ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Λεωνίδα Γ.Μαργαρίτη Επιτ. Δικηγόρου
Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών
Ήταν στο τέλειωμα του χειμώνα στις αρχές τις Άνοιξης. Ήταν τότε που όλα ετοιμάζονται να πάρουν μέρος στην αναγέννηση, τη ζωή, την ομορφιά. Ήταν ένα πρωινό του Μάρτη του 1985 που το ρυάκι της ζωής της πάγωσε πάνω στο κρεβάτι του πόνου.
Ένα μικρό πουλί-η ψυχή της-από κείνα που δειλά-δειλά άρχισαν να ψάχνουν για τους πρώτους σπόρους της ζωής, που αποζητούν την ομορφιά, τη ζεστασιά, το μεγαλείο. Πέταξε και πήγε ψηλά στ’άπειρο για μια αιώνια Ανατολή στην αιωνιότητα.
Πήρε μαζί της τους καημούς, τα όνειρα τις ελπίδες κι αναχώρησε για το ταξίδι το χωρίς γυρισμό. Έγραψε με τη φυγή της τον τελευταίο στίχο της .
Έφυγε κι άφησε σε μας μιαν άνοιξη το βλέμμα της, στο θλιβερό σονέτο της ζωής. Ένα λαμπρό διάδημα στο μέτωπό της.
Ιχνηλατεί τώρα δεκαπέντε χρόνια από την αναχώρησή της προς τα’ άστρα, προς το άπειρο, την αιωνιότητα.
Μας άφησε ως άλλος προφήτης της βίβλου τη μηλωτή της, το ποιητικό της έργο.
Υπήρξε Πατρινοπούλα και λάτρεψε την πόλη που γεννήθηκε, έζησε το σφυγμό της, την αγωνία της, και πάλεψε με το δικό της τρόπο για το πνευματικό της ανέβασμα, για την πρόοδο της για ένα καλύτερο αύριο.
Όμως ανάγκες της ζωής την υποχρέωσαν να αποχωρισθεί την πόλη της και να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα όπου έζησε, δραστηριοποιήθηκε κι άφησε την τελευταία της πνοή.
Σήμερα που συμπληρώνονται δεκαπέντε χρόνια από τον πρόωρο αποχωρισμό μας, με την πρόθεση να διατηρήσουμε το καντήλι της μνήμης άσβεστο θα επιχειρήσουμε να ξαναθυμηθούμε μέσα από το έργο της, την ποιήτρια.
Το πρώτο της ποιητικό φτερούγισμα το κάνει με την έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής το 1960 με τον τίτλο: « ΕΡΩΤΙΚΑ».
Στον πρόλογο του έργου αυτού ο Λογοτέχνης του Ναυπλίου Θεόδωρος Κωστούρος, γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: Παρόλο που ανέκαθεν είμαι κατηγορηματικά αντίθετος σ’ αυτή τη συνήθεια των προλόγων στα βιβλία, ωστόσο εδώ στην ποιητική τούτη συλλογή, που με δίκαιη τρεμούλα, κυκλοφορεί η νέα ποιήτρια κ. Δέσποινα Ασημακοπούλου, θα κάνω μια εξαίρεση στις αρχές μου. Θα το κάνω γιατί πιστεύω πως οι στίχοι της νέας ποιήτριας -χωρίς να έχουν οριστικοποιήσει τη φόρμα τους- κρύβουν αρκετά ψήγματα χρυσού. Κάτω από την επιφανειακή κρούστα του πρωτόλειου, οι στίχοι της κ. Ασημακοπούλου κρύβουν ένα αυθορμητισμό κι ένα πηγαίο αίσθημα που τους χαρίζει ένα άκρατο λυρισμό. Το κυρίαρχο αίσθημα της συλλογής, ο τόνος που την διέπει είναι ο έρωτας. Αυτός ο τυραννικός μικρός θεός της αγάπης αποτελεί το κίνητρο και το υπόβαθρο των “Ερωτικών” όπως πολύ σωστά τιτλοφόρησε τη συλλογή της η ποιήτρια. Και με βάση αυτό το πελώριο και πολυτραγουδισμένο θέμα η κυρία Ασημακοπούλου κατορθώνει να μας πει όμορφα πράματα και να τραγουδήσει σε ανάλαφρες βαριασιόνες”.
Αλλά και η κριτική είδε κι αγκάλιασε με τα καλύτερα λόγια την πρώτη της ποιητική συλλογή. Ο Γιάννης Καραλής θα γράψει τότε στην εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ μεταξύ άλλων τα εξής «.Η ποιήτρια άφησε να μιλήσει η καρδιά της και έδωσε στίχους εξομολογητικού χαρακτήρα, στον κλασικό τύπο της παραδόσεως, γεμάτους λυρικούς τόνους με αίσθημα και αβρότητα. Το ταλέντο της υπόσχεται πολλά.
Ο Νίκος Στασινόπουλος μεταξύ άλλων γράφει στον Εθνικό Κήρυκα της εποχής τα εξής. ”Μια νέα ποιήτρια η κ. Δέσποινα Ασημακοπούλου από την Πάτρα μας παρουσιάζει τις ποιητικές εμπνεύσεις της σαν χελιδονίσματα χαράς. Μοιάζουν οι στίχοι της σαν ένα κλωνί ανθισμένης αμυγδαλιάς μέσα στη βαρυχειμωνιά της ψυχικής αγωνίας των καιρών μας. Η ποιήτρια ξέρει να κορφολογεί το απόσταγμα των λουλουδιών των ανθρωπίνων αισθημάτων, να το κάνει νέκταρ και να προσφέρει ψυχική αγαλλίαση στον αναγνώστη. Τα ποιήματα της συλλογής της είναι μια όαση στην απέραντη ερημιά.
Ο GASTON HENRY AUFRERE γράφει μεταξύ άλλων τα εξής.
«Η κ.Δέσποινα Ασημακοπούλου ξέρει να γράφει στίχους αγάπης αυθεντικούς, πού αρέσουν, γιατί ξέρει να μένει ειλικρινής, προ πάντων και ν’ αφήνει την καρδιά της να πει απλά τις χαρές της και τις λύπες της, τις επιθυμίες της και την αναμονή της, το πάθος της και την απελπισία της χωρίς καμιά έμφαση, χωρίς προσποίηση με λίγα λόγια χωρίς φιλολογία. Μια κραυγή που ξεφεύγει απ’ την καρδιά, είναι πάντα όμορφη όταν είναι αληθινή.
Το έτος 1962 έρχεται το δεύτερο ποιητικό της έργο τυπωμένο κι αυτό στην Αθήνα από τις εκδόσεις «ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ» με τίτλο «ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΜΠΟΡΑ» και με προλογικό σημείωμα του λογοτέχνη Τάκη Δόξα.
Κρίνω σκόπιμο να μεταφέρω εδώ ένα μικρό τμήμα από τον πρόλογο της συλλογής αυτής Ένα αίσθημα πιο πλούσιο και πιο δημιουργικό από πριν είναι το φόντο όπου αποδοτικότερες ικανότητες ανασαίνει και κυκλοφορεί το δεύτερο αυτό ποιητικό βιβλίο της κ. Δέσποινας Ασημακοπούλου, αίσθημα γνήσιο που γονιμοποιεί μέσ’ την ευαίσθητη γυναικεία καρδιά και την αναταράζει. Αποκλειστικό κίνητρο της ζωής κι εδώ είναι η Αγάπη. Μετέωρο για την ειλικρίνειά της στην εποχή μας φιλοτεχνεί το αιώνιο παιχνίδι με το χάδι και με τη φωτιά ανάμεσα στ’ όνειρο που μαγεύει και στην αλήθεια που σπέρνει την πίκρα. Την αίσθηση απ’ το τιτίβισμα ενός σπουργιτιού αφήνουν οι νέοι στίχοι της ποιήτριας. Ανέμελες κι αφρόντιστες φωνές που πειθαρχούν μόνο στο εξομολογητικό ξέσπασμα μιας εναγώνιας ψυχής στην αδιάκοπη προσπάθειά της να βρει ανταπόκριση σε συγκινητική προσφορά ή να σταθεί αξιόπρεπη μπρος το αμείλικτο γεγονός του πόνου… «Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΜΠΟΡΑ» ενσαρκώνει τα καθημερινά συναπαντήματα της ζωής που προσφέρουν την ευωδία της ευδαιμονίας και ματώνουν με τις αιχμές τους την ποιήτρια.
Κι αυτό το έργο έγινε καλόδεχτο από την κριτική και πολλά επαινετικά σχόλια είδαν το φως της δημοσιότητας στον τοπικό αλλά και πανελλαδικό επίπεδο. Ο «Πρωίνός Τύπος» της Δράμας, «Εφημερίς των Ειδήσεων» της Κερκύρας ,η « Μακεδονία»,της Θεσσαλονίκης, «Το Συνταγμα» Ναυπλίου, «Κορινθιακή Ηχώ» αφιέρωσαν κείμενα βιβλιοπαρουσίασης και κριτικής αλλά και ξένοι ελληνιστές όπως ο Gaston Henry Aufrere από τις Βρυξέλες, ο Francois Dapola από την Κωνσταντινούπολη η Eva wan Hoboken από τη Γενεύη ασχολήθηκαν με το δεύτερο αυτό έργο της ποιήτριας .
Ο Πατρινός συγγραφέας κ. Αθανάσιος Τσιμπούκης έγραφε σε σημείωμά του στην εφημερίδα των Πατρών ΗΜΕΡΑ στο φύλλο της 9-8-6 μεταξύ άλλων και τα εξής Η Πατρινή ποιήτρια Δέσποινα Ασημακοπούλου κάνει μια ξεχωριστή προσφορά στην ποίηση και ειδικότερα στην ερωτική η οποία έλειπε από τον πίνακα των ποιητικών εκδόσεων του τελευταίου καιρού. Γόνιμη φαντασία και πλατειά καρδιά. Η νέα ποιήτρια αγκαλιάζει το ιερό πάθος της αγάπης σε όλες του τις θέσεις και το μετουσιώνει σε κομψό ποίημα. Του δίνει νόημα χρώμα κι ορίζοντα, γεμάτο κινούμενες εικόνες και χάρη. Ο στίχος της μετασχηματίζει τον έρωτα σε λατρεία την απογοήτευση σε ελπίδα τους στεναγμούς σε χαρά και τα πονεμένα δάκρυα σε πολύτιμα πετράδια.
To 1964 θα κυκλοφορήσει το τρίτο ποιητικό της έργο με τον τίτλο «ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ» και με προλογικό σημείωμα του λογοτέχνη Νίκου Στασινόπουλου.
Χωρισμένο σε δύο ενότητες(ανταριασμένες θύμησες και ελπιδοφόρες ώρες) αφήνει σιγά-σιγά τον παραδοσιακό τρόπο γραφής και έκφρασης και μεταφέρεται στον ελεύθερο στίχο όπου και παρουσιάζει σημάδια ωριμότητας και μεστού ποιητικού λόγου.
Το έργο της εμπλουτισμένο με την εμπειρία της πνευματικής άσκησης εκφράζεται πότε μέσα από πραγματικές καταστάσεις και πότε σε εξωπραγματικές σφαίρες έχει δε έκδηλα τα σημάδια των καλών πνευματικών συλλήψεων και οραματισμών.
Ο Στασινόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου αυτού διαπιστώνει την σημαντική άνοδο της ποιήτριας σε σχέση με την προηγούμενη εργασία της και τελικά αποφαίνεται ότι με το «ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ» η ποιήτρια παίρνει το μερίδιο της δόξας της ζωής και το στεφάνωμα της χαράς που φέρνει η δικαίωση των αγνών πόθων.
Μετά από δύο ακριβώς χρόνια το 1966 μας δίνει το τέταρτο ποιητικό της έργο με τον τίτλο «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ» με εξώφυλλο και βινιέτες της πατρινής ζωγράφου Μάγδας Κουνούσου -Ραυτοπούλου. Είναι ένα έργο που οι εμπνεύσεις και οι στοχασμοί της ποιήτριας έχουν πηγή τη ζωή και την κοινωνία της πόλης που ζούσε τότε της Πάτρας και είναι αποτυπωμένα στο κείμενο κάθε τι που συγκίνησε τη δημιουργό, κάθε τι που παρότρυνε την γραφίδα της να συρθεί στο χαρτί και να αποτυπώσει τους καημούς και τις αγωνίες τις ανησυχίες και τις φροντίδες μίας Μάνας, μίας συζύγου, μίας Ελληνίδας ενός υπεύθυνου ανθρώπου πού πάντα ριγεί και παθιάζεται από το κάθε αεροφύσιμα αλλά και από κάθε κεραυνό. Έτσι θα μας δώσει σ’ αυτή τη συλλογή ποιήματα για το χρόνο που έφυγε, αλλά και για το ματωμένο νησί την Κύπρο, για το θρήνο της Μάνας αλλά και την προσδοκία, την κάθε προσδοκία. Έτσι αναδιπλώνεται στις συμφορές και γιγαντώνεται στις Εθνικές διεκδικήσεις και τους αγώνες για την Εθνική μας ανεξαρτησία.
Το νέο της αυτό βιβλίο καλύτερο κατά πολύ από τα προηγούμενα ανεβάζει κυριολεκτικά την ποιήτρια σε καινούργια σκαλοπάτια και την κάνει
[σαν ήλιος στον ορίζοντα να βγαίνει
Και σαν χαρούμενο πουλί
Να τραγουδεί
Και στις κορφές
Ήλιος λαμπρός να μένει
Με την ιδέα φως, στη σκέψη και στα μάτια.]
Αισιόδοξα κι ελπιδοφόρα μηνύματα έρχονται να απαλύνουν τον πόνο από τον καθημερινό μόχθο της βιοπάλης. Ο πόνος και η στενοχώρια για την καταθλιπτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το βάρος του υλικού κόσμου εξουδετερώνεται από τη χαρά και την επιτυχία μίας μάχης. Τα τριάντα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν κάτι το ιδιαίτερο το καθένα απ’ αυτά. Το ένα έρχεται να μας παρηγορήσει, το άλλο να μας ενθαρρύνει, το άλλο να μας διδάξει, το άλλο να φιλοσοφήσει πάνω στην αβεβαιότητα που μαστίζει τον κόσμο μας.
Σε ένα κριτικό σημείωμά μου στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ» το 1966 είχα χαρακτηρίσει την ποιήτρια σαν ποιήτρια της Αγάπης. Το συναίσθημα της αγάπης είναι εκείνο που κατά κύριο λόγο συγκλονίζει την ποιήτρια και την κάνει να γράφει στο ποίημα της με τίτλο «ΤΙ ΜΟΥ ΖΗΤΑΤΕ» …Δεν έχει τέλος η αγάπη,
ζει κι ακόμα μέσα στον υγρό κι ανήλιαγο τάφο.
Είναι μια ανθισμένη μυγδαλιά
Είναι μια αστείρευτη πηγή
Είναι μια ζωγραφιά με αναλλοίωτα χρώματα
Είναι η ζωή,
γιατί χωρίς Αγάπη η ζωή αργοσβήνει..]
Δύο ακόμη έργα της αξέχαστης ποιήτριας θα δουν το φως της δημοσιότητας στο χρόνο που πια οι συνθήκες της ζωής την υποχρεώνουν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Έτσι θα μας δώσει το 1970 την ποιητική συλλογή «ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ» με εξώφυλλο και εσωτερικούς πίνακες της ζωγράφου Άννας Κοντογιώργη και το 1977 την ποιητική συλλογή «ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΝΟΤΕΣ» με μακέτα εξωφύλλου του ζωγράφου Γιώργου Καρανασοπούλου.
Όταν διαβάσει κανείς το έργο της ποιήτριας θα διαπιστώσει τη μεστότητα του στίχου της τον πλούτο των συμβολισμών και των νοημάτων της, τον πλούτο των εικόνων, το πλούσιο λεξιλόγιο, το γερό δέσιμο των στίχων της, σε σημείο που να έχει ένα δικό της χαρακτηριστικό γράψιμο.
Ο Αιγιώτης ποιητής και κριτικός Γιάννης Ανδρικόπουλος γράφει τα εξής στην εφημερίδα του «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ»
Από τις παλιές γνωστές Πατρινές ποιήτριες η κ.Δέσποινα Ασημακοπούλου. Την πρωτοδιαβάσαμε το 1959 στα «ΕΡΩΤΙΚΑ» της. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασε μια 15ετία περίπου αρκετά γόνιμη. Πέντε ποιητικά βιβλία καθαρής και συναισθηματικής ποίησης που γνώρισαν πλατειά αγάπη και αναγνώριση. Γι’ αυτό και όλα σχεδόν έχουν εξαντληθεί. «ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ» το νέο της βιβλίο. Και στ’ αλήθεια η ποιήτρια ξεδιπλώνει τους λαγαρούς στοχασμούς της σ’ ένα ουρανό γιομάτο φωτεινούς δρόμους .Κι όλες οι στράτες του ουρανού είναι φανερό πως τις φωτίζουν οι αγνές παρουσίες των δύο της παιδιών. Και πονά κι αγωνίζεται κι εύχεται.
[ Ω μάτια της ψυχής μου φωτεινά
στο στολισμένο δρόμο σου
ο γύπας του πόνου κι’ αν περάσει
ας βιαστεί να καθίσει να ξαποστάσει
στη δική σου αυλόπορτα…]
Η γυναικεία ποιητική ευαισθησία της Δέσποινας Ασημακοπούλου συνθέτει πολλά παρόμοια μαργαριτάρια ηθικού μεγαλείου. Και μ’ αυτά στολίζει την ποίησή της που ξέρει να συγκινεί..]
Η Δέσποινα Ασημακοπούλου δεν περιορίσθηκε στα έξη ποιητικά της βιβλία, αυτά είναι τα τυπωμένα έργα της. Έχει ανέκδοτη εργασία τόσο σε ποίηση όσο και σε ένα μυθιστόρημα που το δούλευε χρόνια. Έργα της περιλαμβάνονται σε Ανθολογίες, φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες. Κοινωνικός ,πνευματικός άνθρωπος είχε γνωριμίες σ’ όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Υπήρξε μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και χρημάτισε και μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Είχε κάνει ομιλίες και διαλέξεις τόσο στην πόλη μας όσο και στην Αθήνα κι ακόμη διακρίνονταν για τις επιτυχημένες απαγγελίες ποιημάτων.
Δεν σταμάτησε να γράφει ακόμη και όταν ήταν στο κρεβάτι του πόνου, μέχρι το σημείο εκείνο που πια δεν μπορούσε να κρατήσει τη γραφίδα της.
Τα τελευταία κείμενά της είναι ποτισμένα κυριολεκτικά από πόνο και αγωνία, πόνο από το επώδυνο της αρρώστιας της και αγωνία, από την αγωνία του ανθρώπου που νοιώθει πως τελειώνουν οι μέρες κι αναπολεί τις μέρες τις τόσο ευχάριστες που έζησε.
Αυτή η αναφορά ας είναι απλά λίγο λάδι στο άσβεστο καντήλι της μνήμης της, μια ανάμνηση μιας ωραίας ποιητικής μορφής που πρόωρα χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου