TO ONEIΡΟ ΜΑΣ
ΜΟΝΑΧΑ ΜΗ ΣΒΗΣΤΕΙ
Τα καλάμια ταιριάζουν μια χαρά
κι απάνω στο σταυρό-λευκό χαρτόνι-
καρφώνουμε τα χάρτινα φτερά,
εδώ πίσω κολλάμε την ουρά,
κι’ είν’ το πουλί μας άσπρο σαν το χιόνι.
Έχω στη τσέπη μια κλωστή γερή,
θα πάμε εκεί ψηλά στον ΄Αγια Ρήνη,
στ’ αληθινά κι αυτή θα το θωρεί
γιατ’ είναι το πουλί που καρτερεί
΄Α! γιόκα μου ,θα ιδείς τ’ έχει να γίνει!
Πρόσεξε τώρα στο σταυρόν αυτό
δένω τους κόμπους και με τόνα χέρι
τα’ αφήνω στον αγέρα αμολητό,
κι’ όπως τρεχάλα εγώ πισωπατώ
θ’ ανέβει σα μεγάλο περιστέρι.
Για κοίτα! Κοίτα! Όλο πιο ψηλά
στον ήλιο πάει κοντά κι’ όλο ζυγώνει,
σίγουρα το ζηλεύουν τα πουλιά.
βάλε με νου σου αν είχε και λαλιά,
θάταν κανείς να μη το καμαρώνει;
Μα ιδές ! για ιδές αέρα δυνατό
θαρρώ πως βρήκε εκεί και θα το πάρει.
Πάει γκρεμίστει.΄Αδικα κρατώ
στο χέρι μου το σπάγγγο. Περιττό…
Στης Εκκλησιάς επιάστη το πουρνάρι.
Μη κλαις μικρέ μου! ΄Ας έχει κρεμαστεί
ο καημός μας στο δένδρο λαβωμένος,
τ’όνειρό μας μονάχα μη σβηστεί!
Γεφύρι για τον ήλιο την κλωστή!
να δένει στο σταυρό κι’ ας ειν’ σπασμένος.
Π.Α. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου