ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Επιτ. Δικηγόρου
Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών
Η διάκριση των εξουσιών είναι θεμελιώδης αρχή του Κράτους Δικαίου. Η έννοια αυτή προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Στους νεότερους χρόνους αποδίδεται στο Γάλλο φιλόσοφο του διαφωτισμού Μοντεσκιέ.
Με την πολιτική της σημασία και την οργανική θεσμική έννοια του όρου, είναι δημιούργημα της αστικής επανάστασης, άρα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο.
Με την ουσιαστική ή λειτουργική όμως σημασία του όρου, η ιδέα είναι πολύ παλιά, και απαντάται στον Αριστοτέλη, ο οποίος διέκρινε τρία μόρια στην Πολιτεία, ένα που σκέφτεται και αποφασίζει για τα κοινά, ένα που ασχολείται με τις Αρχές της διοίκησης και ένα που δικάζει.
Βασίζεται στη στοιχειώδη διαπίστωση ότι το κράτος εκδηλώνει την εξουσία του, και μεταφορικά τη βούλησή του, προς τρεις κατευθύνσεις τις οποίες ονομάζουμε λειτουργίες.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με τη Δικαστική Εξουσία και θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε πόσο ανεξάρτητη είναι από τις δύο άλλες.
Στη χώρα μας οι εκάστοτε κυβερνήσεις είναι εκείνες που διορίζουν τους προέδρους και αντιπροέδρους των τριών ανωτάτων Δικαστηρίων, του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε) του Αρείου Πάγου(Α.Π.),του Ελεγκτικού Συνεδρίου(Ε.Σ.) καθώς επίσης τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον Γενικό Επίτροπο του Ε.Σ.
Από αυτό το σημείο ξεκινάνε τα προβλήματα. Πόσο δηλαδή μπορεί να είναι ανεξάρτητη η Δικαστική Εξουσία όταν την ηγεσία της την επιλέγει και την διορίζει η Εκτελεστική Εξουσία.
Οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι των ανωτάτων Δικαστηρίων καλούνται να υπηρετήσουν σημαντικά καθήκοντα.
Προεδρεύουν στα ανώτατα δικαστικά και πειθαρχικά συμβούλια ενώ στο ανώτατο ειδικό δικαστήριο προεδρεύει ο αρχαιότερος των προέδρων του Σ.τ.Ε. η του Αρείου Πάγου.
Οι πρόεδροι προεδρεύουν στις ολομέλειες και ο αντιπρόεδροι στα τμήματα.
Εκείνοι καθορίζουν τις συνθέσεις των δικαστηρίων και χρεώνουν τις υποθέσεις.
Οι ίδιοι επιλέγουν τον εισηγητή και διευθύνουν τις συζητήσεις στα ακροατήρια και στις διασκέψεις.
Βέβαια εκ των πραγμάτων οι αρμοδιότητες αυτές για να έχουν θετικά αποτελέσματα, απαιτούν τα πρόσωπα που καλούνται να τις υπηρετήσουν να διαθέτουν αυξημένα προσόντα.
Οι Κυβερνήσεις που έχουν προέλθει από εκλογές και έχουν τη λαϊκή νομιμοποίηση συγκροτούν ένα εκλεκτορικό σώμα για την επιλογή ως προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων εκείνων οι οποίοι κατά τεκμήριο διαθέτουν αυξημένα προσόντα.
Αντικειμενικά βέβαια, από τη στιγμή που η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης διεξάγεται από εκπροσώπους εκλεγμένους από το λαό, η πράξη αυτή έχει δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η επιλογή όμως της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση έχει κατακριθεί κατά καιρούς και όχι αδίκως.
Θεωρείται πως μ’ αυτό τον τρόπο υπάρχει κηδεμονία της Δικαιοσύνης και δεν είναι τόσο όσο θα έπρεπε να είναι διακριτή και ανεξάρτητη εξουσία.
Όσοι κατακρίνουν το σύστημα εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κυρίως επικεντρώνουν τα πυρά τους στο γεγονός το οποίο βεβαίως είναι υπαρκτό, ότι δηλαδή δεν υφίσταται αξιοκρατία στις επιλογές και υπάρχουν κατά καιρούς επιλογές εξ αρχής διαβλητές αφού προκειμένου να επιλεγεί ένας Δικαστικός πρέπει να ήταν αρεστός στην Κυβέρνηση και γίνονταν παρεμβάσεις στην ιεραρχία, οι λεγόμενες «βουτιές» στην επετηρίδα, αφού κάποιοι ικανότεροι και αρχαιότεροι δικαστές βρέθηκαν υποβαθμισμένοι η υποχρεώθηκαν από λόγους ευθιξίας για την παράλειψη και απαξίωση τους να ακολουθήσουν την οδό της συνταξιοδότησης, παραιτούμενοι από τη θέση τους.
Ένα άλλο ζήτημα που δημιουργεί προβλήματα είναι ότι οι δικαστές αν και θα έπρεπε να μην εξωτερικεύουν τις πολιτικές-κομματικές προτιμήσεις τους, όσοι εποφθαλμιούν υψηλές θέσεις εκδηλώνονται κομματικά και έτσι υπογράφουν μ’ αυτή τη συμπεριφορά τους υποθήκες για αξιοποίηση από το κόμμα που θα ανέλθει στην εξουσία.
Ένα άλλο ζήτημα που έχουν υπ’ όψη τους οι δικαστές, είναι πως προσεταιριζόμενοι κάποιους κομματικούς παράγοντες θα έχουν τη δυνατότητα μετά τη συνταξιοδότησή τους να έχουν μια επιλεκτική μεταχείριση για τοποθέτηση σε θέσεις προέδρων οργανισμών και γνωμοδοτικών επιτροπών ακόμη και ορισμό τους ως υποψηφίων βουλευτών η και κατάληψη υπουργικών θώκων.
Θεωρούμε πως το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης θα επιλυθεί πλήρως όταν την εκλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης την κάνει εκλεκτορικό σώμα από τους ιδίους τους Δικαστές των Εφετείων της χώρας με αξιοκρατικά κριτήρια και συνεκτίμηση των ικανοτήτων και της προσφοράς τους.
Υποστηρίζεται επίσης από δικαστικούς κύκλους ίσης σημασίας και αξίας άποψη, ότι πρέπει η ηγεσία της δικαιοσύνη να ακολουθεί τη σειρά αρχαιότητας στην επετηρίδα και η άποψη αυτή στηρίζεται στο ότι οι δικαστές επιθεωρούνται κάθε χρόνο από ανώτατους δικαστές και συντάσσονται εκθέσεις επιθεωρήσεως ,οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό, ενώ για την προαγωγή στις θέσεις των ανωτάτων δικαστών απαιτούνται εξαίρετες εκθέσεις επιθεωρήσεως, έπεται ότι για να φτάσει ο δικαστής στον ανώτατο βαθμό έχει αυτές τις προϋποθέσεις.
Συνεπώς ο Δικαστής έχει κατά τεκμήριο και την ικανότητα και την κατάρτιση και το ήθος( στοιχεία που εκτιμώνται και καταχωρούνται στις εκθέσεις επιθεωρήσεως) για να καταλάβει την αντίστοιχη ηγετική θέση και έτσι δεν εξαρτάται από την πολιτική εξουσία ,αλλά ούτε από τους συναδέλφους του εκλέκτορες.
Έτσι θεωρούμε πως θα κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την μια εξουσία, την Κυβέρνηση με την άλλη τη Δικαιοσύνη, προς όφελος της Δημοκρατίας και του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου