«ΓIANNHΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΠΑΧΤΙΤΗΣ
150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ».
(Ομιλία του Συγγραφέα μέλους της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος Ηλία Στ.Δημητρόπουλου στο Φιλολογικό Βραδινό της Δευτέρας 1ης Δεκεμβρίου 2017)
Κυρίες και Κύριοι,
Πριν ένα χρόνο, εδώ σ’ αυτή τη φιλόξενη αίθουσα, είχα την τιμή να παρουσιάσω τη διαδρομή και τη δράση του ένδοξου Στρατηγού Γεωργίου Βλαχογιάννη του Οδυσσέα, του γητευτή των ληστών, που η ζωή του υπήρξε συνδεδεμένη με την Πάτρα.
Μάλιστα τότε είχα δώσει έμφαση στο γεγονός ότι το όνομα Βλαχογιάννης, τουλάχιστον στους πνευματικούς κύκλους, σαφώς παραπέμπει στο γνωστό λογοτέχνη- ιστοριοδίφη Γιάννη Βλαχογιάννη τον Επαχτίτη, όπως κατακυρώθηκε στην πνευματική Επετηρίδα της νεότερης Ελλάδας.
Απόψε λοιπόν με την συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννησή του, θα αναφερθώ στον Γιάννη Βλαχογιάννη, αδερφό του Στρατηγού, περισσότερο γνωστό ως «Γιάννης Βλαχογιάννης ο Επαχτίτης», την πνευματική κιβωτό του 1821, λογοτεχνική αδεία, θα ‘λεγα.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, γεννήθηκε στη Ναύπακτο στις 27 Ιουλίου του 1867, ανήμερα της εορτής του Αγίου Παντελεήμονα και απεβίωσε στην Αθήνα στις 23 Αυγούστου 1945. Πατέρας του ήταν ο Οδυσσέας Βλάχος του Γεωργίου, εγγονός του αγωνιστή – παράγοντα του 1821 Γιάννη Βλάχου, για τον οποίο τελευταίες έρευνες τον φέρνουν κι αυτόν να κατέβηκε στα χρόνια του Αλή Πασά από την Ήπειρο στη Ρούμελη, αρχικά με το όνομα Πύργας που στην πορεία εξελίχθηκε σε Βλάχος.
Μητέρα του ήταν η Αναστασία Παπαζαφείρη, κόρη του Σουλιώτη ήρωα Παπαζαφείρη και εγγονή της χήρας Σουλιώτισσας Δημήτρω Λάμπρο Γκιώνενας
Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν οκτώ παιδιά εκ των οποίων επέζησαν τα πέντε, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, ήτοι:
Χαράλαμπος που απεβίωσε όταν υπηρετούσε στο στρατό ως έφεδρος Αξιωματικός.
Γεώργιος (1864- 1937), ο Στρατηγός
Ιωάννης, (1867- 1945), ο μετέπειτα λογοτέχνης
Βασιλική άγαμος, απεβίωσε το 1938 στην Αθήνα
Αγγελική άγαμος, απεβίωσε επίσης το 1956 στην Αθήνα.
Κανένα από τα αδέρφια δεν άφησε απογόνους κι έτσι έκλεισε βιολογικά το κεφάλαιο ‘’Βλαχογιάννης’’.
Μαζί με την οικογένεια συγκατοικούσε και η προγιαγιά (Βάβω) των παιδιών η Δημητρώ Λάμπρου Γκιώνενα. Αυτή έμελλε να μεταλαμπαδεύσει τα κατορθώματα και τους ηρωισμούς του Σουλίου και του επικού αγώνα του 1821 κι απ’ αυτή «κοινώνησαν» το μεγαλείο του 21 τα νεαρά βλαστάρια του Βλαχογιανναίικου σπιτιού.
Το Βλαχογιαναίικο σπίτι, διατηρείται και σήμερα, αφού βέβαια έχει υποστεί κάποια ανάπλαση, στην κεντρική οδό της Ναυπάκτου (οδός Ιλάρχου Κώστα Τζαβέλα 13) και φέρει επιγραφή, σε εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, προς τιμήν του Γιάννη Βλαχογιάννη του Επαχτίτη.
«ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ»
Ο μικρός Γιάννης, μεγάλωσε κάτω από τη σκιά του θρυλικού Επαχτίτικου κάστρου, όπου είχε εγκατασταθεί η Σουλιώτικη παροικία το 1829, μέσα σ’ ένα περιβάλλον που ήταν γεμάτο από τις ηρωικές μνήμες του αγώνα του 1821, κατάσταση που επηρέασε βαθύτατα το Βλαχογιάννη και έβαλε τη σφραγίδα της στην προσωπικότητα του και σ’ ολόκληρο σχεδόν το έργο του. Γαλουχήθηκε με τις ιστορίες της προγιαγιάς του της Δημήτρως Λάμπρο Γκιώναινας που ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του νεαρού δισέγγονου τα κατορθώματα εκείνων των ηρωικών χρόνων, τους αγώνες του Σουλίου, τα πάθη του Μεσολογγίου.
Τα τρυφερά παιδικά του χρόνια, λοιπόν, δεν τα συντρόφευαν γοητευτικά παραμύθια, αλλά μοιρολογήματα, διηγήσεις για πολέμους για τραγικά και συγκλονιστικά γεγονότα. Η επαφή του με τα γεγονότα αυτά μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν βιωματική, τόσο βαθιά χαράχθηκαν στην τρυφερή παιδική ψυχή και την προετοίμασαν για όλους τους σκληρούς αγώνες που θα ακολουθούσαν στη ζωή του. Παράλληλα η γνησιότητα και ο πλούτος του λαϊκού βίου, τον οποίο γνωρίζει από πρώτο χέρι πλαισιωμένο από το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον της Ναυπάκτου χαράσσεται βαθειά μέσα του και πλουτίζει την ευαίσθητη παιδική ψυχή του, για να εξελιχθεί αργότερα σε πολύτιμη πηγή από την οποία ποτίζεται η ζωή του και το έργο του.
Ο καθηγητές Νικόλαος Βέης παραθέτει το εξής περιστατικό, ενδεικτικό της φλόγας που φώλιαζε στην ψυχή του παιδιού :
«Ο Γιαννάκης δωδεκάχρονος μια φορά καθισμένος στην παραστιά της προγιαγιάς του, που ‘τανε τότε κάπου 80 χρονών, βλέπει στα χέρια της ένα γράμμα γιομάτο σουφραΐδες. Η Λαμπρογκιώνενα ήταν έτοιμη να ρίξει το γράμμα στη φωτιά. Ο Γιαννάκης τ’ αρπάζει από το χέρι της αγράμματης γερόντισσας και το γλιτώνει από την καταστροφή… Έτσι σώθηκε το πολύτιμο Σουλιώτικο Αρχείο. Αργότερα ο Γιαννάκης στο σπίτι της Γιαννούσας Πανομάρα, στον Έπαχτο, βρήκε κι άλλο Σουλιώτικο Αρχείο».
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ- ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ο Βλαχογιάννης θα τελειώσει το δημοτικό σχολείο και θα φοιτήσει μέχρι και τη δεύτερη τάξη του Σχολαρχείου στη Ναύπακτο. Ο πατέρας του ήθελε να τον κρατήσει κοντά του, για να βοηθήσει στα προς το ζην την οικογένεια. Αυτός όμως είχε τάξει τον εαυτό του να μάθει γράμματα και να σώσει την τιμή και προσφορά των Ηρώων του μεγάλου αγώνα. Να αξιωθεί να σώσει αυτό το θαύμα, σημειώνει σε μια από τις διηγήσεις του.
ΕΔΩ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ
«Ο πατέρας μου -σκληρός πατέρας- από μικρός», θυμάται ο Γιάννης Βλαχογιάννης, «ήθελε και καλά να με κάνη μπακαλόγατο, να βοηθήσω στο μαγαζί και στο σπίτι και ν' αφήσω την "αρρώστια" πούχα για τα βιβλία πάρχισα να διαβάζω συλλαβιστά...».
Η οικονομική δυσπραγία της οικογένειας για συνέχιση της εκπαίδευσής, ξεπεράστηκε με τη βοήθεια ορισμένων προστατών του, που διέβλεπαν στο πρόσωπό του έναν μελλοντικό σμιλευτή των ελληνικών γραμμάτων. Έτσι ο Ζακυνθινός Σχολάρχης της Ναυπάκτου Λεόντιος, διακρίνοντας το πάθος του μικρού Βλαχογιάννη για γράμματα, τον παίρνει μαζί του στη Ζάκυνθο. Τελειώνει εκεί τη Β΄ Τάξη του Σχολαρχείου και επιστρέφει στη Ναύπακτο.
Η Φιλομάθειά του και το ασίγαστο πάθος δεν τον κρατούσαν στο μικρόκοσμο της Ναυπάκτου. Με σύσταση του πολιτευτή Ναυπακτίας, Νικολάου Φαρμάκη πηγαίνει οικότροφος υπηρέτης στην Κόρινθο στην οικογένεια του πολιτευτή Κορινθίας Καμπερόπουλου και εκεί τελειώνει το Σχολαρχείο και τις πρώτες Γυμνασιακές τάξεις.
Επόμενος σταθμός ήταν η Πάτρα, όπου γράφτηκε στο Β΄ Γυμνάσιο. με τη δίψα της μάθησης να καίει πάντα μέσα του. Διέμενε σ’ ένα φτωχικό δωμάτιο στην συνοικία του Παντακράτορα.
Ως μαθητής Γυμνασίου, εδώ στην Πάτρα, σκάρωσε το πρώτο του λογοτεχνικό έργο με τίτλο “ Η Παιχνιδιάρα”, το οποίο τυπώθηκε στο χειροκίνητο τυπογραφείο του Θεόδωρου Γούναρη.
Τα αντίτυπα του έργου ανέλαβαν και τα διέθεσαν όλα οι συμμαθητές του και με τον τρόπο αυτό εξασφάλισε τα έξοδά του για το ταξίδι του στην Αθήνα και τα έξοδά του για τους πρώτους μήνες της εκεί παραμονής του. [1]Αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Παρών τον Ιούνιο του 1886, με βαθμό λίαν καλώς οκτώ(8). Να σημειωθεί ότι σ’ όσα σχολεία φοίτησε διακρίθηκε ιδιαιτέρως.
«Από μωρό ζούσα μέσα στο Εικοσιένα. Κι ο μοναδικός μου έρωτας ήτανε πάντα η πατρίδα και η ιστορία της», αφηγείται.
Το 1886 γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκεκριμένα στο τμήμα Φιλοσοφίας, σχολή όμως που δεν θα τελειώσει, καθώς αναγκαζόταν να δουλεύει για να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Στην Αθήνα αρχικά διέμενε στη περιοχή της Δεξαμενής με ενοίκιο έξι (6) δραχμών, όπως γράφει σε μια επιστολή του στον πατέρα του. Αργότερα θα συγκατοικήσει με τις αδελφές του Βασιλική και Αγγελική στο Κουκάκι.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος και ως διορθωτής στην Εφημερίδα «Εφημερίς» του Κορομηλά (1891) αρχικά, και αργότερα ως συντάκτης στην «Εστία» (1895).
«Στο ίδιο παγερό γραφείο της εφημερίδας (σ.σ. "Εφημερίς"), εργαζόντουσαν τότε μαζί του κι άλλοι τρεις, κορυφαίοι διανοούμενοι. Ο Γιάννης Κοντυλάκης, που ‘γραφε το χρονογράφημα, ο Κωστής Παλαμάς, που ‘γραφε τις "Πινακίδες", κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που μετάφραζε από το αγγλικό τις "επιφυλλίδες"».
Δεν περίσσευε αρκετός χρόνος για ανελλιπή παρακολούθηση των μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο. Ο ίδιος διηγούταν αργότερα :
«Έτρεχα σε μαθήματα ιδιωτικά, κι άμα εύρισκα ευκαιρία, την ξόδευα όχι μέσα στην αίθουσα της Φιλοσοφικής, αλλ' απ' έξω, στις παλιοφυλλάδες, που εκείνο τον καιρό ήταν απλωμένες στα μάρμαρα της πρόσοψης, θησαυροί συχνά άγνωστοι. Εκεί πήρα τα πρώτα μαθήματα Ιστορίας».
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ- ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Από τη δεκαετία του 1880 παρατηρείται μια στροφή στην ελληνική κοινωνία, μια αφύπνιση με την ουσιαστική γέννηση της Λαογραφίας του Ν.Γ. Πολίτη, με την ανάπτυξη των μεσαιωνικών και νεοελληνικών ιστορικών σπουδών από τον Σπύρο Λάμπρο και πολλούς άλλους.
Ταυτόχρονα εμφανίζεται μια μεγάλη αλλαγή στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο ρομαντισμός παύει να είναι το κυρίαρχο ρεύμα και οι λογοτέχνες "προσγειώνονται" σε πιο οικεία θέματα.
Παρατηρείται μια στροφή προς τη ζωντανή καθημερινή και κυρίως στη λαϊκή πραγματικότητα, μια τάση αξιοποίησης των ηθών των εθίμων, των μύθων και των παραδόσεων του ελληνικού λαού, που θα αποτελέσει έναν άλλο τρόπο σύνδεσης με το παρελθόν.
Αναπτύχθηκε επίσης η ηθογραφία, μέσα από τη λογοτεχνία, με σπουδαίους συγγραφείς όπως οι Γ. Βιζυηνός, Δημ. Βικέλας, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, και τόσοι άλλοι. Ακόμη το 1882 έχουμε την ίδρυση της Εταιρείας με σκοπό την περισυλλογή ιστορικής και Εθνολογικής ύλης. Η εταιρεία αυτή είναι η μετέπειτα «Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία».
Ακολούθησε βέβαια η δημιουργική περίοδο της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη, του οποίου το αναγεννητικό πολιτικό πρόγραμμα βοήθησε σημαντικά προς νέους προσανατολισμούς, οπότε ολόκληρος ο νεοελληνικός βίος σημειώνει βαθύτατη στροφή “προς εαυτόν”.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το κλίμα σ’ αυτή την γενικότερη πνευματική αναζήτηση του πνευματικού και λογοτεχνικού κόσμου, εκείνου του καιρού, δίνεται το στίγμα εκκίνησης του νεαρού Βλαχογιάννη που με ασίγαστη ορμή ρίχτηκε στη διάσωση του ιστορικού υλικού δίνοντας μια νέα διάσταση στην καθαρή ιστορική έρευνα.
ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Η πρώτη εμφάνιση του Βλαχογιάννη στο χώρο των γραμμάτων τοποθετείται το 1890 όταν έγραψε το διήγημα «ο ξενιτεμένος», που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1893 στην εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου». Πρόκειται για τις ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη, συλλογή τριών ηθογραφικών διηγημάτων γραμμένων στη δημοτική. Και τα τρία διηγήματα είναι γεμάτα από μνήμες παιδικές στον Έπαχτο, πλούσιο σε βιώματα και ηθογραφικά στοιχεία.
Έγινε γρήγορα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και επαινέθηκε μάλιστα κι απ’ αυτόν τον Κωστή Παλαμά.
Τα πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα τα δημοσίευσε κυρίως με το φιλολογικό ψευδώνυμο "Γιάννης Επαχτίτης’’ και σπανίως, με άλλα κατά καιρούς ψευδώνυμα, όπως Πάνος Καλόθεος, Πάνος Γαληνός, Πάνος Φωτεινός και Λυκογιάννης. Αν και τα κείμενά του ήταν στην δημοτική ο Γιάννης Βλαχογιάννης δεν συντάχθηκε με τους υπόλοιπους δημοτικιστές και δεν συμμετείχε στις γλωσσικές διαμάχες της περιόδου, που τόσα θετικά και αρνητικά επέφεραν. Δεν χρησιμοποίησε τη γλωσσική επιλογή του για πολεμική σημαία αλλά ως μέσο έκφρασης.
«Αφού η καρδιά μου πρώτα μου 'δείξε το δρόμο της, αφού κι ο νους μου τον φώτισε έπειτα, αποφάσισα να μην γλωσσολογώ», συνήθιζε να λέει.
Εξάλλου όπως και πολλοί ειδικοί αποφάνθηκαν δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, επειδή το αυθεντικό ζωντάνεμα των Ηρώων Αγωνιστών του 21, μόνο με την απλή δημοτική μπορούσε να αποδοθεί.
Ο Βλαχογιάννης ως λογοτέχνης υπήρξε πολυγραφότατος και παραγωγικότατος συγγραφέας τόσο στην αφηγηματική πεζογραφία όσο και στη συγγραφή ιστορικών έργων. Υπήρξε πληθωρική και πολύμορφη φυσιογνωμία.
Στο σύνολο των γραπτών του περιλαμβάνονται ποιήματα, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, κριτικά δοκίμια, άρθρα, ακόμη και ένα μονόπρακτο έργο για το θέατρο (Χήρα μάνα). Εμπνευσμένα όλα αυτά τα διηγήματα από τη βαθιά γνώση που είχε της ιστορίας του ‘’21’’. Τα έργα του ανασταίνουν τον άνθρωπο των ηρωικών διαστάσεων και γενικότερα το πνεύμα εκείνης της εποχής και το προβάλλουν ως παράδειγμα και πρότυπο ζωής για τις νεότερες γενιές.
«Είναι σαν σκίτσα από την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 21» είχε σχολιάσει ο Σαχίνης.
Όπως είναι φυσικό, είναι δύσκολο, να γίνει μια πλήρης αναφορά στο πλούσιο συγγραφικό του έργο. Ωστόσο κρίνεται απαραίτητη η παρουσίαση των βασικών βιβλιογραφικών στοιχείων που αφορούν στην πνευματική του παραγωγή.
Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά όπως, ‘’Τέχνη’’, ‘’Ηγησώ’’, ‘’Μούσα’’ και ημερολόγια της εποχής του, αργότερα εξελίχθηκε σε συντάκτη της ΕΣΤΙΑΣ. Οι οικονομικές δυσκολίες που τον συνόδευαν σ’ όλη τη ζωή του δεν του επέτρεψαν να εκδώσει παρά ένα μικρό μέρος του συνολικού έργου του.
Από το 1900 έως το 1908, εκδίδει, με χίλιους κόπους, το δικό του περιοδικό ‘’Προπύλαια’’, όπου δημοσίευσε δικά του ποιήματα, πεζογραφήματα και ιστορικές μελέτες, θέλοντας να υπερασπιστεί τις μοναχικές επιλογές του.
Ο Βλαχογιάννη ανάλωσε τον πνευματικό του μόχθο κυρίως στη συγγραφή μικρών και εκτεταμένων διηγημάτων (νουβέλες) αλλά και άρθρων κριτικών, γλωσσικών, φιλολογικών, λαογραφικών, πολλά των οποίων είναι δημοσιευμένα στα κυριότερα περιοδικά τη εποχής του ‘’Τέχνη’’, ‘’Παναθήναια’’, ‘’Διόνυσος’’, ‘’Νουμάς’’, ‘’Νέα Εστία’’, ημερολόγιο Σκόκου.
Ξεκινώντας από το μεγάλο ιστοριοδιφικό του έργο και τις δραστηριότητές του ως διευθυντού των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που θα δούμε στη συνέχεια, έχουμε πρώτα τις εξής αρχειακές εκδόσεις:
Το Αθηναϊκόν Αρχείον το1901, τη Βιογραφία του στρατηγού Καραϊσκάκη από τον γραμματέα του Δημήτριο Αινιάνα 1903. Το 1907 καταφέρνει να εκδοθεί ίσως το κορυφαίο έργο, τα «Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη», για το οποίο θα κάνουμε ιδιαίτερη μνεία παρακάτω.
Τη σκυτάλη παίρνουν το Χιακόν Αρχείον (1910, 1924), Τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη (1940-42). Επίσης η Ιστορική Ανθολογία (1927, ανθολογία ιστορικών ανεκδότων της περιόδου 1820-1864).
Στα 1914 εκδίδεται η νουβέλα του ο Πετεινός από τα ωραιότερα αφηγήματά του, πλούσιο σε φροϋδικά στοιχεία.
Ακολουθούν τα έργα του η Πεταλούδα 1920- 1923, ο Έρμος κόσμος (διήγημα), του Χάρου ο χαλασμός (πεζή σάτιρα) και οι γύροι της ανέμης (παραμύθια), Λόγοι κι αντίλογοι,
(μικρά πεζά γραμμένα από το 1902-1914).
Με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων από την ελληνική Ανεξαρτησία εξέδωσε με δικά του έξοδα τις συλλογές διηγημάτων ‘’Τα μεγάλα χρόνια’’ το 1930 (59 μικρά αφηγήματα χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες : «Τα άρματα», «Το Σούλι», «Το εικοσιένα» και «Το Μεσολόγγι») και ‘’Τα παλικάρια τα παλιά’’ το 1931 (14 διηγήματα).
Μετά το 1931 δεν εκδίδει άλλα λογοτεχνικά βιβλία αλλά εξακολουθεί μέχρι και το θάνατό του να δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα, νουβέλες, μελέτες και εργασίες ιστορικού, φιλολογικού και λαογραφικού περιεχομένου. Λίγο πριν το θάνατό του, το αφηγηματικό του έργο κορυφώνεται με την δημοσίευση ενός πραγματικού αριστουργήματος, της νουβέλας «Της τέχνης τα φαρμάκια» (Νέα Εστία 1943), έργο εμπνευσμένο από τη ζωή των Καραγκιοζοπαιχτών.
Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο της ΕΣΤΙΑΣ, σε δεύτερη έκδοση, τα Μεγάλα Χρόνια και σε ένα τόμο με τίτλο ‘’Διηγήματα ο Πετεινός’’ και οι αδημοσίευτες, μέχρι τότε σε βιβλίο, νουβέλες της «τέχνης τα φαρμάκια» και η Κουφόβραση καθώς και δύο από τα επίσης σκορπισμένα σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα ‘’Η ψυχοπαίδα μας η Χιόνα’’ και ‘’Ο γάμος της Λεμονιάς’’.
Το 1935 κυκλοφορεί η μελέτη του, ‘’Κλέφτες του Μοριά’’, που προκάλεσε τριβές και αντιπαραθέσεις με τον καθηγητή Σωκράτη Κουγέα, τον Τάκη Κανδηλώρο, που του αποδίδουν αντιμοραΐτικο πνεύμα, ενώ ο ίδιος υπεραμύνθηκε παραμένοντας αμετάπειστος στις θέσεις του.
Τέλος, το 1937 έχουμε τα Ιστορικά ραπίσματα, που είναι η απάντηση του Βλαχογιάννη στους επικριτές του για τη μελέτη του «Κλέφτες του Μοριά» (1935) και αποδεικνύει ότι όλα τα τραγούδια τού Κολοκοτρωναίικου κύκλου «είναι μεταγενέστερα… » (Χήστος Τερέζης). Για το θέμα αυτό ο Αλέξανδρος Πολίτης (κλέφτικα, σ.ν2) σημειώνει :
«μόλο, που συχνά στις ιστορικές του πληροφορίες υπερβάλλει από αντιμοραΐτικο ζήλο και που η γλώσσα του ξεπερνάει συχνά το επιτρεπόμενο ήθος για μια επιστημονική πραγματεία, ωστόσο, ως προς τα τραγούδια τουλάχιστον, κανένας δεν ανέτρεψε τα τεκμήριά του».
Δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο τον ‘’Καραϊσκάκη του’’, που τυπώθηκε μετά το θάνατό του, δηλαδή το 1948. Επρόκειτο για μια μεγάλη εργασία για την ηρωική μορφή, που τον γοήτευε και τον συγκινούσε ιδιαίτερα. Με το έργο του αυτό και με το τεράστιο αρχειακό του έργο της συγκέντρωσης χειρογράφων, εγγράφων και άλλων πηγών συνετέλεσε τα μέγιστα να φωτιστούν γεγονότα και να γραφεί η ιστορία του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνα αλλά και των χρόνων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν.
Αλλά και η ποίηση δεν άφησε αδιάφορο το Βλαχογιάννη, μια πτυχή άγνωστη εν πολλοίς, γιατί δεν αξιώθηκε να τυπώσει τα 38 ποιήματά του. Τα συγκέντρωσαν, όμως, φίλοι του, όπως ο Άγγελος Παπακώστας, από διάσπαρτες πηγές που είχαν δημοσιευθεί και τα εξέδωσαν αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, συγκεκριμένα το 1961, ως συλλογή «Νεανικά Τραγούδια». Πρόκειται για ποιήματα λυρικά, ερωτικά, ελεγειακά, σατυρικά με τίτλο «Η μούσα και η ψυχή».
Αν και ο Βλαχογιάννης δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με θεατρικά έργα ένα μονόπρακτο έργο του με τον τίτλο ‘’Χήρα μάνα’’, ανέβηκε στο θέατρο Κυβέλης το 1923, ενώ η νουβέλα του «Της Τέχνης τα Φαρμάκια» πρόκειται να ανεβεί αυτό τον καιρό στο Επαρχιακό θέατρο «χωρίς αυλαία».
Η ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ
Ο Βλαχογιάννης ως λογοτέχνης επιχείρησε να συνδυάσει ιστορικά (ηρωικής θεματικής) και ηθογραφικά στοιχεία με βασικό στόχο του να συμβάλει στον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και στην ψυχολογική σύνδεση των νεοελλήνων με το παρελθόν τους. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης οι ψυχογραφικές και συμβολικές διαστάσεις των έργων του.
Ο Βλαχογιάννης δεν περιορίστηκε στις ιστοριοδιφικές έρευνες, υπήρξε λογοτέχνης με ευρεία και σπουδαία παρουσία. Το διδακτικό στοιχείο είναι εμφανές. Να σημειωθεί ότι 39 μικρής σχετικά έκτασης αλληγορικά διηγήματα- αφηγήματα, που διακρίνονται για το διδακτικό τους χρώμα, δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του στο περιοδικό του Ευάγγελου Παπανούτσου, με τον τίτλο «Το αγόρι μας».
Στο σημείο αυτό ας πάρουμε μια γεύση από τη λογοτεχνική του αξία. Επέλεξα ένα απόσπασμα από το διήγημα «Έξοδος» εντεταγμένο στο έργο του ‘’Τα μεγάλα χρόνια’’.
«ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ»
«Η χήρα σκύβει για στερνή φορά, κι άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να ορμηνέψει.
- Ανθή μου, Ανθή, Ανθίτσα μου, εδώ πού θα κινήσουμε, σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς: τη φουστανέλα να μη χάσεις απ’ τα χέρια σου ! Ανθή μου, Ανθίτσα μου… Εδώ που πάμε, για να σε γλυτώσω, πρέπει να χτυπώ με το σπαθί, μ’ ό,τι μπορώ. Δε θά ‘χω όλο το νου μου απάνου σου.
Βαστάξου εσύ με τα χεράκια σου, με τη καρδιά σου ! Πιάσου…
Και κινήσανε. Μες τη θεοποντή, που ανοίγαν και περούσανε, χωρίς να γείρει πίσω, κάποτε ρωτούσε η χήρα :
- -Πού είσαι, Ανθή ;
- -Εδώ είμαι, μάνα.
Μα κάποτε, κι εκεί που πλάκωσε το κύμα το τρανό, και σάρωσε και σαρώθηκε, η χήρα ξέχασε την Ανθή, για μόνη μια στιγμή ξέχασε και να τη ρωτήσει. Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, τότε είδε πώς έλειπε η Ανθή της. Δεν άργησε ύστερα στη απάνω ράχη να βρεθεί. Τότε, γύρισε στον εαυτό της. Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες την καρδιά της.
- Ανθή φώναξε, και πάλι φώναξε. Ανθή ! Ανθίτσα !
Του κάκου ! Η Ανθίτσα πάει πια ! Πάει και το Μεσολόγγι.
Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ- ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΩΝ ΓΑΚ
Το 1914, έχοντας και την συμπαράσταση του Σπύρου Λάμπρου, εισηγήθηκε στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους, πρόταση που έγινε άμεσα αποδεκτή από τον διορατικό Βενιζέλο και με το νόμο 380/1915, ιδρύθηκε αυτή η κρατική υπηρεσία, που προέβλεπε τη συγκέντρωση και τη διαφύλαξη των Εθνικών Αρχείων, από τα οποία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί κάποτε η συγγραφή της αληθινής ιστορίας της Νεώτερης Ελλάδας. Ο Βενιζέλος τον διόρισε διευθυντή στη νεοσυσταθείσα υπηρεσία, θέση που κράτησε μέχρι το 1937. Αργότερα, δώρισε στα Γενικά Αρχεία την πολύτιμη συλλογή του, «Γνωστή ως συλλογή Βλαχογιάννη» πολύτιμη πηγή για τους ερευνητές που συμβουλεύονται τα ΓΑΚ.
Δεν παίρνει αναπνοή, η εύρεση νέων αρχείων έχει γίνει πλέον ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής του.
«Το κράτος με κάλεσε σ' αυτή την υπηρεσία, για την ικανότητα που είχα να ψάχνω και τα βρίσκω παραπεταμένα σε υπόγεια, σ' αποθήκες, σε μπακάλικα και μέσα στα δημόσια γραφεία, τα γραμμένα κειμήλια της εθνικής ιστορίας», αναφέρει ο ίδιος
Ο ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΩΣ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Ο Βλαχογιάννης με το πολύπλευρο πνευματικό του έργο για μισό αιώνα, σίγουρα κέρδισε επαξίως τη θέση του στο πνευματικό στερέωμα.
Ο τομέας, όμως, που του προσέδωσε την «αθανασία» είναι η μοναδική και ανεπανάληπτη ιστοριοδιφική έρευνά του, όλα αυτά τα χρόνια, για να περισώσει και να αναδείξει ότι πολυτιμότερο έχει το νεότερο Ελληνικό κράτος. Τον άθλο και την αληθινή ιστορία της εθνικής αναγέννησης. Με αυτόν τον τρόπο και με το μόχθο του περιέσωσε και περιφρούρησε ως θεματοφύλακας την Ιστορία του 1821, από παραφθορές αλλοιώσεις και κατά το δοκούν συγγραφή της.
Από παιδάκι ακόμη άρπαξε και διέσωσε τα αρχεία και τα ημερολόγια των Σουλιωτών και της εξόδου του Μεσολογγίου που χρησιμοποιούνταν για προσανάμματα στα τζάκια των γιαγιάδων.
Ερχόμενος στην Αθήνα με την ορμή και τη φλόγα ότι είναι ταγμένος σε πατριωτική αποστολή αφοσιώθηκε στο σκοπό.
Εκεί γύρω στο 1893, φοιτητής στη Φιλοσοφική, πληροφορήθηκε ότι ο Διευθυντής του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Σαρσέντης, αποφάσισε, χωρίς καμιά προειδοποίηση, την εκποίηση χαρτιών από αρχεία βάρους 10- 30.000 οκάδων. Επειδή οι άνθρωποι βιάζονταν και πριν από την ημέρα που όριζε η δημοπρασία τα φόρτωσαν σε κάρα και τα άδειασαν σε μια μάντρα της οδού Αθηνάς 100, ώστε να τα βλέπουν οι πλειοδότες με άνεση. Μόλις το ‘μαθε ο Βλαχογιάννης έγινε έξαλλος. Τρέχει στη μάντρα και διαπιστώνει ότι πολύτιμα έγγραφα είναι εκτεθειμένα στο ύπαιθρο και κινδυνεύουν να καταστραφούν. Ο εργολάβος, που τελικά τα αγόρασε ως άχρηστο υλικό, έβαλε μια ζυγαριά δίπλα και πούλαγε δυο δεκάρες την οκά. Ο Βλαχογιάννης εγκαταστάθηκε δίπλα στον πωλητή και διάλεγε πολύτιμα χαρτιά πληρώνοντας διπλάσιο ποσό για να κερδίσει δυο οκάδες «ιστορία» παραπάνω.
Μια άλλη φορά ενώ βρισκόταν στον πρόεδρο της Εθνολογικής Εταιρείας, τον οποίο παρακαλούσε να παρέμβει για να σωθεί ο δημόσιος θησαυρός, μπαίνει μέσα ο φίλος του Ανδρέας Καρκαβίτσας και του φωνάζει :
-Καπετάν Γιάννη τα μετέφεραν στο Φάληρο για πολτοποίηση !
Δεν χάνει καιρό τρέχει στο Φάληρο, ανταμώνει τον ιδιοκτήτη του χαρτοποιείου Νίκο Δεσμάνη και τον τεχνικό Διευθυντή Πρεζάνη και με δάκρυα στα μάτια τους παρακαλεί να αναβάλουν την πολτοποίηση και να τον αφήσουν να διαλέξει τα χρήσιμα για το έθνος χαρτιά. Τους μίλησε για την κουτσουρεμένη μας ιστορία, για το φόβο εξαφάνισης των καλλιτέρων και αληθεστέρων σελίδων της ιστορίας μας. Για την εθνική υποχρέωση του κάθε έλληνα να διασώζει τα όποια ιερά του Μεγάλου Αγώνα και ότι η καταστροφή τους δείχνει τουλάχιστον την αγνωμοσύνη μας προς αυτούς που με το αίμα τους μας απελευθέρωσαν.
Τελικά, ο αγαθός εκείνος άνθρωπος, ο χαρτοποιός, αφού διατύπωσε την εύλογη απορία του πως κοτζάμ κράτος πέταξε αυτά τα παλιόχαρτα κι έρχεται τούτος ο φτωχός να τ’ αγοράσει, μάλιστα με δόσεις. Τελικά συμφώνησαν να τα ξεδιαλέξει και τον άφησε όσα διαλέξει να τα βάλει σε μια αποθηκούλα του χαρτοποιείου και κάθε φορά που θα εξοικονομεί λίγα χρήματα θα ‘ρχεται να παίρνει ανάλογες δεκάδες. Κάπως έτσι απολαμβάνουμε εμείς σήμερα.
Δεν αρκέστηκε όμως να μαζεύει και να τρώει τη σκόνη με το τσουβάλι που λέμε.
Με την οικονομική βοήθεια διαφόρων τρίτων, και κυρίως του Αντωνίου Μπενάκη, κατόρθωσε να περισυλλέξει τεράστιο σε όγκο αρχειακό υλικό του 19ου αιώνα, κυρίως σχετικό με τον Αγώνα.
Οι έρευνές του επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό. Με έξοδα του τελευταίου ταξιδεύει το 1907 στην Αλεξάνδρεια, όπου και εξασφαλίζει σημαντική οικονομική ενίσχυση για τις ιστορικές του έρευνες. Με την βοήθεια του πρεσβευτή Γενναδίου μεταβαίνει την ίδια χρονιά στο Λονδίνο για τον ίδιο λόγο.
Ξανά ταξιδεύει το 1911, 1924 και 1928, για να διερευνήσει διάφορα αρχεία.
Ανάμεσα σε αυτά, ανακάλυψε και τα προσωπικά αρχεία του Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη. Γύρω στο 1900 αποτάθηκε στον Συνταγματάρχη Κίτσο Μακρυγιάννη, γιο του Στρατηγού και τον παρότρυνε να ψάξει στις γωνιές του σπιτιού μήπως εντοπίσει τίποτα χαρτιά του πατέρα του. Σε λίγο καιρό ο Συνταγματάρχης τον ενημέρωσε ότι εντόπισε ένα σκουριασμένο τενεκέ με κάτι κιτρινισμένα χαρτιά μέσα. Αυτό ήταν, «άρπαξε το θησαυρό». Ο Βλαχογιάννης, κάθισε καταπάνω του 17 ολόκληρους μήνες και μέσα από τα ορνιθοσκαλίσματα κατάφερε να αποδελτιώσει το μοναδικό χειρόγραφο – που δυστυχώς και σήμερα αγνοείται- και να μας δώσει ένα από τα καλλίτερα ιστορικά έργα, αλλά κι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας μας. Μάλιστα ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ της 30ης Ιουνίου 1901είχε δημοσιεύσει, εν είδει δηλώσεων του Βλαχογιάννη, ότι το έργο ‘’ Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη’’ το έχει τελειώσει και σύντομα θα εκδοθεί σε δύο τόμους. Το έργο βέβαια τελικά εκδόθηκε το 1907 με επιμέλεια του Βλαχογιάννη που μόνο η προλόγισή του ανέρχεται στις 49 σελίδες.
Επίσης κατάφερε να εκδώσει ένα μέρος του, (όπως τα αρχεία του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη και του Σπυρομήλιου, το Χιακό αρχείο, το Αθηναϊκό αρχείο και τη βιογραφία του Καραϊσκάκη, κατά τον Αινιάν).
Στη συνέχεια οι προσπάθειές του κατευθύνονται, πρώτα προς την εξασφάλιση και αξιολόγηση διαφόρων αρχείων που βρισκόταν στην κατοχή διαφόρων προσώπων και δεύτερον προς την έκδοση μεγάλων ενοτήτων του ιστορικού υλικού. Βρίσκει ηθική και οικονομική συμπαράσταση σε σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, με ενδιαφέρον για την ιστορία και την πορεία του τόπου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Σ. Μερκούρη και τον Αντώνη Μπενάκη.
Τεράστια είναι, λοιπόν, η προσφορά του Βλαχογιάννη στο θέμα των ιστορικών ερευνών, κυρίως γιατί έδειξε στους σύγχρονους αλλά και τους μεταγενέστερους το σεβασμό και το χρέος τους απέναντι στα εθνικά στοιχεία που αποτελούν δροσογόνες πηγές του ιστορικού μας παρελθόντος.
Σήμερα κάθε ερευνητής που «προστρέχει» στα ΓΑΚ, παντού συναντά τον Βλαχογιάννη (συλλογές Βλαχογιάννη, Εκλογικά, Οθωνική περίοδος και πολλά άλλα). Ο Βλαχογιάννης επιχείρησε να συνδυάσει ιστορικά (ηρωικής θεματικής) και ηθογραφικά στοιχεία με βασικό στόχο του να συμβάλει στον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και στην ψυχολογική σύνδεση των νεοελλήνων με το παρελθόν τους. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης οι ψυχογραφικές και συμβολικές διαστάσεις των έργων του. Συναντά κανείς λαμπρές ψυχογραφικές σελίδες, ελαφρά χρωματισμένες και με κάποια κοινωνικά στοιχεία, όπως στη μοναδική στο είδος της και το θέμα της μικρή νουβέλα “Της τέχνης τα φαρμάκια” ή στην “Κουφόβραση” που είναι μαζί με τον “Πετεινό” καθαρότερα ψυχογραφικά διηγήματα.
ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ
ΣΤΗ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Η σπουδαία σε όγκο και περιεχόμενο συλλογή βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων του Γιάννη Βλαχογιάννη περιήλθε, μετά το θάνατό του, στις αδελφές του και είχε στη συνέχεια την ακόλουθη τύχη :
α) Τα έγγραφα που αποτελούσαν το αρχείο δωρίθηκαν το 1947, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, από την αδελφή του Αγγελική Βλαχογιάννη, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ).
β) Τα βιβλία της συλλογής του, πολλά από τα οποία ήσαν εκδόσεις Βενετίας, Τεργέστης, Φλωρεντίας, έμειναν αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του στο σπίτι του στο Κουκάκι, όπου έπαθαν σημαντικές φθορές από την υγρασία και τους διάφορους πλειστηριασμούς στην περίοδο της Κατοχής. Από αυτά - σύμφωνα με τη διαθήκη της αδελφής του Αγγελικής - τέσσερεις κλειστές ξύλινες βιβλιοθήκες με βιβλία κυρίως ιστορικά, που αναφέρονταν στην Τουρκοκρατία, την Επανάσταση, τη μεταγενέστερη περίοδο και βιβλία περιηγητών παραχωρήθηκαν στην Ακαδημία Αθηνών.
γ) Τα υπόλοιπα χαρίζονταν από τη δωρήτρια στην Επιτροπή που είχε ορισθεί για την εποπτεία των αρχείων του αδελφού της, την οποία αποτελούσαν ο Άγγελος Παπακώστας, ο Γεώργιος Αθανασιάδης- Νόβας και ο Πρωτοψάλτης. Η επιτροπή όμως παραιτήθηκε από την δωρεά υπό τον όρο ότι τα βιβλία θα κατέληγαν κατά το μεγαλύτερο μέρος στη Ναύπακτο, ορισμένα (κυρίως εφημερίδες Κυβερνήσεως) στο Μεσολόγγι και τα υπόλοιπα στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (φιλολογικά, γλωσσικά). Κατά πληροφορίες δεν πήγαν βιβλία στα Ιωάννινα, ούτε και εφημερίδες στο Μεσολόγγι. Κάποια βιβλία του, δόθηκαν στο Πανεπιστήμιο Κρήτης από δωρεά του Άγγελου Παπακώστα.
δ) Από τα προσωπικά του έργα ορισμένα δόθηκαν στην Πάγκειο Επιτροπή, η οποία κατάθεσε σημαντικό χρηματικό ποσό για την ανέγερση ανδριάντα του Γιάννη Βλαχογιάννη στη Ναύπακτο και ορισμένα στη Βιβλιοθήκη του Πνευματικού Κέντρου της Ρούμελης.
Επίσης χειρόγραφα του λογοτέχνη υπάρχουν στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.)
Αν η Ναύπακτος δεν ευτύχησε να κλείσει στην αγκαλιά της γης της τη σορό του διακεκριμένου τέκνου της, του Γιάννη Βλαχογιάννη, η Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της είχε το πρόνοια, να συγκεντρώσει ένα μεγάλο μέρος της ανεπανάληπτης βιβλιοθήκης του, μαζί με προσωπικά του είδη (γραφείο, όπλα, συλλογή οστράκων κ.α.) να τη φροντίσει με ιδιαίτερη αγάπη και ευθύνη και αφού εγκατέστησε το υλικό σε ειδικό χώρο, δίπλα από το κεντρικό κτίριο της Βιβλιοθήκης, αποτέλεσαν ειδική αυτοτελή ενότητα «Γιάννης Βλαχογιάννης» και είναι στη διάθεση του αναγνωστικού κοινού.
Έτσι η Ναύπακτος, έστω και καθυστερημένα, σεβάστηκε τίμησε και τιμάει τη δωρεά του διακεκριμένου τέκνου της και δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό.
Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ τον Νοέμβριο του 1994, διοργάνωσε τριήμερο (Α΄) Συμπόσιο Ναυπακτιακής Λογοτεχνίας με θέμα ‘’ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ’’.
Επίσης το 2Ο Δημοτικό Σχολείο Ναυπάκτου ονομάστηκε «ΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΠΑΧΤΙΤΗΣ»
Στις 11 Μαΐου 2017, η Εταιρεία Ναυπακτιακών Μελετών (Ε.ΝΑ.Μ.) πραγματοποίησε Εσπερίδα για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Βλαχογιάννη.
ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο Βλαχογιάννης υπήρξε ένας από τους πιο ακούραστους μελετητές της ζωής και της ιστορίας του τόπου. Πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ήταν ο μοναδικός αρχειοδίφης, χάρις στον οποίο χύθηκε καινούργιο και περισσότερο φως στον Αγώνα του 1821.
Ο Βλαχογιάννης ως πεζογράφος παρουσιάζει αυτονομία και αυθεντικότητα.
Διακρίνει κανείς στο έργο του κάτι το αυτόχθον. Είναι κλειστός, αρνητικός σε ξένες επιδράσεις. Από την αρχή ως το τέλος παραμένει ο εαυτός του, με τις συνοδευτικές φωνασκίες του όταν τον κυρίευε η αγανάκτηση από την αδράνεια του κράτους και την επιχειρούμενη από διαφόρους παραποίηση της ιστορίας του Μεγάλου Αγώνα.
Ο Αντρέας Καραντώνης μιλάει για το βλέμμα του, που έδειχνε “πως ο άνθρωπος αυτός πλάστηκε από τα πιο καθάρια, τα πιο δυνατά, τα πιο ζουμερά στοιχεία της ρουμελιώτικης φύσης και ποτέ δεν πρόδωσε το πρώτο βάπτισμα της ψυχής του”. Το ίδιο αρνείται να προδώσει την ψυχή του και με το έργο του, σαν μια ακραία εκδήλωση εντιμότητας και αυτοσεβασμού.
Στα έργα του δεν διακρίνονται από προεκτάσεις, κοινωνικού προβληματισμού. Μολονότι δυσάρεστες κοινωνικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, δυστυχία, στέρηση, περιγράφονται στα διηγήματά του, όμως ο Βλαχογιάννης δεν εμβαθύνει σε αυτά τα φαινόμενα.
Στέκεται σε απόσταση. Το κοινωνικό ενδιαφέρον, όταν δεν απουσιάζει τελείως, είναι αμυδρό. Δεν αποδίδει την συνθετότητα και πολυπλοκότητα της ζωής. δεν απεικονίζει γενικότερες καταστάσεις.
Το 1937 το καθεστώς Μεταξά τον απέλυσε από τη θέση του Διευθυντού των ΓΑΚ, με την κατηγορία ως συμπαθών προς του κομουνιστές, αν και ήταν Βενιζελικός όπως και ο αδερφός του ο Στρατηγός.
Με τον μοναδικό ομότεχνο που συνδέθηκε διά βίου με στενή φιλία ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
«Μονάχα στον άκακο Παπαδιαμάντη είχε δείξει συμπάθεια· τον έβανε να του μεταφράζει από τα εγγλέζικα ιστορικές σελίδες πληρώνοντάς τον από την τσέπη του, και εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη τον προσφωνεί στα γράμματά του "αδελφό". Έχουμε μάλιστα και φωτογραφία τους μαζί, σημειώνει ο νεότερός του Γιώργος Κοτζιούλας.
Ο Βλαχογιάννης τίμησε τη φιλία του με τον Παπαδιαμάντη και τον στήριξε σε περίοδο πραγματικής φτώχειας :Γράφει. «Ο Παπαδιαμάντης ζούσε σ’ ένα φτωχικό σπίτι στου Ψυρή και τον σήκωσα με το στανιό και τον πήρα στο δικό μου σπίτι στη Δεξαμενή, μέχρι που του βρήκε ένα φτηνό δωμάτιο στο δάσος του Λυκαβηττού». Μια άλλη φορά έδωσε χρήματα στον Παπαδιαμάντη να πάει στη Σκιάθο και όταν τον συνάντησε σε μερικές ημέρες και τον ρώτησε γιατί δεν πήγε στη Σκιάθο για να πάρει την απάντηση «ότι έπρεπε να πληρώσω τα βερεσέδια πρώτα».
Επίσης να σημειωθεί ότι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στη διαθήκη του αφήνει εντολή σε κάποιον Ηλιόπουλο να παραδώσει το αρχείο του για φύλαξη στο φίλο του Γιάννη Βλαχογιάννη. Παραμένει όμως άγνωστο εάν εκπληρώθηκε η επιθυμία του.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Γιάννης Βλαχογιάννης μαζί με άλλους Έλληνες
λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους
Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η
κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διήγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε
επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Την περίοδο της κατοχής συνδέθηκε (αρχικά υπήρξε υπαλληλική σχέση) με τον
φιλόλογο - ιστορικό Άγγελο Παπακώστα, τον οποίο βοήθησε πολύ στις έρευνές του στην έκδοση
των αρχείων του Κολοκοτρώνη.
Ο Παπακώστας σημειώνει για το σπίτι που διέμενε ο Βλαχογιάννης στο ύστερα του βίου του.
«Ένα μισο-υπόγειο με τέσσερα δωμάτια γεμάτα, φίσκα ως το ταβάνι με βιβλία ιστορικά του Αγώνος και χειρόγραφα, πάνω σε ράφια. Αλλού πάλι, ντουλάπια με βιβλία, κι αλλού, ράφια σε σειρές π' αφίνανε στενά μονοπάτια, όσο για να περνάς. Χιλιάδες παλιοί τόμοι και σπουδαία χειρόγραφα του Καποδίστρια, του Υψηλάντη, του Μακρυγιάννη κι' άλλων συγκεντρωμένα και φυλαγμένα μ' αληθινή αγάπη, σε τετράγωνα τενεκεδένια κουτιά. Σε κάθε δωμάτιο, είχε κι από ένα τραπέζι με βιβλία και φρέσκα χειρόγραφα.»
Σύμφωνα με μια σημείωση του Νόβα που αναπαράγεται, ο Βλαχογιάννης μετά τα παιδικά του χρόνια δεν επισκέφθηκε ποτέ τη γενέτειρά του Ναύπακτο. Όμως στο ΝΕΟΛΟΓΟ της 15ης Νοεμβρίου 1907 διαβάζουμε.` «Προχθές ο φρούραρχος Ρίου λοχαγός κ. Βλαχογιάννης εξήλθεν εις κυνήγιον μετά του αδελφού του Ιωάννου, ενός εκ των διακεκριμένων λογίων μας, γνωστού υπό το ψευδώνυμον ‘’Γιάννης Επαχτίτης’’. Εκεί, απρόκλητα τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά χωρικός ονόματι Γεώργιος Πράτσικας, με άγριες διαθέσεις. Που να γνώριζε, όμως, ότι έχει να κάνει με τον «γητευτή» τόσων ληστών…
ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ
Για τον Βλαχογιάννη και το έργο του υπάρχει εκτεταμένη κριτική ανθολογία με πολλά εγκωμιαστικά σχόλια από τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα της εποχής όπως οι Κώστας Βάρναλης, Γεώργιος Αθάνας, Νίκος Βέης, Φώτης Κόντογλου, Γιάννης Κορδάτος, Ν. Βλάχος, Ρήγας Γκόλφης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Θανάσης Πετσάλης και πολλοί άλλοι.
Τέλος στο ΝΕΟΛΟΓΟ της 28ης Αυγούστου 1945 υπάρχει περίτεχνο νεκρολογικό δημοσίευμα για τον Γιάννη Βλαχογιάννη.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Ως κοινή συνισταμένη στο ιστοριοδιφικό και πεζογραφικό έργο του μπορούμε να πούμε :
«Μεγάλο θεάρεστο το έργο του Βλαχογιάννη. Ένα μεγάλο μέρος της Εθνικής περηφάνιας μας το χρωστάμε στον Βλαχογιάννη. Γιατί ανάστησε ήρωες, που δίχως αυτόν- θα ‘ταν για πάντα χαμένοι». (Μιχάλης Σταφυλάς).
«Γιατί έσκαψε κι άνοιξε τη δροσερή βρυσομάνα του Εικοσιένα, που τώρα το γεύεται το Έθνος. Γιατί αφοσιώθηκε με πάθος στο έργο του κι ό,τι έδωσε είναι στέρεο κι αληθινό- σα δωρική κολόνα».
Τέλος ας πούμε ότι υπήρξε «ο τελευταίος Ήρωας» του 1821.
ΠΗΓΕΣ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α΄ Συμπόσιο Ναυπακτιακής Λογοτεχνίας, «ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ» ΕΝΑΜ, Ναύπακτος 1994 (ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ Ζ΄)
Μιχάλης Σταφυλάς, ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ, Υπέρμαχος της, Ιστορικής Αλήθειας, έκδοση Ιδρύματος Αθανασιάδη Νόβα, Ναύπακτος 1995
Γιάννη Μιχ. Μήλιου, ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ, Αθήνα 2000
Κουτούση- Σύψα,
2Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ «ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ» (αφιέρωμα), Ναύπακτος 2001
ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ
Ανδρέα Μογγολιά, Το Β΄ Γυμνάσιο Πατρών
Δημόσια Παπαχαραλάμπειος Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου
Διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου