ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΒΒΟΥΡΑΣ ‘’ μελαγχολικός στοχαστικός ευαίσθητος ποιητής ‘’

 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Η ΓΝΩΜΗ" ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΣΩΤΗΡΗ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Μέλος του Κύκλου Ποιητών

                                                                                   Μέλος Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΒΒΟΥΡΑΣ

‘’ μελαγχολικός στοχαστικός ευαίσθητος  ποιητής ‘’



Ο Δημήτρης Κάββουρας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1932. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε στον Αυτόνομο Σταφιδικό Οργανισμό (ΑΣΟ). Ποιήματά του περιλαμβάνονται σε ανθολογίες που έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες (γερμανικά, γαλλικά, ουγγρικά και περσικά).

Το θεατρικό του «Πατρίτσια υπάρχει» αλλά και ανέκδοτα ποιήματα με τίτλο «Αγάπης Λόγια» παρουσιάστηκαν στο Θέατρο Act στην Πάτρα. Έχουν μελοποιηθεί ποιήματα από τον αδερφό του ποιητή, Θεόφιλο, και τον συνθέτη Σωτήρη Σακελλαρόπουλο.

Με αφορμή την ποίησή του έχει γυριστεί ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου», με τη Λίλα Μπακλέση. Έχει διακριθεί και τιμηθεί από τον Δήμο Πατρών, τη Δημοτική Πινακοθήκη, το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας και το Πανεπιστήμιο Πατρών.

Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές, δυο μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων κ.α. Τα ποιήματά του, κατά τους σχολιαστές του, είναι αβρά, μελαγχολικά, έκτακτης στοχαστικής ευαισθησίας.

Ενεργός πολίτης, με στόχους κοινωνικούς, που εμπεριέχουν τη δύναμη της ανθρωπιάς, της συμπόρευσης, της καλοσύνης, της αναμονής και της παρηγοριάς. Η αγαπητική διάθεση του, παίρνει ευρύτερες διαστάσεις, προς κάθε τι που αγγίζει την ψυχή του ανθρώπου. Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από έναν παλμώδη λυρισμό, Συγκρατημένο μπορούμε να πούμε,  που υψώνεται κατακόρυφα για να εκφράσει ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς.

 

ΚΑΤΙ

Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου
κάτι σαν κέντημα, σαν πέτρα, σα λουλούδι
τόσο απαλό κιʼ ωραίο που να μοιάζει σου
και νάναι απείραχτο απʼ του χρόνου τʼ άγριο χνούδι.
Νάναι πλεγμένο, θέλω, από τα χέρια σου
νάναι σαν κράξιμο απʼ τα δικά σου χείλη
κάτι σα δάκρυ απʼ την χλωμήν εικόνα σου
κάτι θαμπό σα φλόγα από καντήλι.
Θέλω από σένα κάτι̇̇ κι έχω φύλαγμα
τέτοιο, που ανέγγιχτο ό,τι δώσεις μου θα μείνει:
Έχω έναν ίσκιο στης καρδιάς τα τρίσβαθα
για των λευκών σου των χεριών την καλοσύνη.

H μεταφορά με απλό λόγο εικόνων του κόσμου, εμπλουτισμένων από την μελαγχολική ματιά του Δημήτρη Κάββουρα η οποία, όμως, σε καμία περίπτωση δεν πέφτει στον ανούσιο ρομαντισμό.

ΑΡΚΕΙ

Κάθε που ρχόσουν φέρνοντας μιας νέας στιγμής το θάμπος
έτσι που δεν ξεχώριζα το τώρα από το χτες
ανθοβολούσε η κάμαρα κι όρμαγε μέσα ο κάμπος
κι έλεγα τέτοια ονείρατα πως δεν ξυπνούν ποτές.

Μα όπως γεφύρωνε ο καιρός καιρούς μʼ ανθούς και χιόνια
ξεχώρισαν οι στράτες μας, μʼ αλάργεψες και συ
κι ούτε που το κατάλαβα πως ρχόσουν τόσα χρόνια
κι έλεγα ως το σκεφτόμουνα: που το θυμάμαι, αρκεί.

Ποίηση με πολλαπλές στοχαστικές αποκρυπτογραφήσεις, σε μια ποιητική καθ’ όλα ανθοφορία, με παραμέτρους, την επιγραμματική κατάθεση της αρχαίας σοφίας και μυθοπλασίας, καθαγιασμένης ανά τους αιώνες.

Συμπυκνωμένος λόγος μιας πολιτιστικής παρακαταθήκης αεί ζωής και αείφωτης, με αποκωδικοποίηση τη φύση για την ανθρώπινη τελείωση και λύτρωση. Επικαιροποιεί ο ποιητής την ποιητική ενδοσκόπηση και την διέξοδη υπεράσπιση των ανθρωπίνων αδυναμιών.

ΕΙΜΑΙ

Ένα δέντρο είμαι που περπατεί.
Η σκιά μου σαν έμμονη ιδέα με ακολουθεί
και το τραγούδι μου φυλλορροεί στους τέσσερις ανέμους.
Ένα σκιάχτρο είμαι στην ερημιά.
Τα τραίνα που περνούν
με ταχύτητα αστραπής διαβάζουν τη σκέψη μου
που γίνεται καπνός στη μνήμη των ανθρώπων.
Ένα πέλμα είμαι πάνω στη γη.
Το άλλο μου σώμα αεροβατεί
κι επισκοπεί τα παράξενα του κόσμου.
Ένα δέντρο είμαι σαν ουρανός.
Στους κλώνους μου παγιδεύω τους ανέμους
κι όταν αποδημούν τα πουλιά
ξεμένω με τους απελπισμένους.

Θα μας πει ο Σωτήρης Παστάκας;

Παρατηρούσα τον Δημήτρη Κάββουρα στους μοναχικούς περιπάτους του,
στο Κάστρο και στους στενούς δρόμους της παλιάς Πάτρας. Κρατούσα από λεπτότητα παράλληλη πορεία επειδή δεν ήθελα να διακόψω την ονειροπόληση και το περισσότερο, ότι έπρεπε ακάλεστος να διασχίσω την ποιητική αύρα που ακολουθούσε τον αναχωρητή των στίχων. Κι όταν τύχη αγαθή διασταύρωνε τα βήματα μας στην πολύβουη οδό Κορίνθου ή στην πλατεία Ομονοίας, επέστρεφα σπίτι φορτωμένος από τα δώρα ενός εξαίσιου διαλόγου. Ο Δημήτρης Κάββουρας είναι ένας αθόρυβα σεμνός δημιουργός τόσο, που κάθε φορά που φεύγει και γυρίζω πίσω να κοιτάξω,
βλέπω μόνο ένα κενό ανθρώπων, και θυμάμαι πάντα τα λόγια του: «…που ο μοναχικός επισκέπτης δεν άφησε, φεύγοντας απόψε, ούτε τη σκιά του.»

ΤΕΤΑΡΤΗ

Το γκρίζο απόγευμα ξεθωριάζει
καταχωνιασμένο πίσω απʼ τις θαμπές κουρτίνες
που κρέμονται απεγνωσμένα.
Οι ανταύγειες από τα φώτα του δρόμου
ξυπνούν το φάντασμα της φωτογραφίας
που επιμένει να έχει γνώμη, ή, έστω, να θυμίζει.
Ένα σύννεφο καπνού σαν ξέφτι από σκοτάδι
ανεβαίνει κάθε τόσο από τα πνευμόνια της πολυθρόνας
και σαν φύλλο ξερό έτοιμο να πέσει
θροΐζει η σελίδα του βιβλίου που σκοτώνει
τον ήρωά του. Η ρόμπα
που περιφερόταν στο ημίφως ζητώντας το κορμί της
παρουσιάζεται μόλις γυρίσει ο διακόπτης
με τη σουπιέρα νʼ αχνίζει. Και μʼ ένα δείπνο
η μέρα τελειώνει.

Η σχέση και το συναίσθημα βρίσκεται σε μια περιδίνηση σχεδιασμού, εντοπιότητας, παράδοσης και αυτόβουλης έκφρασης στο κοινωνικό πεδίο που κινείται.. Η διάθεση της επικοινωνίας, της συνέκφρασης, της κοινωνικής αντιστοίχισης και διαδρομής, της προσωπικής βούλησης, γίνεται σταδιακά ένας οίστρος (θέλει)  προσέγγισης της ζωής της υπαίθρου, σ΄ όλο το μεγαλείο της λαϊκής έκφρασης, της απλότητας και της περιεκτικότητας που συνυπάρχει στο γλωσσικό μας δυναμικό, της ανθρώπινης πάντα, συμπεριφοράς, σ΄ ένα πεδίο σεβασμού, αλληλοεκτίμησης και βαθύτατης αγάπης, σ΄ όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που έχει η λαϊκή μούσα της ποίησης, το ομόηχο και το μετρικό της απόδοσης του στίχου και το εσωτερικό φλόγιστρο της ελεύθερης έκφρασης και διατύπωσης.. Προσεγγίζει, με λυγερή παράθεση στίχων, ό,τι ο νους και η καρδιά, στη παρόρμηση της στιγμής, αγγίζει και αγιάζει τον έσω άνθρωπο της θυσίας, της αγάπης, της δοκιμασίας, της συστολής και της αυθορμησίας του λόγου, στα κοινωνικά μας πράγματα. Μέσα σ΄ ένα πεδίο πολυθεματικής και κοινωνικής παράδοσης και κουλτούρας, ανιχνεύει και ποιητικά ερμηνεύει τον άνθρωπο, στη  απλότητα, θέλοντας και επιδιώκοντας η ποίηση, σ΄ όλες τις εκφάνσεις της ζωής, να γίνεται το αναπόσπαστο βάθρο της ψυχικής και αισθητικής πανέκφρασης και συνδιαλλαγής των ανθρώπων. Με πηγαιότητα ποίησης ρέουσα, κεντρωμένη τις ρίζες και τις πηγές της  ποίησης, με ουσιαστική προσέγγιση στα καθημερινά μας και με πολλά στοιχεία αισιοδοξίας, και καλοκάγαθης διάθεσης και πρόσβασης στη ζωή, ενωτίζεται τα γεγονότα και με πραγματικό  Μεράκι, μας τα προσφέρει.

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Γύρω γύρω θάλασσα και παντού βράχια.
Πράσινο του πεύκου, σταχτί της ελιάς, κίτρινο του σπάρτου.
Κι ο κάμπος παλέτα. Από αγρός, τοπίο.
Του κόσμου τα επιφάνεια σʼ ένα σβώλο χώμα.
Κι ό,τι πιάσει του μάστορη το χέρι
δένει με το φως. Κι αν είναι πέτρα,
ριζώνει̇ κι αν είναι πλίθα, χτίζει
κι αν είναι λάσπη, κολλάει.
Ασβέστης και κοκκινόχωμα̇ κεραμιδί και σχιστόλιθος.
Θεός και χτίστης ο κύριος της γης.

Σε μια μέρα γίνηκε ο κόσμος
σε μια νύχτα πάλιωσε. Νυχτόημερο
η αιωνιότητα.

Γύρω γύρω θάλασσα και παντού βράχια.
Κι ο ξωμάχος κι ο θαλασσινός εικόνα και
ομοίωση:
κορμί ξερακιανό, κούτελο σκαμμένο.
Ο ήλιος τρώει το δέρμα, η αρμύρα
την ψυχή.

Το στοιχείο της αναζήτησης είναι ίδιον της ποιητικής ενδοχώρας κάθε δημιουργού και ο ποιητής Δημήτρης Κάββουρας, το αναδιατάσσει  στην ποίησή του, ως κεντρικό μοχλό ανίχνευσης όλων των ενδιαφερόντων στη ζωή.. Υπάρχει μέσα στην ιδέα του στίχου όπως υπάρχει και στη ζωή. Ο στίχος του εύπεπτος, απλός, κατανοητός, χωρίς αυξομειώσεις ρητορισμού, τον εμπεριέχει το εκάστοτε γεγονός, τον αναγεννά η μέθη της πραγματικής προσέγγισης, όπως και το απαύγασμα της κοινωνικής αναζήτησης. Ταυτίζεται στην ποίησή του μα τον καθημερινό άνθρωπο, έτσι το αισθητικό αποτέλεσμα του στίχου, είναι φως διαμπερές, είναι η αυτολύτρωσή  του, είναι μαζί ο στόχος και επιθυμητό, όσο το πρακτέο και το πραγματικό. Ο ποιητής από τη φύση του, στοχάζεται, ονειρεύεται, πειραματίζεται και στην έκφραση, όπως και στη ζωή, και συνοδοιπορεί στα δρώμενα όπως και η ποίησή του. Σημασία κι΄ αξιολογική αναφορά στο έργο του έχει, να κινείται πάντα μέσα στον κοινωνικό του χώρο και ο Δημήτρης Κάββουρας το διατηρεί και το επιτυγχάνει. Η ποιότητα και η εμβέλεια της ποίησης του δεν θα  κριθεί από εμάς, αλλά από τον χρόνο, από τη ζωή που ακολουθεί, από το πώς προσέγγισε τα γεγονότα και ποιο ρόλο ανάθεσε στον Στίχο και στον Άνθρωπο. Η ποίηση είναι ζωή, γεννά την επικοινωνία και ανοίγει πάντα διαύλους χαράς, δράσης και μεγαλοσύνης.

 

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Μου άφησες την ψάθα
για να μη με καίει ο ήλιος̇
μου άφησες την ομπρέλλα
σε περίπτωση βροχής̇
μου άφησες τα γάντια
για να μη ξυλιάζουν τα δάχτυλά μου.
Μου άφησες τόσα τέλοσπάντων
ώστε η φτώχεια μου
να σπαταλιέται μέσα σε πολλά.
Όμως μου πήρες τα παπούτσια.
Στην ουσία με αφόπλισες. Γιατί
πώς να διασχίσω ανυπόδητος
αυτόν τον χέρσο τόπο με τʼ αγκάθια
που μας χωρίζει. Πώς να θυμάμαι,
ακολουθώντας τʼ αχνάρια σου,
χωρίς να ματώνω.

Περπάτησα και θα περπατήσω ξανά ανάμεσα στις λέξεις του. Σκόνταψα, έτρεξα, περιπλανήθηκα. Κι όπως μια στιγμή στάθηκα λίγο να πάρω ανάσα, σχεδόν σαν οπτασία είδα μπροστά μου έναν άνθρωπο να περπατά ώρες διψασμένος στον ήλιο, με τα πόδια του να βουλιάζουν στην άμμο του χρόνου, βαθιά όπως οργώνει το άροτρο, και να επανέρχονται. Τον ένιωσα να κλαίει τον αιώνιο ξεριζωμό, αναζητώντας ασφάλεια επί ματαίω. Το βλέμμα του όπως πάντα μελαγχολικό. Παρακολουθώ τις λέξεις, του απευθύνω το λόγο, ζητώ από τις ίδιες, ερήμην του ποιητή, διευκρινίσεις. Κάποιες το κάνουν με περισσή ευκολία. Άλλες είναι πιο δύσκολες στο πλησίασμά τους, πιο εσωστρεφείς και ενίοτε περισσότερο θλιμμένες ή στοχαστικές, αλλά και οι μεν και οι δε «ερωτοτροπούν» και είναι εξίσου αξιαγάπητες και συντροφικές, όπως είναι οι γενναιόδωροι συνοδοιπόροι.

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου