ΟΙ ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας του Πέτρου ήταν χρόνια στέρησης. Συνέπεσαν με την περίοδο της εχθρικής Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Η οικονομική κατάσταση των αγροτών δεν ήταν διόλου καλή. Του πολύτεκνου πατέρα του ακόμη χειρότερη.
Ο Γιώργης Μαράντης, ο πατέρας του με πέντε παιδιά πάλευε να τα φέρει βόλτα. Τα δυο πήγαιναν στο Δημοτικό σχολείο ενώ τα τρία ήταν μικρότερης ηλικίας. Η μάνα τους η κυρά-Τασία έκανε μεγάλο αγώνα να μη στερήσει τα παιδιά της από τις συνηθισμένες για την ηλικία τους λιχουδιές. Ένα κουλούρι για το καθένα ήταν το δώρο τους κάθε βδομάδα που ζύμωνε το ψωμί της οικογένειας. Κάποιες φορές όταν είχε περισσότερο χρόνο ξέκλεβε λίγο ζυμάρι και έκανε μερικά τηγανόψωμα και τους τα προσέφερε άλλοτε πασπαλισμένα με λίγη ζάχαρη άλλοτε με πετιμέζι. Ήταν γι’ αυτά η καλύτερη απόλαυση στη φτωχική ζωή τους. Μια γλυκιά απόλαυση ήταν κι εκείνη που τους πρόσφερε στα γενέθλια τους .Για να τα γιορτάσει και να νοιώσουν τη μέρα ξεχωριστή από τις άλλες τους ετοίμαζε χαλβά του κουταλιού. Ήταν ένα σχετικά εύκολο γλύκισμα που συνηθίζονταν στα χωριά του κάμπου μαζί με τους κουραμπιέδες και τους λουκουμάδες. Ο χαλβάς του κουταλιού ήταν πιο εύκολος στην παρασκευή του ενώ τα άλλα γλυκίσματα είχαν μεγαλύτερη διαδικασία και χρόνο για να γίνουν. Οι κουραμπιέδες ήταν γλυκίσματα που προσφέρονταν στις ονομαστικές γιορτές ,στους γάμους και τα βαφτίσια. Τους λουκουμάδες τους ετοίμαζαν μετά την παραγωγή του νέου λαδιού που συνέπιπτε με τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και τους προσέφεραν μελωμένους με ζάχαρη ή με αγνό γνήσιο μέλι πασπαλίζοντας τες με σκόνη κανέλας και σουσάμι.
Η κυρα-Τασία κάθε χρόνο, φρόντιζε να έχει ετοιμάσει την ανάλογη ποσότητα λουκουμάδων για την οικογένειά της και ανήμερα την Πρωτοχρονιά τις προσέφερε μελωμένες και πασπαλισμένες με κανέλα και σουσάμι..
Εκείνη τη χρονιά είχε επιστρατεύσει όλη της την αγάπη και τη φροντίδα μια και είχε αποκτήσει και το πέμπτο παιδί της και οι ευθύνες της είχαν αυξηθεί.
Ο κ. Γιώργης με τα μεγαλύτερα παιδιά είχε ξαμοληθεί να μαζέψουν ελιές από εκείνες που οι άνεμοι του χειμώνα τις είχαν αποσπάσει βίαια από τα κλαδιά και οι εργάτες δεν είχαν διάθεση να μαζέψουν. Έτσι οι ιδιοκτήτες των ελαιοδέντρων επέτρεπαν σε τρίτους να κάνουν εκείνοι τη συλλογή της χαμάδας. Από το σύνολο της ποσότητας που μάζευαν δύο μερίδια ήταν του αφεντικού-ιδιοκτήτη του λιοστασιού και ένα τρίτο ήταν του συλλέκτη. Με υπομονή επιμονή και κουράγιο μέσα στο κρύο και τ’ αγκάθια κατάφεραν ο κ. Γιώργης και οι δυο λεβέντες του, μαθητές του δημοτικού τότε να συγκεντρώσουν το λάδι της χρονιάς τους. Η αποζημίωσή τους περίμενε, αφού έτσι είχαν εξασφαλίσει το ένα μέρος των υλικών που χρειάζονταν για την παρασκευή των λουκουμάδων της Πρωτοχρονιάς. Το δεύτερο αναγκαίο υλικό που θα έπρεπε να φροντίσουν να εξασφαλίσουν ήταν τα ξύλα. Όμως σ’ ένα κάμπο δεν είναι εύκολο να βρει κανείς ξύλα και μάλιστα την περίοδο των Χριστουγέννων. Τα χωράφια το καλοκαίρι είχαν φυτευτεί μποστάνια, ενώ εκείνη την περίοδο είχαν σπαρθεί τα στάρια. Που να βρει κανείς ξύλα για τη φωτιά. Δύσκολο το εγχείρημα για τον κάμπο. Τα μόνο ξύλα που μπορούσαν να εξασφαλίσουν ήταν τα ξερά γλυκόριζα που φύτρωναν σε χωράφια που είχαν μείνει ακαλλιέργητα και κάποιες λυγαριές στις όχθες του αυλακιού που διέσχιζε τον κάμπο. Μέσα στο κρύο και την παγωνιά τα δυο αδέλφια ο Πέτρος και ο Νίκος έκαναν το ακατόρθωτο εξασφαλίζοντας και την δεύτερη ύλη, ξύλα για τη φωτιά. Ο πατέρας τους είχε αναλάβει από ενωρίς να εξασφαλίσει το αλεύρι, τη ζάχαρη το σουσάμι και το ούζο που θα έπιναν οι μεγάλοι της οικογένειας.
Το πρωί εκείνης της Πρωτοχρονιάς όταν σηκώθηκαν από τον ύπνο και ετοιμάσθηκαν, τους περίμεναν στο τραπέζι οι μελωμένοι λουκουμάδες πασπαλισμένοι με κανέλα και σουσάμι. Ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον τα χρόνια πολλά ευτυχισμένο το νέο έτος 1952 και απόλαυσαν τη νοστιμιά των λουκουμάδων της Πρωτοχρονιάς.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Τα παιδιά μεγάλωσαν πήραν τους δικούς τους δρόμους, έκαναν δικές τους οικογένειες ενώ οι γονείς έμειναν στο τόπο τους και τώρα πλέον αναπαύονται στον τόπο της παντοτινής γαλήνης. Έπαψαν να θυμούνται τα όσα έζησαν τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν. Τα παιδιά ζούνε πλέον στους δικούς τους ρυθμούς ο καθένας και όταν καθένα απ’ αυτά ξεκλέβει λίγο χρόνο από τις έννοιες του δεν παραλείπει να ανάψει το κανδήλι της μνήμης στο διπλανό κοιμητήρι.
Ο Πέτρος που εδώ και χρόνια είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα σηκώθηκε όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα από το κρεβάτι του, τι κι αν ήταν Πρωτοχρονιά. Έκανα τις μελετημένες κινήσεις του, τάισε τις κότες και τους σκύλους του, πέταξε τα σκουπίδια στον κάδο, ετοίμασε το πρωινό του, πήρε τα χάπια που είχε ορίσει ο γιατρός του και τη δοσολογία φρόντιζε η γυναίκα του και μετά πήγε στο ναό της πόλης για μια ευχαριστήρια προσευχή.
Όμως αν και όλα ήταν εντάξει, όλα ήταν προετοιμασμένα και πλέον δεν είχε έννοιες παρόμοιες με εκείνες των παιδικών του χρόνων, αποζητούσε κάτι από το παρελθόν. Κάτι του έλειπε από εκείνη τη μέρα. Ήταν οι σκιές των γονιών, ήταν τα παιδικά χαμόγελα, το κλάμα του μωρού που έλειπε; Είχε από την προηγουμένη αναχωρήσει για το σπίτι της και η μικρότερη κόρη του με το μωρό της και του έλειπε το κλαψούρισμά της. Σαν κινηματογραφική ταινία του έφεραν στο νου του, όλο εκείνο το σκηνικό της παρασκευής των λουκουμάδων της Πρωτοχρονιάς του 1952.Τις είδε να αχνίζουν πάνω στο τραπέζι επικαλυμμένες με κανέλα και σουσάμι και να περιμένουν…
Κάποια στιγμή συνήλθε από την ονειροπόληση και αναζήτησε να προμηθευτεί από το πλησιέστερο στο σπίτι του ζαχαροπλαστείο, μια μερίδα αχνιστές λουκουμάδες για το κάθε μέλος της οικογένειας.
Ήταν ντυμένος ακόμη με την αθλητική του φόρμα όταν πήρε αυτή την απόφαση. Πότε άλλαξε ρούχα πότε ετοιμάσθηκε ούτε το κατάλαβε. Σε λίγα μόλις λεπτά βρέθηκε στο ζαχαροπλαστείο. Καλημέρισε τις πωλήτριες, ευχήθηκε χρόνια πολλά για τον καινούργιο χρόνο κι αμέσως διατύπωσε την παραγγελία του. «Έξι μερίδες λουκουμάδες» είπε στην πρώτη πωλήτρια που βρήκε διαθέσιμη στον πάγκο του καταστήματος. «Κρίμα που δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε την παραγγελία σας κ. Πέτρο» του είπε. «Σήμερα δεν παρασκευάζουμε λουκουμάδες» συνέχισε, «έχουμε πολλές άλλες παραγγελίες λόγω γιορτής». Κι όμως, σήμερα είναι γιορτή των λουκουμάδων ,ψέλλισε. Επέστρεψε στο σπίτι του άπραγος. Η επιθυμία του έγινε καπνός.
Δεν το έβαλε όμως κάτω. Πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε στο κέντρο της πόλης. Εκεί που γνώριζε πως θα βρει οπωσδήποτε λουκουμάδες. Ήταν ένα γνωστό Ζαχαροπλαστείο που έκανε αποκλειστικά λουκουμάδες στην οδό Αγίου Νικολάου. Άφησε το αυτοκίνητο στη Μαιζώνος κοντά στο μέγαρο των δικαστηρίων και πεζοπόρησε μέχρι την Αγίου Νικολάου. Πριν ξεκινήσει πέρασε και από ένα παρακείμενο ζαχαροπλαστείο και ρώτησε μήπως εκείνο παρασκεύαζε λουκουμάδες. Όμως κι εκεί ατύχησε. «Έχουμε στο πρόγραμμα να κάνουμε και λουκουμάδες», του είπε μια ευδιάθετη πωλήτρια. Με υποχρεώσατε, είπε μέσα του, και προχώρησε προς την Αγίου Νικολάου. Προχώρησε προς τον ανήφορο με κατεύθυνση τις γνωστές σκάλες. Πέρασε κάθετα τη Μαιζώνος και την Κορίνθου. Εκεί πιο πάνω είδε την ταμπέλα του καταστήματος να γνωστοποιεί στους διερχομένους με φωτεινή πινακίδα «ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΙ ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ». Πίστεψε προς στιγμή πως τέλειωσε η αποστολή του. Κι όμως, πάλι λάθεψε. Το κατάστημα αν και ήταν φωτισμένο εσωτερικά, ήταν κλειστό. Γιόρταζε προφανώς και ο καταστηματάρχης με το προσωπικό του την πρωτοχρονιά. Πήρε απογοητευμένος το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι. Στη διαδρομή διάφορες σκέψεις εναλλάσσονταν στο νου του. Η φτώχια του τότε και αντιπαράθεση με την ευμάρεια του σήμερα. Οι δυσκολίες της ζωής και πως υπερνικούνταν τότε και πως η άνεση του σήμερα δυσκόλευε τις σχέσεις των ανθρώπων. Πως η ευτυχία μετριέται κάθε φορά με τα μέτρα της καθημερινότητας , πως οι άνθρωποι την απολαμβάνουν και την εύχονται στους γύρω τους και πως την εννοεί ο καθένας απ’ αυτούς. Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σπίτι του τυλιγμένος με τις παιδικές του αναμνήσεις. Οι λουκουμάδες της πρωτοχρονιάς μια φορά είχαν νόημα, και αποτελούσαν γεγονός σ’ εκείνα τα αθώα παιδικά μας χρόνια τα οποία φευ δεν ξανάρχονται ποτέ!...
ΙΩΝ ΛΕΥΚΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου