EIXE KAI H EΛΛΑΔΑ
ΕΝΑ ΑΔΕΚΑΡΟ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ
ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑ
Ενώ η χώρα και ο ελληνικός λαός κάνουν οδυνηρές θυσίες για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που προκάλεσαν με τις άστοχες ενέργειές τους και με την ανικανότητά τους (ελπίζω μόνον μ” αυτά τα δύο και όχι και άλλα πολλά που κυκλοφορούν και ελέγχονται), οι άφρονες κυβερνήτες μας των τελευταίων περιόδων, αναλογιζόμαστε παλαιότερους κυβερνήτες μας και γενικώς, πολιτικούς διαμάντια, οι οποίοι λάμπρυναν την πολιτική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, εργάσθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις, θυσιάστηκαν και πέθαναν απένταροι και σε ξένα σπίτια, σε ξένα κρεβάτια!
Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο, στάθηκε ένα σύντομο βιογραφικό του ηρωικού στρατηγού και πατριώτη πρωθυπουργού Νικόλαου Πλαστήρα, που έφθασε στον υπολογιστή μου, σταλμένο από αγαπητό φίλο και συνάδελφο, ταγμένο στη διαφανή και απόλυτα καθαρή λειτουργία της δημοκρατίας, χωρίς τα τερτίπια των διεφθαρμένων παραγόντων και τα αμαρτωλά κόλπα των πολιτικάντηδων που παριστάνουν τους εθνοπατέρες.
Το βιογραφικό του Νικόλαου Πλαστήρα έλαβα ακριβώς την ώρα που διάβαζα για τις νέες κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί, δίκαια ή άδικα, βάσιμα ή αβάσιμα δεν γνωρίζουμε, εναντίον πολιτικών προσώπων, παλαιότερων και εν ενεργεία, για πλουτισμό, φοροδιαφυγή, πόθεν έσχες κλπ.
Το βιογραφικό του Νικόλαου Πλαστήρα έλαβα ακριβώς την ώρα που διάβαζα για τις νέες κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί, δίκαια ή άδικα, βάσιμα ή αβάσιμα δεν γνωρίζουμε, εναντίον πολιτικών προσώπων, παλαιότερων και εν ενεργεία, για πλουτισμό, φοροδιαφυγή, πόθεν έσχες κλπ.
Ασφαλώς, δεν παίρνουμε θέση στο θέμα, προτού γίνει η δικαστική διερεύνηση και προτού η δικαιοσύνη αποφανθεί οριστικώς και αμετακλήτως, ποιοι είναι ένοχοι καιποιοι αθώοι.
Προσωπικά θα ευχόμουν να είναι όλοι αθώοι γιατί μια τέτοια δικαστική και αντικειμενική απόφαση θα αποτελούσε μια βαθιά ανάσα αισιοδοξίας για όλους μας. Αλλά ας πάμε στον αείμνηστο Νικόλαο Πλαστήρα.
Δυστυχώς το παράδειγμα του Πλαστήρα, η λιτή και φτωχική ζωή του, διότι ακόμη και την σύνταξή του για τα χρόνια που υπηρέτησε στο στρατό και εξάντλησε την ιεραρχία και μάλιστα από την Βουλή κηρύχθηκε «άξιος της πατρίδας», διέθετε σε φτωχούς, δεν έγινε παράδειγμα και για τους περισσότερους νεότερους πολιτικούς.
Να σημειωθεί πως εκτός του Νικόλαου Πλαστήρα, πολλοί άλλοι παλαιότεροι έμπαιναν πλούσιοι στην πολιτική και έβγαιναν πάμπτωχοι.
Προσωπικά θα ευχόμουν να είναι όλοι αθώοι γιατί μια τέτοια δικαστική και αντικειμενική απόφαση θα αποτελούσε μια βαθιά ανάσα αισιοδοξίας για όλους μας. Αλλά ας πάμε στον αείμνηστο Νικόλαο Πλαστήρα.
Δυστυχώς το παράδειγμα του Πλαστήρα, η λιτή και φτωχική ζωή του, διότι ακόμη και την σύνταξή του για τα χρόνια που υπηρέτησε στο στρατό και εξάντλησε την ιεραρχία και μάλιστα από την Βουλή κηρύχθηκε «άξιος της πατρίδας», διέθετε σε φτωχούς, δεν έγινε παράδειγμα και για τους περισσότερους νεότερους πολιτικούς.
Να σημειωθεί πως εκτός του Νικόλαου Πλαστήρα, πολλοί άλλοι παλαιότεροι έμπαιναν πλούσιοι στην πολιτική και έβγαιναν πάμπτωχοι.
Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ – πιστός φίλος του, αναφέρει : <
Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι, αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του, τον επέπληξε και του απαγόρεψε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντας του : ''Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου''. Και δεν πήγε.>>
Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι, αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του, τον επέπληξε και του απαγόρεψε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντας του : ''Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου''. Και δεν πήγε.>>
Εδώ να αναφέρω, ότι η μακαρίτισσα αδελφή του Αγγελική Μπουμπάρα, ζούσε με την οικογένειά της μια φτωχική ζωή, ακόμη και την περίοδο που ο αδελφός της ήταν πρωθυπουργός.
Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος – έπασχε από φυματίωση που είχε «αποκτήσει» κατά την εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Έμενε σ’ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι του αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας : »Μα τι λέτε; H Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;»
Τότε, το τηλέφωνο ήταν είδος πολυτελείας και στοίχιζε πολύ.
Τότε, το τηλέφωνο ήταν είδος πολυτελείας και στοίχιζε πολύ.
Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε : » Τι κάνω; Σκάβω για να καλοτρώγω;»
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό: »Kάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μία τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;» απόρησε εκείνος. »Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση : »Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι ; » Έσκισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.
Ο Δημήτρης Λαμπράκης »δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι” αφού ο στρατηγός κάλεσε το φίλο του Ανδρέα του λέει:
-Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.
-Μα θα προσβληθεί…
-Δεν πειράζει… Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα, Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό: »Kάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μία τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;» απόρησε εκείνος. »Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση : »Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι ; » Έσκισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.
Ο Δημήτρης Λαμπράκης »δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι” αφού ο στρατηγός κάλεσε το φίλο του Ανδρέα του λέει:
-Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.
-Μα θα προσβληθεί…
-Δεν πειράζει… Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα, Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
Το 1952, πρωθυπουργός ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, και από εγκεφαλική συμφόρηση, όταν μια μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να είναι ξαπλωμένος σε ράντζο και τον ρώτησε με οικειότητα: »Στρατηγέ, Πρόεδρε, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. »Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…»
Ένας στρατηγός, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει το παρακάτω: » Όταν πέθανε ο Πλαστήρας δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά, που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: » Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστάει στην Πατρίδα».
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26/7/1953 τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε απόρους και ορφανά παιδιά, ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.
Ένας στρατηγός, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει το παρακάτω: » Όταν πέθανε ο Πλαστήρας δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά, που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: » Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστάει στην Πατρίδα».
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26/7/1953 τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε απόρους και ορφανά παιδιά, ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.
Το σύνταγμα του Νικολάου Πλαστήρα, το 1922, προ του τεραστίου όγκου του τουρκικού στρατού που τον αποκαλούσε : «Μαύρο Καβαλάρη» και «Καρά πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ήταν η μόνη μονάδα του ελληνικού στρατού που υποχώρησε συντεταγμένα και μαχόμενη στη Σμύρνη για να περάσει στη Χίο, καλύπτοντας τη σύμπτυξη άλλων μονάδων και τη φυγή των Ελλήνων πολιτών που κατά την κα Ρεπούση, είχαν… δημιουργήσει συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης. Ο θείος μου Κωστούλας, αδελφός του πατέρα μου, πιστό πρωτοπαλίκαρο του αρχηγού (έτσι τον έλεγαν όλοι, ακόμη και όταν ήταν πρωθυπουργός) μας εδιηγείτο με λεπτομέρειες τα πάντα για την ηρωική εκείνη εποχή, κάποια παγωμένα χειμωνιάτικα βράδια, όταν τύχαινε να βρίσκομαι στα Τρίκαλα και μαζευόμασταν με τα εξαδελφάκια μου γύρω από το μαγκάλι.
Έχω όμως να πω και μια δική μου εμπειρία. Νεαρός, συνοδευόμενος από τον πατέρα μου και τον θείο μου Ηλία, επισκεφθήκαμε τον «αρχηγό» σ” ένα μικρό διαμέρισμα (ένα δωμάτιο, χολ, καθιστικό και μικρή κουζίνα) σε παλιά πολυκατοικία, που του είχε παραχωρήσει ο Μοάτσος, στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας λίγο πριν τη Ρηγίλλης. Στο μικρό δωμάτιό του υπήρχε ένα φθηνό σιδερένιο κρεβάτι, σαν στρατιωτικό, σκεπασμένο με χακί κουβέρτα. Ήταν το κρεβάτι του!
Υπήρχε ακόμη ένα μικρό τραπεζάκι για γραφείο με μια καρέκλα.
Στον διάδρομο – χολ – καθιστικό υπήρχαν 3 – 4 καρέκλες για τους επισκέπτες, ενώ στην κουζίνα μια γυναίκα τηγάνιζε πατάτες που πρόσφερε σε όλους με ένα ποτηράκι ρετσίνα.
Όταν ο πατέρας μου με συνέστησε : «Ο γιος μου αρχηγέ», εκείνος μου χάιδεψε το κεφάλι και είπε : «Ωραία, είναι ψηλός σαν και μένα. Θεσσαλός λεβέντης…»
Τέλος, να πω ότι μέχρι το τέλος της ζωής του, αλλά και όταν ήταν πρωθυπουργός, τιμούσε τους φίλους και πολεμικούς συντρόφους του και θυμόταν τα μικρά ονόματα πολλών απ” αυτούς.
Στον διάδρομο – χολ – καθιστικό υπήρχαν 3 – 4 καρέκλες για τους επισκέπτες, ενώ στην κουζίνα μια γυναίκα τηγάνιζε πατάτες που πρόσφερε σε όλους με ένα ποτηράκι ρετσίνα.
Όταν ο πατέρας μου με συνέστησε : «Ο γιος μου αρχηγέ», εκείνος μου χάιδεψε το κεφάλι και είπε : «Ωραία, είναι ψηλός σαν και μένα. Θεσσαλός λεβέντης…»
Τέλος, να πω ότι μέχρι το τέλος της ζωής του, αλλά και όταν ήταν πρωθυπουργός, τιμούσε τους φίλους και πολεμικούς συντρόφους του και θυμόταν τα μικρά ονόματα πολλών απ” αυτούς.
Γιώργος Ν. Τσιούνης
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου