ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΓΝΩΜΗ»
Κυριακή 4-10-2020
Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
*Μέλος του Κύκλου Ποιητών
*Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ
ΑΚΡΑΤΟΣ ΛΥΡΙΣΜΟΣ ΜΕ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ
Γεννήθηκε στους Τσουκαλάδες της Λευκάδας το 1931. Είναι απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας.
Από το 1986 είναι συνταξιούχος και ζει στην Πάτρα. Εδώ και πολλά χρόνια ασχολείται με την ιστορία, την πεζογραφία και την ποίηση. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο.
Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, εφημερίδες και ανθολογίες. Έχει δώσει δεκάδες διαλέξεις, κυρίως στην Πάτρα, στο πλαίσιο των φιλολογικών βραδινών της Εταιρίας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας και των εκδηλώσεων του Συλλόγου Λευκαδίων Πάτρας.
Είναι μέρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρίας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας, του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων, της Εταιρίας Λευκαδικών Μελετών, της Ένωσης Καθηγητών και Διανοουμένων για την προαγωγή της Φιλοσοφίας στην Εκπαίδευση (Ε.Κ.Δ.Ε.Φ.) και πολλών συλλόγων.
Έχει εκδώσει 16 βιβλία (ιστορία, πεζογραφία, ποίηση, σχολικό θέατρο, λαογραφία, μελέτη) και έχει βραβευθεί οχτώ φορές (βραβεία - έπαινοι).
Άκρατος λυρισμός με βαθιά φιλοσοφική προέκταση και συναίσθημα χαρακτηρίζουν τα ποιήματα του Λάμπρου Βρεττού Ποίηση, ύμνος στον πόνο της στέρησης με χαρακτηριστικό στίχο : «Τα μάτια σου φωτεινά κομμάτια του γαλαξία μας, “φως εκ φωτός” του Πλάστη μας ».
Ο τροφοδότης πόνος μεγαλείο στα κυπαρίσσια, στις πυγολαμπίδες που δεν νικάνε το σκότος, στο γυρισμό που είναι άπιαστη γιορτή και στο σπάραγμα που εκφράζεται με το ποιο κάτω ποίημα
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΟΥ
(Της αείμνηστης κόρης μου)
“Χάρμα οφθαλμών” η μορφή σου
της πάλλευκης ψυχής σου
αυθεντική απεικόνιση.
Τα μαλλιά σου μεταξένιοι
λάμποντες βόστρυχοι
στο χρώμα του κάστανου.
Τα μάτια σου φωτεινά
κομμάτια του γαλαξία μας,
“φως εκ φωτός” του Πλάστη μας.
Ρεματιά μ’ αηδόνια το στόμα σου,
πηγή μελίρρυτης έκφρασης
λόγου και αγάπης.
Τα χείλη σου δυο παράλληλες
ρόδινες περισπωμένες
που εκφράζουνε της καρδιάς
και της γλώσσας σου
τους μελιστάλαχτους ήχους.
Το χαμόγελό σου κλειδί
για όλες τις κλειδωμένες καρδιές.
Κοχύλια τ’ αφτάκια σου
που αφουγράζονται ακόμα
και του μυρμηγκιού την αγρύπνια.
Τα χέρια σου αγγελικά
αγκαλιάσματα στων ανθρώπων
τις χαρές και τις λύπες.
Επιθυμεί να συντάσσονται τα πάντα και οι πάντες στο αλώνι της αδελφοσύνης.
Είναι λάτρης της αγάπης στα γράμματα, της γνώσης που καθίσταται «κτήμα ες αεί» κατά τον Θουκυδίδη.
Η γνώση και η παιδεία είναι τα μόνα αγαθά που παραμένουν στον κάτοχό του, τόσο στη ζωή όσο και μετά τον θάνατό του όπως διακηρύττει ο Μ. Βασίλειος ο μεγάλος στοχαστής, άγιος τιμώμενος και ως προστάτης της Παιδείας.
Η παιδεία μια παράδοση αιώνων από την Ομηρική ακόμη εποχή είναι για τον Λάμπρο Βρεττό «κρυφό σχολείο ίασης».
Είναι θάλασσα-γυναίκα που αναδύεται από τον κόλπο της, μετατρέπεται σε ηχοχρώματα και με ένα αντικλείδι θαυματουργικό σε μια στιγμή ανοίγει την πόρτα της αιωνιότητας. «Ένα κοχύλι αστρόσκονη ή ακρωτήρι να ρουφάει την αλμύρα των δακρύων», θέλει ο ποιητής ως τιμή για το νησί του πρώτου του ήλιου που είναι «καμπανούλα γιορτής» στο όμορφο Ιόνιο.
Μια ευαίσθητη πνοή διαχέει στους μελετημένους, λυρικούς και φιλοσοφικούς στίχους εκφράζοντας συμπυκνωμένα, λακωνικά, υψηλά μηνύματα και απέραντα συναισθήματα και στοχασμούς.
Με ύφος λεπτό, με παλμό και κίνηση εναλλασσόμενη περιρρέει τους στίχους, με μουσικότητα δίνοντας χαρακτήρα πόνου.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια
. Ορθάνοιχτα τα θέλω για να βλέπω
το θάνατο, που θα ‘ρχεται απ’ τις μπούκες
των όπλων σας, φακής παλικαράδες.
Το θάνατο εγώ δεν τον φοβάμαι.
Πολέμησα για την Πατρίδα τίμια
και που γι’ αυτήν πεθαίνω δε λυπάμαι.
Λυπάμαι μόνο που η παράταξή σας
της λευτεριάς σκοτώνει αγωνιστάδες.
Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια.
Θέλω μονάχα ο τελευταίος να ‘μια
μες στους νεκρούς της άδικης σφαγής μας.
Το αίμα μας, που πότισε το χώμα,
θέλω γαρίφαλο να γίνει
τον πόνο της Πατρίδας ν’ απαλύνει
. Εμπρός, δώσε το πρόσταγμα, Λοχία,
στ’ απόσπασμα, τα όπλα να σηκώσουν.
Διάταξε “πυρ” αθώο να σκοτώσουν...
Τα λόγια του παλικαριού μιλήσαν
κατάβαθα στων ένοπλων το είναι
και μ’ ένα νεύμα όλοι συμφωνήσαν...
Στο πρόσταγμα δε σηκώθηκε ντουφέκι,
ούτε στο δεύτερο, μα ούτε και στο τρίτο. Λυσσομανάει ο “αρχηγός” παρέκει,
ενώ ο ήρωας φωνάζει “ζήτω”
και τραγουδά της λευτεριάς τραγούδι.
Έξω φρενών πια τώρα ο Λοχίας
στους άντρες τ’ αποσπάσματος φωνάζει:
Εσάς θα σας περάσω από δίκη,
και τ’ όπλο του ενός αφού αρπάζει
σκοπεύει και σκοτώνει τον ασίκη.
Το αίμα του γαρίφαλο ας γίνει
τον πόνο σου, Πατρίδα, ν’ απαλύνει.
Εικόνες με αποχρώσεις φωτός, ωρίμανση με σιωπή προδίδουν νουν ρυτιδωμένης σοφίας. Με τους στίχους υμνεί τη χαρά, τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά και τη γνώση.
Ποίηση εσώψυχη, ερωτική,, αναδεικνύει έναν ποιητή ονειρολόγο που με ευαισθησία ψυχής αναπλάθει την συμπαντική ωραιότητα του Κόσμου και αποκαλύπτει τη μοναδικότητά του.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ
Κάθε πρωί πλένω το πρόσωπό μου
για να πω καλημέρα στον ήλιο,
για να πω καλημέρα στους νεκρούς μου.
Ύστερα σκύβω στο εικόνισμα της Παναγιάς
και λούζω το πρόσωπό μου με δάκρυ.
Όλη την ημέρα τους στέλνω
τον ήλιο με φιλιά.
Το βράδυ η καρδιά μου
ξενυχτάει στο μνήμα τους.
ΝΥΧΤΑ
Νύχτα πλημμυρισμένη
με θολούς λογισμούς,
δέος, πίκρα, αγωνία.
Απ’ τα σύννεφα της ψυχής μου
στάλαζαν δάκρυα
. Ξαφνικά στην ανεμοδαρμένη
καρδιά μου
υ φτερούγησε η ελπίδα
μ’ ένα κάνιστρο γεμάτο
ύπνο και όνειρα.
Το πρωί ο καθρέφτης
μου χαμογέλασε...
Η ελπίδα κυριαρχεί στην αέναη πορεία της ζωής η οποία γεννιέται μαζί με τη ποίηση που υπάρχει πριν από εμάς, συνεχίζεται αενάως και πάλλεται αφομοιώμενη με το ρυθμικό μέλος του ποιήματος.
Γράφεται στην πέτρα της υπομονής που γεννά ανθούς καταυγάζοντας ένα μυροβόλημα στην ψυχή του κόσμου.
Επιχειρεί ο Λάμπρος Βρεττος θρησκευτικές αναδιφήσεις που στις λατρευτικές τους θεωρήσεις ενέχουν την ευθυβολία της προσωπικής γνώσης και την Ιστορική σύγχρονη επικαιρότητα, της ποιητικής του εκφραστικής.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ω, γλυκέ, γλυκύτατε Εσταυρωμένε!
Το ξέρω πως αγρυπνάς πάντα
δίπλα μας, σαν βρεθούμε
στους σκοτεινούς δρόμους
και στις ερημιές της ζωής.
Χάρισέ μας, Κύριε, τη δύναμη
να νικάμε τις εναντιότητες,
και μην επιτρέψεις ποτέ
να αποκάμει η ψυχή μας
στις τρικυμίες του βίου.
Κάμε να πραγματοποιηθούν
τα λόγια του ψαλμού:
«Εάν, γαρ και πορευθώ
εν μέσω σκότους και σκιάς
θανάτου ου φοβηθήσομαι
κακά ότι Συ μετ’ εμού ει» [ψαλμός 32,4]
Ενστερνισμένος τις αξιακές μυθιστορίες των αρχαίων και την διαχρονικότητά τους, επαληθεύεται ως δημιουργός στην επίπλαστη στιχουργία της εποχής μας, φέρει στο φως όλες τις εξαγνιστικές ιδιότητες της κάθαρσης των αρχαίων μύθων που μας δωρίζουν στα κοινωνικά μας δρώμενα.
Τα ποιήματά του, προσεγγίζουν την παραμυθία και τη λάμψη του συναισθήματός του, προς την ασύνορη αγάπη, την ελπίδα και την κοινωνία της ψυχής του.
ΣΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ
Στου χωριού τον καφενέ τα γεροντάκια
καθισμένα κυκλικά στα τραπεζάκια,
πίνουν τσάι ή καφέ ή τα ποτά του
ς και μιλάνε συνεχώς για τα δικά τους.
Και μιλάνε, και μιλάνε, και μιλάνε,
για τα νιάτα τους που πέρασαν και πάνε.
Για πολέμους, κακουχίες, για στερήσεις,
για κλαδέματα, οργώματα, ραντίσεις.
Ένας γέρος τη συζήτηση αλλάζει,
δίνει κέφι τις σκοτούρες μετριάζει.
Στου χωριού τον καφενέ τα τραπεζάκια
μείναν άδεια, φύγαν πια τα γεροντάκια.
Ποίηση με πολλαπλές στοχαστικές αποκρυπτογραφήσεις, σε μια ποιητική καθ’ όλα ανθοφορία, με παραμέτρους, την επιγραμματική κατάθεση του συναισθήματος του.
Τ’ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ
( Στο φίλο Γ. Σ.)
Τα χρόνια της φιλίας μας
, δοκιμασμένης στο καμίνι
των ατυχιών της ζωής,
μας έδεσαν τόσο,
που σε βλέπω αδελφό μου!
Με σένα δίπλα μου
διπλασιάζεται ο εαυτός μου.
Πλούτος μου η ένθερμη φιλία σου.
Απ’ την πινακοθήκη της μνήμης μου
δεν θα λείπει ποτέ η εικόνα σου.
Ποτέ μου, τ’ ορκίζομαι,
δεν θα εισβάλω αδιάκριτα
στο χώρο της ψυχής σου.
Εφορμά, με το ίδιο πάθος στην αγάπη για τους γονείς του και το δείχνει γεμάτος υποσχέσεις.
Εφορμά, με το ίδιο πάθος και στο κοινωνικό προσκήνιο και στο δοξαστικό επέκεινα της μνήμης και του οράματος.
Θέτει λοιπόν ως προμετωπίδα της ζωής, τον τρόπο φωτισμού και αξιολόγησης των πάντων. Το φως, «το ένδον σκάπτειν», ανιχνεύεται σ’ όλα τα ποιήματά του, γίνεται ένα προσωπικό και κοινωνικό εφαλτήριο φωτότροπης αλήθειας, έρωτος, μνήμης, κοινωνικής ανταπόκρισης.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ
Φωτογραφίες των γονιών μου,
σας ανταποδίδω καθημερινά
τα βλέμματα που μου στέλνετε
μέσα απ’ τις κορνίζες σας
και συχνά αναρωτιέμαι :
άραγε έκανα κάτι άξιο του ονόματός σας
και της τιμής σας;
Ξέρω πως προσπάθησα
και σας υπόσχομαι
πως θα εντείνω τις προσπάθειές μου
για να ανταποκριθώ στην αξία σας.
Θα ήθελα να ευχηθώ στο Λάμπρο, να είναι αστείρευτη πηγή, σε καιρούς δύσκολους πολύ, να μας προσφέρει το λόγο του, να συντάσσεται με τις μακρινές θάλασσες των ονείρων του, για να κρατάει αμόλυντα στα βάθη της ψυχής του την αγάπη για τον άνθρωπο. Και να γιομίζει την καρδιά του με το φως του ήλιου της Πάτρας και με το νέκταρ της αισιοδοξίας και της δημιουργίας. Να έχει δικούς της μακρινούς ωκεανούς, για να βρίσκει τις λαλαίουσες λέξεις και να μας ιστορεί τ’ όμορφο παραμύθι της ζωής, της τον Έρωτα, του ανθρώπου και του Θεού. Λάμπρο μου σου εύχομαι ολόψυχα να έχεις μια μακρόπνοη και ευδόκιμη πορεία και να φτερουγίζεις σαν ταξιδιάρικο πουλί μέσα στους χώρους του έντεχνου λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου