Διδάκτωρ Σπύρος Παρασκευόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής της Μακροοικονομικής (Οικονομολόγος)
της Οικονομικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Λειψίας
H αρχή, τα αίτια και οι υπεύθυνοι της σημερινής ελληνικής
οικονομικής και κοινωνικής κρίσης
1. Εισαγωγή στο πρόβλημα σελ. 2
2. Τα συμπτώματα (φαινόμενα) της ελληνικής πραγματικότητας σελ. 2
3. Η αντιπαραγωγική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών σελ. 7
4. Οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες σελ. 10
5. Πηγές χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών. Αρχή της κρίσης σελ. 14
6. Παρέκβαση: Η εξέλιξη της ισοτιμίας της Δραχμής μέχρι το Ευρώ σελ.16
7. Τα στάδια εξέλιξης της σημερινής κρίσης του δημόσιου χρέους και οι υπεύθυνοι 20
8. Η ευθύνες της Ευρωζώνης για την κρίση της Ελλάδος σελ. 21
1. Εισαγωγή στο πρόβλημα
Γενική είναι η εντύπωση παρακμής σε όλα τα πεδία της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην χώρα μας. Με δεδομένη την απαξίωση των θεσμών και δομών στην Ελλάδα, η οποία εμφανίζεται με τις πρώτες ενδείξεις αναρχίας (π.χ. με τη μη πληρωμή των διοδίων στους εθνικούς δρόμους και των εισιτηρίων στις δημόσιες συγκοινωνίες), ή με τους βανδαλισμούς των κουκουλοφόρων, ή με τις αυθαιρεσίες των ταξιτζήδων να μπλοκάρουν λιμάνια και αεροδρόμια κάνουν πλέον σε όλους μας εμφανή την ανεπάρκεια έως ανικανότητα του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, όχι μόνον να επιβάλει την έννομη τάξη, αλλά και να ικανοποιήσει έστω και τις πιο βασικές ανάγκες μιας σύγχρονης κοινωνίας.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων λίγο ή πολύ διαισθάνεται ήδη, ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια να συνεχισθεί επί μακρόν μια τέτοια πορεία παρακμής, που οδηγεί σίγουρα στην αποσύνθεση του Κράτους. Η εκδήλωση των συγκεντρώσεων των αγανακτισμένων στις πλατείες επιβεβαιώνει εντυπωσιακά αυτή την ανησυχία των πολιτών.
Η σημερινή υποβάθμιση της δανειοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος, λόγω του υπέρμετρου δημόσιου χρέους, και η ανελέητη πίεση των χρηματαγορών με τα αβάσταχτα επιτόκια, έκαναν πλέον συνειδητή, όχι μόνον στους έλληνες, αλλά και παγκοσμίως την οικτρά οικονομική κατάσταση της Ελλάδος. Ας ελπίσουμε όμως ότι αυτό μπορεί να γίνει αιτία και συγχρόνως μία αφετηρία για μία νέα αρχή.
Πριν όμως αναφερθούμε στα θεμέλια επάνω στα οποία είναι αναγκαίο να βασισθεί και βαθμιαία να οικοδομηθεί η νέα αρχή, είναι πρώτα απαραίτητο να κάνουμε ορισμένες σκέψεις γύρω από τα αίτια και γύρω από τους υπεύθυνους που οδήγησαν τη Χώρα στη σημερινή οικτρή κατάσταση της.
Και για να μη συζητούμε αόριστα και θεωρητικά, θα αναφερθούμε αρχικά σε ορισμένα μόνιμα φαινόμενα (συμπτώματα) της ελληνικής πραγματικότητας, που μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε και να συλλάβουμε αυτό που δυστυχώς για δεκαετίες έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Ελλήνων.
2. Τα συμπτώματα (φαινόμενα) της ελληνικής πραγματικότητας
Αν πάμε 23 χρόνια πίσω (17.03.1988), ένα περιστατικό έγινε το παράδειγμα και ίσως και η αφετηρία για επιδιωκόμενες διεκδικήσεις με τη μέθοδο του εκβιασμού κάθε ομάδας συμφερόντων στην Ελλάδα, αγνοώντας του νόμους. Το Μάρτιο του 1988 οι φίλαθλοι του ποδοσφαιρικού συλλόγου της Λάρισας έκλεισαν τον εθνικό δρόμο Θεσσαλονίκη - Αθήνα. Ο λόγος ήταν, ότι η ελληνική ομοσπονδία ποδοσφαίρου τιμώρησε τον ποδοσφαιρικό σύλλογο της Λάρισας - λόγω αποδεδειγμένου ντοπαρίσματος μερικών παιχτών της - με την αφαίρεση 4 βαθμών από την ταμπέλα της βαθμολογίας του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Η αντίδραση και παράνομη ενέργεια των φιλάθλων του ποδοσφαιρικού συλλόγου της Λάρισας να κλείσουν τον εθνικό κεντρικό δρόμο, που ενώνει τη βόρειο με τη νότιο Ελλάδα όχι μόνον δεν τιμωρήθηκε, αλλά τουναντίον μάλιστα επιβραβεύθηκε. Ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδος ακύρωσε „με πρωθυπουργικό διάταγμα„ την απόφαση της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Η ομάδα της Λάρισας επανέκτησε τους 4 ακυρωμένους βαθμούς της και κατόρθωσε μάλιστα και με αυτούς να γίνει εκείνη την περίοδο για πρώτη φορά στην ιστορία της πρωταθλήτρια ποδοσφαίρου της Ελλάδος.
Το παράδειγμα των φιλάθλων της Λάρισας έγινε από τότε ο κανόνας κάθε ομάδας οργανωμένων συμφερόντων στην Ελλάδα. Έτσι η κάθε μικρή ή μεγάλη κοινωνική ομάδα προσπαθεί με αυτή τη μέθοδο να εκβιάσει την εκάστοτε Κυβέρνηση και τον υπόλοιπο λαό. Οι εμπειρίες της Ελλάδος καταμαρτυρούν ότι πράγματι αυτές κατορθώνουν κάθε φορά λίγο ή πολύ να παίρνουν αυτά που εκβιαστικά απαιτούν είτε αυτά είναι παχυλές επιδοτήσεις ή αυξήσεις μισθών σε βάρος των υπολοίπων.
Στις αρχές σχεδόν κάθε έτους οι αγρότες της Ελλάδας κλείνουν τους κεντρικούς δρόμους της Χώρας, αν θεωρούν ότι αδικούνται. Και ενεργούν τελείως εγωιστικά .Χωρίς να τους απασχολούν οι ελάχιστες σκέψεις για τις απώλειες της ελληνικής Οικονομίας, χωρίς να τους πειράζει η τύχη πολλών συμπατριωτών τους, ότι μπορούν να χάσουν τους κόπους μίας χρονιάς, ή να χάσουν ακόμη και τη δουλειά τους. Χωρίς να τους ενδιαφέρει, ότι το κλείσιμο των δρόμων και η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας αντίκεινται στους νόμους του κράτους και ότι η συμπεριφορά τους αυτή είναι όχι μόνον αντικοινωνική αλλά και παράνομη. Ούτε καν να τους ενδιαφέρει το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Οι αγρότες διεκδικούν, όπως λένε, τα νόμιμα δικαιώματά τους και δεν τους ενδιαφέρει καθόλου και ούτε το σκέπτονται, ότι έχουν και οι υπόλοιποι έλληνες νόμιμα δικαιώματα, τα οποία τους τα καταπατούν με το „έτσι θέλω“ οι αγρότες. Έτσι έχουν - κατά τη γνώμη τους - το δικαίωμα να παραβιάζουν - όποτε αυτοί κρίνουν - τους νόμους της πολιτείας και ας κοστίσει αυτό στους υπόλοιπους έλληνες όσο θέλει. Και δυστυχώς ενεργούν συνειδητά και με το έτσι θέλω παράνομα χωρίς να διατρέχουν μάλιστα τον ελάχιστο κίνδυνο να υποστούν τις συνέπειες του νόμου για τις παρανομίες τους. Τουναντίον μάλιστα προτρέπονται άμεσα ή έμμεσα σ αυτό από τους νομοθέτες, δηλαδή από Βουλευτές της εκάστοτε αντιπολίτευσης.
Η συμπεριφορά αυτή των αγροτών είναι δυστυχώς ο κανόνας στην ελληνική κοινωνία. Έχει μάλιστα αποδειχθεί, από αυτές τις πρακτικές που κατά καιρούς εφαρμόζονται και μάλιστα με την ανοχή της Πολιτείας, ότι αυτές είναι ο μοναδικός τρόπος για να διεκδικήσει κανείς αιτήματα και δικαιώματα, που πιστεύει ότι έχει, παραβλέποντας και καταπατώντας όχι μόνον τους νόμους του κράτους - που δυστυχώς για λόγους του λεγόμενου πολιτικού κόστους, αυτό σπασμωδικά αντιδρά - αλλά και συγχρόνως όλες τις συλλογικές του υποχρεώσεις έναντι των άλλων συμπολιτών του και μάλιστα χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο κάποιας άμεσης ή έστω έμμεσης κυρώσεως.
Τέλος Ιουλίου του έτους 2010 η Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει νομοθετικά στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, όπως πχ. αυτό των μέσων μεταφορών. Οι ιδιοκτήτες φορτηγών και βυτιοφόρων αυτοκινήτων δημόσιων μεταφορών αντέδρασαν αμέσως με πανελλήνια απεργία η οποία μέσα σε ένα τετραήμερο νέκρωσε κυριολεκτικά τη Χώρα. Οι οικονομικές ζημιές για την εθνική οικονομία και οι ταλαιπωρίες των πολιτών ήσαν τεράστιες. Ευτυχώς που η Κυβέρνηση αντέδρασε σχετικά γρήγορα και επιστράτευσε τους ιδιοκτήτες των μέσων μεταφορών αποτρέποντας έτσι τα χειρότερα για την ιδιωτική και γενικά για την εθνική Οικονομία.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό μίας μικρής ομάδας συνδικαλιστών, που χωρίς μάλιστα να έχει σχέση με τα ναυτιλιακά επαγγέλματα, έκλεισε τον Ιούνιο του έτους 2010 το λιμάνι του Πειραιά και παρόλο ότι υπήρχε απαγορευτική δικαστική απόφαση, δηλαδή η απεργία τους είχε κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική, την αγνόησαν προκλητικά, χωρίς βέβαια να υποστούν τις κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος. Προκάλεσαν όμως τεράστιες απώλειες σε τουριστικές και μεταφορικές επιχειρήσεις και γενικά στην ελληνική Οικονομία και ταλαιπώρησαν χιλιάδες έλληνες και ξένους τουρίστες, οι οποίοι δεν θα λάβουν βέβαια καμία αποζημίωση.
Επίσης οι υπάλληλοι της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), οι οποίοι σε σχέση με άλλους υπαλλήλους, αμείβονται με προκλητικά υψηλούς μισθούς απολαμβάνοντας συγχρόνως και αυτοί τις σχετικά υψηλές συντάξεις των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, κάθε φορά, που θέλουν να διεκδικήσουν κάποιο “νόμιμο“ δικαίωμά τους, βυθίζουν όλη την Ελλάδα στο σκοτάδι, αψηφώντας τις τραγικές συνέπειες που μπορεί να έχει η πράξη τους αυτή για την οικονομία και για τις ανάγκες της καθημερινότητας των συμπολιτών τους.
Προφανώς ο φόβος, μήπως οι υπάλληλοι της ΔΕΗ κάνουν τις απειλές τους πραγματικότητα, όπως πράγματι ανακοίνωσαν, να βυθίσουν δηλαδή την Ελλάδα στο σκοτάδι, και οι υφιστάμενες πελατειακές σχέσεις με τη σημερινή κυβέρνηση Παπανδρέου, οδήγησαν την κυβέρνηση να εξαιρέσει τους υπάλληλους της ΔΕΗ από ορισμένες διατάξεις, της ψηφισθείσας στη Βουλή συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης (2010). Το αποτέλεσμα είναι να επιβαρύνονται οι υπόλοιποι φορολογούμενοι με εκατοντάδες εκατομμύρια € προς όφελος των λίγων προνομιούχων υπαλλήλων της ΔΕΗ.
Χρόνια στο παρελθόν, με την ανοχή, αν όχι συναίνεση των ελληνικών κυβερνήσεων, επιδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση οι έλληνες αγρότες για λιοστάσια, πορτοκαλεώνες, αμπέλια ή κοπάδια πρόβατα που δήλωναν, αλλά στην πραγματικότητα τα δηλωθέντα μεγέθη δεν υπήρχαν. Δεν άργησαν όμως, ευτυχώς για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, να αποκαλυφθούν οι απάτες τους.
Δυστυχώς το ελληνικό κράτος και οι Κυβερνήσεις του - σχεδόν από τότε που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – κατηγορούνται, μάλιστα τα τελευταία χρόνια πολύ ανοικτά και συγκεκριμένα, από τους Εταίρους της Ένωσης, ότι δεν είναι αξιόπιστοι. Αμφισβητήθηκαν και αμφισβητούνται μέχρι σήμερα πολλές στατιστικές πληροφορίες που δίνει η Ελλάδα γύρω σχεδόν από όλα τα οικονομικά μεγέθη της. Μάλιστα η συμπεριφορά αυτή της Ελλάδος συνέβαλε ώστε η αξιοπρέπεια και αξιοπιστία της έναντι των Εταίρων της να έχει μειωθεί μέχρι του σημείου που να μη λαμβάνει κανείς πλέον σοβαρά τους έλληνες και τις Κυβερνήσεις τους. Σε αυτή την εξέλιξη συμβάλλουν βέβαια και οι εκάστοτε νέες ελληνικές Κυβερνήσεις που αμφισβητούν και διαψεύδουν δημοσίως κάθε φορά τα πεπραγμένα και δηλωθέντα των προκατόχων τους. Στο αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας έφτασε η Ελλάδα το 2009. Οι πληροφορίες της ελληνικής Κυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία γύρω από την εξέλιξη του ελληνικού ελλείμματος ανέφεραν στις αρχές του έτους 2009 ότι το έλλειμμα θα ανέλθει στο 3% επί του ΑΕΠ. Η Κυβέρνηση το διόρθωσε στα μέσα του έτους ανεβάζοντας το στο 6% και τέλος να δηλώσει η νέα Κυβέρνηση - που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτώβρη του 2009 – ότι το έλλειμμα είναι 12,6%. Μετά από υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας και αξιολογώντας τα πρώτα ελληνικά στατιστικά στοιχεία έβγαλε το συμπέρασμα ότι το έλλειμμα είναι πάνω από 13% για να καταλήξει τελικά στο 15,4% .
Οι ψευδείς δηλώσεις, αν όχι εσκεμμένες απάτες, αποτελούσαν (αποτελούν;) και αυτές συνήθη πρακτικές όχι μόνον των πολιτών, αλλά ακόμη, όπως αναφέραμε, και αξιωματούχων και δημοσίων λειτουργών της Πολιτείας και μάλιστα χωρίς να υφίστανται γι αυτό τις παραμικρές κυρώσεις.
Στα μέσα του 2010 δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο και σχολιάστηκε και στα κανάλια της τηλεόρασης, ότι Υπουργός της προηγούμενης Κυβέρνησης, δώρισε, βέβαια με χρήματα του δημοσίου, σε συνεργάτες και φίλους του πάνω από 30 κινητά τηλέφωνα. Αυτά χρησιμοποιήθηκαν και για ιδιωτικές κάθε είδους χρήσεις και ζημίωσαν το δημόσιο πάνω από είκοσι εκατομμύρια €. Το κακό είναι ότι στη προκειμένη περίπτωση η απάτη αυτή (κλεψιά δημοσίου χρήματος) δεν είχε - όπως έδειξαν τα πράγματα - για τον τέως υπουργό καμία κύρωση.
Προνομιούχα επαγγέλματα, όπως είναι τα περισσότερα των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, αποκτούνται τις περισσότερες φορές όχι λόγω ικανοτήτων, που ίσως πράγματι μπορεί και να έχουν οι διορισθέντες, αλλά λόγω των πελατειακών κομματικών σχέσεων που έχουν. Και αυτό αποδεικνύεται καθαρά από τη μη τήρηση του νόμου, που απαιτεί ότι ο διορισμός του κάθε δημόσιου υπάλληλου είναι για δύο χρόνια δοκιμαστικός. Χάρη των πελατειακών σχέσεων που υπάρχουν σπάνια υπήρξε αρνητική μετά τα δύο χρόνια αρνητική αξιολόγηση. Στη συνέχεια οι πελατειακές σχέσεις όχι μόνον διατηρούνται, αλλά και διευρύνονται συνεχώς, αυξάνοντας τα προνόμια και με την πίεση και με τους εκάστοτε εκβιασμούς που ασκούν οι συντεχνιακές τους οργανώσεις. Αν και οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν ένα μικρό ποσοστό του ελληνικού λαού (περίπου 10%), κατορθώνουν συχνά να παρουσιάζουν τα επί μέρους συμφέροντά τους σαν συμφέροντα όλου του ελληνικού λαού, του οποίου κερδίζουν μάλιστα με τους εκάστοτε „αγώνες“ τους (απεργίες τους) και με το δημόσιο ρητορικό τους λόγο την αλληλέγγυα συμπαράσταση.
Το επάγγελμα πχ. των ελεγκτών της εναέριας κυκλοφορίας, δεν είναι μόνον ένα από τα καλύτερα αμειβόμενα επαγγέλματα στην Ελλάδα, αλλά και ένα επάγγελμα που εξασφαλίζει μία από τις υψηλότερες συντάξεις. Βέβαια το ύψος των συντάξεών τους δεν βασίζεται μόνον στις ασφαλιστικές τους εισφορές, κάτι που τότε θα το δικαιούνταν, αλλά πολύ περισσότερο σε κρατικές επιδοτήσεις. Η απόφαση (2010) της σημερινής Κυβέρνησης να περικόψει σχετικά λίγο τα προνόμια τους (συνταξιοδοτικά και μισθολογικά), οδήγησε τους ελεγκτές της εναέριας κυκλοφορίας να απεργούν τον τουριστικό μήνα Ιούλιο.
Έτσι ταλαιπώρησαν και εμπόδισαν τελικά τον ερχομό αρκετών τουριστών στην Ελλάδα, οι οποίοι θα έφερναν τα χρήματα, που είναι απαραίτητα για να πληρωθούν οι πολύ πάνω του μέσου όρου αμοιβές και συντάξεις τους.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος με νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, τεχνικές εκπαιδευτικές σχολές, λύκεια, πανεπιστήμια κτλ. χρηματοδοτείται κατά το ελληνικό Σύνταγμα αποκλειστικά από την Πολιτεία. Παρόλα αυτά οι ελληνικές οικογένειες ξοδεύουν στην παραπαιδεία τουλάχιστο 40% του εισοδήματός τους επιπλέον για τη δημοτική, μέση, τεχνική ή και πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους. Η ιδιωτική παραπαιδεία με τα φροντιστήρια έχει εξελιχθεί σε πλουτοπαραγωγική επιχείρηση με την εν μέρει ανοχή του κράτους ακόμη και για τους δημόσιους εκπαιδευτικούς που εργάζονται συγχρόνως και παράνομα στην παραπαιδεία.
Επίσης οι Έλληνες θα διακατέχονταν από ψευδαισθήσεις, αν πίστευαν, ότι με τη πληρωμή των υποχρεωτικών ασφάλιστρων για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη θα την εξασφάλιζαν πράγματι στην περίπτωση της αρρώστιας τους. Είναι σύνηθες το γεγονός και γνωστό σε όλους, ότι χωρίς το περίφημο “φακελάκι” για τους γιατρούς, και χωρίς την επιπλέον πληρωμή για τις ιδιωτικές νοσοκόμες δεν θα τύχουν της περιθάλψεως για την οποία υποτίθεται ότι πληρώνουν τα ιατροφαρμακευτικά ασφάλιστρα.
Οι εκχωρήσεις περιορισμένων αδειών ταξί, φορτηγών αυτοκινήτων για μεταφορές, βυτιοφόρων, φαρμακείων ακόμη και αυτών των περιπτέρων κοστίζουν αστρονομικά ποσά. Έτσι δημιουργούνται μονοπωλιακά οργανωμένα κλειστά επαγγέλματα με αποτέλεσμα να πλουτίζουν σε βάρος του συνόλου όχι μόνο οι τυχεροί του επαγγέλματος, αλλά και οι δημόσιοι λειτουργοί, που εκχωρούν τις άδειες.
3. Η αντιπαραγωγική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών
Η γραφειοκρατία στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε όλους τους τομείς σε ένα πολύ προσοδοφόρο επάγγελμα. Ο δημόσιος υπάλληλος, που υποτίθεται ότι έχει διορισθεί σε αυτή τη θέση και έχει (εκπαιδευτεί ;), ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει τον πολίτη και να του υποδεικνύει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του έναντι του κράτους, όχι μόνον δεν συμβαίνει αυτό, αλλά τουναντίον πολλές φορές, είτε από άγνοια είτε εσκεμμένα, τον ταλαιπωρεί με χρονοβόρες διαδικασίες και τελικά ο άμοιρος πολίτης δεν θα ξεμπερδέψει, αν δεν ανταποκριθεί με κάποιο „φακελάκι“, το οποίο άμεσα ή έμμεσα το απαιτεί ο υπάλληλος.
Σπάνια θα βρεθεί Έλληνας που να μη έχει κάνει τις ανάλογες εμπειρίες του με αυτές τις πρακτικές κάποιας δημόσιας υπηρεσίας. Πολύ υπάλληλοι των Νομαρχιών (τώρα Περιφερειών), των πολεοδομιών, των εφοριών, των δημοτικών αρχών και των υπουργείων πρωτοστατούν σε αυτού του είδους διαφθορά και ενεργούν έτσι σαν τροχοπέδη στην οικονομική παραγωγική διαδικασία.
Ένα άλλο φαινόμενο πολύ διαδεδομένο σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας είναι η προκλητικά τεράστια φοροδιαφυγή. Όπως αποκαλύπτει το Υπουργείο Οικονομικών, μόνον πέντε χιλιάδες από τα έντεκα εκατομμύρια Έλληνες δηλώνουν στην εφορία ετήσιο εισόδημα πάνω από εκατό χιλιάδες €. Συγχρόνως δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τον σχετικά μεγάλο αριθμό των ιδιοκτητών σε Βίλες σε Porsche Cayenne ή τον αριθμό των πολυτελών θαλαμηγών, που είναι αγκυροβολημένες σε όλα τα ελληνικά λιμάνια.
Ακόμη και η ελληνική πολιτεία πρωτοστατεί στο να παραβαίνει προκλητικά τους νόμους που η ίδια έχει θεσπίσει. Το κράτος είναι πχ. κακοπληρωτής στις υποχρεώσεις του. Με τη συμπεριφορά του βάζει σχεδόν σε όλες τις συναλλαγές των πολιτών έναν φαύλο κύκλο σε κίνηση, που επηρεάζει αρνητικά σχεδόν όλους τους οικονομικούς τομείς. Αργεί πχ. να πληρώσει ή πολλές φορές δεν πληρώνει καθόλου τους λογαριασμούς του τηλεφώνου ή του ηλεκτρικού ρεύματος (αυτό ισχύει ιδιαίτερα οι δημοτικές αρχές). Οι θιγόμενες εταιρίες δεν πληρώνουν και αυτές με τη σειρά τους τις εμπορικές ή κατασκευαστικές εταιρίες ή βιοτέχνες, που τους έχουν προσφέρει κάθε λογής υπηρεσίες και έτσι ο αντιπαραγωγικός αυτός φαύλος κύκλος καλλιεργείται, συνεχίζεται και διατηρείται.
Το ίδιο ισχύει και με τα κρατικά νοσοκομεία. Και αυτά καθυστερούν να πληρώσουν ή πληρώνουν μόνον ένα μέρος των φαρμάκων ή των ιατρικών μηχανημάτων που έχουν αγοράσει. Δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο ότι τα κρατικά νοσοκομεία δεν πλήρωσαν το 2009 ιατρικά μηχανήματα αξίας 6 δις €. Οι προμηθευτές για να καλύψουν τις απώλειες αυτές, αλλά και για μπορέσουν να καλύψουν και τις μίζες. που πρέπει να δώσουν στους υπεύθυνους των νοσοκομείων - αλλιώς δεν προτιμούνται σαν προμηθευτές - αναγκάζονται να αυξάνουν τις τιμές, με το επακόλουθο, τα ιατρικά μηχανήματα και φάρμακα στην Ελλάδα να κοστίζουν πάρα πολύ περισσότερο από ότι κοστίζουν σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Ένα άλλο φαινόμενο που διακρίνει ιδιαίτερα το ελληνικό κράτος είναι η σπατάλη του δημόσιου χρήματος. Εντύπωση προκάλεσε στην ελληνική κοινή γνώμη στην αρχή του 2010 η ανακοίνωση του Υπουργού πολιτισμού, ότι προσπαθεί να περιορίσει το όργιο της σπατάλης δημοσίου χρήματος, που ξοδεύεται από την κρατική Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (ΕΡΤ). Ο Υπουργός ανακοίνωσε τότε, ότι υπήρχαν (υπάρχουν) ετήσιες αποδοχές δημοσιογράφων και συμβούλων, που κυμαίνονται μεταξύ 200.000 και 350.000 €. Και αυτό συμβαίνει όταν στην ελληνική Οικονομία το μέσο ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει τις 14.000 €.
Επίσης τεράστιες σπατάλες συνέβαιναν και θα εξακολουθούν, τουλάχιστον εν μέρει, να συμβαίνουν ακόμη και μετά την ψήφιση του νέου συνταξιοδοτικού νόμου στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Η πρόωρη συνταξιοδότηση, είτε αυτή προέρχεται από αναγνώριση πλασματικών χρόνων υπηρεσίας (πχ. χρόνος στρατιωτικής θητείας, χρόνος σπουδών κτλ.) είτε αυτή προέρχεται από εθελούσιες εξόδους προνομιούχων εργαζομένων, κυρίως σε μονοπωλιακές επιχειρήσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν επιβαρύνουν μόνον με πρόσθετα έξοδα τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά οδηγούν αναγκαστικά και σε περισσότερα χρόνια εργασίας για τους υπόλοιπους ασφαλισμένους. Ένα επί πλέον έμμεσο οικονομικό πρόβλημα που προκύπτει για την εθνική οικονομία και τους εργαζομένους από τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (πχ. στις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς, ΔΕΚΟ), είναι η σπατάλη του ενεργού εργατικού δυναμικού. Από το ένα μέρος, πρόωρη συνταξιοδότηση σημαίνει απώλεια τεχνογνωσίας και πείρας, που χάνονται από τις δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις, από το άλλο επωφελούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, που πολύ συχνά προσλαμβάνουν - και μάλιστα κρυφά - τους πρόωρους συνταξιούχους με συνήθως υψηλά αλλά αφορολόγητα εισοδήματα.
Έτσι δεν χάνει μόνο ο δημόσιος τομέας ειδικευμένο προσωπικό (παραγωγικότητα) και φόρους, αλλά και οι νέοι πολίτες που μπαίνουν στην αγορά εργασίας στερούνται τις πολύτιμες αυτές θέσεις, αφού τις καταλαμβάνουν οι προνομιούχοι πρόωροι συνταξιούχοι.
Όλα αυτά τα συμπτώματα και φαινόμενα, που συντόμως και μη συστηματικά αλλά παραδειγματικά παρουσιάσαμε, είναι γνωστά και εμφανή όχι μόνον σε όλους τους επιστημονικούς ερευνητές και επαγγελματικά ενδιαφερόμενους, αλλά και στον κάθε Έλληνα πολίτη. Ο τύπος και η τηλεόραση αναφέρονται καθημερινώς σε τέτοιου είδους συμπτώματα και φαινόμενα.
Το γενικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι: Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της κακής ή στη χειρότερη περίπτωση, της ανύπαρκτης ορθολογικής λειτουργίας των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών.
Ως γνωστό μία από τις πιο σημαντικές λειτουργίες, που δικαιολογούν κοινωνικοοικονομικά την ύπαρξη του κράτους, είναι η συμβολή του στη μείωση του κόστους των συναλλαγών των πολιτών μεταξύ τους και με τις υπηρεσίες του κράτους σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα.
Οι κρατικοί θεσμοί και δομές καθώς και οι άμεσες ή έμμεσες παρεμβάσεις του κράτους έχουν δηλαδή ή πρέπει να έχουν σαν κύριο στόχο να ελαχιστοποιούν όλες εκείνες τις συμπεριφορές των ατόμων μίας Κοινωνίας, που οδηγούν στα δημοκρατικά πολιτεύματα – σύμφωνα με τη γνώμη της πλειοψηφίας - σε αρνητικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα. Δηλαδή το κράτος με όλες τις άμεσες και έμμεσες παρεμβάσεις του πρέπει να παρεμποδίζει όλες εκείνες τις συμπεριφορές (διαφθορά, διαπλοκή, απάτες, εγκληματικότητα κτλ.), που εμποδίζουν όχι μόνον μία ορθολογική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών αλλά και την παραγωγική και ειρηνική συμβίωση των πολιτών. Ειδάλλως αυξάνεται σημαντικά το κόστος της παραγωγικής διαδικασίας και μειώνεται σημαντικά η συνολική παραγωγικότητα της Οικονομίας. Σε αυτό δυστυχώς όχι μόνον δεν ανταποκρίνονται οι ελληνικές κρατικές υπηρεσίες αλλά τουναντίον συμβάλλουν και οι ίδιες με τις πρακτικές τους άμεσα ή έμμεσα στη διαιώνιση της διαφθοράς, που κατά καιρούς φέρνουν στο φως της ενημερότητας τα μέσα ενημέρωσης.
Όλα αυτά παρακολουθούνται και δημοσιεύονται - χωρίς να λείπουν βέβαια και οι υπερβολές – στα διεθνή μέσα ενημέρωσης δυσφημίζοντας λίγο ή πολύ δικαίως το ελληνικό κράτος και τους έλληνες. Παραδειγματικά μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα δημοσιεύματα, που τον τελευταίο καιρό είδαν το φώς της δημοσιότητας στη Γερμανία:
„Γνωρίζετε μία Χώρα στην οποία πληρώνεται σύνταξη για 22 χρόνια σε έναν πεθαμένο συνταξιούχο, χωρίς αυτό να πέσει στην αντίληψη του ασφαλιστικού φορέα; ναι αυτή η Χώρα είναι η Ελλάδα !!.
Σε αυτή τη Χώρα δεν σπανίζει το γεγονός να πληρώνονται διπλές συντάξεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα και για τους Βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας τους, όταν „αποχαιρετίζονται“ στη σύνταξη υψηλόβαθμοι πολιτικοί αξιωματούχοι, „χρυσώνονται“ με ένα εφάπαξ ποσό που φθάνει μέχρι και 250.000 €.
800 τέως πολιτικοί, οι οποίοι είναι και οι κυρίως υπαίτιοι για τη σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα, απαιτούν δικαστικώς από το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος αναδρομικά - καθυστερούμενες δήθεν απολαβές τους - του ύψους των 80 εκατομμυρίων €.
Ακόμη και οι ιερείς - που είναι δημόσιοι υπάλληλοι – αμείβονται επί πλέον για κάθε λειτουργία που θα κάνουν στις εκκλησίες τους.
Υπάλληλοι κρατικών εργοστασίων αμείβονται με ένα ποσό σαν βράβευση, σε περίπτωση που έρχονται στον ακριβή χρόνο στην εργασία τους, για το χρόνο που θα χρειαστεί να πλύνουν τα χέρια τους στο εργοστάσιο, για το χρόνο που θα χρειαστεί να εργαστούν σε θερμοκρασία κάτω των 8 βαθμών κελσίου, για το χρόνο - αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν φωτοτυπικό μηχάνημα κτλ. Όλες αυτές οι επί πλέον απολαβές οδηγούν - και αυτό δεν είναι ένα σπάνιο γεγονός - ώστε ένας βασικός μηνιαίως μισθός των 3.908 € να φτάνει μέχρι και στα 8.675 €.
Οδηγοί αστικών λεωφορείων αμείβονται για το χρόνο που χρειάζονται να μεταβούν από την κατοικία τους στον τόπο εργασία τους, επί πλέον ακόμη και για το χρόνο που θα χρειαστεί να ζεσταθεί η μηχανή του λεωφορείου τους.
Οι ελεύθερες ημέρες μηχανοδηγών των τρένων αμείβονται για 28 αντί για 24 ώρες που έχει η ημέρα !!.
Σε ορισμένα κρατικά εργοστάσια, όπως το „Hellenic Petroleum“ της παραγωγής πετρελα¬ιοειδών, πληρώνονται 18 μηνιαίοι μισθοί το χρόνο. Ένας νυχτοφύλακας αμείβεται ετησίως μέχρι και 72.000 €. Κάθε απασχολούμενος παίρνει και 5 ημέρες πολυτελείς διακοπές το χρόνο σε ξενοδοχείο της αρεσκείας του. Η μέσες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων είναι 50% υψηλότερες από ότι σε ένα ανάλογο γερμανικό εργοστάσιο.
25 στους 100 εργαζομένους στην Ελλάδα εργάζονται στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σχεδόν όλες οι κρατικές επιχειρήσεις είναι ζημιογόνες, μόνον οι κρατικοί σιδηρόδρομοι είναι χρεωμένοι με περίπου 11 δις €.
Η φοροδιαφυγή οργιάζει. Από τις εφοριακές ειδικές αρχές βρέθηκες γιατρός με 10 εκατομμύρια € καταθέσεις στις τράπεζες, ενώ δήλωνε μόνον 30.000 € ετησίως.
Υπάλληλος της υπηρεσίας καταδιώξεως φορολογικού εγκλήματος πιάστηκε ο ίδιος να έχει εκβιάσει 2 εκατομμύρια €. Ακόμη και οι καλόγεροι του Αγίου Όρους είναι μπλεγμένοι σε φοροδιαφυγές και στη διακίνηση μαύρου χρήματος.
Περισσότερες από 200.000 κατοικίες έχουν κτιστεί στην Ελλάδα παράνομα με την ανάλογη φοροδιαφυγή. Από τη μαύρη εργασία και φοροδιαφυγή χάνει το ελληνικό δημόσιο τουλάχιστον 30 δις € ετησίως… „
Αυτά και πολλά άλλα - και αν ακόμη τα μισά ήσαν πραγματικότητα - όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, δεν συμβάλλουν για τη καλύτερη διαφήμιση της Ελλάδος και γενικά των ελλήνων στο εξωτερικό.
4. Οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες
Τα συμπτώματα (φαινόμενα) της ελληνικής πραγματικότητας και οι δυσλειτουργίες των κρατικών υπηρεσιών, που μόνον εν μέρει παρουσιάσαμε, δείχνουν ότι το ελληνικό Κράτος όχι μόνον δεν ελαχιστοποιεί τις αρνητικές αυτές συμπεριφορές των ανθρώπων, αλλά τουναντίον τις μεγιστοποιεί, διότι και αυτό συμβάλει σημαντικά ώστε να υπάρχει διαφθορά και διαπλοκή όχι μόνον στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό βίο.
Από οικονομικής σκοπιάς τα αναφερθέντα συμπτώματα διαμηνύουν ότι οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί και δομές καθώς και οι κρατικοί παρεμβατισμοί στην Ελλάδα οδήγησαν και οδηγούν σημαντικά στην μείωση της παραγωγικότητας της εθνικής οικονομίας. Η χαμηλή παραγωγικότητα συνεπάγεται όμως χαμηλή ανταγωνιστικότητα, χαμηλά εισοδήματα και κατά ακολουθία χαμηλά κρατικά έσοδα και τελικά υψηλό δημόσιο χρέος. Έτσι το κράτος αναγκάζεται όχι μόνον να επιβαρύνει φορολογικά ακόμη περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα και εκείνα που προέρχονται από εξαρτημένη εργασία, αλλά και να δανείζεται συνεχώς για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Η δανειακή διαδικασία όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να συνεχίζεται απεριόριστα. Διότι οι πιστωτικές αγορές αρχίζουν κάποια στιγμή να δυσπιστούν για τη φερεγγυότητα ενός κράτους που ευρύνει συνεχώς το χρέος του χωρίς μία ανάλογη αύξηση του εισοδήματός του. Ο φόβος της πιθανής χρεοκοπίας, λόγω της ταχείας αύξησης του δημόσιου χρέους, τις αναγκάζει τότε να περιορίζουν με την απαίτηση υψηλών επιτοκίων ή ακόμη και να αρνούνται παντελώς την περαιτέρω δανειοδότηση. Όπως ισχύει σήμερα για την Ελλάδα. Έτσι φτάνουμε στη λεγόμενη δημοσιονομική κρίση, δηλαδή στην αδυναμία του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει τα έσοδα που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του.
Την πορεία αυτή μας την επιβεβαιώνει εντυπωσιακά το ακόλουθο διάγραμμα, που δείχνει πολύ καθαρά την εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους, σαν ποσοστό επί του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ), από το 1970 μέχρι σήμερα.
Διάγραμμα 1
Πολλοί αναλυτές των ελληνικών δεδομένων βλέπουν σαν βασικές αιτίες για τη μέχρι τώρα αποτυχία εισαγωγής θεσμικών αλλαγών στην Ελλάδα τα αυξημένα επίπεδα επιδίωξης αθέμιτων εσόδων (προσοδοθηρία, διαφθορά, διαπλοκή) και στην αδυναμία των Ελλήνων πολιτικών - είτε είναι στην Κυβέρνηση είτε στην Αντιπολίτευση - να υπερβούν το λαϊκισμό τους. Τα αίτια όλων αυτών των συμπεριφορών έχουμε συνηθίσει να τα συνοψίζουμε στην περίφημη έννοια της νοοτροπίας του Έλληνα. Το ερώτημα όμως είνα, από που προέρχεται αυτή η νοοτροπία; Είναι αυτή το πεπρωμένο της ελληνικής φυλής και έτσι „φυγείν αδύνατον“ ή είναι αποτέλεσμα θεσμικών κατεστημένων, που έχουν ιδρύσει μερικές μειοψηφίες και συντεχνίες, που στην πάροδο του χρόνου τα εδραίωσαν και έχουν γίνει πλέον αμετάβλητα κεκτημένα;
Τα τελευταία χρόνια επιχειρήθηκαν και επιχειρούνται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αλλαγές αυτών των κατεστημένων με ελάχιστες όμως επιτυχίες. Για να μπορέσουν η ελληνική κοινωνία και οικονομία να σπάσουν αυτόν το φαύλο κύκλο και να αποτραπεί ίσως η επερχόμενη χρεοκοπία, χρειάζονται δύο είδη επεμβάσεων.
Πρώτον, εκτός από τις σημερινές άμεσες και βραχυπρόθεσμες, αλλά πολύ απαραίτητες και σκληρές κοινωνικοοικονομικές και φοροεισπρακτικές επεμβάσεις, κάτι που κάνει η σημερινή Κυβέρνηση, αποσκοπώντας κυρίως στην αύξηση των κρατικών εσόδων και λιγότερο στη μείωση των κρατικών δαπανών, χρειάζονται δεύτερον μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ριζικές θεσμικές αλλαγές σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς.
Πριν όμως ασχοληθούμε με την παρουσίαση και ανάλυση του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου θα παρουσιάσουμε εν συντομία πως και από ποια κοινωνικοοικονομική πολιτική δημιουργήθηκε - ιδιαίτερα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες - η οικτρά οικονομική κατάσταση την οποία τόσο έντονα βιώνουμε σήμερα.
Το διάγραμμα που παρουσιάσαμε ανωτέρω δείχνει αρκετά καθαρά ότι από το 1981 αρχίζει να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς το δημόσιο χρέος. Το ερώτημα που θέτουμε και θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε είναι: Ήταν η εξέλιξη αυτή πρώτον αναγκαία και δεύτερον αναπόφευκτη;
Ένας πρωτεύων κυβερνητικός στόχος, που προεκλογικά στις αρχές του 1981 και νωρίτερα είχε εξαγγελθεί και είχε δεσμευθεί το ΠΑΣΟΚ τότε, ήταν να βοηθήσει τον οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερο πληθυσμό της Χώρας, ο οποίος ήταν σχετικά μεγάλος, καθώς και τους χαμηλόμισθους δημόσιους υπάλληλους.
Η εφαρμογή μίας τέτοιας κοινωνικοοικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης απαιτούσε χρηματικούς πόρους. Μία Κυβέρνηση έχει πολλούς εναλλακτικούς τρόπους να αποκτήσει αυτούς τους χρηματικούς πόρους.
Στο σημείο αυτό επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, ότι στην προσπάθεια άντλησης χρηματικών πόρων, η κάθε Κυβέρνηση, αν δεν θέλει η οικονομική της πολιτική μακροπρόθεσμα να αποτύχει, πρέπει να έχει σαν γνώμονα της την αναπτυξιακή εξέλιξη της Οικονομίας. Με άλλα λόγια η προσπάθεια της Κυβέρνησης να εξοικονομήσει χρηματικούς πόρους δεν πρέπει να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη της Οικονομίας, ώστε να την οδηγήσει σε συρρίκνωση ή σε ύφεση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Πράγματι η τότε Κυβέρνηση με τις κοινωνικές επιδοτήσεις και τις μισθολογικές της αυξήσεις έδωσε χρήματα, και μάλιστα σχετικά άφθονα, στους κοινωνικά ασθενέστερους και στους χαμηλόμισθους δημόσιους υπαλλήλους. Το ερώτημα όμως είναι, που τα βρήκε τότε η Κυβέρνηση τα χρήματα;
5. Πηγές χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών. Η αρχή της κρίσης
Θα αναφερθούμε πρώτα γενικά σε πέντε δυνατές θεωρητικές πηγές μίας Κυβέρνησης να αντλήσει χρήματα από την Οικονομία της και στη συνέχεια στις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν αυτές οι εναλλακτικές πολιτικές άντλησης κρατικών πόρων.
- Η πρώτη και σημαντικότερη πηγή είναι οι φόροι και τα τέλη, που αναγκαστικά επιβάλει το κάθε Κράτος ( κάθε Κυβέρνηση) στην Οικονομία και γενικά στους πολίτες της.
- Η δεύτερη πηγή είναι τα κέρδη από κρατικές παραγωγικές μονάδες, όπως πχ. από τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ), καθώς και εισπράξεις από πωλήσεις αυτών ή πρώτων υλών και άλλων κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
- Η τρίτη πηγή είναι χρηματικά “δώρα“, δηλαδή επιχορηγήσεις, όπως πχ. αυτές που προέρχονται από τα διάφορα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Η τέταρτη, επίσης σημαντική πηγή, είναι να δανειστεί χρήματα πουλώντας κρατικά ομόλογα στις εθνικές και διεθνείς κεφαλαιαγορές.
- Η πέμπτη πηγή είναι να δώσει εντολή στην Κεντρική Τράπεζα της, αν βέβαια της το επιτρέπει το νομικό καθεστώς που ισχύει, να εκτυπώσει τα χρήματα που χρειάζεται για την εξάσκηση της κοινωνικοοικονομικής της πολιτικής.
Αν η τότε Κυβέρνηση ασκούσε την πρώτη περίπτωση, δηλαδή αύξανε τους φόρους για να χρηματοδοτήσει την κοινωνικοοικονομική της πολιτική, οι επιδράσεις στην Οικονομία θα ήσαν σχετικά ουδέτερες (μη πληθωριστικές) και ίσως μάλιστα αναπτυξιακά θετικές, αν βέβαια τότε ίσχυαν στην ελληνική Οικονομία οι εξής συγκυριακές προϋποθέσεις.
Πρώτον, αν η Οικονομία της Χώρας βρισκόταν σε συγκυρία οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή η παραγωγή αγαθών ήταν αυξανόμενη (ικανοποιητική ετήσια ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ δηλαδή 4% έως 5% ).
Δεύτερον, αν η ανάπτυξη της παραγωγής αγαθών συνοδευόταν και από μία χρηματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας, που θα οδηγούσε σε μία ανάλογη αύξηση της παραγωγής χρήματος προς αποφυγή αντιπληθωριστικών τάσεων και πιέσεων.
Τρίτον, αν οι φορολογικές εισπράξεις της Κυβέρνησης, που θα χρησιμοποιούνταν για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής, δεν απορροφούσε το σύνολο της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή το σύνολο της αύξησης της παραγωγής.
Μία τέτοια πολιτική, αν ίσχυαν βέβαια οι αναφερόμενες προϋποθέσεις, θα είχε μεν σαν αποτέλεσμα μία σχετική ανακατανομή του εισοδήματος - κάτι που θα ανταποκρινότανε και στις προτεραιότητες της τότε Κυβέρνησης – χωρίς όμως να είχε συγχρόνως αυτή η ανακατανομή αισθητές αρνητικές επιδράσεις στην κοινωνική σταθερότητα και συνοχή.
Αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν με μεγάλη πιθανότητα αναμενόμενο, διότι ένα μέρος της αύξησης του εισοδήματος θα παρέμενε στους άμεσα παραγωγικά υπεύθυνους, δηλαδή στους εργαζόμενους και στους επιχειρηματίες, σταθεροποιώντας έτσι όχι μόνον το κοινωνικοοικονομικό αλλά και το πολιτικό σύστημα της Χώρας.
Αυτή θα ήταν και η ιδανική περίπτωση οικονομικής πολιτικής, διότι όχι μόνον θα αποφεύγονταν οι πληθωριστικές τάσεις της Οικονομίας, με την ανάλογη υποτίμηση του Νομίσματος, αλλά και διότι θα είχε και μία πραγματική αναπτυξιακή επίδραση, αφού τα κοινωνικά επιδόματα και οι μισθολογικές αυξήσεις των χαμηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων θα πήγαιναν σε πολύ μεγάλο ποσοστό άμεσα στην κατανάλωση με αναπτυξιακές επιδράσεις.
Προφανώς δεν ασκήθηκε τότε αυτή η οικονομική πολιτική. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, από τα οικονομικά δεδομένα της εποχής εκείνης, ούτε μπορούσε να ασκηθεί και αυτό διότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ ήταν στην περίοδο αυτή μηδαμινή.
Το 1981 η αύξηση του ΑΕΠ ήταν αρνητική (-1,6%), η δε μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στην δεκαετηρίδα του 1981-1990 δεν υπέρβαινε το 0,7%. Άρα η Κυβέρνηση δεν μπορούσε να αντλήσει ικανοποιητικούς χρηματικούς πόρους από τα περιθώρια πού έδινε μία αναπτυσσόμενη Οικονομία.
Παρόλα αυτά τίθεται πάλι το ερώτημα: είχε τότε η νεοεκλεγείσα Κυβέρνηση (Οκτώβρης του 1981) κάτω από αυτή την ισχύουσα οικονομική συγκυρία, στα πλαίσια της φορολογικής της πολιτικής, κάποια άλλη εναλλακτική λύση, που θα τη διευκόλυνε να χρηματοδοτήσει την κοινωνική της πολιτική, που είχε υποσχεθεί και για την οποία προεκλογικά είχε δεσμευθεί, χωρίς να προκαλέσει επί πλέον ύφεση στην Οικονομία ή πληθωρισμό και υποτίμηση της Δραχμής;
Όπως ήδη αναφέραμε η οικονομική συγκυρία με τη μηδαμινή ανάπτυξη της οικονομίας στις αρχές της δεκαετηρίδας του 1980, δεν επέτρεπε την άντληση φόρων από αυξανόμενα εισοδήματα. Επειδή όμως στις προηγούμενες δεκαετίες (1961-1981) υπήρξε μία ετήσια μέση πραγματική αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 6,3% περίπου, δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδος στην εικοσαετία αυτή υπερτριπλασιάστικε, υπήρχαν συσσωρευμένα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία, τα οποία όμως – και κατά τη σωστή εκτίμηση της τότε Κυβέρνησης – ήσαν κοινωνικά άνισα μοιρασμένα. Αυτά θα επέτρεπαν, και μάλιστα σε ένα „σοσιαλιστικό” κόμμα, όχι μόνον πολιτικά, αφού η Κυβέρνηση διέθετε μία άνετη πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά και ηθικά, λόγω του υψηλού ποσοστού του ασθενέστερου πληθυσμού της Χώρας και των χαμηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων, μία κοινωνικά υποφερτή (ανεκτή) ανακατανομή του εισοδήματος με φορολογικά μέτρα.
Αυτή η λύση, όπως γνωρίζουμε σήμερα, για ανεξήγητους(;) λόγους δεν προτιμήθηκε. Αυτό που επίσης γνωρίζουμε σήμερα είναι, ότι ο ετήσιος μέσος πληθωρισμός της δεκαετηρίδας του 1980 διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της, περίπου στο επίπεδο του 19,5%. Αυτό σημαίνει ότι η ονομαστική αξία του ΑΕΠ της Ελλάδος στο διάστημα αυτό λόγω του πληθωρισμού σχεδόν πενταπλασιάστηκε το δε εξωτερικό δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε. Αφού ο δημόσιος εξωτερικός δανεισμός ανήλθε και αυτός στην ίδια περίοδο από περίπου 28% (1981) στο 75% (1990) του ΑΕΠ. Γεγονός που επιτρέπει το συλλογισμό ότι ο πενταπλασιασμός της ονομαστικής αξίας του ΑΕΠ και τα εξωτερικά δάνεια διευκόλυναν τη χρηματοδότηση των μισθολογικών αυξήσεων των δημοσίων υπαλλήλων, των συντάξεων καθώς και των γενναιόδωρων κοινωνικών παροχών.
Από αυτά τα δεδομένα βγαίνει το συμπέρασμα, ότι η ελληνική κοινωνική πολιτική της εποχής εκείνης (1981-1990) χρηματοδοτήθηκε περισσότερο με την παραγωγή (εκτύπωση) χρήματος καθώς – πολύ λιγότερο - και με τον εξωτερικό δανεισμό και τις επιδοτήσεις της ΕΕ.
Η σχεδόν ανεξέλεγκτη παραγωγή χρήματος, χωρίς την ανάλογη παραγωγή αγαθών, οδήγησε στον υψηλό πληθωρισμό, που είχε σαν συνέπεια όχι μόνον την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων – αυτό ήταν και μία έμμεση αναγκαστική φορολογία - αλλά επέφερε και μία σημαντική υποτίμηση της Δραχμής έναντι των σκληρών ευρωπαϊκών Νομισμάτων και του Δολαρίου των ΗΠΑ, χωρίς τελικά να έχει τα θετικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για την ελληνική Οικονομία, που υποτίθεται ότι στόχευε αυτή η νομισματική πολιτική.
Στη συνέχεια θα αναφέρω σαν παράδειγμα την εξέλιξη της ισοτιμίας της Δραχμής από το 1961 μέχρι το τέλος του 2000 (εισαγωγή του Ευρώ 2001) έναντι του γερμανικού Μάρκου για να εξηγήσω και να διευκρινίσω πρώτον ότι οι υποτιμήσεις της Δραχμής ήταν η φυσική συνέπεια της συνεχής μείωσης της παραγωγικότητας (ανταγωνιστικότητας) της ελληνικής Οικονομίας έναντι της γερμανικής. Και δεύτερον ότι οι υποτιμήσεις αυτές δεν είχαν κανένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την ελληνική Οικονομία. Μάλιστα το αντίθετο συνέβη, οι έλληνες έγιναν φτωχότεροι.
6. Παρέκβαση: Η εξέλιξη της ισοτιμίας της Δραχμής
Η ισοτιμία της Δραχμής έναντι του γερμανικού Μάρκου εξελίχτηκε από 7,5 Δραχμές τον Οκτώβρη του 1961 στις 26 Δραχμές τον Οκτώβρη του 1981 και στις 100 Δραχμές τον Οκτώβρη του 1990. Στην δεκαετία (1991-2000) συνεχίστηκαν οι υποτιμήσεις, τώρα με αργότερο ρυθμό. Το 2000, το τελευταίο έτος που υπήρχε ακόμη η Δραχμή, είχε φτάσει η ισοτιμία της έναντι του γερμανικού Μάρκου στις 170 Δραχμές.
Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι στην εικοσαετία 1961-1981 η Δραχμή υποτιμήθηκε έναντι του γερμανικού Μάρκου 246,7%, δηλαδή η μέση ετήσια υποτίμηση ήταν 12,3%. Αυτό δείχνει ότι στη πρώτη δεκαετία (1961-1971) η μέση γερμανική παραγωγικότητα υπερδιπλασιάστηκε και στη δεύτερη δεκαετία (1971-1981) ο διπλασιασμός της γερμανικής παραγωγικότητας επαναλήφτηκε. Στη δεκαετία του 1981-1991 η Δραχμή υποτιμήθηκε έναντι του Μάρκου 284,6%, δηλαδή κατά μέσον όρο 28,5% ετησίως, και στην δεκαετία 1991-2000 υποτιμήθηκε 70%, ή 7,0% ετησίως. Με άλλα λόγια και στις δύο τελευταία αναφερόμενες δεκαετίες η γερμανική παραγωγικότητα σχεδόν τετραπλασιάστηκε.
Οι σημαντικές μειώσεις της αγοραστικής αξίας της Δραχμής που αναφέραμε ήταν συγχρόνως και το αποτέλεσμα της ανάλογης μείωσης (σχετικής και απόλυτης) της ελληνικής παραγωγικότητας έναντι της γερμανικής.
Το ακόλουθο θεωρητικό παράδειγμα, που δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα της Ελλάδος και της Γερμανίας, θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε και να καταλάβουμε την οικονομική σημασία αυτής της εξέλιξης και να βγάλουμε τα ανάλογα συμπεράσματά μας.
Αν υποθέσουμε ότι το 1961 μία ώρα εργασίας ενός αρτοποιού στη Γερμανία και στην Ελλάδα παρήγαγε ένα κιλό ψωμί και η ισοτιμία Δραχμής/Μάρκου ήταν 7,5 Δραχμές/1 Μάρκο, δηλαδή η αγοραστική αξία των 7,5 Δραχμών ή του ενός Μάρκου ανταποκρινότανε σε ένα κιλό ψωμί, που προφανώς ήταν και η μεγίστη ωριαία αμοιβή της εργασίας, που θα μπορούσε να πληρωθεί και στους δύο αρτοποιούς.
Τέλος του 2000 η ισοτιμία Δραχμής/Μάρκου εξελίχθηκε στις 170 Δραχμές/1 Μάρκο. Από αυτή την εξέλιξη βγαίνουν τα εξής σημαντικά συμπεράσματα.
Πρώτον η μία ώρα εργασίας του έλληνα αρτοποιού στην Ελλάδα παρήγαγε και το 2000 ένα κιλό ψωμί, το οποίο κόστιζε ακόμη 7,5 Δραχμές, οι οποίες ήσαν και η οριακή μέγιστη αμοιβή μίας ώρας εργασίας του Έλληνα αρτοποιού.
Δεύτερον στη Γερμανία η μία ώρα εργασίας του γερμανού αρτοποιού παρήγαγε το 2000 22,7 κιλά ψωμί (170:7,5 = 22,7), που ήταν και η οριακή μεγίστη αμοιβή μίας ώρας εργασίας του γερμανού αρτοποιού, δηλαδή ένα Μάρκο.
Πως έφτασε όμως η ισοτιμία 170 Δραχμές 1 Μάρκο; Η διαδικασία είναι απλή. Οι έλληνες αρτοποιοί όταν πληροφορήθηκαν ότι στη Γερμανία μπορούν να αγοράσουν με ένα Μάρκο 22,7 κιλά ψωμί, θα πήγαιναν στη Γερμανία θα μετέτρεπαν τις 7,5 Δραχμές σε 1 Μάρκο και θα αγόραζαν τα 22,7 κιλά ψωμί. Όπως είναι ευνόητο αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να διαρκέσει πάρα πολύ χρόνο, διότι πολύ σύντομα οι γερμανοί αντιλήφτηκαν ότι με τις 7,5 Δραχμές που αντάλλαξαν με ένα Μάρκο αγοράζουν στην Ελλάδα μόνον ένα κιλό ψωμί. Έτσι θα σταματήσουν να ανταλλάσουν τα Μάρκα τους με ελληνικές Δραχμές ή θα ανατιμήσουν την ισοτιμία Μάρκου/Δραχμής ανάλογα με την εξέλιξη των παραγωγικοτήτων τους. Γεγονός που συνέβη. Έτσι για να μπορέσουν οι έλληνες αρτοποιοί να αγοράσουν στη Γερμανία 22,7 κιλά ψωμί θα πρέπει να έχουν ένα Μάρκο, το οποίο τώρα κοστίζει όχι 7,5 αλλά 170 Δραχμές. Αυτό σημαίνει ότι για τις 170 Δραχμές θα πρέπει να εργαστούν οι έλληνες αρτοποιοί 22,7 ώρες ή να εργαστούν σχεδόν 23 αρτοποιοί επί πλέον, για να παράγουν και αυτοί 22,7 κιλά ψωμί, δηλαδή από ένα κιλό ψωμί ο καθένας. Τότε μόνον θα μπορούν να είναι και ανταγωνίσιμοι έναντι των γερμανών. Η διαφορά όμως είναι ότι ο έλληνας αρτοποιός θα εργάζεται σχεδόν 23 ώρες την ημέρα ή θα εργάζονται 23 έλληνες αρτοποιοί από μία ώρα για να έχουν το αποτέλεσμα του ενός γερμανού αρτοποιού σε μία ώρα.
Έτσι με τον πληθωρισμό και τη χαμηλή τους παραγωγικότητα λύνουν βέβαια οι έλληνες το πρόβλημα της ανεργίας και της ανταγωνιστικότητας (!!!) με το κόστος όμως ενός πολύ χαμηλού επιπέδου ευημερίας.
Αυτό το πληθωριστικό παράδειγμα της Ελλάδος - που είναι αποτέλεσμα της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής Οικονομίας έναντι της γερμανικής -, μας βοηθά να καταλάβουμε την κύρια οικονομική αιτία της υποτίμησης ενός Νομίσματος, που είναι η χαμηλή παραγωγικότητα και η οποία οδηγεί τελικά στην εσωτερική και εξωτερική υποτίμηση της αγοραστικής του αξίας.
Προφανώς αυτή τη διαδικασία δεν την έχουν υπόψη τους όλοι εκείνοι που νοσταλγούν την επάνοδο της Ελλάδος στη Δραχμή και αποκρύπτουν τη βαθμιαία υποβάθμιση της ευημερίας των ελλήνων με την υποτίμηση της Δραχμής.
Από αυτό το απλό παράδειγμα βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα: Η Χώρα που αυξάνει την παραγωγή του χρήματος περισσότερο από την αύξηση της παραγωγής αγαθών, μειώνει την αγοραστική αξία του Νομίσματός της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αν μάλιστα αυτό συνεχιστεί για πολλά χρόνια τότε κανείς στο εξωτερικό δεν θα αποδέχεται ένα Νόμισμα με ελάχιστη αγοραστική αξία. Και αυτό ακριβώς συνέβη με τη Δραχμή στην περίοδο 1981-2001. Η δραχμή ήταν μόνον εντός της Επικράτειας της Ελλάδος αποδεκτή.
Η ελληνικές Κυβερνήσεις από 1981 και μετά ακολούθησαν δυστυχώς για την ελληνική Οικονομία και τους Έλληνες τη μέθοδο της υπέρμετρης παραγωγής χρήματος και του υπέρμετρου εξωτερικού δανεισμού αντί να επιδιώξουν την οικονομική ανάπτυξη με την αύξηση της παραγωγικότητας της Οικονομίας.
7. Τα στάδια εξέλιξης της σημερινής κρίσης του δημόσιου χρέους
Στην εφταετία της δικτατορίας (1967-1974), προφανώς λόγω της σχετικής διεθνής απομόνωσης της Ελλάδας, ο εξωτερικός δανεισμός και έτσι το εξωτερικό δημόσιο χρέος ήταν στο τέλος του 1974 γύρω στο 22% του ΑΕΠ, το οποίο ανήρχετο τότε στα 523 δις Δραχμές ή με βάση την τότε αγοραστική αξία της Δραχμής στα 27 δις €. Σε απόλυτους αριθμούς ανήρχετο το δημόσιο χρέος τότε σε 115 δις Δραχμές ή περίπου σε 6 δις €. Η σχετικά πενιχρή τότε εξωτερική δανειοδότηση της Ελλάδος φαίνεται όχι μόνον να μην είχε αρνητικές συνέπειες στην αναπτυξιακή εξέλιξη της Οικονομίας της, αλλά τουναντίον θετική, αφού η ετήσια μέση πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κυμαίνονταν εκείνα τα χρόνια πάνω από 6%.
Η πρώτη μεταδικτατορική εφταετία (1974-1981) συνοδεύτηκε και αυτή από μία επίσης σχετικά χαμηλή εξωτερική δανειοδότηση της Ελλάδος, η οποία έφτασε στο τέλος του 1981 στα 672 δις Δραχμές (29,7% του ΑΕΠ) ή με βάση την αγοραστική αξία της Δραχμής, στα 13 δις € περίπου. Βέβαια το δημόσιο χρέος μέσα σε μία εφταετία υπερδιπλασιάστηκε, αλλά το γενικό επίπεδο ήταν όμως σχετικά χαμηλό.
Από το 1981 και μετά οι εξελίξεις ήσαν δραματικές σχετικά με την άνοδο του εξωτερικού δημόσιου χρέους της Ελλάδος. Από 672 δις Δραχμές (13 δις €) το 1981 ανήλθε στο τέλος του 1989 στα 9.200 δις Δραχμές ή στα 48 δις € (65,7% του ΑΕΠ). Και το 1990, το έτος δηλαδή που ανέλαβε την Κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), είχε φτάσει στα 11.100 δις Δραχμές ή στα 55 δις € (80,7% του ΑΕΠ), δηλαδή μέσα σε μία δεκαετία η άνοδος του χρέους ξεπέρασε τον τετραπλασιασμό σε Ευρώ.
Και η νέα Κυβέρνηση της ΝΔ συνέχισε την πολιτική της ανοδικής πορείας του χρέους και το έφτασε στο τέλος του 1993, δηλαδή όταν ανήλθε στην Κυβέρνηση και πάλι το ΠΑΣΟΚ, στα 23,3 τρις Δραχμές ή στα 69 δις € (περίπου 105% του ΑΕΠ). Και στο τέλος της επόμενης 11ετίας (1994-2004) - διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ - ανήλθε το χρέος στα 170 δις € (περίπου 98% του ΑΕΠ) και να καταλήξουμε στα 300 δις € ή περίπου στο 130% του ΑΕΠ στο τέλος του 2009 (διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας) ή στο τέλος του 2010 στα 330 δις € (144%), μετά από ένα χρόνο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει πολύ καθαρά ότι από τα 330 δις € του δημόσιου Χρέους στο τέλος του 2010, για τα 242 δις € ευθύνονται οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για τα 75 δις € οι Κυβερνήσεις της Ν.Δ., και για τα υπόλοιπα 13 δις € όλες οι άλλες οι Κυβερνήσεις μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Σε ποσοστά ευθύνης αναλογούν δηλαδή 73,3% στις Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, σε 23,3 % στις Κυβερνήσεις της ΝΔ και σε 3,4% στις υπόλοιπες Κυβερνήσεις. Οι μεταπολιτευτικές Κυβερνήσεις - ιδιαίτερα αυτές του ΠΑΣΟΚ – ή πιο γενικά το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος και ο πολιτικοί που το εξέφρασαν μετά τη δικτατορία μέχρι σήμερα, είναι αυτοί που οδήγησαν την Ελλάδα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και στα μεγαλύτερα επίπεδα διαφθοράς που έχει γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα.
Οι έλληνες πολίτες ας βγάλουν από τις εξελίξεις αυτές τα συμπεράσματά τους. Ας μη παραλείψουν όμως στις σκέψεις τους και να λάβουν σοβαρά υπόψη τους ότι και οι έλληνες πολίτες ήσαν αυτοί που εξέλεγαν και εκλέγουν τις Κυβερνήσεις με τους πολιτικούς αυτούς.
8. Η ευθύνες των Χωρών της Ευρωζώνης για την κρίση της Ελλάδος
Εισαγωγή: Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε στις εξτρεμιστικά ατομικιστικές συμπεριφορές των ελλήνων πολιτών και των πολιτικών τους. Και οι δύο πλευρές (πολιτικοί και πολίτες) ανέπτυξαν μεθοδικά τέτοιου είδους πελατειακές σχέσεις, οι οποίες οδήγησαν σε συμπεριφορές πλουσιοπάροχης αλληλοβοήθειας και διαφθοράς και μάλιστα με τη συμβολή υπέρμετρων εξωτερικών δανείων - προς όφελος όμως μόνον μερικών ολίγων - που τελικά οδήγησαν το σύνολο της Χώρας - με τον υπέρογκο δανεισμό και τη χαμηλή παραγωγικότητα - στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Όλη αυτή η εξέλιξη δεν θα έπαιρνε τις σημερινές διαστάσεις, αν οι δανειστές και οι εγγυητές των δανείων έκαναν και αυτοί, στο παρελθόν και στο παρών, όχι μόνον ορθολογικές αξιολογήσεις γύρω από τις οικονομικές και κοινωνικές δυνατότητες της Ελλάδος, αλλά και ενεργούσαν ανάλογα περιοριστικά, ότι αφορούσε τις δανειοδοτήσεις τους, συμμορφωμένοι με τους κανονισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Αυτό – κρίνοντας από τα σημερινά αποτελέσματα - προφανώς δεν το έκαναν και για αυτό τίθεται το εύλογο ερώτημα, γιατί; Ήσαν και είναι τόσο αφελής ή ενήργησαν και ενεργούν και αυτοί ατομικά και εξτρεμιστικά συμφεροντολογικά, αγνοώντας τις συνέπειες των πράξεων τους (υποκύπτοντας στον ηθικό κίνδυνο), όχι μόνον έναντι της Ελλάδος και των συμφωνηθέντων θεσμών της Ευρωζώνης, αλλά και για τους πολίτες των Χωρών τους γενικότερα;
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε μερικές από αυτές τις συμπεριφορές των πολιτικών των λεγόμενων πλουσίων Χωρών της Ευρωζώνης, που συνέβαλαν και αυτές σημαντικά - κατά τη δική μου εκτίμηση - στις σημερινές αρνητικές εξελίξεις στην Ελλάδα και όχι μόνον σε αυτή.
Προτού όμως αναφερθώ στις αρνητικές αυτές συμπεριφορές στα πλαίσια της Ευρωζώνης, θα ήθελα στην αρχή να ονομάσω και να αξιολογήσω εν συντομία εκείνους τους θετικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), με τη βοήθεια των οποίων επιδιώκεται μέσα στην ΕΕ να γίνει η συμβίωση λαών με διαφορετικά επίπεδα ευημερίας, όχι απλώς υποφερτή και έτσι κοινωνικά ειρηνική, αλλά και σε μεγάλο βαθμό ελεύθερη, δημοκρατική και στο σύνολό της οικονομικά παραγωγική.
Ευρωπαϊκές δομές και θεσμοί: Οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που εξ αρχής υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν όχι μόνον μεταξύ των Κρατών μελών της ΕΕ, αλλά ακόμη και μεταξύ των περιοχών εντός των Χωρών της ΕΕ, μπορεί να οδηγήσουν, αν παραμείνουν, όχι μόνον στη διακινδύνευση της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής της ΕΕ αλλά και στην αποσταθεροποίηση του οικονομικού και πολιτικοκοινωνικού ευρωπαϊκού καθεστώτος.
Δεν θα σχολιάσω τα τελευταία θετικά 65 χρόνια της Κεντρικής Ευρώπης χωρίς πόλεμο, με τα τεράστια και ανυπολόγιστα κέρδη σε ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο που προήλθαν από αυτά. Ούτε θα σχολιάσω τις ευχάριστες και τις οικονομικά ευνοϊκές παροχές που απολαμβάνουν στα πλαίσια της ελεύθερης διακίνησης αγαθών και πολιτών οι σημερινοί ευρωπαίοι πολίτες. Πολύ περισσότερο θα ονομάσω και θα σχολιάσω σύντομα εκείνους τους οικονομικά και κοινωνικά ευεργετικούς θεσμούς και κανονισμούς τις ΕΕ, που βέβαια από πολλούς συντηρητικούς (φιλελεύθερους) οικονομολόγους απαξιώνονται και απορρίπτονται, επειδή προφανώς οδηγούν σε μία σχετική ανακατανομή του συνολικού εισοδήματος της ΕΕ.
Αυτοί οι θεσμοί και η σχετική ανακατανομή του εισοδήματος που συνειδητά πολιτικά επιδιώκεται με αυτούς, είναι:
- το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης,
- τα Διαρθρωτικά ταμεία με το Ταμείο Συνοχής,
- το Ευρωπαϊκό κοινωνικό Ταμείο,
- το Ευρωπαϊκό Περιφερειακό Ταμείο,
- τα Μεσογειακά Ευρωπαϊκά Προγράμματα κ.α.
Όλα αυτά αποσκοπούν να εξασφαλίσουν όχι μόνον μια ειρηνική συμβίωση των ευρωπαϊκών λαών αλλά και μία ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή μεταξύ Κρατών που τα διακρίνουν διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ευρωστίας και τελικά ευημερίας. Συγχρόνως στοχεύουν - με τη σχετική ανακατανομή των εισοδημάτων που προκαλούν - όχι μόνον στην ανοχή αλλά και στη γενική παραδοχή και έτσι στην εδραίωση του Οικονομικού Συστήματος των Ελευθέρων Αγορών. Οι σχετικές αυτές ανακατανομές δημιουργούν το κοινωνικό πρόσωπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος, δηλαδή ένα σύστημα αλληλεγγύης, το οποίο προφανώς είναι και η προϋπόθεση για μία διαρκή οικονομική ανάπτυξη όλων των Χωρών μελών χωρίς κοινωνικά προβλήματα και κοινωνικές συγκρούσεις σε όλη την επικράτεια της ΕΕ.
Διαρθρωτικές Ευρωπαϊκές δομές: Κατά τη διάρκεια που προσπαθείτε η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχουν συσταθεί συγκεκριμένα για αυτό το σκοπό τα διάφορα είδη Διαρθρωτικών Ταμείων όπως:
(α) Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, με το οποίο επιδιώκεται η οικονομική ενίσχυση πρώτον των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών, δεύτερον αυτών που ευρίσκονται σε στάδιο οικονομικού αναπροσανατολισμού καθώς και τρίτον αυτών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα.
(β) Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο που στοχεύει στην καταπολέμηση της ανεργίας.
(γ) Το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων που συμβάλλει στην ανάπτυξη και τη διαρθρωτική προσαρμογή των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα των δομών παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών και δασικών προϊόντων καθώς και αυτών της αλιείας,
Ο κανονισμός των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ στοχεύει με τις χρηματοδοτήσεις του να μειώσει – όπως ανωτέρω αναφέραμε – την αναπτυξιακή και κοινωνική ανισότητα στις Χώρες της ΕΕ και να προωθήσει έτσι την οικονομική ανάπτυξή τους και συγχρόνως την κοινωνική συνοχή τους.
Η συνολική βοήθεια όλων των Ευρωπαϊκών Ταμείων από το 1976 μέχρι το 2008 - κατά τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου των Μεσαίων Επιχειρήσεων της Κάτω Σαξονίας στη Γερμανία - ανήλθε για την Ισπανία στα 157,5 δις €, για την Ελλάδα στα 133,5 δις €, για την Πορτογαλία στα 72 δις € και για την Ιρλανδία στα 67,5 δις €.
Οι επιδοτήσεις αυτές συνέβαλαν σημαντικά, βέβαια ανάλογα με την ένταση της αξιοποίησης που έκαναν οι διάφορες Χώρες, στην οικοδόμηση των οικονομικών και κοινωνικών έργων υποδομής σε όλες τις Χώρες της Ένωσης και ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Νότου.
Οι επιδοτήσεις αντιστάθμισαν και αντισταθμίζουν εν μέρει και τις ανταγωνιστικές (αναπτυξιακές) ανισότητες που υπάρχουν ακόμη και σταθεροποιούν έτσι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά το καθεστώς όχι μόνον των επιδοτούμενων Χωρών αλλά και αυτών των Χωρών της ΕΕ που επιδοτούν.
Αυτοί οι θεσμοί θα είναι ακόμη απαραίτητοι για πολλά χρόνια, όσον η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνεται με άλλες ευρωπαϊκές Χώρες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου ανάπτυξης.
Οι πολιτικές της ανακατανομής εισοδημάτων επέτρεψαν και συνέβαλαν σημαντικά, ώστε η Ευρώπη να εξελιχτεί από μία αρχικά Τελωνιακή Ένωση σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα με ένα κοινό Νόμισμα χωρίς να ασκεί ακόμη μία ενιαία δημοσιονομική πολιτική.
Η έλλειψη μίας κοινής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με μία κοινή Νομισματική πολιτική θεωρείται από πολλούς ειδικούς, ότι είναι η κύρια αιτία που οδήγησε στη σημερινή οικονομική κρίση σε πολλές Χώρες της Ευρωζώνης.
Οι συνέπειες του κοινού Νομίσματος: Η ραγδαία πτώση των επιτοκίων - εξ αιτίας του κοινού Νομίσματος – έκανε εύκολη τη χρηματοδότηση των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία οδήγησαν στη σημερινή υπερχρέωση πολλών Χωρών της Ευρωζώνης.
Κατά μία θεωρητική αντίληψη μία Νομισματική Ένωση με ενιαία νομισματική πολιτική δεν μπορεί να λειτουργήσει και να επιζήσει μακροπρόθεσμα, αν δεν υπάρχει συγχρόνως και μία ενιαία δημοσιονομική πολιτική στα Κράτη μέλη της Νομισματικής Ένωσης.
Το Σκεπτικό αυτής της θέσης είναι ότι με μόνον τη Νομισματική Ένωση υπάρχει ο κίνδυνος τα Κράτη μέλη να χρηματοδοτούν ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών τους με χαμηλότοκα δάνεια της κοινής Νομισματικής Τράπεζα τους. Και αν η παραγωγή χρήματος από τη Νομισματική Τράπεζα – που χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση δημοσίων ελλειμμάτων - δεν συνοδεύεται συγχρόνως και από μία ανάλογη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών εντός των Οικονομιών της Νομισματικής Ένωσης, τότε δημιουργείται ο κίνδυνος του πληθωρισμού και της αποσταθεροποίησης του κοινού Νομίσματος.
Ανάλογες συνέπειες μπορούν να προκύψουν κατά την αντίληψη αυτή, αν οι δανειοδοτήσεις προέρχονται από τις αποταμιεύσεις του συνόλου των πολιτών της Ευρωζώνης. Για τη δεύτερη περίπτωση δεν δύνεται όμως θεωρητική εξήγηση.
Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, τότε υποτιμάται εσωτερικά και εξωτερικά η αγοραστική αξία του Νομίσματος και κινδυνεύει – αν οι δανειοδοτήσεις συνεχίζονται – να χαθεί η εμπιστοσύνη των χρηματαγορών έναντι του Νομίσματος και τελικά να καταρρεύσει.
Αυτό το συμπέρασμα ισχύει βέβαια, αν το Νόμισμα είναι αυστηρά εθνικό, δηλαδή γίνεται αποδεκτό και κυκλοφορεί μόνον εντός των Χωρών της Νομισματικής Ένωσης, δηλαδή δεν είναι διεθνώς αποδεκτό και μετατρέψιμο και ούτε είναι αποθεματικό Νόμισμα.
Αν όμως ισχύει το τελευταίο, τότε ο κίνδυνος του πληθωρισμού αποδυναμώνεται σημαντικά, διότι έναντι στο Νόμισμα αυτό βρίσκεται η παγκόσμια παραγωγή.
Το αποδεικτικό παράδειγμα για αυτή τη θεώρηση είναι το Δολάριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ). Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα παράγει (εκτυπώνει) συνεχώς Δολάρια και χιλιάδες δισεκατομμύρια κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο και χιλιάδες δισεκατομμύρια Δολάρια είναι τα αποθεματικά σε συνάλλαγμα πολλών Χωρών. Επίσης χιλιάδες δισεκατομμύρια είναι και το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, το οποίο μάλιστα τον τελευταίο καιρό συνεχώς διευρύνεται. Παρόλα αυτά ούτε υπέρμετρος πληθωρισμός δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ αλλά και ούτε η κατάρρευση του Δολαρίου επήλθε ακόμη.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Ευρώ. Ήδη το 30% των συναλλαγματικών αποθεμάτων στον κόσμο κρατούνται σε Ευρώ. Σήμερα είναι το Ευρώ - μετά το Δολάριο των ΗΠΑ - το δεύτερο αποθεματικό Νόμισμα του κόσμου. Και αυτός είναι ο κύριος λόγος που δεν δημιουργήθηκαν πληθωριστικές τάσεις στις Χώρες της Ευρωζώνης, ώστε να δικαιολογούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα σχετικά υψηλά δημόσια χρέη της Ευρωζώνης, ανησυχίες για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού Νομίσματος. Και όταν μάλιστα σε ελάχιστο βαθμό χρηματοδοτήθηκαν από την ΕΚΤ. Επί πλέον οι πατέρες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης φρόντισαν ώστε να υπάρχει στο καταστατικό της ΕΚΤ η απαγόρευση της χρηματοδότησης δημοσίων ελλειμμάτων των Χωρών μελών της Ένωσης.
Και σαν να μην έφτανε αυτή η απαγόρευση, φρόντισαν - υπό την πίεση τότε της Γερμανίας - και για μία επί πλέον ακόμη απαγόρευση, όπως αυτή που ονομάζεται no bail out ρύθμιση. Η no bail out ρύθμιση απαγορεύει στις Χώρες μέλη της Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εγγυούνται για ελλείμματα και χρέη των Χωρών της Ευρωζώνης.
Πέρα από αυτές τις απαγορεύσεις συμφωνήθηκε στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης - στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ -, ότι τα δημόσια χρέη των Χωρών της Ευρωζώνης δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 60% και τα ετήσια δημόσια ελλείμματα το 3% του ΑΕΠ.
Αιτίες των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και δημοσίων χρεών: Δυστυχώς όλες αυτές οι ρυθμίσεις και διατάξεις δεν εφαρμόστηκαν από σχεδόν όλες τις πολιτικές εξουσίες, ώστε οι περισσότερες Χώρες της Ευρωζώνης δημιούργησαν ανεξέλεγκτα τα υπέρογκα σημερινά δημόσια χρέη τους.
Ένα δημόσιο έλλειμμα προκύπτει, αν οι δαπάνες ενός Κράτους υπερβαίνουν τα συνολικά του έσοδα. Η διαφορά μεταξύ δαπανών και εσόδων καλύπτεται με δανεισμό και έτσι δημιουργείται το δημόσιο χρέος. Οι δανειστές όμως πριν δανείσουν πρέπει να αξιολογούν – για το συμφέρον τους – τους δανειζόμενους, αν θα είναι στο απώτερο μέλλον σε θέση να πληρώνουν τους τόκους και να ανταποκρίνονται στην εξόφληση των δανείων. Από την αξιολόγηση αυτή εξαρτάται το ύψος των επιτοκίων.
Έτσι είναι προφανές ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος μη πληρωμής των τόκων και της αποπληρωμής των δανείων τόσο υψηλότερα είναι και τα επιτόκια. Οι εθνικές και διεθνείς κεφαλαιαγορές είναι ο μηχανισμός που διαμορφώνει την εξέλιξη των επιτοκίων.
Έτσι ο μηχανισμός των αγορών, που δημιουργεί και επηρεάζει συνεχώς τις αυξομειώσεις των επιτοκίων, προστατεύει αυτόματα και τις δύο πλευρές (δανειοδότες και δανειζόμενους) από δυσβάστακτους και απρόοπτους οικονομικούς κινδύνους.
Για μεν τους δανειστές - σε περίπτωση μεγάλης διακινδύνευσης – μειώνουν τα υψηλά επιτόκια και οι τόκοι που εισπράττονται τις πιθανότητες να χάσουν ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που έχουν δανείσει. Για δε τους δανειζόμενους τα υψηλά επιτόκια ελαχιστοποιούν τις δυνατότητες της υπερχρέωση τους.
Από την ποιότητα των αξιολογήσεων και το από αυτές προερχόμενο ύψος των επιτοκίων εξαρτάται η ικανοποιητική για όλους τους συμβαλλόμενους λειτουργία του συστήματος των κεφαλαιαγορών που περιγράψαμε.
Ακριβώς αυτό το σύστημα υποτίθεται ότι ίσχυε και για την Ευρωζώνη από την αρχή της δημιουργίας της. Γιατί όμως δεν λειτούργησε, ώστε να φτάσουμε δέκα χρόνια μετά σε τόσα υπέρογκα δημόσια χρέη; Τι συνέβη; Ποιες προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν;
Οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας: Για τις αξιολογήσεις είναι υπεύθυνoι οι λεγόμενοι „Οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας“ (Ratingagenturen) των ιδιωτών, των επιχειρήσεων και των Κρατών.
Αυτοί οι ιδιωτικοί Οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν την πιστοληπτική ικανότητα των δανειζομένων και προσφέρουν έτσι, βέβαια αμειβόμενοι, „έγκυρες και ανεξάρτητες πληροφορίες ;“ στους δανειστές σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο του δανειζόμενου.
Προφανώς επηρεάζουν οι αξιολογήσεις διεθνώς σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον τις χρηματοδοτικές και πιστοληπτικές αλλά και τις μελλοντικές επενδυτικές αποφάσεις όλων των ενδιαφερομένων.
Σήμερα κυριαρχούν παγκοσμίως τρεις αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης, που ιδρύθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως ο οίκος Standard & Poor’s (1906), ο οίκος Moody’s (1909) και ο οίκος Fitch (1913). Και οι τρείς μαζί κατέχουν πάνω από 90% της παγκόσμιας αγοράς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, γιατί οι οίκοι αυτοί με τις εκατόχρονες εμπειρίες τους αξιολογούσαν μέχρι ακόμη και το 2008 - π.χ. τα ομόλογα της Ελλάδας και τις Πορτογαλίας - με το βαθμό της άριστης ή το χειρότερο της υψηλής ποιότητας, δηλαδή με τον χαμηλότερο ή με τον πολύ χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο; Κατά τις αξιολογήσεις αυτές η Ελλάδα και η Πορτογαλία είχαν μέχρι τότε περίπου την ίδια πιστοληπτική ικανότητα με τη Γερμανία.
Αν αποκλείσουμε την περίπτωση της διαφθοράς, δηλαδή την περίπτωση „αγορασμένων“ θετικών αξιολογήσεων για την Ελλάδα και την Πορτογαλία, από δανειοδοτικές (πιστωτικές) τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, που αποσκοπούσαν μ’ αυτές τις αξιολογήσεις να προσελκύουν εύκολα καταθέτες, τότε υπάρχει κατά τη γνώμη μου η εξής εύλογη απάντηση.
Με την είσοδο της Ελλάδος και της Πορτογαλίας στις Χώρες της Ευρωζώνης οι οίκοι αξιολόγησης εκτίμησαν ότι όλες οι Χώρες της Ευρωζώνης στο σύνολό τους έχουν ενιαία πιστοληπτική ικανότητα. Με άλλα λόγια θεωρούσαν σαν δεδομένο το γεγονός - παρόλη την τυπικά ισχύουσα ρύθμιση του no bail out - ότι σε περίπτωση αδυναμίας μίας Χώρας της Ευρωζώνης να εξυπηρετήσει το χρέος της, θα την βοηθούσαν αυτόματα οι υπόλοιπες.
Δηλαδή οι οίκοι αξιολόγησης εκτιμούσαν ότι στην περίπτωση της Ευρωζώνης ο μηχανισμός της κεφαλαιαγοράς λειτουργεί ενιαία για όλη την Ευρωζώνη. Έτσι είχαν όλες οι Χώρες μέλη, σαν μέρος του συνόλου, ποιοτικά την ίδια πιστοληπτική ικανότητα.
Οι σημερινές εξελίξεις και οι μέχρι τώρα αποφάσεις των Οργάνων της Ευρωζώνης με αποκορύφωμα τις πρόσφατες αποφάσεις της 21.Ιουλίου του 2011, επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης. Μάλιστα η ανακοινωθείσα ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και οι προβλέψεις για την επικείμενη πλέον εισαγωγή των Ευρωομολόγων αποτελούν και την απόλυτη επιβεβαίωση αυτής της εξέλιξης.
Πράγματι τα χρηματοδοτικά δανειακά πακέτα στήριξης ιδιαίτερα της Ελλάδος από τις Χώρες της Ευρωζώνης είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι οι εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης ήσαν τελικά σωστές. Και οι κεφαλαιαγορές με τις κερδοσκοπικές επιθέσεις τους κατά των υπερχρεωμένων Χωρών, ίσως άθελα τους και μάλιστα εις βάρος τους, επιταχύνουν την εισαγωγή ενός συγκεκριμένου και ισχυρού ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, με απώτερο σκοπό, όπως τουλάχιστο ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του, την μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση του κοινού Νομίσματος και την είσοδο από την πίσω πόρτα μίας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής.
Αν εισαχθεί πράγματι ένα μόνιμο ευρωπαϊκό σύστημα στήριξης των υπερχρεωμένων Χωρών της Ευρωζώνης, τότε εγκαταλείπεται και τυπικά η no bail out ρύθμιση. Ποιες θα είναι όμως οι μελλοντικές συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης;
Οι υποστηρικτές αυτού του μοντέλου λένε ότι αυτό θα καθησυχάσει τις κεφαλαιαγορές, θα ελαχιστοποιήσει τις δυνατότητες των κερδοσκοπικών επιθέσεων εναντίον δημοσιονομικά αδυνάτων Χωρών της Ευρωζώνης, θα ανοίξει το δρόμο για μία ενιαία ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική και τελικά θα σταθεροποιήσει όχι μόνον εντός στην Ευρωζώνη, αλλά και διεθνώς το κοινό ευρωπαϊκό Νόμισμα και θα συμβάλει τελικά σημαντικά και σταθερά στη βαθμιαία δημιουργία μίας πολιτικής ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι αντίθετοι σ’ αυτήν την εξέλιξη υποστηρίζουν ότι αυτή θα καταστήσει την Ευρωζώνη μία Ένωση συνεχών μεταβιβαστικών πληρωμών από τις οικονομικά ισχυρές στις οικονομικά αδύνατες Χώρες της Ευρωζώνης, με τη συνέπεια να επιβραβεύονται τα δημοσιονομικά απείθαρχα και να τιμωρούνται τα δημοσιονομικά πειθαρχημένα μέλη της Ευρωζώνης. Το γεγονός αυτό θα διευρύνει συνεχώς τον ηθικό κίνδυνο (moral hazard) στις δημοσιονομικά απείθαρχες Χώρες, και θα αυξάνει βαθμιαίως τη δυσανασχέτηση στους πολίτες των δημοσιονομικά πειθαρχημένων Χωρών. Και τελικά αυτή η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει όχι μόνον στη διάσπαση της Νομισματικής Ένωσης αλλά και στην αμφισβήτηση και αυτής ακόμη της ΕΕ.
Μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το δίλλημα ευρέσεως της „σωστής“ λύσης βρίσκονται οι ευρωπαίοι ηγέτες. Και επειδή και οι δύο επιχειρηματολογίες είναι κατανοητές και εύλογες, δυσκολεύονται να πάρουν γρήγορες και άμεσες τελικές αποφάσεις, που ίσως καταστούν μοιραίες για την εξέλιξη της ΕΕ.
Αυτή η στάση αναμονής φέρνει όμως ανησυχίες στις κεφαλαιαγορές και ενθαρρύνει τις επιθέσεις των κερδοσκόπων. Βέβαια και οι δύο επιχειρηματολογίες βασίζονται πάνω σε θεωρητικές σκέψεις, που όπως φαίνεται δύσκολα μπορούν να συγκλίνουν μεταξύ τους.
Γι’ αυτό θα κάνουμε στη συνέχεια μία μικρή ανάλυση, αν και κατά πόσο και με ποιο τρόπο θα μπορούσαν στο άμεσο μέλλον οι ευρωπαίοι ηγέτες να βρουν ικανοποιητικές και από όλους τους εταίρους αποδεκτές λύσεις, που θα μπορούσαν να τους βγάλουν από αυτό το δίλλημα (αδιέξοδο).
Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα οι Χώρες της Ευρωζώνης είναι - κατά τη γνώμη μου – δύο λύσεις αναγκαίες. Η μία λύση αφορά το παρελθόν τους και η άλλη το μέλλον τους.
Κατά μία θεωρητική αντίληψη, η οποία είναι και η δική μου, η σημερινή κατάσταση δημιουργήθηκε, διότι στο παρελθόν δεν τηρήθηκαν οι αποφάσεις και οι συμφωνηθείσες ρυθμίσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που αναφέραμε ανωτέρω. Όλες αυτές δεν τηρήθηκαν σχεδόν από καμία Χώρα. Τα αποτελέσματα είναι τα σημερινά ελλείμματα και τα υπέρογκα δημόσια χρέη μερικών Χωρών της Ευρωζώνης.
Πριν αναφερθούμε και αναλύσουμε τις πιθανές αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτή την εξέλιξη, ώστε με βάση αυτές, να μπορούν να βρεθούν και να προταθούν λύσεις για το μέλλον, πρέπει πρώτα να βρεθούν απαντήσεις και λύσεις για τα μέχρι τώρα δυσάρεστα αποτελέσματα του παρελθόντος.
Συγκεκριμένα πρέπει να βρεθούν λύσεις για εκείνες τις Χώρες που από μόνες τους δεν μπορούν πλέον να βγουν από την παγίδα του υπέρογκου χρέους τους.
Η περίπτωση της Ελλάδος: Σαν παράδειγμα θα αναφερθούμε στην Ελλάδα που ποσοστιαία έχει το μεγαλύτερο δημόσιο εξωτερικό χρέος της Ευρωζώνης.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδος που ανέρχεται σήμερα στα 350 δις € ή στα 160% του ΑΕΠ, δεν είναι πλέον με τις σημερινές δυνατότητες της Ελληνικής οικονομίας διαχειρίσιμο.
Λίγο ή πολύ όλοι αναγνωρίζουν, ότι η υπερχρεωμένη Ελλάδα είναι αδύνατο να βγει από μόνη της από την παγίδα του χρέους της.
Γι’ αυτό απεφάσισαν το 2010 οι Χώρες της Ευρωζώνης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Τρόικα) την παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα της τάξης των 110 δις €. Αυτά δίνονται από τα μέσα του 2010 τμηματικά, αφού η Ελλάδα εκπληρώνει συγχρόνως τις συμφωνηθέντες με την Τρόικα απαραίτητες αυστηρές και επίπονες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές αλλαγές.
Όλοι οι συμβαλλόμενοι έτρεφαν την εξωπραγματική ελπίδα, ότι όλες αυτές οι προσπάθειες θα οδηγήσουν την ελληνική Οικονομία στο εγγύς μέλλον (2012) σε μία τροχιά ικανοποιητικής οικονομικής ανάπτυξης και έτσι σε μία διέξοδο από την παγίδα του χρέους της.
Την πραγματοποίηση της επιθυμητής αυτής εξέλιξης την έκαναν όμως αδύνατη το υπέρμετρο μέγεθος του ελληνικού δημόσιου χρέους, η ελλιπής και υποτυπώδης εφαρμογή των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων που συμφωνήθηκαν και η αρνητική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.
Μία αισιόδοξη λύση; Μετά από πολλές χρονοβόρες διαβουλεύσεις αποφασίστηκε και πάλι από την Τρόικα (2011) ένα δεύτερο πακέτο των 109 δισεκατομμυρίων € βοήθειας προς την Ελλάδα με 3,5% επιτόκιο και με 15 χρόνια διάρκεια αποπληρωμής και για τα δύο δάνεια της Τρόικας.
Και αυτό το πακέτο δεν θα απελευθερώσει κατά τη γνώμη μου την Ελλάδα από την παγίδα του δημόσιου χρέους. Διότι το δημόσιο χρέος με τα δάνεια που παίρνονται για την πληρωμή των τόκων και την αποπληρωμή των ομολόγων που λήγουν, θα εξακολουθεί να αυξάνεται, οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές αλλαγές, όπως δείχνουν οι εμπειρίες του παρελθόντος, θα αργοπορούν και ή ύφεση της ελληνικής Οικονομίας δύσκολα θα υποχωρεί.
Γι αυτό μία άλλη δυνατή λύση, που δεν προτείνεται ακόμη πολιτικά επισήμως, αλλά συζητείται όμως από τους πολιτικούς (κεκλεισμένων των θυρών) και από επιστημονικούς κύκλους ανοικτά, είναι να προβεί η Ελλάδα σε μία ελεγχόμενη πτώχευση. Ελεγχόμενη πτώχευση σημαίνει όμως πολλά εναλλακτικά σενάρια.
Σενάρια πρόληψης μίας συνολικής πτώχευσης της Ελλάδος:
Πρώτο σενάριο: Το πρώτο σενάριο είναι αυτό που αποφασίστηκε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής τον Ιούλιο του 2011. Η ελληνική Κυβέρνηση και όλοι οι ευρωπαίοι ηγέτες ισχυρίζονται πανηγυρικά ότι με τις αποφάσεις του Ιουλίου, αν τηρηθούν βέβαια αυστηρά όλα τα συμφωνηθέντα, θα αποτελέσουν πρώτον, λύση για την Ελλάδα, που θα την βοηθήσουν να κάνει το χρέος της διαχειρίσιμο, δεύτερον για τις υπόλοιπες Χώρες της Ευρωζώνης, που αντιμετωπίζουν προβλήματα υψηλού δημόσιου χρέους (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία) και τρίτον, θα σταθεροποιήσουν τη βιωσιμότητα του Ευρώ.
Το σημαντικό ερώτημα για την Ελλάδα είναι: Θα οδηγήσει η υλοποίηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής στη σχετική - ή ακόμη καλύτερα - στην απόλυτη μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους;
Με βάση τις αποφάσεις Κορυφής η Ελλάδα θα πάρει από το 2014 ένα νέο χαμηλότοκο (3,5%) συνολικό πακέτο δανείων της τάξης των 158,6 δις €. Τα 109 δις € θα προέρχονται πρωτίστως από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας [European Financial Stability Facility (EFSF)] και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Η απόσβεση τους θα αρχίσει μετά από 10 χρόνια και θα διαρκέσει15 χρόνια. Τα υπόλοιπα 49,6 δις € θα προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα (Τράπεζες και Ασφάλειες). Ο ιδιωτικός Τομέας θα έχει εναλλακτικές δυνατότητες στο πως θα διαθέσει τα 49,6 δις €. Μία πρώτη δυνατότητα είναι να μετατρέψει όλα τα τρέχοντα και λήγοντα ελληνικά ομόλογα, που ο ιδιωτικός τομέας κατέχει, σε τριακονταετή ομόλογα με ένα μέσο επιτόκιο της τάξης του 4,5%. Αυτό θα σήμαινε μία απόσβεση της τάξης του 21% της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων του. Μία δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα με το ίδιο αποτέλεσμα είναι ο ιδιωτικός τομέας να αποσβέσει αμέσως 20% της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατέχει και το υπόλοιπο, που θα το εγγυάται ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, μετατρέπεται σε 30ετή ομόλογα με 6,4% επιτόκιο. Ή τρίτον ο ιδιωτικός τομέας αποσβένει το 20% της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατέχει και το υπόλοιπο, με μερική όμως εγγύηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, μετατρέπεται σε 15ετή ομόλογα με 5,9% επιτόκιο.
Ο σύνδεσμος των ιδιωτικών Ευρωπαϊκών Τραπεζών υπολογίζει ότι η συμβολή αυτή βοήθειας του ιδιωτικού τομέα προς την Ελλάδα θα ανέρχεται στα 37 δις €. Επί πλέον θα πρέπει να προστεθούν σ’ αυτά και τα 12,6 δις €, τα οποία θα προέλθουν από την επαναγορά ελληνικών ομολόγων από την Ελλάδα ή τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στη σημερινή (αρκετά μειωμένη) αγοραία αξία τους.
Βέβαια η μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν θα ανέρχεται συνολικά στα 49,6 δις €, διότι σχεδόν το μισό ποσό από αυτά είναι μειωμένες εισπράξεις από τα χαμηλότερα επιτόκια που θα πληρωθούν. Αυτή η διαδικασία θα διευκολύνει όμως την εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς να το μειώνει. Τα υπόλοιπα 25 δις € θα είναι η ουσιαστική μείωση (το κούρεμα) του χρέους.
Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορούμε να υπολογίσουμε την εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους μέχρι το 2020, όπου θα λήξει και η διάρκεια χρηματοδότησης του δεύτερου πακέτου στήριξης της Τρόικας.
Ξεκινώντας από το 2012 με ένα ΑΕΠ των 222 δις € και ένα δημόσιο χρέος των 376 δις € περίπου (169%) και με τις πάρα πολύ αισιόδοξες εξελίξεις, ότι η μέση αύξηση του ΑΕΠ μέχρι το 2020 θα είναι 5%, το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα των προϋπολογισμών θα είναι 4%, θα πραγματοποιηθούν 50 δις € ιδιωτικοποιήσεις και θα υπάρξει και το κούρεμα του χρέους των 25 δις € από τον ιδιωτικό τομέα, τότε στο τέλος του 2020 το ΑΕΠ θα έχει ανέλθει περίπου στα 325 δις € και το δημόσιο χρέος στα 542 δις € (167%).
Με άλλα λόγια στο τέλος του 2020 η Ελλάδα θα βρίσκεται και πάλι μπροστά στη χρεωκοπία, όπως βρίσκεται και σήμερα. Μάλιστα στη πραγματικότητα θα είναι σε πολύ χειρότερη θέση από ότι είναι σήμερα, διότι οι υπολογισμοί μας έγιναν με βάση πολύ αισιόδοξων εξελίξεων.
Γι’ αυτό συμπεραίνουμε: Άλλη λύση από ένα θαρραλέο τόλμημα μίας ελεγχόμενης χρεοκοπίας δεν υπάρχει. Το ακόλουθο δεύτερο σενάριο ή μία παρόμοια παραλλαγή από αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου αναπόφευκτη. Εκτός βέβαια και ελπίζει κανείς ότι θα συνεχίζεται αιώνια η χρηματοδότηση του χρέους της Ελλάδος από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Δεύτερο σενάριο: Θα μπορούσε να συμφωνηθεί μία άμεση μείωση του δημοσίου χρέους κατά 50%, αφού το πρώτο σενάριο, όπως απέδειξε η σύντομη ανάλυση μας, δεν λύνει μακροπρόθεσμα και βιώσιμα το πρόβλημα του δημοσίου χρέους της Ελλάδος.
Η πρόταση είναι λοιπόν ένα σημαντικό κούρεμα της τάξης του 50% του δημόσιου χρέους. Με αυτή τη πρόταση θα χάσουν οι δανειοδότες το 50% του συνολικού δανειακού τους κεφαλαίου και 50% των τόκων του χαμένου κεφαλαίου.
Για την Ελλάδα βέβαια η λύση αυτή θα ήταν η πιο συμφέρουσα. Διότι το χρέος θα μειωνόταν αμέσως από 376 δις € στα 188 δις € ή στο 88% του ΑΕΠ. Τότε θα ήταν όχι μόνον δυνατή και η εφαρμογή της αισιόδοξης αναπτυξιακής πολιτικής, που αναφέραμε ανωτέρω, αλλά θα ήταν και πιθανή και με αυτή άνετη η εξυπηρέτηση του υπόλοιπου χρέους, αφού ένα μεγάλο μέρος των χαμηλών τώρα τοκοχρεολυσίων θα καλύπτεται από το πρωτογενές πλεόνασμα των προϋπολογισμών, η δε απόλυτη αύξηση του χρέους μέχρι το 2020 θα ήταν μηδαμινή. Και αυτό διότι το χρέος θα μειωνόταν επί πλέον - μέχρι το τέλος του 2020 - κατά 50 δις € από τις ιδιωτικοποιήσεις και από τα αναμενόμενα ικανοποιητικά πρωτογενή πλεονάσματα λόγω της αναμενόμενης σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης.
Έτσι, με βάση τις προσδοκώμενες στο σενάριο αναπτυξιακές εξελίξεις, στο τέλος του 2020 το μεν ΑΕΠ θα ανήρχετο στα 329 δις €, το δε δημόσιο χρέος στα 200 δις € (61%).
Με την εφαρμογή συγχρόνως μίας υποχρεωτικής αυστηρής διαρθρωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής και με τα πρωτογενή πλεονάσματα των ετησίων προϋπολογισμών της τάξης του 4%, θα ήταν εύκολα να πραγματοποιηθεί μία αναπτυξιακή οικονομική πολιτική που θα έβγαζε βαθμιαίως τη Χώρα από τη σημερινή της αδιέξοδο.
Έτσι μόνον θα μπορούσε να εκπληρώσει η Ελλάδα όλα τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Συμφωνίας Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να βοηθήσουν πράγματι την Ελλάδα - και μάλιστα με λιγότερο κόστος για όλους, πρέπει να σκεφτούν στα σοβαρά την άμεση εφαρμογή ενός τέτοιου σεναρίου. Όλα τα άλλα είναι μπαλώματα και παυσίπονες όχι θεραπευτικές και για όλους πολύ ακριβές ενέσεις. Γι αυτό η λύση που απομένει είναι, όσο πιο γρηγορότερα τόσο καλύτερα, η συμφωνία για μία ελεγχόμενη πτώχευση ή αν ακούγεται καλύτερα για μία σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου