ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ILIAZ BOBAJ
Ο Ιταλός πιλότος
Το μικρό πολεμικό αεροσκάφος γύρισε με εκκωφαντικό κρότο από το μέτωπο του νότου. Ήταν ένα ιταλικό βομβαρδιστικό από τα πιο κοινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο οι Ιταλοί το έλεγαν «κατσιατόρε», ενώ οι Αλβανοί απλά «κατσιατόρ». Όμως αυτά τα μικρά αεροπλάνα είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος του ντόπιου πληθυσμού, διότι βομβάρδιζαν αδιακρίτως κάθε ύποπτο αντικείμενο στο έδαφος. Προπαντός τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, τα οποία, λόγω των κινήσεών τους στη βοσκή ή στο δρόμο, τους φάνταζαν σαν άνθρωποι από κει πάνω, τα σφυροκοπούσαν αλύπητα αδειάζοντας πάνω τους όλο το περιεχόμενο της σιδερένιας τους κοιλιάς. Μάλιστα, και οι κορμοί των δέντρων, που μαύριζαν από πάνω, είχαν γίνει αντικείμενα σφοδρού βομβαρδισμού. Το χωριό είχε γεμίσει με σκοτωμένα ζώα, είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο ζώων. Οι άνθρωποι δεν προλάβαιναν να τα θάψουν. Αλλά και τα κατεστραμμένα από τις βόμβες σπίτια ήταν δεκάδες. Οχτώ κάτοικοι, ηλικιωμένοι κυρίως, είχαν πληρώσει με τη ζωή τους το «παιχνίδι» των «κατσιατόρ».
Μόλις χάραζε στη βουνοκορφή, οι χωριάτες άρπαζαν τα παιδιά τους, νηστικά, με κλάματα και οδυρμούς και έπαιρναν την ανηφόρα στο Πλατοβούνι. Έβρισκαν κάποια σπηλιά και στριμώχνονταν εκεί μέσα μαζί με τα παιδιά τους. Γύριζαν αργά το βράδυ για να ψήσουν λίγο καλαμποκίσιο ψωμί και να πάρουν λίγο ύπνο. Την επόμενη ξεκινούσαν πάλι νωρίς για τις σπηλιές του βουνού. Η μέρα ήταν των «κατσιατόρ».
Πριν από λίγες μέρες τα «κατσιατόρ» είχαν βομβαρδίσει άγρια το χωριό. Είχαν διακρίνει ένα καραβάνι με ζώα, με τον νοικοκύρη τους στην αρχή και άρχισαν να βομβαρδίζουν με τέτοια σφοδρότητα, σαν αυτό το καραβάνι να ‘ταν το πολεμικό επιτελείο του εχθρού τους. Τόσο ανελέητος ήταν ο βομβαρδισμός που και τον καραβανιάρη, τον Αλί, και τα ζώα του καραβανιού που επέστρεφαν από το μύλο, φορτωμένα με τα σακιά με αλεύρι, τα έκαναν κιμά σα να τα είχαν περάσει από κρεατομηχανή. Το αλεύρι είχε ανακατευτεί με τις λιωμένες σάρκες. Ήταν ένα ανατριχιαστικό θέαμα, είπαν όσοι το αντίκρισαν.
- Τι διάολο πόλεμο κάνουν αυτοί; -είπε εκείνη τη μέρα ο Σκεντέρ. – Αλλού είναι το μέτωπο και αλλού βομβαρδίζουν! Δεν μας άφησαν τίποτα όρθιο! Έχουν τυφλωθεί τόσο που και οι κορμοί των δέντρων τους φαίνονται άνθρωποι! Μεγάλος μπελάς μας βρήκε!
- Καλά λες εσύ Σκεντέρ, αλλά έλα να πείσεις εκείνους που τους διοικούν! – είπε ο Σελίμ, που είχε χάσει τα δυο μουλάρια του σε έναν τέτοιο βομβαρδισμό.
Στο μεταξύ το βομβαρδιστικό πέρασε πάνω από το βουνό της Λιουντζεριάς, από την κοιλάδα του Δρίνου, πέταξε λίγο στα νότια του Αργυροκάστρου και συνέχισε προς το βορά, πάνω από το Πλατοβούνι. Πλησίαζε τη βόρεια πλευρά του Λαζαράτ. Έκανε έναν τρομακτικό θόρυβο σα να ‘θελε να δείξει ότι ήταν κύριος του ουρανού.
Ο τόπος έτρεμε σαν το δέρμα του τυμπάνου, κάτω από τα εναέρια χτυπήματα. Οι άνθρωποι το παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Ξάφνου ακούστηκε ένας φοβερός κρότος., σαν μια αναπάντεχη έκρηξη, που κανείς δεν γνώριζε που είχε συμβεί.
Το «κατσιατόρ» άρχισε να ταλαντεύεται. Άρχισε να βγάζει καπνό. Έπειτα να κάνει κάτι παράξενες και ανεξέλεγκτες κινήσεις στον ουρανό. Το είχαν χτυπήσει. Αλλά ποιος; Πιθανότατα το χτύπησαν από το Αργυρόκαστρο, διότι τη στιγμή που έβγαινε από κει ακούστηκε ο κρότος. Κάποιος είπε ότι στο Αργυρόκαστρο μόλις είχαν μπει οι Γερμανοί και ότι ήταν αυτοί που χτύπησαν το ιταλικό βομβαρδιστικό. Σκότωναν τους πρώην συμμάχους τους. Οι Ιταλοί είχαν φύγει πριν ένα μήνα από το χωριό. Ήταν στα πρόθυρα της συνθηκολόγησης. Είχαν μείνει μόνο ο Καπελέτι και ο Φομαγκάλι, δύο Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν λιποταχτήσει από το στρατό και είχαν κρυφτεί εκεί. Δούλευαν στα σπίτια των χωρικών, φτιάχνοντας βαρέλια, κάδους, πόρτες, παράθυρα, τοίχους κ.α. Ήταν αληθινοί μάστοροι. Το χωριό τους προστάτεψε σαν παιδιά του από τους Γερμανούς. Επέστρεψαν στην πατρίδα τους μετά τη λήξη του πολέμου.
Κείνη τη στιγμή από το αεροπλάνο ξεκόπηκε ένα μικρό αντικείμενο, κάτι σαν μαύρο δέμα. Έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα προς τη γη.
- Ο πιλότος, είναι ο πιλότος, ρίχτηκε με αλεξίπτωτο!- είπε κάποιος.
Ενώ το αεροπλάνο ακυβέρνητο πλέον, έπεφτε προς τη γη σαν σκοτωμένο πουλί. Από τη πληγή που είχε πάρει στα στήθη του, έβγαινε καπνός.
Στο μεταξύ ο πιλότος φαινόταν σα να ‘κανε κάποιες γρήγορες κινήσεις. Βέβαια για να ανοίξει το αλεξίπτωτο. Μάταια όμως. Εκείνο δεν άνοιξε.
- Αχ, …………..! – αναστέναξε μια γυναίκα γύρω στα εβδομήντα. – Αλίμονο στη μάνα του!
Μετά από λίγο, από το μέρος που έπεσε το αεροπλάνο σηκώθηκε μαύρος πυκνός καπνός.
- Ελάτε, πάμε! – διέταξε η Λιρί τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί γύρω της και κοιτούσαν λυπημένες εκεί που έβγαινε ο καπνός.
- Πού να πάμε; -τη ρώτησε η Χαβά.
- Θα πάμε στον πιλότο που έπεσε! Είναι κι αυτός παιδί κάποιας μάνας και δεν μπορούμε να τον αφήσουμε ανάμεσα στα βράχια, να τον φάνε τα κοράκια! Αν είναι ζωντανός θα προσπαθήσουμε να τον σώσουμε, αν έχει πεθάνει, θα τον θάψουμε, όπως θάβουμε τα παιδιά μας!
Δεν ακούστηκε καμία αντίρρηση. Κανένας δεν αμφισβητούσε το λόγο της Λιρί. Ήταν από κείνες τις τραχιές γυναίκες, που διέταζαν ακόμα και τους άντρες, έλεγαν στο χωριό. Ήταν δυνατή σαν αρκούδα. Το επεισόδιο με εκείνον που είχε σκοτώσει τον θείο της το γνώριζαν μικροί και μεγάλοι. Εκείνη βγήκε στη μέση του δρόμου μπροστά στο φονιά του θείου, του επιτέθηκε, τον έριξε κάτω, του πήρε το περίστροφο από το ζωνάρι και του το ‘βαλε στο στόμα. Τράβηξε δύο τρεις φορές τη σκανδάλη, αλλά το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε.
Αρχικά ήταν οχτώ γυναίκες, στο δρόμο όμως ο αριθμός τους αυξήθηκε. Στο έβγα του χωριού, έγιναν περίπου πενήντα. Και συνέχιζαν να αυξάνουν. Ήρθαν και άντρες. Προχωρούσαν με γρήγορο βήμα. Χωρίς να μιλούν. Με τη θλίψη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, έτσι όπως πηγαίνουν σε μια κηδεία. Οι σταγόνες του ιδρώτα γυάλιζαν στα ξαναμμένα πρόσωπά τους, σαν τις σταγόνες της δροσιάς πάνω σ’ ένα κόκκινο μήλο.
Δε σταμάτησαν όμως ούτε στιγμή.
Το αεροπλάνο είχε πέσει στο Βαθύ Ρέμα.
- Και ο πιλότος κάπου εδώ γύρω θα ‘ναι. Σκορπιστείτε και ψάξτε, διότι ο καιρός δεν περιμένει! – διέταξε η Λιρί.
Μετά από περίπου ένα τέταρτο τον βρήκαν. Ήταν νεκρός. Είχε πέσει στην άκρη ενός απότομου βράχου. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο πλάι. Το πρόσωπό του ήταν ανέπαφο. Ήταν ένα παλληκάρι γύρω στα είκοσι πέντε. Όμορφο, αστέρι. Έμοιαζε με οδοιπόρο που ερχόταν από μακριά και είχε ακουμπήσει στην άκρη του βράχου για να ξεκουραστεί λιγάκι. Για να συνεχίσει μετά το μακρινό ταξίδι του…
Οι γυναίκες του σκούπισαν το πρόσωπο, του ‘φτιαξαν τα ρούχα, του ‘κοψαν τα σχοινιά του αλεξίπτωτου και τον έβαλαν πάνω σ’ ένα πρόχειρο στρωσίδι. Έκοψαν το αλεξίπτωτο, έβαλαν στις άκρες δύο γερά ξύλα και κατασκεύασαν έτσι ένα φορείο.
- Γιατί δεν άνοιξες μωρ’ ευλογημένο! – ξεθύμανε η Χάνκω, καθώς έκοβαν τα σχοινιά του αλεξίπτωτου.
- Εσείς οι άντρες πηγαίνετε να ανοίξετε τον τάφο! Θα τον φέρουμε εμείς! – τους είπε η Λιρί, δείχνοντας με το χέρι από πού πρέπει να πάνε. Οι άντρες πήραν τον δρόμο του γυρισμού σιωπηλοί.
- Βάλτε τον εδώ! – διέταξε η Λιρί, δείχνοντας ένα μέρος κάπως ανοιχτό λίγο πιο πέρα.
- Γιατί; - ρώτησε μια μεσόκοπη γυναίκα.
- Πως γιατί; Θα τον φτιάξουμε, θα τον κλάψουμε, διότι είναι άνθρωπος! Τον άνθρωπο όταν πεθαίνει, τον κλαίνε. Η μάνα του δεν είναι εδώ. Δεν πειράζει. Κι εμείς μανάδες είμαστε. Και ξέρουμε να κλαίμε όπως κλαίνε όλες οι μάνες του κόσμου!
- Να τον πάμε πρώτα στο νεκροταφείο και τον κλαίμε εκεί! – είπε μια άλλη γυναίκα.
- Όχι! Θα τον κλάψουμε εδώ που πέθανε!
Οι γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω από τον νεκρό πιλότο και άρχισαν να τον προετοιμάζουν για την τελευταία του κατοικία.
Είχαν αρχίσει να δακρύζουν. Μάλλον να κλαίνε φωναχτά. Ήταν ένα ξόδι που γεννήθηκε έτσι αυθόρμητα. Από τον πόνο για έναν νεαρό, που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Το θρήνο τους τον έπαιρνε το Βαθύ Ρέμα και τον έκανε να αντηχήσει σαν μια θλιβερή ηχώ που σου έσφιγγε την καρδιά.
Τον πιλότο, του οποίου δεν γνώριζαν το όνομα, τον αποκαλούσαν στο κλάμα τους: « παιδί της μάνας!»
Άγνωστο πόσα λεπτά είχαν περάσει σε κείνη την παράξενη τελετή, αυτοσχεδιασμένη εκεί στην άκρη του χειμάρρου, όταν κάποιος είπε:
- Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!
- Ας έρθει όποιος θέλει! Εμείς θα τον κλάψουμε, διότι είναι άνθρωπος.
Και συνέχισαν το μοιρολόι.
Ο Γερμανός αξιωματικός, συνοδευόμενος από την περίπολό του και έναν μεταφραστή με πολιτικά, άφησαν τα άλογα στο δρόμο και ανηφόρησαν προς το μέρος του συμβάντος. Φαινόταν ικανοποιημένος. Έριξε μια ματιά από μακριά στο νεκρό πιλότο και πήγε προς το καμένο αεροπλάνο, το οποίο έβγαζε ακόμα καπνό. Από το αεροπλάνο είχε μείνει ένας σιδερένιος σκελετός και κάποια θραύσματα σκορπισμένα στα πλάγια. Έμοιαζε με ένα ξεπουπουλιασμένο πουλί, φαγωμένο από το γεράκι, που του είχαν μείνει μόνο ο σκελετός και τα σκορπισμένα πούπουλα.
Αφού το περιεργάστηκε προσεχτικά απ’ όλες τις πλευρές, κάτι συζήτησε με την περίπολο.
Γύρισε στο νεκρό πιλότο. Έριξε τα μάτια πάνω του. Στο βλέμμα του διέκρινε κανείς την υπεροχή του νικητή. Έπειτα κοίταξε τις γυναίκες.
- Τι θέλετε εσείς εδώ; - τις ρώτησε με αυστηρό τόνο.
Οι γυναίκες άφησαν το μοιρολόι και σηκώθηκαν σαν μουδιασμένες. Στα μάγουλά τους έτρεχαν δάκρυα. Στάθηκαν απέναντι στον Γερμανό αξιωματικό και τους συνοδούς του.
- Τον κλαίμε, - του είπε η Λιρί, κοιτάζοντάς τον ίσα στα μάτια. – Όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, τον κλαίνε. Ο πόλεμος δεν μπορεί να μας στερήσει τα ήθη και έθιμά μας.
- Από πού είστε;
- Από το Λαζαράτι.
Ο μεταφραστής του εξήγησε, δείχνοντάς του με το δάκτυλο προς το χωριό.
- Σε καμιά χώρα του κόσμου δεν έχω ακούσει να κλαίνε τον εχθρό. Αυτός ήταν εχθρός σας. Μέχρι χθες σας βομβάρδιζε.
- Ήταν εχθρός. Τώρα είναι ένας νεκρός, όπως όλοι οι νεκροί. Ο πόλεμος έχει τους νόμους του. Ο θάνατος έχει άλλους νόμους. Ενόσω βρισκόταν στον πόλεμο, ίσχυαν οι νόμοι του πολέμου. Και αυτός θα μπορούσε να μας σκοτώσει, σαν κατακτητής μας, και εμείς θα μπορούσαμε να τον σκοτώσουμε για να αμυνθούμε. Στο κάτω – κάτω, και στον πόλεμο αυτός ήταν ένας στρατιώτης και εφάρμοζε τους νόμους του πολέμου. Τώρα ισχύουν οι νόμοι του θανάτου. Βρίσκεται στα εδάφη του χωριού μας κι εμείς έχουμε τις παραδόσεις μας. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ στην άκρη του βουνού, να τον φάνε τα αγρίμια και να του βγάλουν τα μάτια τα κοράκια.
- Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείτε να κλαίτε έναν άγνωστο και μάλλον έναν εχθρό σας!
- Είμαστε μανάδες, κύριε. Και οι μανάδες ξέρουν να κλαίνε. Μάλιστα, είναι υποχρέωσή μας να το κάνουμε αυτό. Η ψυχή της μάνας είναι ευαίσθητη. Συγκινείται εύκολα. Πονάει πολύ. Έτσι πονάει και η ψυχή της μάνας του, έτσι πονάει και η ψυχή της μάνας σας. Κάνετε ότι έχετε να κάνετε μ’ αυτόν. Έπειτα τον νεκρό θα τον πάρουμε εμείς, θα τον κηδέψουμε όπως κηδεύουμε τους ανθρώπους μας.
Ο μεταφραστής του τα μετέφρασε λέξη προς λέξη. Ο Γερμανός αξιωματικός άκουγε με προσοχή.
- Φτάνει! – είπε ο Γερμανός αξιωματικός, τεντώνοντας το χέρι του με υψωμένη την παλάμη. Είδε μόνο το μενταγιόν του Ιταλού πιλότου. Σημείωσε τον αριθμό του και έγνεψε με το χέρι στους συνοδούς του να τον ακολουθήσουν.
Περπατούσε σιωπηλός. Μόλις είχε έρθει και δεν γνώριζε καλά το μέρος. Ακόμα λιγότερο τους ανθρώπους.
Για τους Αλβανούς είχε διαβάσει μόνο τις σημειώσεις ενός Γερμανού περιηγητή του δεκάτου όγδοου αιώνα.
Εκεί είχε διαβάσει για πρώτη φόρα για το θρήνο των Αλβανίδων, για το ιδιότυπο μοιρολόι τους. Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, το μοιρολόι αυτό είχε γεννηθεί στο Βουθρωτό. Είχε βυθιστεί μια παραφορτωμένη βάρκα που μετέφερε κυρίως γυναίκες και παιδιά.
Εκείνοι που βρίσκονταν στην ακτή ξέσπασαν αμέσως σε ένα γοερό κλάμα, με κραυγές και μοιρολόι για το οποίο αργότερα τέθηκαν κάποιοι κανόνες που το χαρακτηρίζουν και το κάνουν ξεχωριστό μέχρι και σήμερα. Δεν το είχε άλλος λαός.
- Παράξενος λαός! – σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο του. Όταν κατέβηκε στο δρόμο όπου τον περίμεναν τα άλογα, γύρισε πίσω το κεφάλι του.
Οι γυναίκες, φέροντας το άψυχο κορμί του Ιταλού πιλότου, κατέβαιναν την πλαγιά του Βαθιού Ρέματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου