ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ


(90 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ)

Από το  Μάη του έτους  1919 με την απόβαση των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Σμύρνη, άρχισε μια από τις πιο  τραγικές  περιόδους της ιστορίας μας. Αυτή η απόβαση κατάληξε  τον Αύγουστο του 1922 στη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία. Αλήθεια ποιοι ήταν οι λόγοι  που οδήγησαν σ’ αυτή την  εκστρατεία ; Ποιοι  οι υπαίτιοι της  τραγωδίας;  Υπήρχε  δυνατότητα και τρόπος να υπερασπιστούμε τον Μικρασιατικού ελληνισμό;
Τα αίτια κατά τη δική μου άποψη όπως μπορώ να εκτιμήσω με βάση τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου είναι πως η χώρα μας μετά τις επιτυχίες των Βαλκανικών πολέμων και την  αύξηση του Ελληνικού εδάφους  πίστεψε  πως θα μπορούσε να υλοποιήσει τη μεγάλη ιδέα. Όμως τη συνοχή του λαού και του στρατεύματος είχε ταλαιπωρήσει ο   εθνικός διχασμός και  η επί οκταετία συνεχής πολεμική ατμόσφαιρα. Η μικρασιατική εκστρατεία, ήταν     μια προσπάθεια πραγματοποίησης των ονείρων της Μεγάλης Ιδέας, που άρχιζαν από την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών και έφταναν μέχρι το  άπιαστο  όνειρο της ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βέβαια η ευκαιρία για την Ελλάδα ήταν συγκυριακή. Η πολεμική σύμπραξη και επιχείρηση  των Άγγλων Γάλλων και Ιταλών  έγινε με στόχο τον έλεγχο  των    πετρελαίων της Μέσης Ανατολής. Και αυτό επιχειρήθηκε για την εξασφάλιση  των συμφερόντων τους, στις  περιοχές της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Οι νικήτριες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δυνάμεις της Αντάντ και κυρίως οι Άγγλοι , ανέθεσαν στην Ελλάδα το ρόλο της   προστασίας  των Ελλήνων κατοίκων της Σμύρνης και γενικότερα της Μικράς Ασίας με κάποιες αόριστες υποσχέσεις   για να την εγκαταλείψουν στη συνέχεια, όταν  τα συμφέροντά τους στην περιοχή δε διέτρεχαν πια κανένα κίνδυνο.
Με άλλα λόγια, οι μεγάλες δυνάμεις με  την τακτική τους σε έναν και μοναδικό σκοπό απέβλεπαν: στο να πετύχουν με κάθε τρόπο  από τον Κεμάλ  τόσες παραχωρήσεις που θα κατοχύρωναν τα συμφέροντά τους.
Για την πολιτική της Αγγλίας, χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Χάρολντ Νίκολσον, στελέχους του Φόρεϊν-Οφις, ο οποίος  σε μνημόνιο προς τον υπουργό του(12/1920), μεταξύ των άλλων ομολογούσε: «Ο λόγος που μας έσπρωξε στην υποστήριξη της Ελλάδας δεν ήταν συναισθηματική παρόρμηση, αλλά φυσική έκφραση της παραδοσιακής μας πολιτικής, που συνίστατο στην προστασία των Ινδιών και της Διώρυγας του Σουέζ. Για έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίξαμε την Τουρκία, θεωρώντας την ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως αποδείχθηκε αναξιόπιστος σύμμαχος και έτσι περάσαμε στη δεύτερη γραμμή. Από τη γεωγραφική άποψη, η θέση της Ελλάδας είναι μοναδική για τις επιδιώξεις μας. Πολιτικά, η χώρα αυτή ήταν αρκετά ισχυρή σε περίοδο ειρήνης, ώστε να μη μας δημιουργεί θέμα δαπανών και αρκετά αδύνατη σε περίπτωση πολέμου, ώστε να είναι υποτελής σ' εμάς».
Πέρα από τις τεράστιες ευθύνες  των ξένων δυνάμεων  για τη μικρασιατική τραγωδία, την κύρια, την πρωταρχική ευθύνη φέρνουν , δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων  που πείσθηκε και  δέχθηκε να αναλάβει να παίξει τον προστάτη της περιοχής της Σμύρνης  χωρίς την εξασφάλιση εγγυήσεων  και υποχρεώθηκε να αμυνθεί προκειμένου να πραγματοποιήσει το ρόλο του ενώ το δεύτερο το Λαϊκό  γιατί  στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 με απατηλές υποσχέσεις περί παύσεως του πολέμου και εκμεταλλευόμενο την κόπωση του λαού από  την οκταετή συνεχή πολεμική ατμόσφαιρα κέρδισε τις εκλογές ενώ η πολιτική που ακολούθησε  ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος προς την διακηρυχθείσα και όχι μόνο δεν σταμάτησε τον πόλεμο αλλά τον συνέχισε αφρόνως με αποτέλεσμα όπως ήταν φυσικό να επέλθει η καταστροφή.   Συνέχισε  μόνη της η Ελλάδα ένα  επιθετικό  πόλεμο που κατέληξε σε τραγωδία.
Είναι επίσης σημαντικό το ότι μετά της εκλογές της 1-11-1920 επανήλθε  στη χώρα ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος χωρίς να λάβει υπ’ όψιν  του τόσο ο ίδιος όσο και η Κυβέρνηση την  από κοινού διατυπωθείσα ανακοίνωση της 3ης Δεκεμβρίου 1920 των τριών δυνάμεων Αγγλίας Γαλλίας Ιταλίας  εις την οποία ρητώς διευκρινίζονταν  ότι η επάνοδο του Βασιλέως «θα εκρίνετο υπ’ αυτών ως επικύρωση της έναντι των συμμάχων  εχθρικής στάσεως διαρκούντος του πολέμου και θα προσέδιδε νέα  δυσάρεστο τροπή στις μεταξύ των συμμάχων και της Ελλάδος σχέσεις. Μάλιστα μετά την πρώτη αυτή διακοίνωση ακολούθησε και δεύτερη πέντε μέρες αργότερα διατυπωθείσα υπό του Γάλλου πρεσβευτή και εις την οποίαν απεριφράστως τονίζονταν το ότι αι κυβερνήσεις Αγγλίας Γαλλίας και Ιταλίας  θα έπαυαν  να βοηθούν  οικονομικώς την Ελλάδα εάν δεν εισακούονταν η πρώτη τους  διακοίνωση.  
Η εμπλοκή της Ελλάδας στη μικρασιατική εκστρατεία οφείλεται στις διατάξεις της Συνθήκης «Ανακωχής του Μούδρου» (Οκτώβρης 1918), που αποτελούν την επιβολή των Αγγλικών όρων επικυριαρχίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και του διαμελισμού της Τουρκίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους όρους της ανακωχής υπαγόρευσε ο Άγγλος αντιναύαρχος Σίμφσετ Αρθρουρ Κουχ Κάλθροπ, χωρίς καμιά συγκατάθεση των άλλων μελών της συμμαχίας.
Οι όροι της ανακωχής ήταν ταπεινωτικοί για την ηττημένη οθωμανική αυτοκρατορία. Η αρπακτική διάθεση των  δυνάμεων  της ΑΤΑΝΤ  σ' έναν ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ τους , η καθεμιά προσπαθούσε  για λογαριασμό της να αρπάξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα και όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας..
Το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 6.5.1919 να αναθέσει  ρόλο  αστυνόμευσης της περιοχής της Σμύρνης  στην Ελλάδα.
Αξίζει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η απόφαση ήταν περισσότερο επιβολή της αγγλικής θέλησης παρά συλλογική ενέργεια, γιατί, όπως είναι γνωστό, στηρίχτηκε σ' έναν προσωρινό αγγλογαλλικό συμβιβασμό της στιγμής, χωρίς τη συμμετοχή της   Ιταλίας και  την ανοχή των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000.
Η τουρκική στατιστική του 1912, σχετικά με την εθνολογική σύνθεση των περιοχών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας , έδινε 1.982.375 Έλληνες, 7.231.595 Τούρκους και 925.818 διάφορους. Δηλαδή σε σύνολο 10.139.789 το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 19,6%.
Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που την ίδια εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας μόλις έφτανε τα 5.000.000, έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατοχύρωσης του δικαιώματος για τη διατήρηση της δικής της εθνικής ζωής και της ισοτιμίας της με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αν πάρουμε, μάλιστα, υπόψη και το γεγονός ότι τα δικαιώματα αυτά είχαν παραβιαστεί βάναυσα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οργανώθηκαν από τους Γερμανούς τα γνωστά προγκρόμ (σχέδιο αφελληνισμού του Λίμαν Φον Σάντερς) σε βάρος του μικρασιατικού ελληνισμού, το ζήτημα της υπεράσπισης και της κατοχύρωσης του δικαιώματος ισότιμης με τον υπόλοιπο πληθυσμό ζωής και δράσης του ελληνισμού της Μικράς Ασίας έμπαινε πολύ πιο επιτακτικά.
Η απόβαση στη Σμύρνη  αποφασίσθηκε  στις 6.5.1919 από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το περιεχόμενο της απόφασης ήταν τόσο γενικό και αόριστο, ώστε επέτρεπε κάθε είδους ερμηνεία. Ο ελληνικός στρατός - σύμφωνα με την απόφαση - πήγαινε στη Μικρά Ασία, για να «προλάβει σφαγές σε βάρος των χριστιανών».
Για να αποσπάσει τη παραπάνω απόφαση, ο Ελ. Βενιζέλος , είχε προσκομίσει στη συνέντευξη του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου της Διάσκεψης του Παρισιού μια τουρκικής προέλευσης σοβινιστική προκήρυξη που απειλούσε με «σφαγές όλους τους εχθρούς του Προφήτη».
Αμέσως μετά την απόφαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου, η οποία λόγω του γενικού χαρακτήρα της δεν έδινε τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιηθούν οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του ελληνικού στρατού κατοχής, ο Βενιζέλος, στο διάγγελμά του προς το λαό της Ιωνίας, θριαμβολογώντας, έλεγε:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβει την Σμύρνην, ίνα ασφαλίσει την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη, διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων υπόδουλος υπό τον αυτόν ζυγόν, εννοώ καλώς ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσωσι σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας...».
.
Σχετικά με τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες δόθηκε στον Βενιζέλο η εντολή για την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ο στρατηγός Μαζαράκης στα απομνημονεύματά του γράφει: «Και όταν οι αντιπρόσωποι της Ιταλίας, χωλοθέντες δια την στάσιν του Ουΐλσον, εις το ζήτημα του Φιούμε, απεχώρησαν επί τινάς ημέρας εκ Παρισίων, έγινε δε γνωστόν ότι παρασκευάζαν απόβασιν εις Μικράν Ασίαν, το Συμβούλιο Ουΐλσον, Λουΐδ Τζωρτζ και Κλεμανσό επειγόντως εκάλεσε τον Βενιζέλο και έδωσε εντολή καταλήψεως της Σμύρνης υπό του ελληνικού στρατού».
Αργότερα, ο Κλεμανσό έγραφε στον Βενιζέλο:
«...Η ντε φάκτο κατοχή της Σμύρνης και της περιοχής της, αποφασισθείσα μόνο ένεκα της υπάρξεως ορισμένων συνθηκών, δεν ήτο ικανή να δημιουργήσει δικαιώματα δια το μέλλον. Επρόκειτο περί προσωρινού απλώς μέτρου, το οποίον άφηνε την Διάσκεψη απολύτως ελευθέρα να λύσει τα εκ του Ανατολικού προβλήματος προκύπτοντα ζητήματα, σύμφωνα με την γενικοτέρα  κατάσταση και με τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων πληθυσμών».
.
Με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, στις 15 Μάη 1919 αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού. Μετά τη Σμύρνη, γρήγορα θα ερχόταν η σειρά της Κωνσταντινούπολης.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι ο ελληνικός στρατός, εντολοδόχος, χωρίς την ομοφωνία των εντολέων του, ήταν υποχρεωμένος να δράσει, ουσιαστικά, για την εξυπηρέτηση των αγγλικών  συμφερόντων στην περιοχή, παρουσίασε το γεγονός σαν αρχή για την απολύτρωση των υπόδουλων αδελφών που ζούσαν στη Θράκη  την Ιωνία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Με την έντονη προβολή του συνθήματος της «Μεγάλης Ελλάδας» και με την έξαρση του εθνικού φρονήματος,  η πολιτική ηγεσία της χώρας προχώρησε  στην  απόβαση στη   Σμύρνη.
Η μικρασιατική εκστρατεία ήταν ένας  ατυχής  και καταδικασμένος πόλεμος.  Ήταν ένας πόλεμος  καταδικασμένος από το ξεκίνημά του  σε αποτυχία, γιατί γινόταν με εντολή και για λογαριασμό των ξένων και σε αντίθεση με το γενικό αίτημα και τη θέληση του ελληνικού λαού  για τερματισμό του πολέμου.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, δεν είχαν σχεδόν καμιά ελευθερία κίνησης και δράσης. Τις κινήσεις τους τις αποφάσιζαν και τις έλεγχαν οι δυτικές στρατιωτικές αρχές  με γνώμονα την ικανοποίηση των απαιτήσεων και των αναγκών της εξωτερικής πολιτικής και  με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες  της Αγγλίας.  Για κάθε κίνηση του ελληνικού στρατού απαιτούνταν «έγκρισις Κάλθροπ (Αγγλου ναυάρχου) ή μετά τυχόν αναχώρησιν αυτού, προϊσταμένου Συμμαχικού Στόλου εν Σμύρνη».
Η μαρτυρία του στρατηγού Κ. Νίδερ, αρχηγού του ελληνικού στρατού κατοχής, ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν ελευθερία κινήσεων, κλείνει μέσα της όλη την αλήθεια για το νόημα της μικρασιατικής εκστρατείας. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, στα χρόνια 1919-1922, από στήριγμα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας είχαν γίνει όργανο της αγγλικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή. Ο Γ. Δαφνής παρατηρεί ότι την εποχή εκείνη είχε καταλυθεί και η στοιχειώδης μορφή εθνικής ανεξαρτησίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που δείχνει με τον πιο πειστικό τρόπο πως ο ελληνικός στρατός είχε χάσει τον εθνικό του χαρακτήρα και είχε μετατραπεί σε εκστρατευτικό σώμα του υπουργείου Αποικιών της Αγγλίας, αποτελεί το παρακάτω τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Λονδίνο προς τον αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο: «Αγγλος υπουργός Στρατιωτικών εξουσιοδοτεί στρατηγό Μιλν , όπως, αν κρίνει ενδεδειγμένον, επιτρέψει εις ημέτερα στρατεύματα, εν περιπτώσει τουρκικής επιθέσεως, συνεχίζωσιν αντεπιτιθέμενα την καταδίωξιν και πέραν των τριών χιλιομέτρων υπό τον όρον ότι μετά πέρας επιχειρήσεως, στρατεύματά μας επανέρχονται εντός ορισθείσης γραμμής κατοχής. Συνιστώ αποστείλητε εις Κωνσταντινούπολιν Αρχηγόν Επιτελείου, όπως επιτύχει άδειαν ταύτην».
Με άλλα λόγια, τα γεγονότα των χρόνων 1919-1922 στην Εγγύς Ανατολή δεν ήταν μια ελληνοτουρκική διένεξη, ένας πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό τον διεξήγαγαν κυρίως ο ελληνικός στρατός και οι τουρκικές  αντάρτικες  δυνάμεις, ενεργό, πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτιζαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες σ' έναν ξέφρενο ανταγωνισμό  πάλευαν για το μοίρασμα της περιοχής και για τα πετρέλαιά της.
Η  αγγλογαλλική  διαμάχη  ήταν  ιδιαίτερα ωμή, όπως φαίνεται, ανάμεσα στον Λόιντ Τζορτζ και τον Κλεμανσό, και είναι  αποκαλυπτική για έναν Ελληνα θεατή της, τον πρεσβευτή Σακελλαρόπουλο, που θα γράψει:
«Παρασυρθέντες εις ματαίαν άλλωστε εξωτερίκευσιν των μυχιοτέρων των σκέψεων, οι δύο πρωθυπουργοί, οι οποίοι υπό την έξαψιν της λογομαχίας ανέμιξαν τους υψηλούς σκοπούς του πολέμου με τα εις Μικράν Ασίαν οικονομικά συμφέροντα και τας θυσίας των χωρών των, με την Μοσσούλην και με τας πετρελαιοπηγάς και τους πετρελαιοαγωγούς της Ανατολής...».
. Πλήθος γεγονότα και μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν.
Ο πρώτος αρχιστράτηγος της Μικράς Ασίας Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, σε γράμμα του από το Παρίσι προς φίλους του, έγραφε: «...πάντοτε ήμουν αισιόδοξος, τώρα σταμάτησα, δεν ελπίζω πλέον τίποτε, η καταστροφή επήλθε πλήρως και κανείς δεν δύναται να την σταματήσει. Φοβούμαι ότι και τη Θράκη θα χάσουμε. Η Γαλλία και η Ιταλία, άσπονδοι εχθροί μας, αλλά μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερα έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν την κατάσταση, θέλει ελληνικές λόγχες. Όταν αύριο δεν θα τας έχει ανάγκη, διότι θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ, τότε θα μας δώσει την κλωτσιά κατάστηθα και ευρισκόμεθα πολύ πλησίον της εποχής αυτής». Οι προβλέψεις του δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν από τα ίδια τα γεγονότα. Και σε άλλο σημείο της επιστολής  του, σχετικά με το ρόλο των «Μεγάλων Συμμάχων», έγραφε: «...Τα συμφέροντα των ξένων, των μεγάλων καταπιεστών των μικρών λαών, διίστανται. Εν τούτοις, διακηρύσσουν διαρκώς ότι αγωνίζονται υπέρ του δικαίου και της ελευθερίας, ενώ πράγματι είναι σφαγιαστές  όλων των ωραίων αυτών ιδεωδών. Είναι πλέον βάρβαροι και από τους Τούρκους, διότι επιτέλους, αυτοί οι τελευταίοι δεν καλύπτουν τα αισθήματά των, βαδίζουν κατευθείαν προς τον σκοπό, ενώ οι λεγόμενοι πολιτισμένοι, εις την επιδίωξη  ωφελείας τινός σε εγκαταλείπουν, σε πουλούν και σε θυσιάζουν...».
 Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται πλήρως από τα πράγματα.
Η Ιταλία εκφράζει ανοιχτά την επιθυμία της να επεκταθεί στα Μικρασιατικά παράλια και μάλιστα στην  περιοχή της Σμύρνης. Το Μάρτιο του 1919 τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάζονται και καταλαμβάνουν  την περιοχή της Αττάλειας. Ταυτόχρονα με την Ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, η Ιταλία επιλέγει να συμπλεύσει με τον πρωτοεμφανιζόμενο τουρκικό εθνικισμό το Κίνημα του Κεμάλ. Χρησιμοποιεί κάθε μέσο για υπονόμευση της Ελληνικής προσπάθειας.
Η Γαλλία από την πρώτη στιγμή θεωρεί την Ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ως εκτελεστικό όργανο της Βρετανικής πολιτικής. Αποσύρεται από την Κιλικία και εγκαταλείπει το σύνολο του οπλισμού των Γαλλικών στρατευμάτων στις δυνάμεις του Κεμάλ. Η  Γαλλική πολιτική επανήλθε στην πατροπαράδοτη φιλοτουρκική κατεύθυνση αμέσως μετά την αποχώρηση του Κλεμανσό.
Η Βρετανία   πιεζόμενη από τεράστια εσωτερικά προβλήματα που  είχε κληροδοτήσει στο Λονδίνο ο πόλεμος και με το βλέμμα στραμμένο στις περιοχές  του πετρελαίου  της Μοσούλης και  του Καυκάσου αλλά και ευρισκομένη σε πλήρη αδυναμία να διατηρήσει  στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, αναζητά υποκατάστατες λύσεις  στο πρόσωπο της «φίλης και πάντα πιστής  συμμάχου» Ελλάδος  που διαθέτει ένα εμπειροπόλεμο και αποτελεσματικό στρατό  και της οποίας  τα εθνικά συμφέροντα εστιάζονται στα Μικρασιατικά παράλια .Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας η Βρετανία κινείται επιδέξια, προφορικώς  δίνει τις πιο ενθαρρυντικές υποσχέσεις ,αλλά ποτέ  δεν προσφέρει την αναμενόμενη  υλική βοήθεια, ούτε στην Κυβέρνηση Βενιζέλου ούτε στις Κυβερνήσεις που ακολούθησαν.
Οι Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου κάνουν την παρθενική τους  εμφάνιση ως Μεγάλη Δύναμη. Παραπαίουν όμως μεταξύ του ρομαντισμού  και των φιλάνθρωπων αισθημάτων  του προέδρου Ουίλσον και του μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος των αμερικανικών επιχειρήσεων για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η νεαρή Σοβιετική  Ένωση στην προσπάθειά της να σπάσει την απομόνωση που της είχε επιβληθεί από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις και στο όνομα του  αγώνα κατά του «δυτικού ιμπεριαλισμού» σφιχτοδένονται με το Κεμαλικό κίνημα και αναδεικνύεται στον σημαντικότερο συμπαραστάτη.

Η εκστρατεία της Μικράς Ασίας, όχι μόνο δεν πρόσφερε τίποτα για την υπεράσπιση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της ισοτιμίας της ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, για τη σωτηρία του ελληνισμού στο όνομα του οποίου άρχισε, αλλά αντίθετα στάθηκε η βασική αιτία του ξεριζωμού του από τις πανάρχαιες εστίες του.
Αφού οι δυνάμεις της Αντάντ δεν κατάφεραν με τις επιχειρήσεις του Ιούνη να αναγκάσουν την επαναστατική Τουρκία σε συνθηκολόγηση, προσπάθησαν να βρουν διέξοδο με τη χρησιμοποίηση του σουλτάνου στο ρόλο του ηττημένου. Φώναξαν τα μέλη της σουλτανικής κυβέρνησης στο Παρίσι και τους έβαλαν να υπογράψουν τη γνωστή Συνθήκη των Σεβρών.
Το φάντασμα της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος μπορούσε να υπογράψει όσα χαρτιά κι αν ήθελαν οι δυνάμεις της Αντάντ.Την  πραγματική, όμως, Τουρκία του 1920,  την εκπροσωπούσε η κυβέρνηση της Άγκυρας. Αυτή δεν δέχθηκε  κανέναν όρο τους. Το φιάσκο των Σεβρών μόνο για την τύχη του Ελληνικού  έθνους είχε τραγικές συνέπειες.
Η συνθήκη που υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1920 στις Σέβρες, κοντά στο Παρίσι, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Χατζάζη (Σαουδική Αραβία), την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία από τη μια, και τη σουλτανική κυβέρνηση της Τουρκίας από την άλλη, ήταν μια ληστρική συνθήκη που ουσιαστικά κατέλυε την Τουρκία σαν κυρίαρχο κράτος.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η έκταση της Τουρκίας μειώνονταν  στο  ένα πέμπτο. Η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία και η Χατζάζη κηρύσσονταν τυπικά ανεξάρτητα κράτη  και λέμε τυπικά, γιατί ουσιαστικά γίνονταν αποικίες-προτεκτοράτα, η πρώτη της Γαλλίας και οι άλλες της Μεγάλης Βρετανίας, μια και τα κράτη αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 22 της συνθήκης, κρίνονταν μη ικανά για αυτοκυβέρνηση. Η Τουρκία έχανε κάθε επικυριαρχία πάνω στην Αίγυπτο, η οποία γινόταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας στην οποία παραχωρούνταν επίσης η Κύπρος, το Σουδάν, καθώς και τα δικαιώματα της Τουρκίας στη ναυσιπλοΐα του Σουέζ. Αναγνωριζόταν το προτεκτοράτο της Γαλλίας στο Μαρόκο και την Τυνησία και η Λιβύη παραχωρούνταν στην Ιταλία.
Επιπλέον, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), με ιδιαίτερη συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό, τι απέμεινε ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν' αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της και να φροντίσουν για τα συμφέροντα των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, όπου τυπικά αναγνωριζόταν η τουρκική κυριαρχία με το να κυματίζει η οθωμανική σημαία στα φρούρια της πόλης.
Η Σμύρνη, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα. Η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου, η οποία γινόταν αυτόνομη και μόνο μετά από δημοψήφισμα θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Η Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό την αίρεση των συμμάχων, για την περίπτωση που η Τουρκία δε θα τηρούσε τα συμφωνημένα. Τα Στενά των Δαρδανελίων κηρύσσονταν ουδέτερη και αφοπλισμένη ζώνη.
Η Συνθήκη των Σεβρών αφόπλιζε την Τουρκία  και άφηνε ελεύθερη τη δίοδο των Στενών, εκτός από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία, πράγμα που έθετε κάτω από τον έλεγχο των Αγγλογάλλων το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της Μαύρης Θάλασσας.
Οι «παραχωρήσεις» των μεγάλων δυνάμεων προς την Ελλάδα αποσκοπούσαν στη χρησιμοποίησή της για την αντιμετώπιση του Κεμαλικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, το οποίο, αφού ξεπέρασε τις πρώτες δυσκολίες, κατόρθωσε να δημιουργήσει αξιόμαχο στρατό που κατάφερε σοβαρά χτυπήματα στους συμμάχους, φτάνοντας ν' απειλεί και την Κωνσταντινούπολη και τα Δαρδανέλια. Η ανάληψη από τις δυνάμεις της Αντάντ μιας σοβαρής στρατιωτικής επιχείρησης για τη συντριβή του Κεμαλικού κινήματος παρουσίαζε σοβαρότατες δυσκολίες γι' αυτές. Έτσι, η χρησιμοποίηση του ευρισκόμενου πια στη Μικρά Ασία ελληνικού στρατού ήταν η πιο πρόσφορη λύση εκείνη τη στιγμή, για την αντιμετώπιση της άμεσης Κεμαλικής απειλής.
Όπως αναφέρει ο Φραγκούλης, ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημά του από το Λονδίνο προς τον υπουργό Εξωτερικών στην Αθήνα ανέφερε ότι ο Άγγλος υπουργός των στρατιωτικών, Τσόρτσιλ, του είπε ότι η αγγλική κυβέρνηση θέλει να μάθει αν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να επιβάλει στρατιωτικά τους όρους της συνθήκης, γιατί η Αγγλία έχει άλλες απασχολήσεις και δεν μπορεί να δώσει στην Ελλάδα άλλη βοήθεια, παρά μονάχα πολεμικό υλικό. Ο,τι η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει στη συνεργασία Γαλλίας-Ιταλίας. Κι ο Βενιζέλος όχι μόνο δέχτηκε όσα του σύστησε ο Τσόρτσιλ, αλλά και ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη σε έκταση εφταπλάσια απ' ό,τι προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών.
Γιατί, λοιπόν, να μη χρησιμοποιήσουν οι  Αγγλογάλλοι  την προσφορά αυτή του Βενιζέλου, που στη δοσμένη κατάσταση παρουσιαζόταν σαν ο καλύτερος τρόπος πραγματοποίησης του αποφασισμένου διαμελισμού του τουρκικού κράτους; Οι ίδιες οι δυνάμεις δε θα διακινδύνευαν ούτε αίμα, μα ούτε και χρήμα, από τη μια, και από την άλλη, κρατώντας τις αποστάσεις τους από τον Κεμάλ, θα άφηναν ανοιχτή την πόρτα για ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις, προσεγγίσεις και συμφωνίες μαζί του στο μέλλον.
Αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Σφόρτσα, υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, «προέβαινεν εις την δήλωσιν ότι η Ιταλία δεν θα απεχώρει εκ της Δωδεκανήσου, η δε Γαλλία περιήρχετο εις αντίθεσιν προς την Αγγλίαν, δια τα αφορώντα την Μικράν Ασίαν και την Τουρκίαν εν γένει, της οποίας ανελάμβανε την ενίσχυσιν».
Η Συνθήκη των Σεβρών στάθηκε θνησιγενής, γιατί δεν επρόκειτο για κλείσιμο ειρήνης, αλλά για συνέχιση του πολέμου, και υπογράφηκε από δυνάμεις που είχαν αντίθετες επιδιώξεις και συμφέροντα και που είχαν αποφασίσει να μην την εκτελέσουν.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλίας, Πουανκαρέ, παρομοίασε τη συνθήκη που υπογράφηκε στις Σέβρες «σαν ένα πράμα εύθραυστο, ίσως σπασμένο βάζο». Η τύχη της Συνθήκης αφέθηκε να κριθεί στο μέτωπο των επιχειρήσεων, σ' έναν άγριο πόλεμο, που ανατέθηκε από τους Άγγλους στον ελληνικό στρατό.
Η νέα Τουρκία του Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη, αντέδρασε αποφασιστικά. Ορθώθηκε σ' έναν άγριο πόλεμο, σε μια θανάσιμη πάλη για την υπεράσπιση της εθνικής της ανεξαρτησίας.
Το αδιέξοδο, που είχε δημιουργηθεί, με την ενεργό ανάμιξη της Ελλάδας στη μικρασιατική περιπέτεια, όξυνε την εσωτερική κρίση. Τα πάθη και τα μίση ανάμεσα στη βενιζελική και αντιβενιζελική παράταξη κορυφώθηκαν με τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στις 12.8.1920 και τη δολοφονία από τους βενιζελικούς του Ιωνα Δραγούμη.
Όσο η εξέλιξη των γεγονότων ξεσκέπαζε τους πραγματικούς σκοπούς της εκστρατείας και όσο μεγάλωνε η αιμορραγία εξαιτίας του πολέμου, τόσο μεγάλωνε και η αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Σε συνθήκες ογκούμενης λαϊκής αγανάκτησης και οργής, το Νοέμβρη του 1920, τα ενωμένα αντιβενιζελικά κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με τα δημαγωγικά συνθήματα του τερματισμού της μικρασιατικής εκστρατείας και της επιστροφής των φαντάρων στα σπίτια τους. Η επίπλαστη φιλειρηνική αντιπολεμική αυτή προπαγάνδα επηρεάζει το λαό των πόλεων   και τον αγροτικό πληθυσμό, που έχουν κουραστεί και απογοητευθεί από τους πολέμους  και ζητάνε ειρήνη και ησυχία.  Έτσι, τα αντιβενιζελικά κόμματα κερδίζουν τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση, όμως, του Γούναρη που εκπροσωπούσε τη συντηρητική μερίδα των φιλοβασιλικών, τα «παλιά τζάκια» και τους μοναρχικούς, οργάνωσε στα βιαστικά, κάτω από ένα αφόρητο καθεστώς τρομοκρατίας, δημοψήφισμα με το οποίο επανέφερε το βασιλιά Κωνσταντίνο, και παρά τις διακηρύξεις της για σταμάτημα του πολέμου, κάτω από την πίεση των αγγλικών συμφερόντων τον συνέχισε και τον επέκτεινε, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τελικά τον ελληνικό στρατό στην ιστορικών διαστάσεων ήττα του στον ποταμό Σαγγάριο.
Η επίθεση των Κεμαλικών στρατευμάτων, που άρχισε στις 13 Αυγούστου 1922 στη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ-Σμύρνης, σήμανε την αρχή του τέλους της μικρασιατικής εκστρατείας. Το μέτωπο καταρρέει. Ο ελληνικός στρατός αρχίζει την άτακτη υποχώρησή του.
Στις 8 του Σεπτέμβρη, οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη και στις 18 του ίδιου μήνα ολοκληρώνεται η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα.
Με τη Σμύρνη στις φλόγες και την απελπισμένη προσπάθεια του μαρτυρικού πληθυσμού της να σωθεί, καταφεύγοντας στα συμμαχικά καράβια, γράφεται η τελευταία σελίδα στην ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με τους «συμμάχους» της στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου .
Τις μέρες εκείνες διαδραματίζεται ένα από τα πιο απάνθρωπα και αποκαλυπτικά γεγονότα του πολέμου. Οι «σύμμαχοι» της Ελλάδος : Αγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί ανέχονται με τη μεγαλύτερη απάθεια να πετιούνται μπρος τα μάτια τους οι Έλληνες στη θάλασσα. Οι απερίγραπτα δραματικές σκηνές, που ξετυλίγονται στον κόλπο της μαρτυρικής Σμύρνης, είναι η «στιγμή της αλήθειας» για την πραγματικότητα της «συμμαχίας»,  χωρίς προσωπείο.
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 αποτελεί ένα από τα σημαντικά ορόσημα της νεοελληνικής ιστορίας.
Στα νερά του κόλπου της Σμύρνης πνίγηκε η «μείζων Ελλάς» και η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», που επί έναν ολόκληρο αιώνα αποτέλεσε τον άξονα της Ελληνικής  πολιτικής.
Ο Βενιζέλος, οκτώ χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή, μιλώντας στη Βουλή (στις 10.2.1930), θα εκφωνήσει ουσιαστικά τον επικήδειο της «Μεγάλης Ιδέας», τονίζοντας ότι η Ελλάδα αποδέχεται τη Συνθήκη της Λωζάνης, γιατί «έπειτα από τα ερείπια, τα οποία επέφερε ο μεγάλος πόλεμος, η ανθρωπότης δεν θα δυνηθεί να εξακολουθήσει την πρόοδον αυτής προς τον πολιτισμόν, εάν δεν κατορθώσει να αποτρέψει τας εκρήξεις εκείνας αίτινες προκάλεσαν τον πόλεμον».
Και ο Πιπινέλης, ένας από τους επιφανείς εκπροσώπους της αντιβενιζελικής παράταξης, θα γράψει ότι «η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας 1919-1922, της τελευταίας αυτής εξορμήσεως του ελληνισμού προς την Μεγάλην Ιδέα, κατέδειξε με την άπειρον συμφοράν εις ην οδήγησεν, ότι μια νέα πραγματικότης είχε δημιουργηθεί εν τοις Βαλκανίοις, η οποία καθιστά ανέφικτον την αναβίωσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Με την κατάρρευση του μετώπου, με το κύμα της προσφυγιάς και την επιστροφή των πολεμιστών στην Ελλάδα, όπου έβρισκαν τα χωριά τους καταστραμμένα και τις οικογένειές τους σε άθλια κατάσταση, ξέσπασε βαθιά πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση.
Το τέλος της Τραγωδίας έληξε με την εκτέλεση των έξι οι οποίοι θεωρήθηκαν  ως υπαίτιοι …Βλέποντας πλέον τα γεγονότα από την απόσταση των 90 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης μπορούμε πιο ψύχραιμα να εξάγουμε τα ασφαλή συμπεράσματά μας και να διδαχθούμε από τα εγκληματικά μας λάθη.

Κείμενο ομιλίας μου  στην αίθουσα τύπου του Παμπελοποννησιακου Σταδίου Πατρών μετα από προσκληση του Συλλόγου Παναγιωτης Καρατζας 1821 σε εκδηλωση για τα 90 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου