ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΣΙΛΑΚΗ «ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ-Αναμνήσεις από την Κατοχή»

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΣΙΛΑΚΗ


 

 «ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ-Αναμνήσεις από την Κατοχή» Εκδόσεις: ΒΙΒΛΙΟΠΑΝΟΡΑΜΑ Αμαλιάδα 2015

 ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ  Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών

 


 

 

 

 

 

Mόλις στις αρχές του περασμένου  Καλοκαιριού κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις: ΒιβλιοΠΑΝΟΡΑΜΑ της Αμαλιάδας το βιβλίο του  Καθηγητή του Στρατιωτικού Πανεπιστημίου του Μονάχου Δημήτρη Βασιλάκη με τίτλο: «Σχολικές Διακοπές στο Χωριό-Αναμνήσεις από την Κατοχή».

Πρόκειται για μεταφορά στα Ελληνικά   έργου του συγγραφέα  που κυκλοφόρησε στα Γερμανικά  το 2.006 κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας ΄Έκθεσης βιβλίου στη  Φραγκφούρτη με τίτλο: «Schulferien auf der Peloponnes,August von Goethe LIteraturverlag Frankfurt 2006».


Τη  μετάφραση στην ελληνική  έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας  ο οποίος   γεννήθηκε στην πόλη μας την  Πάτρα  το έτος  1935  και έζησε στα παιδικά του χρόνια στην Αθήνα και στον Κόροιβο της Ηλείας τότε Κελεβή ενώ  τις καλοκαιρινές διακοπές  περνούσε στο χωριό της μητέρας του( Κόροιβο  της Γαστούνης )όπου και  έμαθε  εξίσου καλά με  τη γερμανική ,  και την ελληνική γλώσσα και κυρίως  το τοπικό γλωσσικό  ιδίωμα των χωριών του κάμπου της Ηλείας.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό  του συγγραφέα  είναι  η ακριβής περιγραφή των εικόνων  του κάμπου  των ανθρώπων και των καταστάσεων     της περιόδου που συμπίπτει  με τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας δίνει για πρώτη φορά ίσως, στοιχεία άγνωστα στο ευρύτερο κοινό σχετικά  με τις συνθήκες  ζωής των κατοίκων της υπαίθρου και το καταπιεστικό  καθεστώς    των αρχών κατοχής. Αναφέρεται ακόμη  στο  ρόλο   διαφόρων καταδοτών που ήταν αιτία να ξεκληριστούν ολόκληρες οικογένειες και τα καταστραφούν περιουσίες και τα υπάρχοντα μίας ζωής.

Στα χρόνια των διακοπών του καλοκαιριού  στο χωριό ο μικρός δαιμόνιος εκείνος μικρός  μαθητής, Δημήτρης Βασιλάκης κατέγραφε λες σε μαγνητοταινία στα συμβάντα  της περιόδου με σαφήνεια, ακρίβεια αλλά και εύθυμη και    χιουμοριστική διάθεση παρά τις όποιες  δυσκολίες και τις κακουχίες  αντιμετώπιζαν  όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του μικρού εκείνου χωριού.

Ήταν η  περίοδος που σημάδεψε και τα κατοπινά χρόνια της ζωής του συγγραφέα τόσο  ως μαθητή της Λεοντείου Σχολής των Αθηνών όσο και στη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο.

Όμως αυτές οι διακοπές στο χωριό της μητέρας του στον Κόροιβο όπως τις αφηγείται παρέχουν μια ευχάριστη ανάγνωση και τέρπουν με τα συχνά περιστατικά που διαδραματίζονται το ένα μετά το άλλο και κάνουν τον αναγνώστη να ξεσπά σε  δυνατά γέλια με όλες τις σκανδαλιές ενός μαθητή που ήρθε να ταράξει τους κύκλους των μαθητών του χωριού που έβλεπαν τις ανεπανάληπτες δραστηριότητες του μικρού Δημήτρη.

Δεν γνωρίζω πότε σκέφτηκε και πότε αποφάσισε να γράψει τις εντυπώσεις του ο διαλεχτός φίλος Δημήτρης Βασιλάκης. Όμως όταν το σκέφτηκε και πολύ περισσότερο όταν το αποφάσισε να γράψει και να καταχωρήσει στο χαρτί αυτές τις αναμνήσεις του σίγουρα πρέπει να ένοιωσε ένα δυνατό σφίξιμο στην κοιλιά. Πρέπει να ήταν σαν να ξύπνησε εκείνη τη μέρα και στο βραδινό όνειρό του, θυμήθηκε όλα τα όνειρα τόσων χρόνων. Και ο Δημήτρης θυμήθηκε όλα τα περιστατικά και γεγονότα που ξετυλίχθηκαν σαν ναταν τα τελευταία όνειρα της βραδιάς. Είναι ο τόπος που ταξίδεψε στον ύπνο του οικείος και ιδιαίτερος. Είναι ο τόπος που γεννήθηκε η μητέρα του οι θείες του ο θείος του, η γιαγιά του η αγαπημένη του γιαγιά που είχε πάντα την φροντίδα του και την έννοια του στις θερινές διακοπές. Ήταν οι φίλες  του, κόρες του παπα-Μήτσου Σπυρόγιαννη ήταν τα ξαδέλφια του και κυρίως ο Μπίμπης, ο Βασίλης ο Λάλος, ήταν ο Μαρκεντάος, ήταν ο Μπάμπαρος, ήταν η μπεμπέκα,  ήταν και η ευγενική θυμόσοφη φιγούρα του γερο-φιλόσοφου Παραγκόλα με τον οποίο κάθε φορά έπιανε  συζητήσεις υψηλού διανοητικού και φιλοσοφικού  επιπέδου αν και ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Στο παιδικό του   όμως  μυαλό  ο Δημήτρης μετρούσε τη σοφία της ηλικίας και της πείρας.

Όταν άρχισε να γράφει μεταφέρθηκε νοερά στον κάμπο της Γαστούνης και ιδιαίτερα στο χωριό της μητέρας του Κελεβής όπως ονομάζονταν τότε, όπου ήταν πάντα νωπές και έντονες οι παιδικές του αναμνήσεις. Το πατρικό σπίτι της μάνες του και της γιαγιάς του, τα γειτονικά του Νικόλα του Παπουτσόπουλου, του Θεμιστοκλή Παπαγιαννόπουλου, του Νιόνιου του Λάλου, του Λεωνίδα Θεοδωρόπουλου των Ζουμπογαϊδαρέων  και του αγαπημένου του φίλου Παραγκόλα (Γεώργιου Νικολουτσόπουλου).

Αυτά τα σπίτια αποτελούσαν το ντεκόρ των παιδικών του ονείρων που έρχονταν πλέον στην επιφάνεια να πάρουν ζωή και δράση μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.

Όλοι μας  θυμόμαστε τις διακοπές των παιδικών μας χρόνων, τις ανέμελες και ονειρικές  με γλυκίσματα της γιαγιάς ,με μπάνιο και ατέλειωτο παιχνίδι. Το χωριό βέβαια δεν είχε  κοντινή θάλασσα είχε όπως τα νερά του Πηνειού  τα οποία άνετα την καλοκαιρινή περίοδο αποτελούσαν πόλο έλξης για τα παιδιά των διπλανών χωριών και φυσικά για το Δημήτρη που κάθε φορά ξέκλεβε χρόνο για τα δικά του μπάνια στα γλυκά νερά.

Εκείνη τη μέρα μεταφέρθηκε στις αλάνες των παιδικών του χρόνων όταν ο ήλιος δύει. Επέστρεψε στο γήπεδο της χαμένης συνεκτικότητας όταν όλους τους μάζευε γύρω της σα μάνα  η στρογγυλή θεά. Έβλεπε στους δρόμους του χωριού να περνοδιαβαίνουν οι χωριανοί και οι παιδικοί φίλοι. Βλέπεις παλιούς γνωστούς που έχουν πάρει άλλους δρόμους, χωρίς κανένα πλέον κοινό μεταξύ τους να βρίσκονται εκεί. Παίρνεις μέρος στο παιχνίδι με τους κανόνες μέσα σε διαρκή κίνηση μακριά από τη σημερινή ανέφικτη επικοινωνία των μεγάλων ανάμεσα σε άψυχα σώματα. Παρών και ο Δημήτρης εκεί στο μούχρωμα παίζοντας τα τελευταία λεπτά χωρίς να ξεχωρίζει αντίπαλο με συμπαίκτη. Και καθώς η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει, η ένταση ανεβαίνει και η φωνές της γιαγιάς πιο έντονες από ποτέ να τον καλεί για το βραδινό του δείπνο. 

Ο Βασιλάκης ξεκινάει τη διήγησή του από την πρώτη μέρα της παύσης των μαθημάτων στο σχολείο στην Αθήνα.

Γράφει λοιπό τα εξής:

“Μέσα Ιουνίου όταν άρχιζε η τελευταία εβδομάδα του σχολείου, έπιανε όλους τους μαθητές μια ιδιόμορφη αγονία, αυτή η χαρούμενη προσμονή, που γέμιζε τις καρδιές πριν από τις μεγάλες σχολικές διακοπές. Τα μαθήματα ουσιαστικά είχαν τελειώσει και η μόνη σχολική υποχρέωση που παρέμενε, ήταν η διοργάνωση της μεγάλης αποχαιρετιστήριας γιορτής που άρχιζε με τη γνωστοποίηση των βαθμών. Οι καλοί μαθητές περίμεναν τη γιορτή αυτή με μεγάλη χαρά, ενώ οι άλλοι την έβλεπαν με μεγάλη δυσφορία.

Για τη σχολή μας, το Λεόντειο Λύκειο, που το διοικούσαν οι Μαριανοί  μοναχοί[1] με το αυστηρό γαλλικό σύστημα, ήταν η γιορτή αυτή ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα. Την ημέρα αυτή συγκεντρώνονταν όλες οι τάξεις μαζί με όλους τους δασκάλους, τους «Φρέρηδες»[2] και τους γονείς στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου μας.

Ακολουθεί η αφήγηση του ταξιδιού από την Αθήνα προς Πελοποννησο-Πάτρα-Γαστούνη τελευταίο σταθμό του προορισμού του μαθητή της Λεοντίου Δημήτρη.

Μια θαυμάσια περιγραφή του ταξιδιού:

Μερικοί από εμάς έμεναν στην Αθήνα, όπου η ζέστη του Ιουλίου και ιδίως του Αυγούστου ήταν ανυπόφορη. Εγώ όμως είχα τη τύχη να περνάω τις σχολικές μου διακοπές στη Πελοπόννησο. Η μητέρα μου έκανε τις αναγκαίες προετοιμασίες και μερικές μέρες μετά με πήγαινε στον σταθμό Πελοποννήσου από όπου έφευγε το τραίνο για την Ολυμπία. Για μια διαδρομή από 300 χιλιόμετρα χρειαζόταν το τραίνο αυτό σχεδόν μία ολόκληρη ημέρα.!

«Πολύ αργούσε αυτό το τραίνο!», θα έλεγε κανείς σήμερα. Αλλά όποιος το ήξερε αυτό το τραίνο και ιδίως όποιος είχε ταξιδέψει μ’ αυτό, είχε καταλάβει, γιατί χρειαζόταν τόσο πολύ χρόνο. Ήταν ένα μικρό τραίνο, που το κινούσε μια παλιά ατμομηχανή, της οποίας ο λέβητας θερμαινόταν με κάρβουνα. Ο οδηγός του έπρεπε κάθε λίγο και λιγάκι να ρίχνει στη φωτιά του λέβητα νέες φτυαριές με κάρβουνα και ήταν φυσικό που το φουγάρο του έβγαζε συνέχεια μαύρο καπνό. Γι’ αυτό  η Γιαγιά μου ονόμασε αυτό το τραίνο <καρβουνιάρη>. Έτσι κυλούσε ο καρβουνιάρης επάνω σε στενές ράγες, οι οποίες από 1926 ποτέ δεν είχαν συντηρηθεί. Σε μερικά σημεία της διαδρομής τα κουνήματα των βαγονιών ήταν τόσο δυνατά, που αν κανείς στεκόταν όρθιος αναπόφευκτα θα σωριαζόταν κάτω. Ήταν ένα θαύμα πώς οι ρόδες και οι άξονες του οχήματος άντεχαν τόσο δυνατά πλάγια χτυπήματα. Όμως η μεγαλύτερη καθυστέρηση συνέβαινε σε μερικούς σταθμούς, όταν το τραίνο ήταν σταματημένο για πολύ χρόνο, χωρίς να ξέρει κανείς την αιτία. Ο οδηγός άφηνε το τραίνο και έμπαινε μέσα στον σταθμό, κι΄αυτός για πολύ ώρα. Εκεί φαίνεται έπινε το καφεδάκι του και έλυνε τα πολιτικά προβλήματα του κόσμου.. Τουλάχιστον έτσι το φανταζόμουνα.

 Πολλές φορές νόμιζα, ότι ο οδηγός είχε ξεχάσει να συνεχίσει τη διαδρομή του. Αυτό όμως δε με ενοχλούσε, γιατί ταξίδευα πολύ ευχάριστα. Χαιρόμουνα τις υπέροχες ακτές κατά μήκος του Σαρωνικού και Κορινθιακού κόλπου και είχα αγονία να δω μερικά εξαίρετα σημεία. Περίμενα να δω τη Σαλαμίνα, που εκεί το 480 π.χ. έγινε η περίφημη ναυμαχία. Στο σχολείο ότι το είχαμε κάνει μάθημα και έμεινα κατενθουσιασμένος, που οι Αθηναίοι με πολύ λιγότερα, αλλά εύστροφα και με σιδερένιες μύτες οπλισμένα, πλοία νίκησαν την υπερδύναμη Περσία. Αισθανόμουνα μια υπερηφάνεια και τα στήθη μου τα γέμιζε ένα ηρωικό συναίσθημα, σα να είχα λάβει και εγώ μέρος σ΄αυτή τη λαμπρή ναυμαχία, η οποία, ένα χρόνο αργότερα μαζί με τη νίκη των Πλαταιών, συνετέλεσε να σωθεί η Ελλάδα και επακόλουθα όλη η Ευρώπη  από τη Περσική κατοχή.

Το ερχόμενο σημείο, που μ’ ενδιέφερε ήταν η Ελευσίνα. Αλλά δυστυχώς εδώ που πέρναγε το τραίνο δεν φαινόταν ούτε μια αρχαία κολόνα. Όμως, ώσπου να θαυμάσω λίγο τον Σαρωνικό κόλπο, ερχόταν μετά ο ισθμός της Κορίνθου. Στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων κατασκεύασαν οι Κορίνθιοι στη λουρίδα  αυτή, που ένωνε τη στερεά Ελλάδα με τη Πελοπόννησο, τον ονομαζόμενο <δίολκο>, που  έσερναν τα πλοία τους επάνω σε γλιστερά ξύλα  και μ΄αυτό τον ιδιοφυή τρόπο τα μετέφερναν από τη μία θάλασσα στην άλλη και έτσι δεν ήταν πλέον ανάγκη να κάνουν το γύρο της Πελοποννήσου. Μια πολύ επικίνδυνοι διαδρομή από  400 χιλιόμετρα, που στα ακρωτήρια Ταίναρον και Μαλέας είχαν βυθιστεί πολλά πλοία.  Στη θέση αυτή είχε φτιάξει, στις αρχές του Μεσαίωνα, ο Ιουστινιανός ένα τείχος μήκους 7300 μέτρων με 153 πύργους, με δύο φρούρια δεξιά και αριστερά από το τείχος.

 

Το 1906 ανοίχτηκε σε μήκος έξη χιλιόμετρα μία διώρυγα, που  συνδέει τον Κορινθιακό με το Σαρωνικό κόλπο. Έτσι όλα τα  πλοία, που χωράνε να περάσουν μέσα από τον ισθμό γλιτώνουν το γύρο της Πελοποννήσου.

Πάνω από τον ισθμό φτιάχτηκε η μεγάλη σιδερένια γέφυρα, που το τραίνο, για λόγους ασφαλείας, τη περνούσε σιγά-σιγά, έτσι που κανείς μπορούσε άνετα να θαυμάσει το βάθος των  ογδόντα μέτρων ως στη θάλασσα κάτω. Κάθε φορά όταν πέρναγε το τραίνο πάνω απ΄ αυτή την υποχθόνια βροντούσα γέφυρα μ΄έπιανε ένα ρίγος, γιατί ποτέ κανείς δεν ήταν σίγουρος, αν αυτή θα κρατούσε το βάρος του τραίνου η όχι. Αφού περνάγαμε τη διώρυγα της Κορίνθου άρχιζε η Πελοπόννησος, μία φύσις πολύ πιο πράσινη και με άλλη μυρωδιά, απ΄ότι η Αττική. Δεξιά προς τη θάλασσα εκτείνονταν απέραντες φυτείες από ροδακινιές, βερικοκιές, λεμονιές και πορτοκαλιές. Και κάθε φορά ήταν θαυμάσια να βλέπει κανείς, πόσο αρμονικά ταίριαζε στη φύση το καταπράσινο των δένδρων με το βαθύ γαλάζιο χρώμα του κορινθιακού κόλπου.

 

Πολλές φορές σκεφτόμουνα το δάσκαλό μας, που μας έλεγε με έντονη φωνή: «Μη βάζετε το πράσινο δίπλα στο μπλε. Είναι αηδιαστικό.!». Και πραγματικά ήταν  πολύ άσκημο.  Και εδώ ρωτιόμουνα συχνά:

«Γιατί στη φύση, στα τόσο έντονα χρώματα, δεν είναι απωθητικό το πράσινο δίπλα στο μπλε παρά απεναντίας υπέροχο;». Και πριν προλάβαινα να βρω απάντηση στην απορία μου, έβλεπα στην αριστερή πλευρά το απέραντο και ισχυρά οχυρωμένο κάστρο της Ακροκορίνθου, θαυμάσια στημένο στη κορφή ενός βουνού, που κυριαρχούσε έτσι ένα μεγάλο μέρος του κορινθιακού και Σαρωνικού κόλπου.

Εδώ το 1205 οι Φράγκοι Σταυροφόροι, οι οποίοι, σαν καλοί Χριστιανοί προηγουμένως είχαν ληστέψει τη Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια όλες τις άλλες πόλεις και την Κόρινθο, πολιορκούσαν τούς βυζαντινούς με το στρατηγό Λέοντα Σγουρό πέντε ολόκληρα χρόνια.! Ενώ το κάστρο είχε δική του πηγή και μεγάλες δεξαμενές για βρόχινο νερό, όταν όμως είχαν τελειώσει όλα τα τρόφιμα και δεν υπήρχε πλέον ελπίδα, τότε ο Σγουρός έδεσε τα μάτια του αλόγου του και αυτοκτόνησε πηδώντας από τους απόκρημνους βράχους του κάστρου…

Πόσο ήθελα ν’ ανεβώ εκεί πάνω, να δω πως ήταν φτιαγμένο.. Προσπαθούσα να φανταστώ, πως τον μεσαίωνα ανέβαιναν εκεί οι πάνοπλοι με τ’άλογά τους και τις πολύχρωμες στολές τους και πως πολεμούσαν έμψυχα με τα τόξα και τα βαριά τους σπαθιά, απωθώντας αποτελεσματικά κάθε επιδρομείς. Αλλά το τραίνο με το θόρυβο και τα τραντάγματα που έκανε, μ΄έφερνε γρήγορα, από τον κόσμο της φαντασίας μου, πίσω στη πραγματικότητα σα να ήθελε να μου πει: «Δε κοιτάς καλλίτερα, πόσο όμορφη είναι αυτή η διαδρομή..;». Και έβλεπα μετά πως ο καρβουνιάρης κυλούσε, σχεδόν σκεφτικά, δίπλα από πρασινογάλαζες ακτές, πολλές απ’ αυτές στολισμένες με μεγάλα πευκόδεντρα και στη συνέχεια περνούσε μέσα από ονειρεμένα χωριά βουτηγμένα στο πράσινο. Πόσο νοσταλγούσα να βουτήξω μέσα σ’ αυτά τα ολοκάθαρα γαλάζια νερά. Κρίμα που εδώ το τραίνο δε σταματούσε ποτέ, αλλιώς θα έβγαινα και θα έκανα μια βουτιά. Υπέροχο στην ομορφιά και στη μυρωδιά ήταν το πευκόδασος του Ξυλοκάστρου.

Εδώ ανέβηκε μια φορά μια χωρική, η οποία μαζί με ένα σωρό σακούλες και σακουλίτσες είχε και ένα καλάθι σκεπασμένο μ’ ένα πανί,  που μέσα σ’ αυτό σαν κάτι να κουνιόταν.  Αυτό το καλάθι το έβαλε κάτω από το κάθισμά της και άρχισε αμέσως τη κουβεντούλα  με τη γειτόνισσά της. Όταν για μια στιγμή ακούστηκε από το καλάθι ένα σιγανό κακάρισμα, τη ρώτησε η γειτόνισσά της ξαφνιασμένη:

- Τι έχεις εκεί μέσα;

- Πάω στην αδελφή μου ένα κόκορα, γιατί έχει  γενέθλια,

της απάντησε αυτή, κάνοντας με το χέρι της μία κίνηση που έδειχνε πόσο ασήμαντο δώρο ήταν αυτό και συνέχισε με την ίδια δυνατή φωνή τη συζήτησή της, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για το φυλακισμένο κόκορά της, τον οποίο εγώ άρχισα να τον λυπάμαι. Το πανί, δεμένο μ’ ένα σπάγκο γύρο στο καλάθι, εμπόδιζε το κόκορα να ελευθερωθεί. Αυτός όμως έσπρωχνε συνέχεια το πανί, έτσι που για μια στιγμή κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του στην άκρη του καλαθιού έξω και άρχιζε να κοιτάζει ξαφνισμένος δεξιά κι’ αριστερά, που άθελά του βρέθηκε σ’ ένα τέτοιο  εχθρικό περιβάλλον. Από την απέναντι πλευρά του καθίσματος παρακολουθούσα με μεγάλη χαρά τον απελευθερωτικό αγώνα του κόκορα και θαύμαζα την ικανότητά του, χωρίς να δείξω τι έβλεπα. Σιγά-σιγά όλο και περισσότερο άνοιγε ο κόκορας το πανί, ώσπου λίγο πριν από τη στάση Διακοφτό βγήκε έξω από το καλάθι και περπάταγε με μεγάλη αμηχανία συγχυσμένος στον διάδρομο. Όταν οι συνταξιδιώτες είδαν το κόκορα να κάνει περίπατο στον διάδρομο, φώναξαν:

- Ένας κόκορας, ένας κόκορας..!

Τότε κατάλαβε η χωρική, τι συνέβαινε  και άρχιζε να φωνάζει με μία διαπεραστική φωνή:

- Ο κόκοράς μου, ο κόκοράς μου και τώρα πρέπει να κατεβώ..!.

Οι επακόλουθες σκηνές πήραν μια τέτοια απροσδόκητη και αστεία μορφή, που ήταν πιο πετυχημένες  από τα έργα του Τσάρλι Τσάπλιν και μ’ έκαναν να γελάσω από τα βάθη σης ψυχής μου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας προσπάθησε να πιάσει τον κόκορα αλλά ο κόκορας,  έτσι όπως είχε ξεκουραστεί καλά τόση ώρα στο καλάθι, του ξέφυγε και πέταξε, σηκώνοντας σκόνη, ως το μέσον του βαγονιού.  Εκεί δοκίμασε μια χοντρή κυρία να πιάσει τον τρομαγμένο κόκορα, παραπάτησε από τη βιασύνη της και έπεσε στον διάδρομο σαν ένα βαρύ μπαλόνι, χωρίς να πιάσει τον κόκορα, ο οποίος έφτασε ως τη πόρτα. Εγώ κρατούσα τη κοιλιά μου από τα γέλια και έπρεπε συνέχεια να σκουπίζω τα μάτια μου από τα δάκρυα της χαράς. Σ’ όλη αυτή τη μεγάλη σύγχυση ακουγόταν η διαπεραστική φωνή της χωρικής:

- Ο κόκοράς μου…ο κόκοράς μου..,

ενώ  μάζευε βιαστικά τις σακούλες και σακουλίτσες της για να κατεβεί. Στο μεταξύ  σταμάτησε το τραίνο στο Διακοφτό και ο εισπράκτορας άνοιξε ανύποπτα τη πόρτα, όπου ο συγχυσμένος κόκορας φτερούγισε έξω στη λευτεριά  του, τρομάζοντας έτσι φοβερά τον εισπράκτορα. Κατεβαίνοντας κάτω φώναζε η χωρική:

- Ο κόκοράς μου.. ο κόκοράς μου...

Και τότε άρχισε μια ομάδα από γυναίκες και άνδρες να κυνηγάει το κόκορα μια δεξιά, μια αριστερά, μια κάτω από τα πόδια τους, μια φτερούγιζε μέσα από τα χέρια τους,  ώσπου τελικά τον στρίμωξαν σ’ ένα φράχτη. Εδώ σκέφτηκα: «Πάει, τώρα τον πιάσανε..»  Όμως, δε πίστεψα στα μάτια μου: ο κόκορας έκανε ένα δυνατό φτερούγισμα, πέταξε πάνω από το φράχτη και χάθηκε μέσα σ’ ένα κατάφυτο οικόπεδο..! Όσο χρόνο περιμέναμε εδώ στο Διακοφτό το αντίθετο τραίνο, δε βρήκανε τον κόκορα. Η χαρά μου ήταν απερίγραφτη, που μπόρεσε να ξεφύγει και τον θάμαζα μάλιστα, που πολέμησε  τόσο αποτελεσματικά για τη ζωή του.

Η προσοχή μου αποσπάστηκε μετά από μια μικρή ατμομηχανή που ήταν σταματημένη στην απέναντι γραμμή. Ο εισπράκτορας είδε, που τη κοίταγα μ’ ενδιαφέρον και μου εξήγησε: «Είναι η ατμομηχανή του οδοντωτού σιδηρόδρομου, που ανεβαίνει επάνω στα Αρόανια βουνά και φτάνει στα Καλάβρυτα[3]. Από εδώ πάνε πολλοί επισκέπτες με τα πόδια στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, εκεί που το 1821 σήκωσαν οι Έλληνες το λάβαρο της επανάστασης και ορκίστηκαν να διώξουν τους Τούρκους.». Αυτό που άκουσα με συγκίνησε και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί από το θείο μου τον Ντίνο είχα ακούσει ότι εκεί στην Αγία Λαύρα είχαν τότε λάβει μέρος και δύο συγγενείς της οικογένειάς μας  οι στρατηγοί Γεώργιος και Παναγιώτης Βασιλάκης[4] από την Αλαγονία[5] της νοτίου Πελοποννήσου. Τα Καλάβρυτα[6] ήταν για μένα ένας ονειρώδης  τόπος, που τον φανταζόμουνα μέσα στα πράσινα  ελάτια. Πόσο θα ήθελα να άφηνα το τραίνο και ν’ ανέβαινα κι’ εγώ μ’ αυτό τον οδοντωτό, παρόλο που λέγανε ότι είναι μια επικίνδυνοι διαδρομή: <Αν σπάσει κανένα δόντι θα κατρακυλήσει το τραίνο προς τα πίσω και θα πέσει στη χαράδρα του Βουραϊκού .!» Αλλά δεν είχα έτσι κι’ αλλιώς λεφτά να ταξιδέψω με τον οδοντωτό. Και τι θα έλεγε η Γιαγιά μου, αν έφτανα μια μέρα αργότερα;

«Άμα μεγαλώσω και βγάζω λεφτά, θα πάω σίγουρα με τον οδοντωτό για τα Καλάβρυτα» . Αυτή η παρηγορητική σκέψη μ’ έκανε  ν’ απολαμβάνω το υπόλοιπο ταξίδι μου.

Αφού περάσαμε τη καταπράσινη πεδιάδα του Διακοφτού, που ήταν κατάφυτη με πορτοκαλιές, λεμονιές, ελαιόδεντρα και ανάμεσά τους, σα στολίδια, μεγαλόπρεπα κυπαρίσσια, που χάριζαν στον τόπο αυτή τη χαρακτηριστική χροιά της μεσογειακής φύσης, ακολουθούσε το τραίνο την θαυμάσια ακτή του κορινθιακού με τις υπέροχες αμμουδιές, που τις χάιδευαν απαλά τα κυανόλευκα κύματα της θάλασσας. Και πριν προλάβω να χαρώ έντονα αυτή την ομορφιά έμπαινε το τραίνο σιγά-σιγά  μέσα στο Αίγιο και κύλαγε, για μεγάλη μου έκπληξη,  δύο-τρία μέτρα δίπλα από τον μόλο και εδώ σταματούσε για πολύ ώρα.

Όταν φυσάει βόρειος άνεμος, που παίρνει την υγρασία της ατμόσφαιρας, μπορεί κανείς απ’ εδώ ν’ αντικρίσει καθαρά την απέναντι ακτή και τα βουνά που βρίσκονται περίπου  είκοσι χιλιόμετρα μακριά. Μετά συνέχιζε το τραίνο τη διαδρομή περνώντας το καταπληκτικό πευκοδάσος που εκτείνεται προς τη θάλασσα, στη θέση Λαμπίρι και έφτανε στον Ψαθόπυργο, εδώ που ήμουνα μια μέρα πριν γεννηθώ.! Αυτό βέβαια ακούγεται κάπως περίεργα αλλά πραγματικά έτσι ήταν, γιατί μια μέρα πριν γεννηθώ ήρθαν οι γονείς μου από τη Πάτρα στον Ψαθόπυργο και πέρασαν ένα αξέχαστο βράδυ γευματίζοντας μαζί με τ’ άλλα ένα μεγάλο ροφό.! Το γεγονός αυτό συνετέλεσε, όπως φαίνεται, από τότε να μ’ αρέσουν τα ψάρια!

Αμέσως μετά τον Ψαθόπυργο έφτανε το τραίνο στο Ρίο, σ’ αυτή τη θέση, που ο κορινθιακός κόλπος έχει ένα φάρδος από περίπου μόνο δύο χιλιόμετρα. Στη παλιά εποχή ήταν η θέση αυτή πολύ σημαντική, γιατί όποιος τη κατείχε, έλεγχε όλα τα πλοία που πέρναγαν απ’ εδώ. Μετά από αλλεπάλληλες κατακτήσεις από Σταυροφόρους, Ιππότες της Μάλτας, Τούρκους και Ενετούς, και κάθε φορά με μεγάλες τραγωδίες για τους κατοίκους της περιοχής, τελευταίοι οι Ενετοί διόρθωσαν και επέκτειναν τα  φρούρια του Ρίου και του  Αντίρριου.

Ως τη γενέτειρά  μου, τη Πάτρα, απέμενε ένα μικρό τμήμα της διαδρομής δίπλα στον κορινθιακό κόλπο, που διέκρινε κανείς στη δεξιά πλευρά της διαδρομής, στις πλαγιές των αιτωλικών βουνών έναν ανηφορικό δρόμο, ο οποίος, όπως έλεγαν, οδηγούσε στο Μεσολόγγι, εκεί που οι Έλληνες, όπως μάθαμε αναλυτικά στην ιστορία, αμύνθηκαν πολλά χρόνια ηρωικά ενάντια των Τούρκων. Εδώ ήρθε και το 1823 ο Λόρδος Βύρων να συμπαρασταθεί στον αγώνα των Μεσολογγιτών και διοργάνωσε ένα σώμα από 500 Σουλιώτες. Ήταν, ας το πει κανείς έτσι, η καλή σύμπτωση που μια πνευμονία έφερε τον Απρίλη του 1824 τον θάνατο στο Λόρδο Βύρωνα και έτσι δεν έζησε αυτός τη φοβερή καταστροφή της πόλης, που έγινε δύο χρόνια αργότερα. Εδώ έδρασε και ένας από τούς μεγαλύτερους ήρωες της επανάστασης  ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος για να εξασθενίσει τους Τούρκους τούς ενέπλεξε τον Αύγουστο του 1823  στο κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου σε σφοδρή μάχη και τούς νίκησε. Δυστυχώς εδώ τον πέτυχε μια σφαίρα στο μέτωπο και έτσι έπεσε ένδοξα πολεμώντας για τη λευτεριά της πατρίδας του.

Στη τελευταία πολιορκία που άρχισε τον Απρίλη του 1825 κράτησαν οι αμυνόμενοι Έλληνες ένα χρόνο την ασφυκτική πολιορκία των   Τούρκων. Παρά ταύτα κατάφερε ο Μιαούλης δύο φορές το 1825 να τροφοδοτήσει τη πόλη με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Όμως όταν τελικά τελείωσαν  και τρόφιμα και πολεμοφόδια, και οι πολιορκούμενοι έτρωγαν ποντίκια, γάτες και σκυλιά, πήραν την απόφαση να διασπάσουν τη πολιορκία.  Έτσι τη νύχτα της 10 Απριλίου του 1826 οι οπλαρχηγοί  Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας και Δημήτρης Μακρής  μ’ ένα μεγαλοφυές σχέδιο οργάνωσαν την έξοδο.  Δυστυχώς ένας Βούλγαρος είχε προδώσει στους Τούρκους τη πρόθεση των Ελλήνων και έτσι επήλθε μια φοβερή καταστροφή. 7.200 νεκροί, πολεμιστές και γυναικόπαιδα, ενώ 6.000 γυναικόπαιδα, που διέφυγαν τη σφαγή, στάλθηκαν στη σκλαβιά και δεν είδαν ποτέ ούτε τους συγγενείς τους ούτε το τόπο τους...!

«Είναι φοβερό τι έχει τραβήξει αυτός ο Ελληνικός λαός, χωρίς να φταίει, γιατί ήθελε να είναι ελεύθερος.», σκεφτόμουνα κάθε φορά, όταν έβλεπα αυτούς τούς ιστορικούς τόπους και άθελά μου άκουγα συχνά το μεγαλύτερο αδελφό μου που έλεγε:

 «Είναι ένα θαύμα, που αυτός ο λαός μετά από τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας δε ξέχασε τη γλώσσα του και το πολιτισμό του και τελικά μετά από σκληρούς αγώνες ελευθερώθηκε».

 Και πριν προλάβαινα να συνειδητοποιήσω τις σκέψεις αυτές, πλησίαζε το τραίνο στη  Πάτρα, εδώ που γεννήθηκα.

Όπως έμπαινε αυτό σιγά-σιγά μέσα στη πόλη, φαινόταν από την αριστερή πλευρά επάνω σ’ ένα λόφο το κάστρο, που έστησαν οι  Βυζαντινοί στην εποχή του Ιουστινιανού, μετά το φοβερό σεισμό που έγινε το 551, σ’ αυτή τη θέση, που υπήρχε εκεί η αρχαία  ακρόπολη και ο ναός της Αρτέμιδος. Όπως μάθαμε στην ιστορία ήταν το κάστρο αυτό τόσο καλά φτιαγμένο, πού άντεξε πολιορκίες από Σλάβους, Σαρακηνούς και Νορμανδούς. Όμως το 1205 το κυρίεψαν οι Φράγκοι Σταυροφόροι και το επέκτειναν το 1217, σ’ αυτή τη μορφή, που το βλέπουμε τώρα. Μέσα στο κάστρο λέγεται ότι οι πειρατές του μεσαίωνα έχουν κρύψει αμύθητα πλούτη.. Κρίμα που ο λόφος του κάστρου ήταν κοντά-κοντά περιζωσμένος από πολλά άσχημα και ανιαρά σπίτια.

Απέναντι από το κάστρο, στο μεγάλο λιμάνι της Πάτρας, που το τραίνο σταμάταγε εδώ για πολλή ώρα, παρατηρούσα με μεγάλο ενδιαφέρον πώς ήταν φτιαγμένα όλα αυτά τα μεγάλα πλοία, που μερικά, όπως έλεγαν, ταξίδευαν ως την Αφρική. Και αφού είχα καιρό κοίταζα πως φόρτωναν και που είχαν κρεμαστές γέφυρες, σκάλες, σκαλίτσες, εξέδρες, πόρτες, παράθυρα και φουγάρα. Έτσι όπως τα έβλεπα τα πλοία αυτά, μ’ έπιανε μια νοσταλγία για μακρινά ταξίδια και σκεφτόμουνα:

«Άμα θ’ άμε μεγάλος και θα βγάζω λεφτά, θα ταξιδέψω μ’ ένα τέτοιο πλοίο» και η νοσταλγία αυτή μετατρεπόταν σε πείσμα μέσα στη μικρή μου ψυχή.

Ως τον προορισμό μου, τη κωμόπολη Γαστούνη, η διαδρομή δεν είχε κανένα αξιοσημείωτο εκτός από τη κατάφυτη γη και τη μπλε θάλασσα, που σιγά-σιγά απομακρυνόταν όσο περισσότερο φεύγαμε από τη Πάτρα. Μια φορά ανέβηκε στη Κάτω Αχαΐα[7]  ένας μικρός γεράκος, που τον χαρακτήριζε μια ηρεμία, μία σχεδόν λυπημένη ηρεμία, ο οποίος  έφερνε μαζί του ένα ξύλινο κουτί, και το έβαλε κάτω από το κάθισμά του. Κανείς δε πρόσεξε το κουτί, ώσπου από αυτό άρχιζε να βγαίνει μία υγρή ουσία, που κυλούσε προς το διάδρομο. Ένας συνταξιδιώτης του έδειξε κάτω και του είπε:

- Κοίτα, στο κουτί κάτι έσπασε..!

- Όχι..,

απάντησε αυτός σιγά-σιγά,

-  αυτό το’ κανε το κουνέλι μου.!

Οι συνταξιδιώτες, κουρασμένοι από το ταξίδι, κοίταγαν πάλι αδιάφορα και χάζευαν με απροσδιόριστο βλέμμα, ώσπου ήρθε ο εισπράκτορας.

- Τι είναι αυτό;,

ρώτησε τον μικρό ήρεμο γεράκο με αυστηρό ύφος. Και πριν προλάβει αυτός ν’ απαντήσει του ξαναλέγει:

- Ελπίζω να μην είναι βενζίνη[8]..

Ο σαστισμένος γεράκος έμεινε  άφωνος, όταν ο εισπράκτορας έσκυψε και έβαλε τα δάχτυλά του στην υγρή ουσία. Τότε οι συνταξιδιώτες άρχισαν να γελάνε και μάλιστα πιο δυνατά, όταν αυτός άρχιζε να μυρίζει τα δάχτυλά του.

- Γιατί γελάτε έτσι;,

φώναξε εκνευρισμένα ο εισπράκτορας. Εκείνη τη στιγμή του είπε ο γεράκος ήρεμα:

- Είναι το κουνέλι μου...

- Και που είναι το κουνέλι σου;,               

ρώτησε ξαφνιασμένος ο εισπράκτορας.              

- Εδώ κάτω στο κουτί,

του απαντάει φοβισμένα ο γεράκος.

- Και με άφησες να μυρίσω τα κάτουρα του κουνελιού σου;

- Τι να κάνω; Πριν προλάβω να σου πω…,

μουρμούρισε ο γεράκος, όταν εκείνη τη στιγμή τον διέκοψε ο εισπράκτορας και τον διέταξε:

- Να κατεβείς αμέσως τώρα! 

Στην οργή του, ξέχασε ο εισπράκτορας να ζητήσει το εισιτήριο του γερούλη και αφού τελείωσε με τα τελευταία εισιτήρια, πήγε στο άλλο βαγόνι. Όλοι κοιτάγανε λυπημένα τον γεράκο, όταν αυτός πήρε το ξύλινο κουτί του και σιγά-σιγά ετοιμαζόταν να κατεβεί στην ερχόμενη στάση. Φεύγοντας μας κοίταξε με πονηρή έκφραση και μας είπε χαμογελώντας:

- Ήθελα έτσι κι΄ αλλιώς να κατεβώ εδώ και έτσι ούτε πλήρωσα..! Οι συνταξιδιώτες, που δε περίμεναν μια τέτοια έκπληξη, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και χειροκρότησαν τον γεράκο φωνάζοντάς  του:

- Μπράβο, μπράβο...!

Μετά από τη Κάτω Αχαΐα έστριβε το τραίνο αριστερά προς το μεγάλο έφορο κάμπο της Ηλείας. Εδώ έμοιαζε το ένα χωριό με το άλλο και τα σπίτια τους ήταν αλλιώς φτιαγμένα από αυτά των πόλεων. Ήταν συνήθως χαμηλά, είχαν όλα σκεπές από κεραμίδια και γύρο-γύρο μεγάλους κήπους  στους οποίους βόσκαγαν συνήθως κότες και γαλλιά και σε άλλα φαραόνια, γίδες η πρόβατα. Οι στενοί χωμάτινοι δρόμοι πλαισιωμένοι δεξιά και αριστερά από πυκνούς καλαμιώνες μαζί με τα ψηλά ευκάλυπτα, τα πανέμορφα κυπαρίσσια με τις λεπτές τους κορμοστασιές, τις  ασημοπράσινες λεύκες και τους απέραντους αμπελώνες, στους οποίους ήταν ελιές και οπωροφόρα δέντρα φυτεμένα, έδιναν στον κάμπο αυτή την ανεπανάληπτη χαρακτηριστική χροιά. Κάθε φορά αγαλλίαζε η ψυχή μου όταν ερχόμουνα σ’ αυτό το κάμπο, γιατί εδώ θα περνούσα τις μεγάλες μου σχολικές διακοπές.

Όταν τελικά έφτανε το τραίνο στη Γαστούνη, περίμεναν στον μικρό σταθμό μερικά κάρα, που μετέφερναν τους ανθρώπους στα γειτονικά χωριά. Αν είχα τύχη, μ’ έπαιρνε  κάνα κάρο μαζί προς τον Κόροιβο, που έμενε η Γιαγιά μου. Ήταν υπέροχα όταν πήγαινα με το κάρο, γιατί καθόμουνα ψηλά, δεν κουραζόμουνα καθόλου και κουνούσε δεξιά κι’ αριστερά γιατί οι χωμάτινοι δρόμοι είχαν μικρές και μεγάλες γούβες. Μερικές γούβες ήσαν τόσο βαθιές, που έμπαινε η μισή ρόδα του κάρου μέσα. Απίστευτο! Αυτή η μεγάλη ρόδα, που ήταν σχεδόν δύο φορές πιο μεγάλη από μένα. Απίστευτο όμως πόσο αμελείς ήσαν αυτοί οι κάτοικοι του κάμπου, γιατί όπως έλεγαν, αυτοί οι δρόμοι τον χειμώνα γίνονταν απέραστοι. Παρόλο που ήμουνα μικρός, τούς ρώταγα πολλές φορές: «Γιατί δεν παίρνετε χαλίκι από το ποτάμι, που είναι δίπλα, να κλείσετε τις γούβες ;». Η απάντησή τους ήταν συνήθως: «Γιατί να κάνω εγώ τη δουλειά για τους άλλους..;». Και έτσι το άλογο, που τράβαγε με δυσκολία το βαρύ κάρο επάνω από τις πέτρες και τις γούβες, πήγαινε σιγά-σιγά και χρειαζόταν πολλή ώρα για τα τέσσερα χιλιόμετρα ως τον Κόροιβο. 

Αυτό όμως δε μ΄ ενοχλούσε γιατί έτσι είχα πολύ χρόνο να προετοιμαστώ ψυχικά για τον υπερθετικά ενθουσιώδη αλλά κουραστικό χαιρετισμό που με περίμενε. Αν τουλάχιστον με καλωσόριζε  μόνον η Γιαγιά μου, αυτό θα μ’ αρκούσε. Αλλά έρχονταν Θείες, Θειούλες, εξαδέλφες, χοντρές γειτόνισσες, αξύριστοι και βρώμικοι αγρότες, που μ’ αγκάλιαζαν και με φιλούσαν. Πόσο σιχαινόμουνα αυτά τα καλωσορίσματα.. Και προτού προλάβαινα να σκουπίσω τον ιδρώτα της μίας Θείας από το πρόσωπό μου, μ’ άρπαζε  ένα άλλο θηλυκό πλάσμα, μ΄ έσφιγγε στα πλαδαρά της βυζιά και από τα πολλά φιλιά ήταν σα να μου’ γλυφε το πρόσωπο..

- Έγινες μεγάλος και δυνατός..  μού΄ λεγε η μία Θεία.

- Δε βλέπεις, πώς μοιάζει του παππού του ;,

έλεγε η άλλη Θεία.

- Τι λες καλέ, είναι ολόιδιος η Μάνα του, φώναζε διαπεραστικά μια γειτόνισσα.

- Μη λες σαχλαμάρες, αφού φαίνεται που μοιάζει στον πατέρα του,

έλεγε η μεγάλη Θεία διδακτικά στη μικρότερη Θεία. Η μικρότερη Θεία όμως έβλεπε παρά ταύτα σε μένα το παππού μου και επέμενε.  Για τη γειτόνισσα έμοιαζα της Μάνας μου και η μεγάλη Θεία έβλεπε σε μένα οπωσδήποτε το πατέρα μου και τελικά μια άλλη Θεία έβρισκε  ομοιότητες μεταξύ εμένα και του μακαρίτη του Θείου μου Δημήτρη. Τελικά έφτανε η συζήτηση αυτή να παίρνει τη μορφή μιας επικίνδυνης  οχλαγωγίας. Η Γιαγιά μου ήταν πάντα η μόνη που προσπαθούσε να ηρεμίσει τα εξαγριωμένα πνεύματα:

- Για σωπάστε, τι σημασία έχει σε ποιόν μοιάζει. Να χαιρόμαστε, που έφτασε καλά το παιδί...

Όμως η ρόδα του τσακωμού είχε αρχίσει να κυλάει και δε σταματούσε τόσο εύκολα. Σε τέτοιες περιπτώσεις εκπηγάζει από τα βάθη της ψυχής των ανθρώπων η προπατορική αμαρτία, που τους κάνει να θέλουν να είναι πάντα καλλίτεροι από τους άλλους, χωρίς να το αξίζουν.! Πόσο το διασκέδαζα, όταν οι άνθρωποι στα καλά καθούμενα τράβαγαν τα μαλλιά τους..  

Και έτσι όπως μάλωναν όλες οι κυράδες, έβρισκα ευκαιρία να βγαίνω απαρατήρητος έξω, που με περίμεναν οι φίλοι μου και άφηνα πίσω μου Θείες, Θειούλες, εξαδέλφες, γειτόνισσες και τον υπόλοιπο λαό να βρίσκουν στον τσακωμό την ευτυχία τους…

Στο βιβλίο ο Βασιλάκης το έχει χωρίσει σε κεφάλαια και όταν το διαβάζει κανείς θεωρεί πως αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων.

΄Έτσι τα κεφάλαια Η τελευταία σχολική ημέρα, Το ταξίδι, Η Μομόλα, Ο θερισμός, Το σκιάχτρο της κολοκύθας, Με τη Μομόλα στο ποτάμι, Στην ημέρα του Σωτήρος, Το πουλάρι έπεσε μέσα στη πηγάδα, Ο γάιδαρος του Νικόλα, Ο όρκος της κουραμάνας, Η κασέλα της γιαγιάς μου, Το χτύπημα με τη μπάλα, Φτιάχνουμε ένα σπίτι από πλιθάρια,  Η μαϊμού και το παιδί, Μια νύχτα μας ξύπνησαν πυροβολισμοί, Ο διάολος καθόταν επάνω στη γέφυρα, Μια νύχτα με τα τσοπανόσκυλα, Δεν είναι παρά μια συλλογή διηγημάτων που δεν θα είχαν τίποτα να ζηλέψουν από διηγήματα του συντοπίτη  πεζογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα.

Εκεί που θα σταθεί κάποιος ιδιαίτερα είναι οι συζήτησες με το σοφό Παραγκόλα και τους τρεις μονολόγους του  τον  Επίλογο το , Παράρτημα, και τις τελευταίες   σκέψεις του συγγραφέα. Τα όσα περιλαμβάνονται στα κεφάλαια αυτά αποτελούν πλέον την ώριμη φιλοσοφική αποτίμηση ενός επιστήμονα κι  όχι ενός παιδιού των μαθητικών χρόνων του Δημοτικού Σχολείο. Αξίζει θεωρώ να διαβάσουμε λίγες λέξεις από το βιβλίο.

 

 

 



[1] Fréres Maristes

[2] Έτσι ονομάζαμε τους Fréres Maristes

[3] Στις 13.12.1943 ερήμωσαν οι Γερμανοί τον χωριό, αφού πρώτα το λεηλάτησαν , έκαψαν ακόμη και την Εκκλησία και σκότωσαν 1200 άνδρες μαζί και τους ιερείς και παιδιά ως 14 χρόνων, γιατί είχαν μεγάλα προβλήματα με τους  Έλληνες Κομουνιστές. Στη συνέχεια σκότωσαν και τους Μοναχούς της Αγίας Λαύρας και του Μέγα Σπηλαίου.

[4] Βλέπε Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός.

[5] Τότε λεγόταν Σίτσοβα

[6] Τον Ιούνιο του 2006 γνωρίσαμε στα Καλάβρυτα τη τελευταία  χήρα Ευθυμία Βάγια, που μας περιέγραψε τη τραγωδία  (βλέπε σελ. 211  και βιντεοσκόπηση στο διαδίκτιο)

[7] Ας σημειωθεί, ότι αυτό το όνομα αναφέρεται από το 1500 π,χ, ως Αχιγιάβα στα έγραφα των Χιτίτων ή Χεταίων και το αναφέρει ως Αχαΐα και ο Όμηρος!

[8] Στην εποχή της κατοχής αρκετά σπίτια μαγείρευαν με τη <γκαζιέρα>, η οποία λειτουργούσε με βενζίνη. Επειδή στα χωριά ήταν δυσκολόβρετη η βενζίνη τη μετέφεραν πολλές φορές ακόμα και σε μικρή ποσότητα.







 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου