ΟΜΙΛΙΑ- ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ «ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΣΟΥ»

ΟΜΙΛΙΑ- ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ  ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ


 

«ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΣΟΥ»

ΣΤΟ «ΛΑΤΣΕΙΟ ΜΕΓΑΡΟ» ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ

 

 

 Το μυθιστόρημα μαζί με το διήγημα και τη νουβέλα είναι τα τρία βασικά είδη του πεζού έντεχνου λόγου.  Και τα τρία αυτά είδη ανήκουν στο ευρύτερο γένος της αφηγηματικής πεζογραφίας. Το κοινό δηλαδή γνώρισμα που τα κάνει να συγγενεύουν είναι ότι και τα τρία αυτά είδη περιέχουν το στοιχείο της αφήγησης.

Το μυθιστόρημα κανονικά είναι µια εκτεταμένη αφήγηση. Αντίθετα, το διήγημα, από την άποψη της  έκτασης του , είναι µια σύντομη αφήγηση. Η νουβέλα, που είναι πάντοτε εκτενέστερη από το διήγηµα αλλά συντομότερη από ένα μυθιστόρημα, τοποθετείται ανάµεσα σ' αυτά τα δύο  είδη.

Περισσότερο δυσδιάκριτα είναι τα όρια ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στη νουβέλα. Γι' αυτό και υπήρξαν συγγραφείς (Παπαδια­μάντης, Θεοτόκης κ.ά.) που σε κάποια εκτεταμένα αφηγήματά τους έδωσαν μάλλον άστοχους χαρακτηρισμούς. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, για παράδειγμα, στο αφήγημά του «Ο κα­τάδικος» το χαρακτηρίζει ως διήγημα, ενώ μάλλον πρόκειται για νουβέλα. Επίσης, «Τα ρόδιν' ακρογιάλια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αρχικά χαρακτηρίσθηκαν ως μυθιστόρημα, ενώ πρόκειται και πάλι για νουβέλα.

Παλαιότερα, οι ίδιοι οι μυθιστοριογράφο  συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν το είδος του μυθιστορήματος τους (π.χ. κοινωνικό μυθιστόρημα). Η συνήθεια αυτή σήμερα έχει εκλείψει. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα μυθιστορήματα

δεν μπορούν να διακριθούν σε κάποια είδη. Έτσι, ανάλογα με το θέμα και κυρίως με τις καταστάσεις που προβάλλουν και περιγράφουν, τα μυθιστορήματα συνήθως διακρίνονται σε ιστορικά, κοινωνικά, ηθογραφικά, ψυχολογικά, αστυνομικά κτλ. Ειδικά στη χώρα μας, τρεις θεωρούνται οι μεγάλοι σταθμοί του μυθιστορήματος: το ιστορικό, το ηθογραφικό και, το αστικό μυθιστόρημα. Το πρώτο συνδέεται με τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, το δεύτερο με τη γενιά του 1880 και το τρίτο με τη γενιά του 1930.

Το 1935, ο Γιώργος Σεφέρης δημοσίευσε την τρίτη του ποιητική συλλογή, η οποία αποτελείται από 24 ολιγόστιχα ποιήματα. Παραβιάζοντας τους καθιερωμένους γραμματολογικούς όρους, την τιτλοφόρησε «Μυθιστόρημα». Θέλησε, βέβαια, με αυτόν τον τίτλο να υποδηλώσει ότι στο ποιητικό του κείμενο διαπλέκονται στοιχεία μύθου με στοιχεία ιστορικά. Αυτή ακριβώς η αιρετική χρήση του όρου «μυθιστόρημα» από το Σεφέρη, μας διευκολύνει να κατανοήσουμε πληρέστερα την έννοια του μυθιστορήματος. Συγκεκριμένα, ο μυθιστοριογράφος παίρνει   στοιχεία της ιστορικής ή της τρέ­χουσας πραγματικότητας, από τα βιώματά του και τις προσωπικές του εμπειρίες αλλά, τελικά, όλα αυτά τα στοιχεία τα μεταπλάθει με τη δύναμη της μυθοπλαστικής του φαντασίας. Έτσι, ένα μυθιστόρημα θεωρείται το κατεξοχήν είδος στο οποίο λειτουργεί η τέχνη και η ικανότητα της μυθοπλασίας, της δημιουργίας δηλαδή ενός μύθου που απηχεί όμως το σφυγμό της πραγματικότητας.

Όσοι εξετάζουν ιστορικά-γενετικά τις απαρχές του μυθιστορήματος, πιστεύουν ότι τα ομηρικά έπη, και ιδίως η Οδύσσεια, είναι οι «πρόγονοι» των σύγχρονων μυθιστορημάτων. Ίσως θα είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια, αν λέγαμε ότι το νεότερο μυθιστόρημα αποτελεί μια μετεξέλιξη του επικού είδους. Πάντως, από την εποχή των ομηρικών επών, το αφηγηματικό είδος του λόγου, είναι  διαρκώς εξελισσόμενο.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα ξεχωριστό είδος λογοτεχνικής αφήγησης με κάποιους σταθερούς κανόνες γραφής που το διακρίνουν από τα άλλα λογοτεχνικά είδη. Πάντα ασχολείται με κάποιο μυστήριο ή γρίφο σχετικό με την παραβίαση και την εφαρμογή των νόμων και την ανάλογη έρευνα για τη λύση του. Η εμφάνισή του σαν  ένα ιδιαίτερο αφηγηματικό είδος είναι ιστορικά καθορισμένη και έχει ως αφετηρία τις αρχές του 19ου αιώνα στη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία, οπότε και θεσμοθετείται κρατικά η αστυνομία ως μηχανισμός ελέγχου  και πάταξης της εγκληματικότητας.

Η εμφάνισή του είναι επίσης καθορισμένη από τα κυρίαρχα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής και ειδικά από τον ρομαντισμό, όπου το αφηγηματικό παιχνίδι γύρω από μια μορφή ανώτερης ευφυΐας, θα αποτελέσει και την κινητήρια δύναμη της πλοκής του.

Το πρώτο γενικώς  παραδεκτό αστυνομικό αφήγημα θεωρείται το διήγημα του Εντγκαρντ. Αλαν. Πόε με τίτλο: «Οι φόνοι της Οδού Μοργκ» (1841) με ήρωα τον ερασιτέχνη ντετέκτιβ Ωγκύστ Ντυπέν. Όμως θα περάσουν  εξήντα περίπου  χρόνια μέχρι να αρχίσει το κοινό και οι κριτικοί να διακρίνουν την ύπαρξη ενός ξεχωριστού αφηγηματικού είδους που θα ονομαστεί στα αγγλικά (detective story)Ντεντεκτιβ στορυ και στα ελληνικά   αστυνομική ιστορία. Ένα από τα χαρακτηριστικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων  είναι πως σε κάθε φάση τους, ξεκινάνε συνήθως σαν  ένα παραλογοτεχνικό ρεύμα μέσα από ευτελή περιοδικά και έντυπα μέχρι να αποκρυσταλλωθούν σε μια διακριτή αφηγηματική φόρμα.

Το είδος της αστυνομικής  περιπέτειας και του  μυστηρίου θα καθιερωθεί στη Γαλλία με τον Εμιλ Γκαμποριώ και τον Μωρίς Λεμπλάν και κυρίως στην Αγγλία, όταν ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ δημιούργησε τον Σέρλοκ Χολμς (1886), συνεχιστή του ήρωα του Πόε, τον δημοφιλέστερο χαρακτήρα της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Ο μεσοπόλεμος του 20ου αιώνα στην Ευρώπη θα ονομαστεί η Χρυσή Εποχή του αστυνομικού αφηγήματος, διότι στην Αγγλία η αστυνομική ιστορία υπερβαίνει το χώρο του διηγήματος ή της νουβέλας, όπως συνέβαινε έως τότε, και ανοίγεται στο μυθιστόρημα με διάσημη εκπρόσωπό της την Αγκάθα Κρίστυ.

Το κλειδί στην αφήγηση της Κρίστι βρισκόταν στην περιγραφή μιας κλειστής ομάδας -μια οικογένεια με κληρονομικά και νομικά προβλήματα, ένα χωριό, ένα ξενοδοχείο, μια παρέα σε ποταμόπλοιο, όπου όλοι έχουν ενοχική συμπεριφορά ύστερα από ένα έγκλημα και ο κύκλος των υπόπτων μεγαλώνει συναρπαστικά: υπάρχει πλέον θέση για μια εκτενή εξιστόρηση.

Στον Μεσοπόλεμο και λίγο μετά, ο Ζωρζ Σιμενόν με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, παρουσιάζει μια πλοκή ανάλογη με εκείνη της Αγκάθα Κρίστι, αλλά με δυο σημαντικές καινοτομίες . Ο ντετέκτιβ για πρώτη φορά είναι ένας επαγγελματίας της ίδιας της επίσημης αστυνομίας και δεύτερον αναγνωρίζεται έντεχνα στην πλοκή η ύπαρξη των ανεξιχνίαστων εγκλημάτων ή του τυχαίου παράγοντα στη λύση των υποθέσεων, ένα καθοριστικό σημείο ρεαλισμού στη σχέση αστυνομικού μυθιστορήματος και πραγματικότητας.

Το αστυνομικό αφήγημα θα περάσει οριστικά με τον Ντάσσιελ Χάμμετ στη σφαίρα του ρεαλισμού. Ήρωάς του ο επαγγελματίας ιδιωτικός ντετέκτιβ. Η οπτική γωνία που επέλεξε ο Χάμμετ να διηγηθεί τις ιστορίες του  τον οδήγησε αμέσως να αφήσει στην άκρη τη βικτωριανή σκηνογραφία και την εκλογίκευση του μυστηρίου τύπου Σέρλοκ Χολμς, δίνοντας στο αστυνομικό μυθιστόρημα τη σύγχρονη μορφή του. Οι ήρωες του κινούνται στους σκοτεινούς δρόμους των μεγαλουπόλεων και επιβιώνουν τραυματικά ύστερα από την αμφίβολης σημασίας εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος.

Το είδος αυτό θα ονομαστεί  thriller και στα ελληνικά θα αποδοθεί σαν «σκληρό» αστυνομικό μυθιστόρημα ή θρίλερ. Η αφηγηματική δομή διαφέρει από τις ιστορίες μυστηρίου (detective stοries) στο γεγονός πως το ενδιαφέρον της αφήγησης μοιράζεται εξίσου μεταξύ της απάντησης στο ρώτημα ποιος το έκανε και του ενεστώτα χρόνου της έρευνας. Ο Ρέημοντ Τσάντλερ και ο Ρος Μακντόναλντ είναι οι δύο από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του είδους και θα συνεχίσουν να γράφουν σε αυτό το στυλ μέχρι τις αρχές του 1960.

Μια ιδιαίτερα επιτυχής εξέλιξη του αστυνομικού μυθιστορήματος ήρθε με τον συνδυασμό υποθέσεων οργανωμένου εγκλήματος, κρατικής κατασκοπίας και πολιτικής σκοπιμότητας με κλασικό έργο την Μάσκα του Δημήτριου, του Έρικ Άμπλερ, (1939) και σκηνικό τα Βαλκάνια παραμονές του πολέμου.

Μετά τον πόλεμο πήρε πιο καθαρά τη μορφή του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος με αντιπροσωπευτικό έργο τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο» του Τζων Λε Καρέ, (1961).

Σπουδαία έργα σε αυτό τον τομέα έδωσαν ο Γκράχαμ Γκρην και ο Φρίντριχ Ντύρενματ που μαζί με τον παιγνιώδη Χόρχε Λουίς Μπόρχες αποτελούν τους τρεις μεγάλους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την αφήγηση αστυνομικών ιστοριών.

Μετά τον πόλεμο στην Αμερική εμφανίζεται ένα τρίτο είδος αστυνομικού μυθιστορήματος, που συνδυάζει την στραμμένη στο παρελθόν αφήγηση με την έρευνα σε ενεστώτα χρόνο. Το ψυχολογικό αστυνομικό μυθιστόρημα που έγινε γνωστό στην Γαλλία  και μετά στην Ευρώπη ως μαύρο μυθιστόρημα από έξι μυθιστορήματα του Κόρνελ Γούλριτζ που είχαν τη λέξη μαύρο στον τίτλο τους. Η νύφη φορούσε μαύρα (1941), Η μαύρη κουρτίνα (1941), Το μαύρο άλλοθι (1942), Ο μαύρος άγγελος (1943), Το μαύρο μονοπάτι του φόβου (1944), Συνάντηση στα μαύρα (1948). Σε αυτά ο ήρωας έχει να λύσει μαζί με το “αστυνομικό” μυστήριο ένα προσωπικό του τραύμα, που εκδηλώνεται με τη μορφή αμνησίας, ψυχώσεων ή παραισθήσεων. Σήμερα με μαύρο μυθιστόρημα τείνουμε να εννοούμε όλη την αμερικανική παραγωγή μετά τον Χάμμετ, όπου ως ατμόσφαιρα το όνειρο της ευημερούσας κοινωνίας καταρρίπτεται.

Στη δεκαετία του ’50 έκανε αισθητή την παρουσία της η Πατρίτσια Χάισμιθ κυρίως με τα μυθιστορήματά της με ήρωα τον Τομ Ρίπλευ, έναν εγκληματία που κινείται στις παρυφές της σχιζοφρένειας. Με την Χάισμιθ έχουμε μια πλήρη αντιστροφή από τα καθιερωμένα του αισθήματος της ενοχής. Ο αναγνώστης ζει την εφιαλτική περιπέτεια του γοητευτικού εγκληματία να ξεφύγει από το νόμο και ανακουφίζεται όχι από τη σύλληψή του, αλλά από την ατιμωρησία του. «Έχουν πιο ενδιαφέρον αυτοί που παραβιάζουν τον νόμο από αυτούς που τον τηρούν και φυλάσσουν», έλεγε η Χάισμιθ. Έκτοτε η μεγάλη στροφή στο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι η ύπαρξη και η γενεαλογία των «αρνητικών» ηρώων.

Στα σημαντικότερα έργα αστυνομικής λογοτεχνίας από το 1960 έως σήμερα, δεν πρωταγωνιστεί ο ευφυής ερασιτέχνης ή επαγγελματίας ντετέκτιβ, αλλά ένας δολοφόνος, ένας γκάνγκστερ , ένας διεφθαρμένος αστυνομικός.

Μετά τη δεκαετία του ’60 σημαντική ανάπτυξη γνωρίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα στις Σκανδιναβικές χώρες και από τη δεκαετία του ’80 στις Μεσογειακές, για να το εμπλουτίσει ως προς τα θέματα και την σκηνογραφίας του, ακολουθώντας όμως λίγο ως πολύ τις πεπατημένες φόρμες αφήγησης με ήρωα έναν ευφυή μικροαστό κατά βάση ντετέκτιβ.

Επίσης, το αστυνομικό μυθιστόρημα στρέφεται πλέον συχνά προς το παρελθόν και το σχολιάζει με κριτική ματιά φωτίζοντας αθέατες πλευρές του. Όπως η Τριλογία του Βερολίνου του Φίλιπ Κερ (1991) , με σκηνικό τη ναζιστική Γερμανία ή η Τετραλογία του Λος Άντζελες του Τζέημς Ελλρόυ (1990), όπου παρουσιάζεται η Πόλη των Αγγέλων της δεκαετίας του ’50 πνιγμένη στη διαστροφή. Στη Σοβιετική Ένωση του προηγούμενου αιώνα και μέχρι το 1960 το αστυνομικό μυθιστόρημα θεωρείτο «αντιδραστικό» είδος αφήγησης και η παραγωγή του ήταν ελάχιστη. Για την ευρωπαϊκή αριστερά ο πάγος με το αστυνομικό μυθιστόρημα άρχισε να σπάει μετά το Μάιο του ’68 στη Γαλλία με τον Ζαν Πατρίκ Μανσέτ και λίγο αργότερα στην Ισπανία με το «Φόνο στην Κεντρική Επιτροπή» του Μανουέλ Β.Μονταλμπάν (1984), όπου έβαλε ένας μέρος της αριστεράς στο παιχνίδι της αστυνομικής αφήγησης.

Το αστυνομικό αφήγημα στην Ελλάδα γνώρισε τη χρυσή εποχή του στα χρόνια μεταξύ 1950 –1967 και ήρθε μέσα από τα περιοδικά Μάσκα και Μυστήριο που ξεπέρασαν μαζί τα 700 τεύχη, μέσα από τα διηγήματα και τις νουβέλες που δημοσιεύονταν σε γυναικεία περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας, όπως το Ρομάντζο, ο Θησαυρός, το Πάνθεον, η Γυναίκα κ.α., μέσα από τις νουβέλες ή τα μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες από τις εφημερίδες και τέλος μέσα από τα βιβλία τσέπης που έβγαζαν κυρίως οι εκδόσεις Πεχλιβανίδη.

Ένα μέρος του αποτελεί συνέχεια των λαϊκών αναγνωσμάτων του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και μια μεταφορά της αμερικανικής κυρίως μαζικής κουλτούρας και παραφιλολογίας που δημιούργησε το “σκληρό” αστυνομικό μυθιστόρημα τη δεκαετία του 20 και έκτοτε συνέχισε να το συνοδεύει. Η ελληνική εκδοχή περιείχε επίσης και όλη την γκάμα των ηρώων της αγγλικής και γαλλικής παραφιλολογίας.

Το 1938 η Ελένη Βλάχου αρχίζει να δημοσιεύει στην Καθημερινή ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνέχειες «Το μυστήριο της ζωής του Πέτρου Βερίνη», ενώ ο Παύλος Νιρβάνας είχε δημοσιεύσει το 1928 «Το έγκλημα στο Ψυχικό», που αποτελεί μια παρωδία του είδους.

Η διάδοση του αστυνομικού αφηγήματος είχε αρχίσει από το Μεσοπόλεμο, αλλά την ανέστειλε η γερμανική Κατοχή και τα Δεκεμβριανά. Από το 1946 όμως και μετά, καθώς οι εμφύλιες συγκρούσεις περιορίστηκαν στον ορεινό όγκο της Μακεδονίας, η ζωή στις πόλεις τράβηξε το δρόμο της. Η Μάσκα επανεκδόθηκε το 1946.

Το αστυνομικό αφήγημα ήταν από τα ελάχιστα είδη που σημάδεψαν τον πεζό λόγο της εποχής ως προς την θεματολογία και τη γραφή του έστω και με παράδοξο ή ανορθόδοξο τρόπο.

Ταυτόχρονα ήταν ένα είδος υπό διωγμό: η χωροφυλακή εξέδιδε εγκυκλίους που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στους νέους για τη βλαβερή επιρροή των αστυνομικών αναγνωσμάτων, διότι τους έθιζαν στο έγκλημα, η κομμουνιστική αριστερά, διότι αποτελούσε αντανάκλαση της αστικής ιδεολογικής παρακμής και εργαλείο αποπροσανατολισμού από την ταξική πάλη, ενώ και οι δύο συμφωνούσαν πως λογοτεχνικά δεν ήταν παρά ένα θλιβερό παραφιλολογικό φαινόμενο.

Όμως στον κυκεώνα εκείνων των χρόνων, η ανάγνωση της Μάσκας και του Μυστήριου (έτος ίδρυσης 1952) αποτελούσε και μια πράξη απόδρασης από τα ψυχροπολεμικά διλήμματα της μετεμφυλιακής περιόδου κι επανόδου σε πιο πεζά, καθημερινά θέματα που παρουσιάζονταν και με μια δόση ειρωνείας ή και χιούμορ.

Τα διηγήματα με εγχώρια πλοκή στη Μάσκα και το Μυστήριο είχαν μια μυρουδιά από “σκληρό” αμερικανικό αφήγημα όταν περιέγραφαν ουδέτερες πολιτικά ζώνες και περιοχές –μπαρ, πόρνες, ιππόδρομο, κλοπές κοσμημάτων, μοιραίες γυναίκες, πλούσιους καψούρηδες.

Στην ίδια γενική τυπολογία ανήκουν και τα αστυνομικά μυθιστορήματα της εποχής. «Το Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Γιάννη Μαρή (1953) έπαιξε το ρόλο του μοντέλου προς μίμηση και πολλοί άρχισαν να το αντιγράφουν ως προς το κλίμα, το είδος του μυστηρίου, τους χαρακτήρες και τις κοινωνικές αναφορές του. Ο Χρήστος Χαιρόπουλος γράφει τα «Καλλιστεία θανάτου», ο Τάκης Παπαγεωργίου «το Τέλειο άλλοθι», και ο Ανδρόνικος Μαρκάκης (1924-2007) -η πιο τυπική περίπτωση όλων καθώς είναι ο δημιουργός των ραδιοφωνικών σειρών Τζων Γκρηκ, Μισέλ Μαρσέφ, «το Σπίτι των ανέμων» με τον δικηγόρο Λαμπίρη και σωρείας αστυνομικών γρίφων στα γυναικεία περιοδικά- γράφει το «Ο σκοτωμένος γυρεύει άλλοθι» και το «Ένα πτώμα στο Ψυχικό». Η Αθηνά Κακούρη τέλος θα ακολουθήσει με διηγήματα στο ίδιος ύφος.

Ο Γιάννης Μαρής (1916-1979) αποτελεί εκπρόσωπο μιας ολόκληρης σχολής εγχώριου «ελαφρού» αστυνομικού μυθιστορήματος, σε αντιδιαστολή με το «σκληρό» αφήγημα της Μάσκας και του Μυστήριου. Ο Μαρής με τα πενήντα σχεδόν μυθιστορήματα που έγραψε ήταν ο πιο δημοφιλής συγγραφέας της εποχής του. Χωρίζονται στα αθηναϊκά, σε αυτά που διαδραματίζονται στο Θεσσαλικό κάμπο και σε αυτά της Μυκόνου, της Ύδρας και του Αγίου Όρους, ενώ ένα αναφέρεται στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου και τρία κάνουν αναδρομή στην Κατοχή.

Στην πλοκή χρησιμοποιεί συχνά το τέχνασμα της πλαστοπροσωπίας, κάποιος που παίρνει τα χαρακτηριστικά και την ταυτότητα άλλου ή έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν. Μερικές φορές ο φονιάς είναι γυναίκα Επίσης έχει χρησιμοποιήσει κι αυτός το μυστήριο του κλειστού δωματίου.

Το «ελαφρύ» ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’50 και του ’60 έχει σχεδόν πάντα στο επίκεντρό του την έρευνα σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα περνάει κρίση συγγραφική αλλά ακόμα μεγαλύτερη εκδοτική, όπου αντιμετωπίζεται ως είδος ταυτισμένο με την κακογραφία, τον φτηνό εντυπωσιασμό ή την πορνογραφία.

Άρχισε να εμφανίζεται ξανά από τα μέσα της δεκαετίας του 80. Ορόσημο υπήρξε η αστυνομική σειρά των εκδόσεων Άγρα που μετέφρασε και επιμελήθηκε ξανά κλασικούς της αστυνομικής φιλολογίας αντιμετωπίζοντας το αστυνομικό μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος. Η επαναεισαγωγή του είδους άλλαξε και το κοινό του, που αυτή τη φορά αποτελείτο από ένα πιστό, αλλά σχετικά περιορισμένο πυρήνα βιβλιόφιλων, καλλιτεχνών ή διανοουμένων.

Παράλληλα είχαν ξεκινήσει και κάποιες πρώτες προσπάθειες παραγωγής εγχώριου συγγραφικού έργου. Τη δεκαετία του ’90 η συγγραφική παραγωγή στην Ελλάδα αστυνομικών μυθιστορημάτων και διηγημάτων γίνεται ορατή για να αποκτήσει μια σταθερή παρουσία την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με 120 έργα αστυνομικής υφής, δεκαοκτώ συγγραφείς που να εκδίδουν από δύο και πλέον αστυνομικά αφηγήματα, δέκα συγγραφείς με ένα έργο αστυνομικής πλοκής , με πέντε συλλογικούς τόμους διηγημάτων και ορισμένες επανεκδόσεις της προδικτατορικής περιόδου. Και ερχόμαστε σήμερα στην παρουσίαση του πρώτου έργου της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων της εκλεκτής φίλης Αγγελικής Νικολούλη.

 Επιτυχής μπορεί να χαρακτηρισθεί η επιλογή της Αγγελικής Νικολούλη να επιλέξει τις εκδόσεις Καστανιώτης για την έκδοση της σειράς των Αστυνομικών της Μυθιστορημάτων όπως και  των εκδόσεων Καστανιώτη να αξιολογήσει την προσφορά και τις ικανότητες της αστυνομικής ρεπόρτερ Νικολούλη για συνεργασία εκδοτική. Έτσι προϊόν αυτής της συνεργασίας  είναι το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας με τον  ευρηματικό   τίτλο: «ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΣΟΥ» 

 Έτσι  λοιπόν σήμερα βρίσκεται στα χέρια μας  το πρώτο μυθιστόρημα της δημοσιογράφου του αστυνομικού ρεπορτάζ και επιμελήτριας της γνωστής ανά το πανελλήνιο εκπομπής: «ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ».

 Η Αγγελική Νικολούλη μετά την επί σειρά ετών επιτυχημένη δημοσιογραφική κοινωνική προσφορά της, σε μια ανάπαυλα αναστολής της εκπομπής της  για τους γνωστούς λόγους, δεν έμεινε άπραγη. Αντίθετα έχοντας συσσωρευμένο υλικό από τις εκπομπές της που είχαν σπάσει  ρεκόρ θεαματικότητας και  είχαν αποσπάσει το θαυμασμό ελλήνων και ξένων ειδικών, θέλησε να δοκιμάσει  τις ικανότητές της στην πεζογραφία και ειδικότερα στο Αστυνομικό μυθιστόρημα τόσο οικείο άλλωστε από την πολυετή ενασχόλησή της.

            Έχοντας  ένα πλούσιο αρχείο αστυνομικών υποθέσεων εξιχνίασης εγκληματικών πράξεων, εξαφανίσεων κ.λ.π. ανέσυρε μια από τις υποθέσεις αυτές και μας έδωσε το πρώτο της, από μια σειρά που θα ακολουθήσουν, μυθιστόρημα. To εγχείρημα δεν μπορούσε να μην ήταν επιτυχημένο μια και υπάρχει ένα αξίωμα που μας λέει πως ότι είναι αληθινό είναι και ωραίο. Δεν μπορούσε παρά να είναι  ωραίο και επιτυχημένα δοσμένο το μυθιστόρημα αυτό της Αγγελικής Νικολούλη από τη στιγμή που μεταφέρει στο χαρτί του τυπογραφείου τα όσα έζησε η ίδια και φυσικά οι τηλεθεατές  του σταθμού κατά την διάρκεια προβολής τριών και πλέον επεισοδίων της  εκπομπής  όσες  διάρκεσε η προβολή  της υποθέσεως της  εξαφάνισης μιας νεαρής  γοητευτικής ξανθιάς  της   Πηγής Αστερίου που όπως στη συνέχεια απέδειξε   το δαιμόνιο μυαλό και οι ικανότητες της αστυνομικής ρεπόρτερ Αγγελικής Νικολούλη δεν επρόκειτο για μια συνήθη εξαφάνιση αλλά για  μια καλά μελετημένη και εκτελεσμένη  δολοφονία από το  φίλο της .Η Αγγελική Νικολούλη με γλαφυρό και κατανοητό τρόπο, με γλώσσα ρέουσα και χωρίς περιττά στολίσματα και καρικατούρες δίνει τους  αναγκαίους διαλόγους της με τους πιθανούς υπόπτους αλλά και με τους λογής-λογής πολίτες πληροφοριοδότες της. Όπου είναι ανάγκη περιγράφει τόπους και καταστάσεις που υποβάλλουν τον αναγνώστη για να βρεθεί στο κατάλληλο κλίμα που κι εκείνη βρέθηκε σε ανάλογες περιπτώσεις. Βγάζει και εκθέτει τον ψυχικό της κόσμο, τις ψυχικές της μεταπτώσεις και τις  αγωνίες της όταν βλέπει πως οι άνθρωποι που είναι ταγμένοι για την  πάταξη της εγκληματικότητας και  την διαλεύκανση διαφόρων εγκληματικών πράξεων ή αδρανούν ή λόγω υπηρεσιακής νωθρότητας και   ανικανότητας, σκόπιμα κωλυσιεργούν  και στοπάρουν τη διαλεύκανση  υποθέσεων  με αποτέλεσμα  να επιτυγχάνεται η  ατιμωρησία των ενόχων,  το απυρόβλητο των δραστών και ηθικών αυτουργών ενώ  όταν  υποχρεωθούν μετά  την κατακραυγή της κοινής γνώμης να οδηγήσουν κάποιους στη  Δικαιοσύνη και τότε  οι δράστες  πετυχαίνουν την απαλλαγή τους  λόγω ελλιπών ή αδύναμων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία δεν μπόρεσαν έγκαιρα να εξασφαλίσουν με τους επιστημονικούς τρόπους που διαθέτουν και με τους χειρισμούς που θα έπρεπε να  κάνουν. Οι περιγραφές των  χαρακτήρων των ηρώων που εμπλέκονται στην υπόθεση της εξαφάνισης  είναι ακριβείς και αποδίδουν την πραγματικότητα της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσής τους. Η υπόθεση στο έργο εξελίσσεται σπονδυλωτά και αποκαλύπτεται όλο το φάσμα της υποθέσεως  όπως μια κινηματογραφική ταινία που έχει τα στοιχεία του θρίλερ. Η Αγγελική Νικολούλη έχει αποκτήσει τεράστια πείρα και διαθέτει αποθέματα γνώσης της δικαστικής ψυχολογίας πράγμα που την βοηθά στην ανίχνευση της αληθείας με τον τρόπο που εκείνη γνωρίζει εκμαιεύοντας τα ψήγματα  της αληθείας που είναι διασκορπισμένα  στην  άμμο της ταραγμένης ψυχής των δραστών και  ηθικών αυτουργών. Το Μυθιστόρημα εκτείνεται σε  205 σελίδες και ο αναγνώστης δεν το εγκαταλείπει εάν δεν ολοκληρώσει την ανάγνωση και  φθάσει στο τέλος του. Προσωπικά δεν δηλώνω θιασώτης των αστυνομικών μυθιστορημάτων όμως στην περίπτωση του βιβλίου της Αγγελικής Νικολούλη τόσο λόγω της συγγραφέως όσο και λόγω των πραγματικών περιστατικών τα οποία πραγματεύεται ενέδωσα και αποζημιώθηκα πλήρως. Άλλωστε υπήρξα τακτικός σχεδόν τηλεθεατής των εκπομπών της κι όταν άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα αν και είχε παρέλθει αρκετός χρόνος από την προβολή της υπόθεσης της εξαφάνισης και τελικά της   δολοφονίας της Πηγής Αστερίου,  μου δόθηκε η δυνατότητα και η ευκαιρία να ζήσω στιγμή προς στιγμή όλα τα στάδια  της  υπόθεσης και να απολαύσω το μυθιστόρημα που  με τόσο άλλωστε υπέροχο τρόπο  παραθέτει τα συμβάντα η συγγραφέας. Με το πρώτο της έργο η Αγγελική Νικολούλη δικαιωματικά εισέρχεται στο χώρο της λογοτεχνίας και ειδικότερα στο χώρο του Αστυνομικού μυθιστορήματος που πολλοί   μπορεί να έχουν θητεύσει αλλά ελάχιστοι  έχουν περιορισθεί σε πραγματικά γεγονότα και όχι σε απλές  μυθοπλασίες. Καλωσορίζω συνεπώς ως εκπρόσωπος των λογοτεχνών της Νοτιοδυτικής Ελλάδος τη νέα μας συγγραφέα Αστυνομικών Μυθιστορημάτων  και της εύχομαι να δει τυπωμένα όσα έργα την έχουν συγκινήσει ιδιαιτέρως ,έτσι που τη συγκίνηση αυτή να την μεταδώσει  και σε μας ,το αναγνωστικό της κοινό. Της το ευχόμαστε ολοψύχως.

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου