Δυτικών στο Σύμβολο τής Πίστεως, τού εκ τού Υιού, το λεγόμενο filioque[41]. Ο Πλήθων, ήταν εκείνος που κατέδειξε με σοβαρά επιχειρήματα, πως η προσθήκη τού filioque, δεν υπήρχε κατά την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά αποτελεί νοθεία[42].
Μετά από αρκετές συζητήσεις και κάτω από την κοινή μοίρα τού Χριστιανισμού, έναντι της μουσουλμανικής λαίλαπας, υπεγράφη η Ένωση τον Ιούλιο τού 1439[43], από όλους, πλην τού μητροπολίτου Εφέσου, Μάρκου τού Ευγενικού και τού Πλήθωνος, τού δεσπότη Δημητρίου Παλαιολόγου και τού Γεωργίου Σχολάριου, οι οποίοι προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Ιταλία, πριν το τέλος των εργασιών τής Συνόδου[44]. Φυσικά, τόσο ολόκληρη η Ορθόδοξη Ανατολή ήταν αντίθετη στο να εφαρμόσει τις επιταγές τής Συνόδου, όσο και οι ίδιοι οι Ρωμαιοκαθολικοί, γνώριζαν πως ουδέποτε θα τηρηθούν τα υπεσχημένα.
Ο Μάρκος, επίσκοπος Εφέσου, λόγω τής αρνήσεώς του να υπογράψει την Ένωση, καθαιρέθηκε, όμως στην συνείδηση τού λαού, παρέμεινε ως ο μόνος αληθής κάτοχος τού επισκοπικού θρόνου τής Εφέσου[45]. Έχοντας η Ένωση των Εκκλησιών θεωρητικά υπογραφεί, αλλά στην πράξη, ναυαγήσει, ο πάπας Ευγένιος κήρυξε μία Σταυροφορία κατά των Οθωμανών στα 1440, όμως ο στρατός των Σταυροφόρων –αποτελούμενος κυρίως από Ούγγρους- γνώρισε συντριπτική ήττα στην Βάρνα τού Ευξείνου Πόντου, στα 1444[46], από τα τουρκικά στρατεύματα.
Η λακωνική αναφορά τού Γεωργίου Σφραντζή στην Άλωση τής Πόλεως, περιορίζεται στην ημερομηνία και την ώρα τού φοβερού συμβάντος· Τρίτη, 29 Μαΐου, ξημέρωμα[47]. Τόση ήταν η συντριβή του, ώστε δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες. Με τον ίδιο ολιγόλογο τρόπο, γνωστοποιεί και τον θάνατο τού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου και για άλλη μία φορά εκφράζει την πίστη του στην Θεία Πρόνοια, για όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους[48].
Οι Οθωμανοί, κανένα ενδιαφέρον δεν έδειξαν για την κλασσική παιδεία, τα συγγράμματα των Πατέρων τής Εκκλησίας, γενικώς για τα πνευματικά δημιουργήματα τού Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να παραδώσουν στον όλεθρο σημαντικά μνημεία τής ανθρωπότητος[49]. Όσα περισώθηκαν, πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές[50], σε όσους γνώριζαν την αξία τους και ιδίως σε όσους μετά την Άλωση, έθεσαν ως σκοπό τής ζωής τους, να περισυλλέξουν τα έργα εκείνα και να τα κάνουν γνωστά στην Δύση που εισερχόταν σε μία νέα εποχή, στην Αναγέννηση.
Παρ’ ότι υπήρξε κοινός τόπος για τούς Βυζαντινούς, η αμετακίνητη πίστη στο Θείο θέλημα το οποίο κινεί τα νήματα τής ιστορίας, οι χρονικογράφοι της εποχής, ο καθένας από το μέρος του, επιρρίπτουν ευθύνες σε διάφορα πρόσωπα, για την πτώση τής χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας. Ο Σφραντζής, απερίφραστα δηλώνει την άποψή του, σύμφωνα με την οποία, οι χριστιανοί εκτός Πόλεως, δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν την Άλωση[51]. Ευθεία βολή ρίπτεται προς τούς Σέρβους, τούς Ούγγρους, τούς Τραπεζούντιους, τούς Βλάχους, τούς Ίβηρες, τούς Δυτικούς και τον πάπα, οι οποίοι όπως λέγεται, δεν προσέφεραν βοήθεια στην Πόλη[52]. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ήταν ο μόνος, σύμφωνα με τον Σφραντζή, που έκανε τα πάντα για να σώσει την Αυτοκρατορία, θυσιάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό[53]. Αυτή η «μυθοποίηση» τής προσωπικότητος τού Κωνσταντίνου, είναι συνήθης στο έργο τού Σφραντζή και έως ένα σημείο εξηγεί τον υποσκελισμό όλων των άλλων.
Ο Δούκας, προβάλλοντας σε κάθε ευκαιρία την φιλενωτική του προτίμηση, θεωρεί ως μέγιστο κακό και αιτία συμφορών, την διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς, οι οποίοι εμμένοντας στην άρνηση τής Ενώσεως των Εκκλησιών, ουσιαστικά αφέθηκαν στην οθωμανική λαίλαπα[54]. Στηλιτεύει εντόνως την άνευ λόγου –για εκείνον- αναταραχή στους κόλπους τής Εκκλησίας, που ενώ η κατάσταση για το Κράτος όδευε επί τα χείρω, εδίδετο μεγάλη σημασία στα τής Ενώσεως, με αποτέλεσμα ακόμη και η Αγία Σοφία να θεωρείται μιασμένη και να στέκει έρημη[55]. Για τον χρονικογράφο μας, αυτή η ερήμωση θεωρείται πρόδρομος τής οριστικής ερήμωσης, που προκλήθηκε εν τέλει, μετά την τουρκική κατάκτηση και την άρνηση και περιφρόνηση τής ειρήνης μεταξύ των χριστιανών[56].
Ο Δούκας, κατηγορεί για φαρισαϊσμό τούς ορθοδόξους, που ενώ τα Μυστήρια ετελούντο στην γλώσσα τους, με το τυπικό τής ανατολικής Εκκλησίας, εντός των Ιερών Ναών και από τούς κανονικώς χειροτονηθέντες ιερείς, δεν αποδέχονταν την ισχύ τους[57]. Αυτή είναι η αμαρτία που πλήρωσαν οι άνθρωποι για την συμπεριφορά τους απέναντι στον έναν Θεό των χριστιανών και την διχόνοια που είχαν μεταξύ τους[58]. Από την ημέρα τής τελέσεως ενωτικής Λειτουργίας στην Αγία Σοφία, οι ανθενωτικοί απέφευγαν το κτίσμα ωσάν να ήτο εβραϊκή συναγωγή[59].            Ο δε Γεννάδιος, συνεχώς στρεφόταν κατά τής Ενώσεως, ενώ έγραφε κατά τού Θωμά Ακινάτη και τού Δημητρίου Κυδώνη, ανθρώπους που ο Δούκας φαίνεται πως εκτιμούσε πολύ[60]. Έντονη αντίθεση επίσης, εκφράζει για τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά, η παροιμιώδης φράση τού οποίου, «Κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν», ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντιλήψεις τού ιστοριογράφου Δούκα[61].
Ο ιστορικός Κ. Σάθας, χαρακτηριστικά λέγει, πως «την 29η Μαΐου 1453, η Δύση είδεν εκπληρούμενον τον σκοπό, τον οποίον προ εξακοσίων ετών λυσσωδώς επεδίωκεν…»[62]. Ωστόσο, εν προκειμένω, η Δύση είχε υποτιμήσει την ισχύ των Οθωμανών, ασχολούμενη με τα τοπικά της ζητήματα, ώστε το μήνυμα τής οριστικής καταλύσεως τής Αυτοκρατορίας, όταν διαδόθηκε, να δημιουργήσει κατάπληξη[63]. Ο παπισμός, ίσως φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αμέτοχη στάση των Δυτικών ηγεμόνων, καθώς για πάνω από δύο αιώνες, οι πάπες κατηγορούσαν τούς Βυζαντινούς, ως σχισματικούς, και θεωρούσαν κάθε προσπάθεια για συνεννόηση, απλώς ανειλικρινή[64]. Κατά συνέπεια, οι μακρυνοί λαοί τής δυτικής Ευρώπης, δεν έβρισκαν ουσία στην υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε μία εκστρατεία υπέρ κάποιων σχισματικών, εναντίον κάποιων εχθρών που φάνταζαν ακόμη πιο μακρυνοί[65].
Ο Χαλκοκονδύλης, διεχώριζε σαφώς την χριστιανική πίστη από την ελληνική παιδεία, ενώ το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο θεωρούσε πως υπήρχε αδιάλειπτη συνέχεια τού ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα έως τον 15ο αι., υπήρξε η συνεχής χρήση τής ελληνικής γλώσσας[66]. Ο Χαλκοκονδύλης επίσης αναφέρεται στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, χρησιμοποιώντας τους τίτλους «βασιλεύς των Ελλήνων» ή «βασιλεύς τού Βυζαντίου»[67], ενώ οι Δούκας, Κριτόβουλος και Σφραντζής, μιλώντας για Έλληνες, συνήθως εννοούν τούς αρχαίους Έλληνες ειδωλολάτρες[68]. Ο Χαλκοκονδύλης, θεωρούσε πως η ελληνική παιδεία θα επιζούσε στην Δύση, μετά την Άλωση[69].
Καθώς ο Μωάμεθ καταπιανόταν με το εποικιστικό σχέδιο για την Κωνσταντινούπολη και αποκρυστάλλωνε την πολιτική του απέναντι στους χριστιανούς κατοίκους της, κατενόησε, ότι εκείνοι, ως μία κοινότητα, θα λειτουργούσαν επικίνδυνα για την εξουσία του[70]. Θεώρησε, λοιπόν, ωφέλιμο, να «αφήσει» την συσπείρωσή τους στον θρησκευτικό αρχηγό τής πίστεώς τους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ο πατριάρχης, φέρεται να έχει διττό ρόλο, αφ’ ενός να φροντίζει για την εσωτερική γαλήνη τής χριστιανικής κοινότητας, αφ’ ετέρου να λογοδοτεί στον σουλτάνο για κάθε τυχόν υπονομευτική πράξη εναντίον τού κράτους. Ο πατριάρχης, σταδιακά, στην συνείδηση τού υπόδουλου γένους, έγινε ο θρησκευτικός και συνάμα ο εθνικός θεσμός - στήριγμα για τούς Ορθοδόξους που βρίσκονταν ακέφαλοι, υπό τον οθωμανικό ζυγό. Μετά από συζητήσεις, ο ανθενωτικός Γεώργιος Σχολάριος, έγινε κατ’ απαίτησιν τού σουλτάνου, ο πρώτος πατριάρχης στα μεταβυζαντινά χρόνια, με το όνομα Γεννάδιος[71].
Η στροφή στην μελέτη των Ελλήνων κλασσικών στην Δύση, είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από την Άλωση τής Αυτοκρατορίας[72]. Πολλοί Έλληνες είχαν αρχίσει να μεταλαμπαδεύουν σε πόλεις τής Ιταλίας, όπως η Φλωρεντία και η Βενετία, την γνώση τής ελληνικής γλώσσας και να συμμετάσχουν στην έντονη μεταφραστική κίνηση των έργων αρχαίων κλασσικών. Τα έργα των αρχαίων φιλοσόφων και οι διάφορες πραγματείες για θέματα ιατρικής, αστρονομίας, μαθηματικών και άλλων επιστημών, άρχισαν εκ νέου να εκδίδονται και να τραβούν το ενδιαφέρον. Ουσιαστικά, μία φρενίτιδα ξέσπασε, την οποία καλλιέργησε και η νέα μέθοδος τής τυπογραφίας που έδινε την δυνατότητα εύκολης απόκτησης κάποιου βιβλίου και την μεγαλύτερη μαζική παραγωγή συνολικά. Φυσικά, αυτοί που τώρα έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον για την ελληνική παιδεία, ήσαν απόγονοι εκείνων που από το 1204 έως το 1261, δεν φέρθηκαν πάντοτε με τον φιλικότερο τρόπο σε αυτήν την κληρονομιά[73].
Έλληνες λόγιοι άρχισαν να επισκέπτονται την Δύση από τα τέλη του 13ου αι. και εξής. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, έλαβε μέρος στις εργασίες τής Συνόδου τής Λυών (1274), ενώ ο Μάξιμος Πλανούδης εστάλη με διπλωματική ιδιότητα στην Βενετία[74]. Ο Δημήτριος Κυδώνης, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως στην Ιταλία λόγω των μεταφράσεών του, ενώ ο μαθητής του Μανουήλ Χρυσολωράς[75], προσκλήθηκε στην Φλωρεντία για να διδάξει ελληνική φιλοσοφία[76]. Ακόμη, ο αυτοκράτωρ Μανουήλ, προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στον κύκλο των λογίων τής Σορβόννης, λόγω τής πνευματικής του καλλιέργειας[77]. Πολλοί Λατίνοι επίσης, άρχισαν να επισκέπτονται την Πόλη για να συζητήσουν για θρησκευτικά θέματα και να έρθουν σε επαφή με το ελληνικό στοιχείο. Σε αυτή την κατεύθυνση, συνέβαλε και η Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας, με τον φιλόσοφο Πλήθωνα, ο οποίος επικοινώνησε την πλατωνική σκέψη στην Φλωρεντία, με αποτέλεσμα ο Κόζιμο των Μεδίκων να ιδρύσει προς τιμή του Πλατωνική Ακαδημία[78].
Οι Έλληνες λόγιοι, που πριν, αλλά κυρίως μετά την Άλωση, έφθασαν στην Ιταλία, έφεραν μαζί τους μία βαρυσήμαντη προίκα. Έφεραν την γνώση επάνω στην μελέτη των κλασσικών και ήσαν πρωτεργάτες στην αναβίωση τής κλασσικής παιδείας, με το έργο τους στην διδασκαλία και στην αντιγραφή χειρογράφων[79]. Η διαφύλαξη τής κλασσικής κληρονομιάς από τούς διανοουμένους τού Βυζαντίου[80] και η νέα κοσμοαντίληψη που άρχισε να βλέπει με σεβασμό και σίγουρα λιγότερο φόβο, αυτήν την κληρονομιά, σε συνδυασμό με την εκτίμηση των κοντινοτέρων και προσφιλεστέρων για τούς Δυτικούς, ερειπίων τής Ρωμαϊκής εποχής, απέδωσε καρπούς. Ενδεικτικά, θα αναφερθούμε σε κάποιους, οι οποίοι στην αμέσως μετά την Άλωση εποχή, καταφεύγοντας στην Ιταλία, συνέβαλλαν τα μέγιστα στην καλλιέργεια τής κλασσικής παιδείας, ως γενική διαδικασία ασκήσεως τού πνεύματος και επαφή με τα αξιακά συστήματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Ο καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472), είναι μία από τις προσωπικότητες που έλαβαν ενεργό ρόλο στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Ανέλαβε πάμπολλες δραστηριότητες με σκοπό αφ’ ενός την Ένωση των Εκκλησιών, αφ’ ετέρου την αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας για την αμυντική ενίσχυση τής Πόλεως, έναντι των Τούρκων[81]. Ο Βησσαρίων, υπήρξε μαθητής τού Πλήθωνος στον Μυστρά και ως εκ τούτου εμβάθυνε στον πλατωνισμό[82]. Αργότερα, προέβη σε μεταφράσεις έργων αρχαίων φιλοσόφων, όπως τα Μεταφυσικά τού Αριστοτέλους και τον Πρώτο Ολυνθιακό τού Δημοσθένους[83]. Ως καρδινάλιος στην Ρώμη, συνέστησε έναν κύκλο ελληνικών σπουδών μέσα στην Παπική Αυλή, την λεγόμενη Curia[84].
Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, είχε επισκεφθεί εν πρώτοις την Ιταλία, για την Σύνοδο των Εκκλησιών. Το διάστημα 1441-1444 διέμεινε στην Πάδουα, ενώ από το 1448 έως και την Άλωση, δίδασκε στην Κωνσταντινούπολη[85]. Στα 1456, εδιορίσθη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τής Φλωρεντίας[86]. Το ενδιαφέρον τού Αργυρόπουλου εστιάζεται κυρίως γύρω από την αριστοτελική σκέψη, με τον ίδιο να γίνεται κορυφαία φυσιογνωμία τής φλωρεντινής Ακαδημίας[87]. Η γνώσεις του περί Πλάτωνος, Θουκυδίδη και Πλωτίνου, φαίνεται να ήσαν καλές, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις μεταφράσεις, τα σχόλια και τις διαλέξεις του, ενώ θεωρούσε τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, ως την τριανδρία των κορυφαίων φιλοσόφων[88].
Αξιόλογοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις στα Ιταλικά Πανεπιστήμια, ήσαν οι Ανδρόνικος Κάλλιστος (), Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511) και Ιανός Λάσκαρις (1445-1535). Ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, προσέφερε επίπονη εργασία στην αντιγραφή χειρογράφων και έδινε διαλέξεις επάνω σε θέματα ελληνικής παιδείας[89]. Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, εδιορίσθη το 1464 στην Πάδουα, με ενέργειες τού καρδιναλίου Βησσαρίωνος[90], ενώ ο Ιανός Λάσκαρις, ο οποίος εδιαδέχθη τον Χαλκοκονδύλη στην πανεπιστημιακή έδρα, υπήρξε μανιώδης συλλέκτης έργων και μεταφραστής[91].
Ανάμεσα στους πρόσφυγες που μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Βενετία, ξεχώρισε η Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά[92], θυγατέρα τού Μεγάλου Δουκός Λουκά Νοταρά, η οποία μετέφερε στην νέα της πατρίδα πολλά κειμήλια τής βυζαντινής τέχνης, όπως η εικόνα τού «Χριστού εν δόξη», έργο τής Παλαιολόγειας Αναγέννησης, που εδωρήθη στην Ελληνική Αδελφότητα τής Βενετίας[93].
Ο Φραντσέσκο Φίλελφο (1398-1481), έζησε το διάστημα από το 1420 έως το 1427 στην Κωνσταντινούπολη και εσύναψε γάμο με κόρη τής οικογένειας Χρυσολωρά[94]. Τα γραπτά του περιλαμβάνουν έναν σημαντικό αριθμό επιστολών στην ελληνική, κάποιες συνθέσεις με ελληνικούς στίχους, καθώς και κάποιες μεταφράσεις έργων[95]. Ο Φίλελφος ασχολήθηκε εναγωνίως με την περισυλλογή και διάσωση χειρογράφων[96].
Ο Κρητικός Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ήταν ένας από του λογίους, που μετά την Άλωση τής Βασιλεύουσας, εδίδαξε στο Πανεπιστήμιο τής Πάδουας και κατόπιν τής Βενετίας. Εκεί, στα τέλη τού 15ου και αρχές τού 16ου αι., πλήθος μελετητών συνέρρεαν για να σπουδάσουν κοντά του. Λόγω αυτού του εξαιρέτου δασκάλου, η Βενετία άρχισε να μεταβάλλεται σε κέντρο ελληνικών σπουδών επισκιάζοντας την Φλωρεντία[97].
Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (), υπήρξε πολυγραφότατος μεταφραστής πατερικών κειμένων, παρέχοντας υλικό για σύζευξη ή αντίθεση ανάμεσα σε ελληνική φιλοσοφία και χριστιανική θρησκεία[98].  Ο Θεόδωρος Γαζής, υπήρξε ακαδημαϊκός αντίπαλος τού Τραπεζουντίου, ενώ προέβη σε αρκετές μεταφράσεις έργων και διαλέξεις[99]
Εκείνος που θεωρείται πως έδωσε την μεγαλύτερη ώθηση για την ανάπτυξη τού χριστιανικού ανθρωπισμού, ήταν ο Ντεζιντέριος Έρασμος (1466-1536), από το Ρόττερνταμ τής Ολλανδίας. Άνθρωπος ασυνήθους ευρυμαθείας, διέδωσε τόσο την ελληνική λογοτεχνία, όσο και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων τής Εκκλησίας[100]. Ο Έρασμος δημοσίευσε την πρώτη έκδοση τού ελληνικού κειμένου τής Καινής Διαθήκης[101].
Η υπόδουλη ορθόδοξη Εκκλησία, διατηρώντας καλές σχέσεις με τον σουλτάνο, τουλάχιστον όσο υπήρχαν σουλτάνοι καλλιεργημένοι πνευματικά όπως ο Μωάμεθ ο Πορθητής, συνέχισε να έχει δικαιοδοσίες επάνω στους Έλληνες. Ήταν αυτή που έγινε το στήριγμα των υποδούλων και βοήθησε να διατηρηθεί η γλώσσα και η θρησκεία στα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς που θα ακολουθούσαν. Υπήρξαν όμως και κληρικοί φίλα προσκείμενοι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι οποίοι μετέβησαν στη Δύση και συντέλεσαν με τον τρόπο τους στην αναβίωση τής ελληνικής παιδείας εκεί και στην βοήθεια προς το υπόδουλο έθνος, βοηθώντας Έλληνες που έφευγαν για την Ιταλία, αλλά και προωθώντας την ιδέα μίας ακόμη Σταυροφορίας προς απομάκρυνση των αλλοθρήσκων Τούρκων από τα χριστιανικά εδάφη της άλλοτε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[102].
Ο 15ος αιώνας, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως κομβικός αιώνας για την εξέλιξη από τη μεσαιωνική αγροτική, «κλειστή» κοινωνία, στην αστική, πρώιμη καπιταλιστική κοινωνία, έθρεψε προσωπικότητες που η νεωτεριστική τους στάση, εξηγεί και εξηγείται από όσα γνωρίζουμε και όσα εν συνεχεία θα συνδυάσουμε μεταξύ τους για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Οι λόγιοι, λοιπόν, φιλόσοφοι, θεολόγοι, μορφωμένοι άνδρες τού ύστερου Μεσαίωνα και τής πρώιμης Αναγέννησης, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους στα συγγράμματα των Ελλήνων κλασσικών τής αρχαιότητας και στην εν γένει κλασσική παιδεία, έγιναν τόσο πριν, όσο και μετά την Άλωση, σημεία αναφοράς τόσο στην παρακμάζουσα Ανατολή, όσο και στην προοδεύουσα Δύση.
Και τούτο, διότι αφ’ ενός στην Ανατολή, ίσχυε το σύστημα αντιρρόπησης, με τον κρατικό μηχανισμό, το δημοσιονομικό σύστημα και άλλες κρατικές λειτουργίες να εκπίπτουν και η Αυτοκρατορία να συρρικνώνεται, ενώ τα γράμματα και οι τέχνες, κατά τον παράδοξο, αλλά ιστορικά τεκμηριωμένο, σε εποχές κρίσης, τρόπο, να ανθούν.
Στην Δύση αφ’ ετέρου, η αύξηση τού εμπορίου, ιδίως για τις παραλιακές πόλεις τής Ιταλίας, η μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών, η καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενειών καθώς και η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, με έντονη την αστυφιλία, μετά από αιώνες διασκορπισμένης και αποκομμένης ζωής, υπό το φεουδαρχικό δίκαιο, ευνόησαν την ανάπτυξη τής τέχνης και τού πολιτισμού. Φυσικό επακόλουθο, εφ’ όσον λύνονται τα καίρια ζητήματα διαβίωσης, να στρέφεται το ανθρώπινο πνεύμα σε άλλες, υψηλότερες και πιο εκλεπτυσμένες ασχολίες.
Οι λόγιοι τής Παλαιολόγειας Αναγέννησης, με σπουδαιότερο τον Γεώργιο Γεμιστό – Πλήθωνα, είχαν εξαιρετική μόρφωση, ωστόσο δεν είχαν την ικανότητα τής διοίκησης, ως κατέχοντες δημόσια αξιώματα[103]. Τα έργα τής αρχαιότητας, εξακολουθούσαν να προκαλούν το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό[104]. Όλοι οι Βυζαντινοί γνώριζαν επί παραδείγματι τον Όμηρο, όπως σημειώνει σε συνέντευξή του ο Steven Runciman[105].
Βρισκόμαστε στην εποχή, κατά την οποία οι Βυζαντινοί συγγραφείς ονομάζουν γενικευμένα τούς εαυτούς τους Έλληνες, έχοντας επίγνωση τής σύνδεσής τους με την αρχαιότητα, χωρίς να προσδίδουν στον όρο, την πρότερη υποτιμητική και ειδωλολατρική σημασία[106]. Με λίγα λόγια, έχοντας ως αφετηρία την ελληνική τους καταγωγή, η Παλαιολόγεια Αναγέννηση, μπορεί να ονομαστεί και Ελληνική[107]. Η έννοια του έθνους, των κοινών καταβολών, αλλά και η συνειδητοποίηση της ελληνικότητας κατά την εποχή αυτήν, έδωσαν στην έννοια τής κοινωνίας τη δυναμική να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο μπροστά στα ζητήματα που προέκυπταν.
Πολλοί Ιταλοί λόγιοι, έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να μάθουν την ελληνική γλώσσα, και ασχέτως αν οι προσπάθειές τους εστέφθησαν με επιτυχία, μετέφεραν στη Δύση πολλά χειρόγραφα, μεγάλης αξίας, τα οποία έγιναν θεμέλιοι λίθοι για την Αναγέννηση[108].
Κλείνοντας, Κυρίες και Κύριοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι εποχές δίδουν τα γεγονότα κι εκείνα με την σειρά τους τις χαρακτηρίζουν. Οι αλλαγές και οι μεταβολές τής κοινωνίας δεν συμβαίνουν με παρθενογένεση, αλλά στηρίζονται στην ωρίμανση των συνθηκών που τις δημιουργούν και τις καθιστούν απαραίτητες. Η Αναγέννηση στην Ευρώπη, το πέρασμα σε μια άλλη θεώρηση τού κόσμου και τού ανθρώπου, εκκολαπτόταν και έμελλε να δώσει καρπούς με ή χωρίς τη συμβολή των Ελλήνων λογίων. Ωστόσο, αυτή η συμβολή υπήρξε και μάλιστα έγινε καθοριστική, εν μέσω των συναφών ζυμώσεων.
Το θέμα που επέλεξα να αναπτύξω, είναι ανεξάντλητη πηγή μελέτης και έρευνας. Επικεντρώθηκα σε όσα θεώρησα σημαντικά για να έρθουν στο προσκήνιο. Ελπίζω η παρούσα διάλεξη, να απετέλεσε το εφαλτήριο για έναν γόνιμο προβληματισμό, για ιστορική μελέτη και ο χρόνος που αφιερώσατε σήμερα να ήταν εποικοδομητικός και ευχάριστος.
Ας αναρωτηθούμε εν τέλει, ποια ιστορία μαθαίνουμε και με ποιο τρόπο προσεγγίζουμε την ιστορική αλήθεια. Η αλήθεια, από το Α στερητικό και την λήθη, είναι αυτό που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Αντίθετη στην αλήθεια, είναι μία άλλη αλήθεια. Εμείς ωστόσο, επιλέγουμε πάντοτε σχεδόν, την αλήθεια που αυξάνει την αυτοεκτίμηση και προκαλεί την υπερηφάνεια μας. Όταν η ιστορική αλήθεια ειπωθεί αυτούσια, τότε και μόνον τότε, η ιστορία θα έχει να μάς διδάξει κάτι.



[1] Runciman, «Το Βυζάντιο και ο Ράνσιμαν», Β’, εφημερίδα ‘’Πρωινή Γνώμη’’, σ. 9.
[2] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός πολιτισμός και οι κόσμοι τού Βυζαντίου και τού Ισλάμ,
σ. 576-577.
[3] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, 469.
[4] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 69.
[5] Όπ. π., σ. 22.
[6] Όπ. π., σ. 22.
[7] Runciman, Η Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως, σ. 226.
[8] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 583-584.
[9] Wilson, Οι λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 293.
[10] Όπ. π., σ. 316-317.
[11] Όπ. π., σ. 325.
[12] Σφραντζής, Χρονικό, σ. 47.
[13] Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, σ. 133, 155, 285, 391, 421, 431, 459, 489, 495, 497, 517, 521, 533, 545,  547-549, 553-555, 565, 575-585.
[14] Geanakopoulos, Constantinople and the West, σ. 13.
[15] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 85-94.
[16] Wilson, Οι λόγιοι, σ. 269.
[17] Όπ. π., σ. 269. Βλ. Μεργιανού Α. , Ταξιδεύοντας στα ελληνόφωνα χωριά τής Κάτω Ιταλίας, Αθήνα, χ.χ.
[18] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 158-165.
[19] Όπ. π., σ. 26-34.
[20] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 88.
[21] Runciman, Η Άλωση, σ. 61.
[22] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 89.
[23] Runciman, Η Άλωση, σ. 72.
[24] Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, σ. 21.
[25] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 89.
[26]Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 585.
[27] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 108.
[28] Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, σ. 22.
[29] Όπ. π., σ. 23-25.
[30] Όπ. π., σ. 26.
[31] Όπ. π., σ. 39.
[32] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 92.
[33] Όπ. π., σ. 93-94.
[34] Δούκας, Ιστορία, σ. 411.
[35] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 53.
[36] Δούκας, Ιστορία, σ. 413.
[37] Όπ. π., σ. 413-415.
[38] Runciman, Η Άλωση, σ. 74.
[39] Δούκας, Ιστορία, σ. 415. Ο Γεώργιος Γεμιστός, γνωστός με το προσωνύμιο Πλήθων ως παραφθορά τού ονόματος Πλάτων, καθώς αναβίωσε τον πλατωνισμό στην Ιταλία των Μεδίκων, υπήρξε ενωτικός κατά τις εργασίες τής Συνόδου. Στον αντίποδα, ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα πρώτος μεταβυζαντινός πατριάρχης με το όνομα Γεννάδιος, κράτησε ανθενωτική στάση. Ο δε Αργυρόπουλος, ως ενωτικός, μετά την Σύνοδο, έμεινε στην Ιταλία, όπου ανέλαβε πρώτος καθηγητής τής ελληνικής στο Πανεπιστήμιο τής Φλωρεντίας, στα 1456, από τον Κόζιμο των Μεδίκων.
[40] Runciman, Η Άλωση, σ. 74.
[41] Δούκας, Ιστορία, σ. 415.
[42] Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, σ. 33.
[43] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 59.
[44] Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, σ. 34.
[45] Runciman, Η Άλωση, σ. 77.
[46] Όπ. π., σ. 77.
[47] Σφραντζής, Χρονικό, σ. 201.
[48] Όπ. π., σ. 203.
[49] Όπ. π., σ. 200-202.
[50] Όπ. π., σ. 201.
[51] Σφραντζής, Χρονικό, σ. 207.
[52] Όπ. π., σ. 207-211.
[53] Όπ. π., σ. 211-213.
[54] Δούκας, Ιστορία, σ. 489.
[55] Όπ. π., σ. 493-495.
[56] Όπ. π., σ. 495.
[57] Όπ. π., σ. 497.
[58] Όπ. π., σ. 497.
[59] Όπ. π., σ. 499.
[60] Όπ. π., σ. 501. Ο Θωμάς Ακινάτης, 1225-1274, υπήρξε σπουδαίος δυτικός θεολόγος, ενώ το έργο του Summa Theologiae, αποτελεί θεμέλιο λίθο τής σχολαστικής Θεολογίας. Ο Δημήτριος Κυδώνης, (1323; - 1397/8), ήταν πολιτικός αξιωματούχος, που έλαβε μέρος στην ησυχαστική έριδα και μετέφρασε τη Summa Theologiae.
[61] Δούκας, Ιστορία, σ. 501-503.
[62] Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. ???, σ. ???
[63] Runciman, Η Άλωση, σ. 213.
[64] Όπ. π., σ. 219.
[65] Όπ. π., σ. 219.
[66] Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών, β’ , I, σ. 89.
[67] Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 35.
[68] Όπ. π., σ.36.
[69] Όπ. π., σ. 37.
[70] Όπ. π., σ. 207.
[71] Όπ. π., σ. 207.
[72] Runciman, Η Άλωση, σ. 236-237.
[73] Wilson, Οι λόγιοι, σ. 279.
[74] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 109.
[75] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 26-34.
[76] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση σ. 110.
[77] Όπ. π., σ. 110.
[78] Όπ. π., σ. 110-111.
[79] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 583.
[80] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 112.
[81] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 111.
[82] Όπ. π., σ. 113.
[83] Όπ. π., σ. 112-113.
[84] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 585.
[85] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 159.
[86] Όπ. π., σ. 158.
[87] Όπ. π., σ. 159.
[88] Όπ. π., σ. 163-164.
[89] Όπ. π., σ. 174-175.
[90] Όπ. π., σ. 175.
[91] Όπ. π., σ. 179-181.
[92] Runciman, Η Άλωση, σ. 235.
[93] Πανοπούλου, «Οι Έλληνες πρόσφυγες μετά την Άλωση», http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2014/06/blog-post_5.html?spref=fb
[94] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 95.
[95] Όπ. π., σ. 95-97.
[96] Όπ. π., σ. 101.
[97] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 587.
[98] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 150.
[99] Όπ. π., σ. 145-147.
[100] Όπ. π., σ. 602.
[101] Όπ. π., σ. 603.
[102] Runciman, Η Άλωση, σ. 217 και σ. 231.
[103] Runciman, Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, σ. 22.
[104] Ό. π., σ. 34.
[105] Runciman, «Το Βυζάντιο και ο Ράνσιμαν», Β’, σ. 9.
[106] Runciman, Η τελευταία Αναγέννηση, σ. 37.
[107] Ό. π., σ. 40.
[108] Wilson, Οι λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 336.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου