ΟΜΙΛΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ
Θέμα:
«ΘΕΟΓΝΙΣ Ο ΛΥΡΙΚΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΟΥ»
Τα καλλιστεύματα του γραπτού Ελληνικού Λόγου είναι τα μεγάλα ποιητικά έργα του Ομήρου και του Ησιόδου.
Ο Όμηρος με τα δημιουργήματά του η «Ιλιάς» και η «Οδύσσεια» αντιπροσωπεύει το ηρωϊκόν έπος. Ο Ησίοδος με τα Έργα του: «Έργα και Ημέραι», «Θεογονία» αντιπροσωπεύει το διδακτικόν έπος.-
Ακολουθεί η Λυρική ποίησις, η οποία λογίζεται ως υποκειμενική ποίησις κατά διαφοροποίησιν προς τον επικόν λόγον, το έπος, που είναι και θεωρείται ως αντικειμενική ποίησις, ως εκφράζουσα και διηγουμένη πράξεις ηρώων α) (ηρωϊκόν έτος) και β) ως διδακτική ποίησις (διδακ. έπος).
Αναφερόμενοι εις τον Λυρικόν Λόγον λέγομεν, ότι ο λυρικός ποιητής διαπραγματεύεται φαινόμενα, του εσωτερικού κόσμου περί του παρόντος με εκφράσεις σκέψεων και με συναισθήματα ή πάθη δηλ. χαράν, λύπην, έρωτα, αγάπην, ενθουσιασμόν, φιλοστοργίαν και λοιπά.
Η λυρική ποίησις έλαβε το όνομά της αυτό διότι απηγγέλλετο τη συνοδεία λύρας.-
Τα κυριώτερα είδη της λυρικής ποιήσεως είναι η 1) η ελεγειακή με το επίγραμμα, 2) η ιαμβική, 3) η μελική και 4) η χορική. Όλα τα είδη συνωδεύοντο υπό μουσικού οργάνου, η δε χορική υπό χορευτικών κινήσεων (ορχήσεως).
Η ελεγεία, πρώτον είδος της λυρικής ποιήσεως, ήτο κατ’ αρχάς θρηνώδες άσμα. Η λέξις είναι φρυγική εκ του έλεγος.
Η ελεγεία εκτός του ότι ήτο θρήνος, γενικώς ψυχική ταραχή, ζωηρόν συναίσθημα χαρά, λύπη, ενθουσιασμός κ.λπ. περιείχε αφθονίαν γνωμών, αποφθεγμάτων και μηνυμάτων ηθικής υφής και χαρακτήρος και δι’ αυτό ωνομάσθη γνωμική ποίησις.
Εις αυτήν την μορφήν της ποιήσεως ανήκει και το επίγραμμα, ήτοι συμπυκνωμένη εννοιολογική έκφρασις (ολιγόστιχος επιγραφή), που εχαράσσετο επί τάφων, αναθηματικών, στηλών κ.λπ.
Οι αξιολογώτεροι ελεγειακοί ποιηταί υπήρξαν: ο Καλλίνος ο Εφέσιος, ο Τυρταίος, ο Μίμνερμος, ο Σόλων, ο Ξενοφάνης, ο Σιμωνίδης ο Κείος και λοιποί. Ελεγείας και δίστιχα επιγράμματα έγραψαν πολλοί επικοί, λυρικοί και τραγικοί ποιηταί, ακόμη και άλλοι συγγραφείς, φιλόσοφοι, ιστορικοί και ρήτορες, ήτοι συγγρ. αντιπροσωπεύοντες τα διάφορα είδη του πεζού λόγου.
Γλώσσα της ελεγείας είναι η ιωνική διάλεκτος.
Σημαντικός, σημαντικώτατος ελεγειακός ποιητής είναι ο εκ Μεγάρων Θέογνις (550-500 π.Χ.), του οποίου οι ελεγείες είναι πλήρεις από ιδέας και παραγγέλματα ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά, που προσλαμβάνουν την έννοιαν επικαίρων μηνυμάτων, τα οποία και εκπέμπει ο ποιητής αυτός μέχρι σήμερα.
Θα αρχίσωμεν από ένα σύντομον βιογραφικόν του σημείωμα.
α) Ο Θέογνις εκ Μεγάρων κατά τους συγγραφείς Ευσέβιον και Σουΐδα ήκμασε κατά τον β΄ ήμισυ του 6ου αιώνος π.Χ. Ήτο πλούσιος γαιοκτήμων και ανήκε εις την πολιτικήν μερίδα των αριστοκρατικών. Κατά τους χρόνους της ακμής του οι Ελληνικές πόλεις εκλυδωνίζοντο (φυσικά και τα Μέγαρα) από εμφύλιες έριδες. Δηλ. διεξήγετο ένας αγών μεταξύ ευπατριδών και Δημοκρατικών. Σημειωτέον ότι και εις τα Μέγαρα ο δήμος ηρεθίζετο από τους δημαγωγούς (ατυχώς δεν λείπουν εις πάσαν εποχήν) και μάχεται κατά των ευγενών. Δεν γνωρίζω διατί τους δημοκρατικούς ο Θέογνις τους αποκαλεί κακούς. Την συμμετοχήν του εις τους πολιτικούς αγώνας και ανταγωνισμούς υπέρ των αριστοκρατικών κατά των δημοκρατικών, που ήγονο και εφέροντο από τους δημαγωγούς, επλήρωσε πολύ ακριβά. Εξωρίσθη από τα Μέγαρα, αφού απεστερήθη από την περιουσίαν του. Επί μακρόν έμεινε εκτός Μεγάρων. Ήλθεν εις Σικελίαν, Βοιωτίαν, Εύβοιαν, Σπάρτην. Την πατρίδα του με ζωηρά συγκίνησιν και νοσταλγίαν αναμιμνήσκεται πάντοτε.
Δια την Σικελίαν, πιστεύεται, ότι εκεί ήτο η πατρίς του σύμφωνα με την γνώμην του Πλάτωνος (Νόμοι 1,630) και συγκεκριμένως τα Μέγαρα της Σικελίας. Αναφέρει ο Πλάτων : «Θέογνιν πολίτην των εν Σικελία Μεγάρων».
Μάλλον φαίνεται τούτο απίθανον, διότι ναι μεν και εκεί διεξήγοντο σφοδροί αγώνες μεταξύ αριστοκρατικών και δημοκρατικών, αλλ’ ουδέποτε όμως απέβησαν υπέρ των Δημοκρατικών. Ενώ εις τα Νισαία Μέγαρα οι αγώνες απέληξαν εις την νίκην των Δημοκρατικών. Τούτο σημαίνει, ότι κρίνεται ασφαλής η καταγωγή του Θεόγνιδος εκ των Μεγάρων Αττικής.
Κατά πάσαν πιθανότητα ο Θέογνις επέστρεψε εις Μέγαρα περί τα τέλη της ζωής τους. Ενωρίτερον εγνώρισε την πικρίαν της εξορίας, την πενίαν και την πλήρη ένδειαν. Πανταχού εις τους τόπους της εξορίας του ο ποιητής έτυχε φιλόφρονος υποδοχής, ωστόσον ουδεμίαν ησθάνετο τέρψιν και ευχαρίστησιν, αλλά διατελούσε πάντοτε νοσταλγών την πατρίδα του, μολονότι ευρίσκετο υπό το καθεστώς των αντιπάλων του δημοκρατικών.
Ομολογεί εις μίαν των ελεγειών του :
«Αλλ’ ούτις μοι τέρψις επί φρένας ήλθεν εκείνων
ούτως ουδέν αρ’ ην φίλτερον άλλο πάτρης».-
(Δηλ. Καμμία ευχαρίστησις δεν έφθασε εις την ψυχήν μου, διότι τίποτ’ άλλο δεν είναι από την πατρίδα αγαπητότερον).
Και όταν επέστρεψε εις τα Μέγαρα ανεγνώρισε το δημοκρατικόν πολίτευμα, χωρίς να αποβάλη ποτέ το παράπονόν του δια την απώλειαν της περιουσίας του και την αντίθεσίν του προς τους Δημοκρατικούς.
Β) Περί του εν γένει έργου του Θεόγνιδος.
Οι ειδικοί φιλόλογοι λέγουν: τι ακριβώς έγραψε ο Θέογνις δεν έχει εξακριβωθή.
Υπό το όνομα του ποιητού δύο βιβλία ελεγειών, περισώζονται εκ των οποίων το δεύτερον διασώζεται εις ένα κώδικα του 10ου αιώνος. Σώζονται δηλ. 1400 στίχοι.
Είναι γνωμολογικού περιεχομένου τα ποιήματα του Θεόγνιδος με ηθικές προεκτάσεις, που ευρίσκουν απήχησιν και εις την εποχήν μας, καθ’ όσον παρουσιάζουν διαχρονικόν ενδιαφέρον.
Μαθηταί του Σωκράτους εισήγαγον τα ποιήματα του Θεόγνιδος εις τα σχολεία, διότι εθεωρήθησαν ως παιδευτικά κείμενα δια την νεότητα. Και τούτο διότι, όπως έγραψε ο Ξενοφών, ο Θέογνις είναι «κάτοπτρον αρετής». Ο ίδιος ο Ξενοφών ομολογεί : «ούτος δε ο ποιητής, περί ουδενός άλλου λόγου πεποίηται ή περί αρετής και κακίας ανθρώπων, και έστιν η ποίησις σύγγραμμα περί ανθρώπου». (Στοβ. 3, 107).
(Δηλ. αυτός ο ποιητής (ο Θέογνις) δια κανέν άλλο θέμα δεν ομιλεί παρά δια την αρετήν και την κακίαν των ανθρώπων, και συνεπώς η ποίησίς του αποτελεί συγγραφήν ανθρωποκεντρικήν).
Πάντως ημπορεί να συμπεράνη κανείς τα εξής περίπου: α) Επί της Πλωτινικής εποχής τα ποιήματα του Θεόγνιδος εισάγονται εις τα σχολεία και από την περίοδον εκείνην συνήχθησαν εις συλλογήν, εις την οποίαν και περιελήφθησαν όλα τα Θεόγνεια ποιήματα, τα ηθικά, τα πολιτικά και τα ερωτικά.
Σημειωτέον ότι μέχρι των Χριστιανικών χρόνων, ήτοι μεταξύ 4ου και 6ου αιώνος η Συλλογή ηυξάνετο δια της προσθήκης και άλλων ποιημάτων του ποιητού.
Τα περισσότερα εκ των σωζομένων αποσπασμάτων της ποιήσεώς του με εύρος διδακτικόν και συμβουλευτικόν απευθύνονται εις ένα νεαρόν Αριστοκράτην ονόματι Κύρνον και εις άλλους φίλους του, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται κατά διαφόρους στίχους.
Ο Θέογνις έτυχε επιμελούς παιδείας. Εγνώριζε όλην την προ αυτού γραμματείαν από του Ομήρου και του Ησιόδου μέχρι των χρόνων του.
Ερχόμεθα κατά συνέχειαν εις το έργον και τις ιδέες, που περιέχουν τα ποιήματά του.
Τα γνωμικά ποιήματα του Θεόγνιδος είναι προτρεπτικά ηθικού βίου με διαρκή επικαιρότητα, απηχούν θέσεις και αντιλήψεις του Ομήρου κατ’ αρχήν και του Ησιόδου και λοιπών προγενεστέρων συγγραφέων.-
Εν πρώτοις η περί του θείου αντίληψις εις τον Θέογνιν είναι σημαίνουσα. Σοβαρά είναι τα βήματά του, βιώματα μιας θρησκευτικής επαναστάσεως και ούτω πως προοδοποιεί την μετά ταύτα διδασκαλίαν του Σωκράτους, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους.
Ο Θέογνις αποδέχεται ωστόσον θέσεις τινας των παλαιοτέρων, δέχεται δηλ. την πολυθεΐαν. Εις ελεγείες του επικαλείται τον Δία, τον Απόλλωνα, την Λητώ και την Άρτεμιν. Λ.χ. λέγει:
«Ουδείς, Κύρν’ άτης και κέρδεος αίτιος αυτός,
αλλά Θεοί τούτων δώτορες αμφοτέρων» (133-134)
(Ή κανείς δεν είναι υπαίτιος της ζημίας ή του κέρδους, αλλά οι Θεοί και τα δύο αυτά αγαθά τα χορηγούν εις τους ανθρώπους).
Αλλαχού: «Ζεύς γαρ τοι το τάλαντον επιρρέπει άλλοτε άλλως,
άλλοτε μεν πλουτείν, άλλοτε μηδέν έχειν». (157-158)
(Δηλ. Ο Ζεύς βεβαίως κλίνει την πλάστιγγα προς άλλην άλλοτε πλευράν, ώστε ο άνθρωπος άλλοτε μεν να είναι πλούσιος, άλλοτε πτωχός).
Ο Θέογνις δέχεται, αυτό που και ο Όμηρος πρεσβεύει, ότι δηλ. ο φόβος των θεών συντείνει προς την ηθικήν βελτίωσιν των ανθρώπων, με το να αποτρέπη τούτον από τους κακούς λόγους και τα άσχημα έργα.
«Κύριε θεούς αιδού και δείδιθι.
τούτο γαρ άνδρα
είργει μήθ’ έρδειν μήτε λέγειν ασεβή». (1179-1180)
Υπό τινα έποψιν αντιστοιχεί προς τον «φόβον Θεού» που λέγομεν σήμερα και είναι αγιογραφική ρήτρα. Είναι η εικόνα, υποτύπωσις εικόνος του λεγομένου σπερματικού λόγου των Αρχαίων.
Μολονότι ο Θέογνις εις πολλά σημεία των ποιημάτων μνημονεύει και τους άλλους θεούς, όπως τον Απόλλωνα, την Λητώ και την Άρτεμιν, ακόμη τις Μούσες και τις Χάριτες, ωστόσον ενίοτε κλίνει προς μίαν μορφήν μονοθεΐας.
Λ.χ. τον Δία θεωρεί ως μέγιστον βασιλέα των αθανάτων, τους οποίους και εκλαμβάνει όργανά του, γνωρίζει δε τας εσωτέρας σκέψεις και τα μύχια των ψυχών των ανθρώπων.
«… Συ γαρ πάντεσσιν ανάσσεις τιμήν αυτός έχων και μεγάλην δύναμιν ανθρώπων δ’ ευ οίσθα νόον και θυμόν εκάστου, σον δε κράτος πάντων εσθ’ ύπατον, βασιλεύ». (373-376)
……………..
«ος θνητοίσι και αθανάτοισι ανάσσει
Ζεύς Κρονίδης ….»
(Συ Ζεύ κυβερνάς τους πάντας, διότι συγκεντρώνεις την τιμήν και την ισχύν, αυτών των ανθρώπων)
……………..
(Βεβαίως γνωρίζει την ψυχήν και το πνεύμα του καθενός. Ιδική σου η δύναμις περί των πάντων, βασιλεύ).
(Ο ίδιος είναι κυβερνήτης θνητών και αθανάτων, δηλ. ο Ζεύς ο υιός του Κρόνου).
Ως προς το πεπρωμένον, την μοίραν νομίζει ότι αναποφεύκτως αυτή καθορίζει την ζωήν του ανθρώπου.
Ως προς την ιδέαν και την αντίληψιν περί ψυχής ο Θέογνις διαμορφώνει διαφορετικές απόψεις. Φρονεί δηλ. περί της ψυχής και της μετά θάνατον καταστάσεως του ανθρώπου, ότι δηλ. οι έξοχοι άνθρωποι ευρίσκουν δικαίωσιν δια τα σπουδαία έργα των, οι άλλοι δε άνθρωποι, οι κακοί αποθνήσκουν και χάνονται.
Εις τις ελεγείες του ο ποιητής ομιλεί περί αγαθών και κακών κινούμενος εις άξονα επικαιρότητος, την οποίαν και απεικονίζει.
Εις μίαν κοινωνίαν οι άνθρωποι, κατά τον Θέογνιν, ανήκουν εις δύο τάξεις. είναι η τάξις των αγαθών και η άλλη των κακών.
Βάσις της ευδοκιμήσεως των ανθρώπων συνίσταται εις την αποφυγήν της συναναστροφής των κακών.
Την αναστροφήν των αγαθών και εναρέτων ανθρώπων συνιστά εκθύμως ο ποιητής.
Π.χ. «…… κακοίσι δε μη προσομίλει ανδράσιν, αλλ’ αιεί των αγαθών έχεο». (31-37)
………..
«εσθλών μεν γαρ απ’ εσθλά μαθήσεαι, ην δε κακοίσιν
συμμίσγης, απολείς και τον εόντα νόον.
ταύτα μαθών αγαθοίσιν ομίλεε».
(… κακούς βεβαίως ανθρώπους μη συναναστρέφεσαι, αλλά πάντοτε να επιδιώκης την επικοινωνίαν με τους αγαθούς, διότι καλά πράγματα θα μάθης από τους κακούς, εάν συναναστρέφεσαι κακούς, θα χάσης και το μυαλό σου. Αυτά πληροφορούμενος να συναναστρέφεσαι τους αγαθούς).
Άλλως τε αποφαίνεται ο ποιητής ότι :
«ανδράσιν τοις αγαθοίς έπεται γνώμη τε και αιδώς (635)
δηλ. (καθ’ όσον εις τους αγαθούς άνδρας συνυπάρχουν σύνεσις και αιδώς).
Καταστροφή πόλεως εκ μέρους αγαθών ανδρών δεν αναφέρεται ποτέ εις τα Θεόγνεια ποιήματα, ούτε και μαρτυρείται εκ της Ιστορίας.
Περαιτέρω δέχεται ότι οι κακοί δεν γεννώνται εκ φύσεως, έγιναν κακοί ένεκα φαύλων συναναστροφών, διότι εξ αυτών εδιδάχθησαν τα φαύλα. Αντιστοιχεί προς το «Φθείρουσι ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» των αρχαίων, που επαναλαμβάνει ο πολύς Παύλος εις επιπστολήν του.
Συμπεραίνει ο ποιητής ότι οι κακοί είναι όχι μόνον ανωφελείς και αλυσιτελείς, αλλά και επιζήμιοι μεγάλως. Ως εκ τούτου ενδείκνυται η αποφυγή της μετ’ αυτών αναστροφής.
«Μη ποτέ τοι κακόν άνδρα φίλον ποιείσθαι εταίρον,
αλλ’ αιεί φεύγειν, ώστε κακόν λιμένα» (113-114)
(Καθ’ ολοκληρίαν κάποιον κακόν να μη κάμης φίλον, αλλά πάντοτε να τον αποφεύγης, όπως κακόν λιμένα, δηλ. αλίμενον τόπον).
Αξιόλογοι είναι οι λόγοι του Θεόγνιδος περί φιλίας και έχθρας. Οι φιλόσοφοι όλων των εποχών εξαίρουν το νόημα της φιλίας.
Ο Θέογνις αποδίδει και αυτός υψίστην σπουδαιότητα εις την φιλίαν. Δι’ αυτό και συνιστά προσοχήν και επιμέλειαν εις την εκλογήν των φίλων. Όμως αυτό είναι δύσκολον εγχείρημα.
Απαραίτητα προσόντα της φιλίας είναι η ειλικρίνεια, η ευστάθεια, η αμοιβαία εμπιστοσύνη.
«… Αλλά φίλει καθαρόν θέμενος νόον» (87)
(Αλλά να συνάπτης φιλίαν με καθαράν διάθεσιν).
Και περαιτέρω σημειώνει :
«ος δε μιη γλώσση διχ’ έχει νόον, ούτος εταίρος
δειλός, Κυρν’, εχθρός βέλτερος ή φίλος ων» (90)
(Δηλ. όποιος με μία γλώσσα χρησιμοποιεί, ενώ σκέπτεται διαφορετικά, αυτός δεν είναι φίλος πιστός. Προτιμώτερος είναι ο φανερός εχθρός, παρά ένας τέτοιος φίλος).
Έτσι τον διπρόσωπον φίλον απεχθάνεται ο ποιητής :
«Ει τις επαινήση σε τόσον χρόνον, όσσον ορώης,
νοσφισθείς δι’ άλλη γνώσσαν ιησι κακήν,
τοιούτος τοι εταίρος ανήρ φίλος ούτι μάλ’ εσθλός
ος κ’ είπη γλώσση λώα, φρονεί δ’ ετέρα». (90-95)
(Εάν κανείς σε επαινέση επί τόσον χρόνον, όσον τον βλέπεις, όταν δε απομακρυνθή εις άλλο μέρος, εξαπολύη κακήν γλώσσαν, αυτός βέβαια ο σύντροφος δεν είναι καθόλου φίλος καλός, όποιος δηλ. με την γλώσσαν (μεν) ειπή ευάρεστα, σκέπτεται όμως διαφορετικά).
Ο Θέογνις διδάσκει ότι δεν πρέπει να προδίδη κάποιος τους φίλους, διότι η προδοσία των φίλων είναι ατόπημα βαρύτατον και δια δε τον προδιδόμενον φίλον σοβαρόν δυστύχημα, ωσάν να είναι ο θάνατος.
«Ουδένα που προύδωκα φίλον και πιστόν εταίρον,
ουδ’ εν εμή ψυχή δούλιον ουδέν ένι» (529-530)
(Κανένα μέχρι τώρα δεν πρόδωσα, ομολογεί ο ποιητής, φίλον ή πιστόν σύντροφον, ούτε εις την ψυχήν μου κανέν δόλον φρόνημα φωλιάζει).
Περί έχθρας γράφει και παρακαλεί τον Δία να τον κάμη ισχυρότερον από τους εχθρούς, προκειμένου να εκδικηθή εκείνους, οι οποίοι διήρπασαν τα περιουσιακά του στοιχεία κ.λπ. Εκεί παρεμβαίνει το προσωπικόν του παράπονον.
Η ελεγεία του Θεόγνιδος η αναφερομένη εις την «ΕΛΠΙΔΑ» απηχεί και απεικάζει την σημερινήν εποχήν, την ρηχήν, την απογυμνωμένη από ιδανικά και ιδεώδη εν πολλοίς.
Θα παραθέσωμεν το κείμενον εν μεταφράσει: (Μόνη η ελπίδα, η περίλαμπρη θεά, ευρίσκεται (ένεστιν) μεταξύ των ανθρώπων, οι δε άλλοι θεοί, αφού εγκατέλειψαν πρώτοι τους ανθρώπους, ανήλθον εις τον Όλυμπον. Εφυγαδεύθη μεν η Πίστις, η περιφανής θεά, απήλθε δε η Σωφροσύνη των ανθρώπων. και οι Χάριτες, φίλε μου, εγκατέλειψαν την γην. Των ευσεβών ανθρώπων το γένος έσβησε και δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι νόμους, ούτε αλήθειαν και καλήν διοίκησιν. Αλλά όσον κανείς ζη και βλέπει το φως του ηλίου, σεβόμενος τους θεούς, ας μένη κοντά εις την Ελπίδα (και να μη χάνη την Ελπίδα δηλ.), όταν όμως προσεύχεται εις τους θεούς και θυσιάζη και εις την Ελπίδα και εις την αρχήν και εις το τέλος (της θυσίας).
Αυτό συμβουλεύει ο Θέογνις εις τον μαθητήν του. Η ελπίδα στοιχειοθετεί το Α και το Ω της ζωής και είναι το πλέον παρήγορον σημείον. Τα αυτά θα διεκήρυττε ο ποιητής μας και σήμερα προς τους Έλληνας κυρίως. Ακριβώς διότι επικρατούν ασέβεια, αφροσύνη, απιστία, ηθική καχεξία, παντοειδής κρίσις αξιών και ιδανικών. Συνεπώς τα όσα διακηρύττει ο Θέογνις προσλαμβάνουν φοβεράν και δραματικήν επικαιρότητα. Και τα εκπεμπόμενα μηνύματα του ποιητού είναι αυτόχρημα επίκαιρα, τηρουμένων των αναλογιών.
Κατά συνέχειαν ο ποιητής επιλαμβάνεται των θεμάτων πλούτου και πενίας. Τον πλούτον θεωρεί άριστον αγαθόν, όταν δι’ αυτού ο πλούσιος ανήρ επιδιώκη την βοήθειαν των άλλων πολιτών, όταν επιζητή να προαγάγη την πολιτείαν, να βοηθή εις την δημοσίαν λατρείαν, αλλά και να εξασφαλίζη την αξιοπρέπειάν του. Η πενία ωστόσον φρονεί ότι είναι κακόν, χείρον και κάμπτει το φρόνημα του αγαθού ανδρός. Το βλέπομεν εις τις ημέρες μας. Πάλιν φρονεί ο ποιητής ότι τα χρήματα αποβαίνουν αφροσύνη εις τον άνθρωπον.
«Χρήματα τοι θνητοίς γίνεται αφροσύνη».
Κατά την ανάλωσιν των αγαθών πρέπει να τηρήται το μέτρον, συμβουλεύει ο ποιητής.
Ο Θέογνις δεν αναπτύσσει περί αρετών και κακών θέσεις και απόψεις διεξοδικώς, όπερ πράττουν συστηματικώς ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.
Ο άνθρωπος αποκτά αρετήν τουτέστιν ικανότητα να επιλέγη το εκάστοτε πρακτέον και κατορθώνει να αποκτήση αρετήν, όταν απέχη έργων φαύλων και όταν δεν ανέχεται έργα επονείδιστα.
«Ει κ’ είης έργων αισχρών απαθής και ανεργός»
(Δηλ. ενάρετος θα είσαι με το να απέχης από έργα άσχημα).
«Κύρνε, συμπληρώνει, μεγίστην κεν πείραν έχοις αρετής»
Κύρνε, τότε θα έχεις φοβερή εμπειρία του εναρέτου βίου).
Ο ποιητής ως ανατόμος ψυχής γνωρίζει ότι ο άνθρωπος έχει πάσης φύσεως αρετές και πάσης φύσεως μειονεκτήματα.
«Παντοίαι κακότητες εν ανθρώποισιν έασιν.
Παντοίαι δ’ αρεταί και βώτου παλάμαι» (623-624)
Πασών των αρετών ως μεγίστην θεωρεί την δικαιοσύνην, καθ’ όσον περιλαμβάνει εν εαυτή όλας τας άλλας αρετάς.
Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πασ’ αρετή εστίν.
Της μεγάλης αυτής αρετής ως βάσις υπόκειται η αλήθεια. Και προς αυτήν υπόκειται η ευσέβεια. Μάλιστα προς τους γονείς ο σεβασμός εδραιώνει την δικαιοσύνην.
Συνιστά ο ποιητής την αποφυγήν των όρκων, διότι έτσι αποφεύγει ο άνθρωπος την θεϊκήν οργήν. Εξαίρει επίσης της σωφροσύνης την σημασίαν και την τήρησιν του μέτρου.
Της αφροσύνης δείγμα είναι η αμετροέπεια.
Η μετριοφροσύνη είναι η βασική ιδιότης των αγαθών.
Ο ποιητής συνιστά το μέτρον και την αποφυγήν των άκρων,
«μηδέ άγαν σπεύδειν. πάντων μεσ’ άριστα. και ούτως,
Κύρν’, έξεις αρετήν, ην τε λαβείν χαλεπόν» (335-336)
(Δηλ. εις τίποτε το υπερβολικόν να μη σπεύδης δια τα πάντα το μέσον είναι το αριστον. και έτσι, Κύριε, θα αποκτήσης αρετήν, την οποίαν βεβαίως για να την κάνης κτήμα σου είναι δυσχερές).
Παλαιός καθηγητής της Αρχαίας Φιλολογίας παρατηρεί τα εξής μεταξύ πολλών :
«Και περί της σοφίας ο Θέογνις διδάσκει. κατά τον ποιητήν οι Θεοί παρέσχον τω ανθρώπω ύψιστα αγαθά τον νουν, την γνώμην τας φρένας, την βουλήν, τον θυμόν και την γλώσσαν. και σοφία μεν είναι η απόλυτος γνώσις, το σύνολον των γνώσεων. ο δε νους, η γνώμη, αι φρένες και η βουλή αναφέρονται εις το διανοητικόν και εκφράζουσι την κατάστασιν της νοήσεως, ενώ την της βουλήσεως δηλοί ο θυμός. Ο νους είναι η ανωτάτη αντιλαμβανομένη, κρίνουσα και κατευθύνουσα δύναμις».
(Στυλ. Γ. Κορρές «Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί», «Θεόγνιδος ελεγείαι» τόμ. Α΄, Αθήναι 1949, σελ. 69).
Της ηθικής θεμέλιον θεωρεί ο Ποιητής την αιδώ, και, αυτήν δέον να εμφυτεύη εις τα παιδιά ο πατέρας, καθ’ όσον είναι ο πολυτιμότερος θησαυρός.
«Ανδράσι τοις αγαθοίς έπεται γνώμη τε και αιδώς.
οι νυν εν πολλοίς ατρεκέως ολίγοι» (635-636)
(Ήτοι μεταξύ των εναρέτων συνυπάρχει η σύνεσις με την αιδώ, οι οποίοι ενάρετοι εν μέσω πολλών όντως είναι ολίγοι)
και ο ποιητής αποφαίνεται εκ πείρας ότι :
«ήδη νυν αιδώς μεν εν ανθρώποις όλωλεν» (636)
(και πλέον η εντροπή, το αίσθημα της αιδούς έχει εξαφανισθή).
Και όντως σήμερα η αιδώς είναι είδος υπό εξαφάνισιν.
Σημαίνουσα θέσιν κατέχουν εις τις ελεγείες του Θεόγνιδος η φιλοπατρία και η φιλελευθερία.
«ούτως, γράφει, αρ’ ην φίλτερον άλλο πάτρης;»
(προσφιλέστερον της πατρίδος δεν υπάρχει κάτι άλλο).
Περί της κοινωνικής ηθικής ο Θέογνις προσπορίζει διδάγματα αξιόλογα.
Επίσης περί της υγείας :
«λώστον υγιαίνειν» (255)
Επίσης περί γάμου, δίδει χρήσιμα παραγγέλματα, ήτοι περί της κοινωνικής θέσεως, του χαρακτήρος και της ηλικίας των συζύγων. Σοβαράν αποδίδει σημασίαν εις την εφαρμογήν της αμοιβαίας πίστεως των συζύγων.-
Ο Θέογνις περιέχει εις τα ποιήματά του επίκαιρα και σήμερα μηνύματα. Η αξία των ποιημάτων του καταφαίνεται εκ της διασώσεως του μείζονος τμήματος αυτών και ότι ανά τους αιώνας, κατά τους χρόνους της Αναγεννήσεως κυρίως τα ποιήματά του εθεωρήθησαν και εχρησιμοποιήθησαν ως παιδευτικά μέσα. Σημειωτέον ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης πλειστάκις προσφεύγουν εις τον Θέογνιν, επικαλούμενοι την μαρτυρίαν των προς επίρρωσιν της γνώμης των.
Αν παρατηρούνται κάποια αντιφατικά στοιχεία εις το έργον του τούτο οφείλεται και εξηγείται από την πληθύν των πολιτικών ταραχών της πατρίδος του, των οποίων υπέστη δυσμενή την επίδρασιν των.
Γράφει κάποιος σχολιαστής: «Μερικοί νεώτεροι κριτικοί αποδοκίμασαν τον Θέογνι και τον κατηγόρησαν για αντιφατικότητα στη σκέψη, για ψυχρό διδακτισμό και σχολαστικότητα, για μονόπλευρη θεώρηση του υπαρξιακού προβλήματος. Όπως και αν έχει το πράγμα, ο ποιητής τούτος είναι ο απολογητής ενός ωραίου κόσμου, και μέσα από τις αριστοκρατικές του αντιλήψεις αφήνει να διαφανεί μια ουσιαστική πλευρά της ελληνικής ταυτότητας». (Α. Γαβρίλης: «Θέογνις» λήμμα εγκυκλ. Λεξικό Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τόμ. 27ος σελ. 372).
Κατά την αξιολόγησιν του ποιητού εκ μέρους εγκρίτων μελετητών του ο Θέογνις παρίσταται ως φιλόσοφος, που προσεγγίζει «το θείον της μεταγενεστέρας ελληνικής Φιλοσοφίας και τον Θεόν του Χριστιανισμού».
Και ως πολιτικός λογίζεται ο ποιητής. Παρακολουθεί τα κοινά και την εξέλιξίν των με εύλογον ανησυχίαν. Λυπείται δια την κρατούσαν αναρχίαν, εξετάζει τα αίτια των ταραχών και υποδεικνύει τρόπους υπερνικήσεώς των.
Είναι και παιδαγωγός ο Θέογνις. Εξαίρει την αξίαν και την αποστολήν των καλών διδασκάλων.
Είναι βεβαίως ο γνωμικός ποιητής και σπουδαίος ανήρ και μετά τον θάνατόν του είχε κύρος και δόξαν. Η επικαιρότητά του είναι αναντίρρητος.
Δημ. Ν. Παπαθανασόπουλος
Φιλόλογος – τ. Λυκειάρχης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου