ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (1883-1957)
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφούς και μια αδερφή που πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του Όφις και Κρίνο, αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα Ξημερώνει [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , Φασγά, Ο Πρωτομάστορας [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα]) ,το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές, καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο τη εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου ( η οποία και τα υπέγραφε ) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό Αναγέννηση το πρώτο δείγμα από την Οδύσσεια, που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό Monde . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα Τόντα Ράμπα, Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, Τερτσίνες, μια μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και μια του Φάουστ Α΄ του Γκαίτε, το Βραχόκηπο, την τραγωδία Μέλισσα, καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις Αδερφοφάδες και τον Καπετάν Μιχάλη και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.Ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index, με τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Την ίδια χρονιά η Βασίλισσα Φρειδερίκη παρενέβη στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την Αναφορά στο Γκρέκο, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, Εκείνος που πρέπει να πεθάνει. Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης.
Η πρώτη σύζυγος, Γαλάτεια Αλεξίου
Ποιήτρια, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μεταφράστρια, η φεμινίστρια Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1881. Πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου και εκδότη Στυλιανού Αλεξίου, η Γαλάτεια σπούδασε στο Ηράκλειο και μυήθηκε στον χώρο των γραμμάτων από νεαρή ηλικία, μαζί με την αδελφή της, συγγραφέα Έλλη Αλεξίου και τον αδελφό της, ποιητή Λευτέρη Αλεξίου.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον στο περιοδικό «Πινακοθήκη» το 1906 με το ψευδώνυμο «Lalo de Castro», ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστή με τη δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος Ridi Pagliacco στο περιοδικό «Νουμάς» το 1909. Εμφανίστηκε σε πολλά διακεκριμένα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, με έργα όπως το μυθιστόρημα Γυναίκες, τη συλλογή διηγημάτων 11πμ-1μμ, και το θεατρικό Ενώ το πλοίο ταξιδεύει, το οποίο και ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1933.
Άνηκε ιδεολογικά στον χώρο της Αριστεράς, με ενεργή συμμετοχή στην Εργατική Βοήθεια του ΚΚΕ αλλά και στο περιοδικό «Πρωτοπόροι». Η αριστερή της πολιτική δράση και οι ριζοσπαστικές της φεμινιστικές απόψεις δε στάθηκαν εμπόδιο στην έκδοση των έργων της κατά τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, ωστόσο διώχτηκε από το μεταξικό καθεστώς που την συνέλαβε το 1938, απαγορεύοντάς της να ‘δημοσιεύει ενυπόγραφα’.
Με τον Νίκο Καζαντζάκη παντρεύτηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η Γαλάτεια Αλεξίου και ο Νίκος Καζαντζάκης συνέγραψαν μαζί και δημοσίευσαν αρκετά έργα με τα ψευδώνυμα Πέτρος και Πετρούλα Ψηλορείτη, όμως ο γάμος τους δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. «Αλλ’ οι ψυχές τους δεν ταίριαζαν», έγραψε αργότερα ο Καζαντζάκης, και το 1926 πήραν διαζύγιο. Για να συναινέσει στην έκδοση του διαζυγίου, η Γαλάτεια έθεσε ως όρο να κρατήσει το επώνυμο τού Καζαντζάκη, αν και συζούσε ήδη με τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1933. Χώρισε με τον Νίκο Καζαντζάκη και τυπικά το 1926, με μοναδικό όρο, στην μετά έκδοση διαζυγίου, να διατηρήσει το επώνυμο Καζαντζάκη, με το οποίο και συνέχισε τη συγγραφική της πορεία. Η Ελένη Ν. Καζαντζάκη, που είχε γνωρίσει τη Γαλάτεια πριν γνωρίσει τον Νίκο Καζαντζάκη, την χαρακτήρισε «ανεξάρτητη και περήφανη» (Ασυμβίβαστος, σελ. 20). Το έργο της Γαλάτειας Αλεξίου κινήθηκε σε πολλούς χώρους της λογοτεχνίας, ξεκινώντας από το χώρο του αισθητισμού, όπου είναι πιο ξεκάθαρη η επιρροή του Νίκου Καζαντζάκη, και συνεχίζοντας στην ηθογραφία, την αντιστασιακή πεζογραφία, και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Σήμερα θεωρείται από πολλούς ως η πρώτη Ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέας. Η Γαλάτεια πέθανε το 1962 στην Αθήνα έπειτα από αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Το 1957 εκδίδει το μυθιστόρημα «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι». Η ημερομηνία συμπίπτει με το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Όλοι αναγνώρισαν πίσω από τους ήρωες του μυθιστορήματος, της Δανάης Φραντζή και του Αλέξανδρου Αρτάκη, το διάσημο ζεύγος, τη Γαλάτεια και τον Νίκο Καζαντζάκη. Οι κριτικοί σταθηκαν στην πλειοψηφία τους πολύ αυστηρά και σκληρά απέναντι στο έργο κατηγορώντας τη Γαλάτεια ότι προσπαθεί να αποκαθηλώσει τον καζαντζάκειο μύθο. Ιδιαίτερα επιστολή της Γαλάτειας που φιλοξενήθηκε στις σελίδες της «Ελευθέρας Γνώμης» στις 26 Ιουλίου 1936 αποτελεί απάντηση σε κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» λίγες μέρες πριν. Πέρα από την ιστορική σημασία αυτού του ιστορικού «Κατηγορώ» κατά του Νίκου Καζαντζάκη, τα λόγια της μεγάλης Γαλάτειας για τον εγωκεντρισμό της ελληνικής διανόησης που μετατρέπει πολλούς σε λακέδες του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρο…
Φίλε κ. Διευθυντά,
Η «Ελευθέρα Γνώμη» προ ημερών εκριτικάρισε και εκαυτηρίασε μερικά φαινόμενα του εγωκεντρισμού της ελληνικής διανοήσεως, που κάνουν συχνά μερικούς λογοτέχνες, λακέδες του κεφαλαίου και της «αρχούσης τάξεως».Στην «Καθημερινή» της περασμένης Δευτέρας δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ν. Καζαντζάκη, που επιχειρεί να δικαιώσει κι εκείνος και να νομιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο τον φασισμό. Νομίζω πως δεν πρέπει να περάσει και το φαινόμενο αυτό ασχολίαστο. Είναι μια άλλη μορφή εγωκεντρισμού, που οδηγεί όμως στα ίδια αποτελέσματα. Στην αντίδραση και στην εξυπηρέτηση των ισχυρών εις βάρος των συμφερόντων του Λαού. Σε ύφος κηρύγματος και με αμίμητη αυταρέσκεια και κομπορρημοσύνη, αρχίζει πρώτα-πρώτα να βάζει σύνορα μεταξύ του εαυτού του και των πολλών. Ο «σκεπτόμενος όχλος», η «βελάζουσα αυτή μάζα», όπως την ονομάζει, σαν πρωτόγονη και βάρβαρη που είναι, σκέπτεται χονδροειδώς «μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι» ενώ εκείνος σκέπτεται «συνθετικά» και «με αποχρώσεις», δηλαδή σαν υπερπολιτισμένος και ραφινάτος. Τώρα αν παρακάτω βρίσκει πως «πολύ δίκαια» αυτή η βελάζουσα μάζα σκέπτεται και ότι μάλιστα σκέπτεται «πολύ γόνιμα», δεν έχει σημασία. Οι αντιφάσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψεως του κ. Καζαντζάκη. Λέει, λοιπόν, πως αν ήταν «άνθρωπος της ενέργειας», θα ήταν με την αριστερή παράταξη, γιατί προς τα εκεί τον σπρώχνει η… ιδιοσυγκρασία του! Η ίδια όμως ιδιοσυγκρασία του αναγνωρίζει πιο κάτω ότι ο φασισμός και ο χιτλερισμός πηγάζουν από «βαθιές ψυχικές και οικονομικές ανάγκες των λαών» και πως «είναι φαινόμενα άξια του πιο μεγάλου σεβασμού», ο δε Μουσολίνι και ο Χίτλερ μέσα στο δράμα της ζωής «είναι δυο μεγάλοι πρωταθλητές, όπως ο Λένιν ή ο… Γκάντι!».
Για να δικαιώσει τον φασισμό ο… από ιδιοσυγκρασίας αριστερός, επιστρατεύει την παλιά βολική εξήγηση της ιστορίας με την πείνα και τον φόβο. Ονομάζει λοιπόν τα φασιστικά έθνη, έθνη πεινασμένα και «προλεταριακά» που θέλουν να χορτάσουν! Και ξεχνά πως από την αρπαγή, την κτηνώδη βία, την κυνική περιφρόνηση της διεθνούς ηθικής, που εξασκούν αυτά τα έθνη, και τις κατακτήσεις που επιδιώκουν, οι μόνοι που έχουν να ωφεληθούν είναι βέβαια πάλι οι χορτάτοι κεφαλαιοκράται των λαών αυτών. Ο λαός ο προλετάριος τι θα βάλει στην τσέπη του από τον μαζεμένο πλούτο; Οι αγρότες, οι εργάτες, η μάζα, τι έχει να κερδίσει από τις κατακτήσεις αυτές; Σε τι θ’ αλλάξει η τύχη τους;[….]Ο κ. Καζαντζάκης, καθώς βλέπετε, μπερδεύει και συσκοτίζει τα πάντα, γιατί δεν βρίσκεται «στον πρώτο βαθμό της μυήσεως», όπου το καλό και το κακό είναι αμείλικτοι εχθροί, αλλά στον δεύτερο, όπου «το κακό και το καλό συνεργάζονται», ή στον τρίτο βαθμό, όπου «το καλό και το κακό συνταυτίζονται», όπως λέει. Τι καλό, τι κακό; Το ίδιο κάνει. Επομένως, τι αριστερισμός, τι φασισμός. Κι αφού είναι το ίδιο, γιατί ο κ. Καζαντζάκης θέλει να ‘ναι με τους αριστερούς; Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα. Άλλη αντίφαση με τον εαυτό του![…] Ο κ. Καζαντζάκης στο βάθος του, χωρίς να το καταλαβαίνει, δεν πιστεύει σε τίποτα. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του! Είναι το κέντρο του παντός. Όλη η τακτική του είναι εγωκεντρική. Μόνο στα ατομικά του συμφέρονται βρίσκει η ζωή του τη δικαίωσή της. Αυτό το αναφέρομε γιατί είναι γενικό φαινόμενο στους αντιδραστικούς διανοουμένους.
Στον «ερημίτη της Αίγινας» η κατάσταση αυτή του πνευματικού και ηθικού μηδενισμού, επειδή εκφράζεται με εξαιρετικό ναρκισσισμό και φιλαρέσκεια, εκδηλώνεται γι’ αυτό τον λόγο εναργέστερα. Έτσι, μέσα στην αυταρέσκειά του, βρίσκει πως η δράση για τα συμφέροντα της ανθρωπότητος π.χ. είναι πολύ βολική ασχολία και ένας εύκολος ηρωισμός. Μ’ άλλα λόγια, το να πεθαίνει κανείς στις φυλακές και στις εξορίες είναι πολύ βολικό και εύκολο πράμα, εν αντιθέσει με τη δική του ηράκλεια πάλη γύρω από το «εναγώνιο εάν», όπως λέει.
Είναι άθλος ακατόρθωτος πραγματικά να μιλάει κανείς με «αποχρώσεις». Αλλά αυτές τις αποχρώσεις, που τις θεωρεί το αποκορύφωμα της σκέψεως καθώς φαίνεται, ο λαός τις συνόψισε θαυμάσια στο ανέκδοτο του Τούρκου Καδή. Ετσι κι εκείνος, όπως κι ο κ. Καζαντζάκης, έβρισκε πως όλοι έχουν δίκιο. Κι ο φονιάς κι ο σκοτωμένος, κι ο ίδιος που δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει!
Η ληστρική επιχείρηση της Ιταλίας στην Αιθιοπία βρίσκει στη σκέψη του κ. Καζαντζάκη την καλύτερή της δικαίωση. Είναι, λέει, σύμφωνη με τα ανώτερα «συμφέροντα του πνεύματος»!! «Το πνεύμα είναι το πιο σαρκοβόρο όρνεο». «Ακολουθεί απάνθρωπους νόμους!»
Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, ο ληστής που σκοτώνει και γδύνει τους διαβάτες εξυπηρετεί τα ανώτερα συμφέροντα του πνεύματος. Ο καθένας βλέπει απ’ αυτά τι πελάγωμα παθαίνει ο διανοούμενος που ενδιαφέρεται προπαντός για την ησυχία του και το λογοτεχνικό του κηπάριο. Εδιάλεξε το πιο δύσκολο κι αχάριστο έργο και «πληρώνει βαριά», όπως λέει, αυτή του την πνευματική διαύγεια, τη νηφαλιότητά του αυτή! Εν αντιθέσει με τους έξαλλους αριστερούς, που καλοπερνούνε στα μπουντρούμια και στα νησιά του θανάτου. Αυτός δεν ενδιαφέρεται για τη δράση, καθώς λέει. Στη δράση αυτή ο κ. Καζαντζάκης προσφέρει μόνο τη σύγχυση και την αντίδραση, το κήρυγμα της αποχής και της αδιαφορίας για την πάλη του ανθρώπου ν’ αλλάξει η ζωή σύμφωνα με τους ευγενικούς πόθους της καρδιάς του. Εχει δίκιο. Αυτός είναι ο ρόλος των πεινασμένων, κι αυτός θέλει προπαντός να εξασφαλίσει αδιατάρακτο τον ευδαιμονικό του ησυχασμό. Είμαστε βέβαιοι πως ο χαρακτηρισμός του ως ερημίτη της Αίγινας, από τους απλοϊκούς και τους δημοσιογράφους που κυνηγούν τις εντυπώσεις, θα τον εκολάκευσε και θα τον ηυχαρίστησε εξαιρετικά.
Οπωσδήποτε για μας που ανήκομε στη «βελάζουσα μάζα» δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο κήρυκας παμπάλαιων αναμασημάτων, που τα χαρακτηρίζει ως σύνθεση πνευματική, ως ένα ανώτερο πνευματικό κοκτέιλ για τους «ραφινάτους και τους εστέτ». Για μας είναι πάντα ένα νεκροταφείο ιδεών. Για μας το πνεύμα του είναι γεμάτο από μούμιες κακά διατηρημένες.
Κάτω από τη μάσκα της δήθεν ανεξαρτησίας και ελευθερίας του κρύβει την πιο μεγάλη πνευματική στειρότητα, και μια τρομακτική ψυχική κενότητα. «Είναι ήσυχος, ασυνείδητος κι ευτυχής».
Η ζωή για τον κ. Καζαντζάκη είναι γεμάτη νεκρά και αφηρημένα σχήματα που καμιά πνοή αισθήματος δεν μπορεί να ζωντανέψει. Γι’ αυτό είναι πέραν της αγάπης και του μίσους, όπως καυχιέται. Είναι πέραν του φασισμού και του κομμουνισμού (είναι μετακομμουνιστής). Είναι πέρα από τα ανθρώπινα (είναι απάνθρωπος), είναι έξω τόπου και χρόνου. Ανήκει κοντολογίς στη χώρα των παραμυθιών και των κολοκυθοκορφάδων!
Φιλικότατα,
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η Ελένη έμεινε παντελώς ορφανή από πολύ νεαρή ηλικία. Στον εξαίσιο λεβέντη Κρητικό εύρισκε ό,τι της όφειλε η ζωή και της το είχε στερήσει η ορφάνια. Ο πατέρας της είχε καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Ήταν καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Τμηματάρχης Δασών στο Υπουργείο Οικονομικών, αυτός ίδρυσε τη Φιλοδασική Εταιρεία και σ' αυτόν οφείλεται η πευκοφύτευση του λόφου τού Αρδηττού, όπου είναι το Παναθηναϊκό Στάδιο, το λεγόμενο «Καλλιμάρμαρο». Η μητέρα της είχε ρίζες στην Κρήτη.
Η Ελένη υπήρξε το παν για τον Νίκο. Ήταν η πιστή φίλη, η τέλεια σύντροφος και σύζυγος, η ακαταπόνητη γραμματέας, η άγρυπνη φροντίστρια για όλα, ώστε εκείνος χωρίς έγνοιες και χωρίς προσκόμματα απερίσπαστος να δημιουργεί. Ήταν ο φύλακας άγγελός του. Επάνω της ακούμπησε και έγινε ακόμα πιο μεγάλος, τρυφεραίνοντας την τραχειά ζωή του με την ανεξάντλητη αγάπη, στοργή, ευγένεια και καλωσύνη της. Η Ελένη είχε πάντα μέσα της μιαν υπέροχη αρχοντιά. «Στην Ελένη», έγραψε ο Καζαντζάκης, «χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου· χωρίς αυτή θά 'χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια». «Τριάντα τρία χρόνια μαζί του», έγραψε η Ελένη, «ποτέ μου δεν ντράπηκα για κακή του πράξη». Έγραψε, επίσης, γι' αυτήν ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο, απευθυνόμενος στον Ελ Γκρέκο για τις γυναίκες τους: «Γενναία συναθλητίνα, δροσερή πηγή στην απάνθρωπη ερημιά μας, παρηγοριά μεγάλη. Φτώχεια, γύμνια, έχουν δίκιο οι Κρητικοί να το λένε, φτώχεια, γύμνια πράμα δεν είναι, φτάνει νά 'χεις καλή γυναίκα· είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: "Βλογημένη νά 'ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!"». (σελ. 489 Πέθανε 18 φλεβάρη 2004, 101 χρονών, τη μέρα των Η σύντροφος και σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη απεβίωσε πλήρης ημερών, σε ηλικία 101 ετών. «Είμαι μια ηλεχτρική εγκατάσταση κι είστε το ηλεχτρικό ρέμα. Αν κοπεί, χάθηκα», της έγραψε πριν χρόνια πολλά ο Νίκος της. Αυτό το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2004, ημέρα γενεθλίων τού Νίκου Καζαντζάκη, και η Ελένη πήγε να βρει τον καλό της.
Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη
Γιατί δεν πήρε ο Νίκος Καζαντζάκης το βραβείο Νόμπελ;
Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια.
Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα… (Γεώργιο Βουγιουκλάκη) αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».
Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό. Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.
Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «…πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο…» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Ο φίλος του Βorje Knoss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος. Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα. Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν. Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «…Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν…».
Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν― το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;
Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά. Ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του.
Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».
Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε «μούτρα» στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.
Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».
Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.
Δεν αποκλείεται βέβαια και αγγλική ανάμειξη! Τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα. Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Άλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο. Άρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται, όπως η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του. Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Άγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται! Χωρίς παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.
Η Ελένη Καζαντζάκη είχε την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές. Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».
Γι’ αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «…Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα ‘κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο― μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν… Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού…».
Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!
Ο Νίκος Καζαντζάκης αγάπησε βαθιά την Ελλάδα, τους Έλληνες, τον άνθρωπο. Σχεδόν 130 χρόνια από τη μέρα που γεννήθηκε προσπάθησα να σας μεταφέρω για λίγο στον κόσμο του, για να τον αγαπήσετε εσείς!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ομιλία της Φιλολόγου και Συγγραφέως Γεωργίας Γκοτσοπούλου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών τη Δευτέρα 4-2-2103
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφούς και μια αδερφή που πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του Όφις και Κρίνο, αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα Ξημερώνει [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , Φασγά, Ο Πρωτομάστορας [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα]) ,το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές, καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο τη εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου ( η οποία και τα υπέγραφε ) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό Αναγέννηση το πρώτο δείγμα από την Οδύσσεια, που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό Monde . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα Τόντα Ράμπα, Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, Τερτσίνες, μια μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και μια του Φάουστ Α΄ του Γκαίτε, το Βραχόκηπο, την τραγωδία Μέλισσα, καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις Αδερφοφάδες και τον Καπετάν Μιχάλη και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.Ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index, με τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Την ίδια χρονιά η Βασίλισσα Φρειδερίκη παρενέβη στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την Αναφορά στο Γκρέκο, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, Εκείνος που πρέπει να πεθάνει. Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης.
Η πρώτη σύζυγος, Γαλάτεια Αλεξίου
Ποιήτρια, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μεταφράστρια, η φεμινίστρια Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1881. Πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου και εκδότη Στυλιανού Αλεξίου, η Γαλάτεια σπούδασε στο Ηράκλειο και μυήθηκε στον χώρο των γραμμάτων από νεαρή ηλικία, μαζί με την αδελφή της, συγγραφέα Έλλη Αλεξίου και τον αδελφό της, ποιητή Λευτέρη Αλεξίου.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον στο περιοδικό «Πινακοθήκη» το 1906 με το ψευδώνυμο «Lalo de Castro», ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστή με τη δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος Ridi Pagliacco στο περιοδικό «Νουμάς» το 1909. Εμφανίστηκε σε πολλά διακεκριμένα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, με έργα όπως το μυθιστόρημα Γυναίκες, τη συλλογή διηγημάτων 11πμ-1μμ, και το θεατρικό Ενώ το πλοίο ταξιδεύει, το οποίο και ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1933.
Άνηκε ιδεολογικά στον χώρο της Αριστεράς, με ενεργή συμμετοχή στην Εργατική Βοήθεια του ΚΚΕ αλλά και στο περιοδικό «Πρωτοπόροι». Η αριστερή της πολιτική δράση και οι ριζοσπαστικές της φεμινιστικές απόψεις δε στάθηκαν εμπόδιο στην έκδοση των έργων της κατά τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, ωστόσο διώχτηκε από το μεταξικό καθεστώς που την συνέλαβε το 1938, απαγορεύοντάς της να ‘δημοσιεύει ενυπόγραφα’.
Με τον Νίκο Καζαντζάκη παντρεύτηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η Γαλάτεια Αλεξίου και ο Νίκος Καζαντζάκης συνέγραψαν μαζί και δημοσίευσαν αρκετά έργα με τα ψευδώνυμα Πέτρος και Πετρούλα Ψηλορείτη, όμως ο γάμος τους δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. «Αλλ’ οι ψυχές τους δεν ταίριαζαν», έγραψε αργότερα ο Καζαντζάκης, και το 1926 πήραν διαζύγιο. Για να συναινέσει στην έκδοση του διαζυγίου, η Γαλάτεια έθεσε ως όρο να κρατήσει το επώνυμο τού Καζαντζάκη, αν και συζούσε ήδη με τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1933. Χώρισε με τον Νίκο Καζαντζάκη και τυπικά το 1926, με μοναδικό όρο, στην μετά έκδοση διαζυγίου, να διατηρήσει το επώνυμο Καζαντζάκη, με το οποίο και συνέχισε τη συγγραφική της πορεία. Η Ελένη Ν. Καζαντζάκη, που είχε γνωρίσει τη Γαλάτεια πριν γνωρίσει τον Νίκο Καζαντζάκη, την χαρακτήρισε «ανεξάρτητη και περήφανη» (Ασυμβίβαστος, σελ. 20). Το έργο της Γαλάτειας Αλεξίου κινήθηκε σε πολλούς χώρους της λογοτεχνίας, ξεκινώντας από το χώρο του αισθητισμού, όπου είναι πιο ξεκάθαρη η επιρροή του Νίκου Καζαντζάκη, και συνεχίζοντας στην ηθογραφία, την αντιστασιακή πεζογραφία, και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Σήμερα θεωρείται από πολλούς ως η πρώτη Ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέας. Η Γαλάτεια πέθανε το 1962 στην Αθήνα έπειτα από αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Το 1957 εκδίδει το μυθιστόρημα «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι». Η ημερομηνία συμπίπτει με το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Όλοι αναγνώρισαν πίσω από τους ήρωες του μυθιστορήματος, της Δανάης Φραντζή και του Αλέξανδρου Αρτάκη, το διάσημο ζεύγος, τη Γαλάτεια και τον Νίκο Καζαντζάκη. Οι κριτικοί σταθηκαν στην πλειοψηφία τους πολύ αυστηρά και σκληρά απέναντι στο έργο κατηγορώντας τη Γαλάτεια ότι προσπαθεί να αποκαθηλώσει τον καζαντζάκειο μύθο. Ιδιαίτερα επιστολή της Γαλάτειας που φιλοξενήθηκε στις σελίδες της «Ελευθέρας Γνώμης» στις 26 Ιουλίου 1936 αποτελεί απάντηση σε κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» λίγες μέρες πριν. Πέρα από την ιστορική σημασία αυτού του ιστορικού «Κατηγορώ» κατά του Νίκου Καζαντζάκη, τα λόγια της μεγάλης Γαλάτειας για τον εγωκεντρισμό της ελληνικής διανόησης που μετατρέπει πολλούς σε λακέδες του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρο…
Φίλε κ. Διευθυντά,
Η «Ελευθέρα Γνώμη» προ ημερών εκριτικάρισε και εκαυτηρίασε μερικά φαινόμενα του εγωκεντρισμού της ελληνικής διανοήσεως, που κάνουν συχνά μερικούς λογοτέχνες, λακέδες του κεφαλαίου και της «αρχούσης τάξεως».Στην «Καθημερινή» της περασμένης Δευτέρας δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ν. Καζαντζάκη, που επιχειρεί να δικαιώσει κι εκείνος και να νομιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο τον φασισμό. Νομίζω πως δεν πρέπει να περάσει και το φαινόμενο αυτό ασχολίαστο. Είναι μια άλλη μορφή εγωκεντρισμού, που οδηγεί όμως στα ίδια αποτελέσματα. Στην αντίδραση και στην εξυπηρέτηση των ισχυρών εις βάρος των συμφερόντων του Λαού. Σε ύφος κηρύγματος και με αμίμητη αυταρέσκεια και κομπορρημοσύνη, αρχίζει πρώτα-πρώτα να βάζει σύνορα μεταξύ του εαυτού του και των πολλών. Ο «σκεπτόμενος όχλος», η «βελάζουσα αυτή μάζα», όπως την ονομάζει, σαν πρωτόγονη και βάρβαρη που είναι, σκέπτεται χονδροειδώς «μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι» ενώ εκείνος σκέπτεται «συνθετικά» και «με αποχρώσεις», δηλαδή σαν υπερπολιτισμένος και ραφινάτος. Τώρα αν παρακάτω βρίσκει πως «πολύ δίκαια» αυτή η βελάζουσα μάζα σκέπτεται και ότι μάλιστα σκέπτεται «πολύ γόνιμα», δεν έχει σημασία. Οι αντιφάσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψεως του κ. Καζαντζάκη. Λέει, λοιπόν, πως αν ήταν «άνθρωπος της ενέργειας», θα ήταν με την αριστερή παράταξη, γιατί προς τα εκεί τον σπρώχνει η… ιδιοσυγκρασία του! Η ίδια όμως ιδιοσυγκρασία του αναγνωρίζει πιο κάτω ότι ο φασισμός και ο χιτλερισμός πηγάζουν από «βαθιές ψυχικές και οικονομικές ανάγκες των λαών» και πως «είναι φαινόμενα άξια του πιο μεγάλου σεβασμού», ο δε Μουσολίνι και ο Χίτλερ μέσα στο δράμα της ζωής «είναι δυο μεγάλοι πρωταθλητές, όπως ο Λένιν ή ο… Γκάντι!».
Για να δικαιώσει τον φασισμό ο… από ιδιοσυγκρασίας αριστερός, επιστρατεύει την παλιά βολική εξήγηση της ιστορίας με την πείνα και τον φόβο. Ονομάζει λοιπόν τα φασιστικά έθνη, έθνη πεινασμένα και «προλεταριακά» που θέλουν να χορτάσουν! Και ξεχνά πως από την αρπαγή, την κτηνώδη βία, την κυνική περιφρόνηση της διεθνούς ηθικής, που εξασκούν αυτά τα έθνη, και τις κατακτήσεις που επιδιώκουν, οι μόνοι που έχουν να ωφεληθούν είναι βέβαια πάλι οι χορτάτοι κεφαλαιοκράται των λαών αυτών. Ο λαός ο προλετάριος τι θα βάλει στην τσέπη του από τον μαζεμένο πλούτο; Οι αγρότες, οι εργάτες, η μάζα, τι έχει να κερδίσει από τις κατακτήσεις αυτές; Σε τι θ’ αλλάξει η τύχη τους;[….]Ο κ. Καζαντζάκης, καθώς βλέπετε, μπερδεύει και συσκοτίζει τα πάντα, γιατί δεν βρίσκεται «στον πρώτο βαθμό της μυήσεως», όπου το καλό και το κακό είναι αμείλικτοι εχθροί, αλλά στον δεύτερο, όπου «το κακό και το καλό συνεργάζονται», ή στον τρίτο βαθμό, όπου «το καλό και το κακό συνταυτίζονται», όπως λέει. Τι καλό, τι κακό; Το ίδιο κάνει. Επομένως, τι αριστερισμός, τι φασισμός. Κι αφού είναι το ίδιο, γιατί ο κ. Καζαντζάκης θέλει να ‘ναι με τους αριστερούς; Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα. Άλλη αντίφαση με τον εαυτό του![…] Ο κ. Καζαντζάκης στο βάθος του, χωρίς να το καταλαβαίνει, δεν πιστεύει σε τίποτα. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του! Είναι το κέντρο του παντός. Όλη η τακτική του είναι εγωκεντρική. Μόνο στα ατομικά του συμφέρονται βρίσκει η ζωή του τη δικαίωσή της. Αυτό το αναφέρομε γιατί είναι γενικό φαινόμενο στους αντιδραστικούς διανοουμένους.
Στον «ερημίτη της Αίγινας» η κατάσταση αυτή του πνευματικού και ηθικού μηδενισμού, επειδή εκφράζεται με εξαιρετικό ναρκισσισμό και φιλαρέσκεια, εκδηλώνεται γι’ αυτό τον λόγο εναργέστερα. Έτσι, μέσα στην αυταρέσκειά του, βρίσκει πως η δράση για τα συμφέροντα της ανθρωπότητος π.χ. είναι πολύ βολική ασχολία και ένας εύκολος ηρωισμός. Μ’ άλλα λόγια, το να πεθαίνει κανείς στις φυλακές και στις εξορίες είναι πολύ βολικό και εύκολο πράμα, εν αντιθέσει με τη δική του ηράκλεια πάλη γύρω από το «εναγώνιο εάν», όπως λέει.
Είναι άθλος ακατόρθωτος πραγματικά να μιλάει κανείς με «αποχρώσεις». Αλλά αυτές τις αποχρώσεις, που τις θεωρεί το αποκορύφωμα της σκέψεως καθώς φαίνεται, ο λαός τις συνόψισε θαυμάσια στο ανέκδοτο του Τούρκου Καδή. Ετσι κι εκείνος, όπως κι ο κ. Καζαντζάκης, έβρισκε πως όλοι έχουν δίκιο. Κι ο φονιάς κι ο σκοτωμένος, κι ο ίδιος που δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει!
Η ληστρική επιχείρηση της Ιταλίας στην Αιθιοπία βρίσκει στη σκέψη του κ. Καζαντζάκη την καλύτερή της δικαίωση. Είναι, λέει, σύμφωνη με τα ανώτερα «συμφέροντα του πνεύματος»!! «Το πνεύμα είναι το πιο σαρκοβόρο όρνεο». «Ακολουθεί απάνθρωπους νόμους!»
Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, ο ληστής που σκοτώνει και γδύνει τους διαβάτες εξυπηρετεί τα ανώτερα συμφέροντα του πνεύματος. Ο καθένας βλέπει απ’ αυτά τι πελάγωμα παθαίνει ο διανοούμενος που ενδιαφέρεται προπαντός για την ησυχία του και το λογοτεχνικό του κηπάριο. Εδιάλεξε το πιο δύσκολο κι αχάριστο έργο και «πληρώνει βαριά», όπως λέει, αυτή του την πνευματική διαύγεια, τη νηφαλιότητά του αυτή! Εν αντιθέσει με τους έξαλλους αριστερούς, που καλοπερνούνε στα μπουντρούμια και στα νησιά του θανάτου. Αυτός δεν ενδιαφέρεται για τη δράση, καθώς λέει. Στη δράση αυτή ο κ. Καζαντζάκης προσφέρει μόνο τη σύγχυση και την αντίδραση, το κήρυγμα της αποχής και της αδιαφορίας για την πάλη του ανθρώπου ν’ αλλάξει η ζωή σύμφωνα με τους ευγενικούς πόθους της καρδιάς του. Εχει δίκιο. Αυτός είναι ο ρόλος των πεινασμένων, κι αυτός θέλει προπαντός να εξασφαλίσει αδιατάρακτο τον ευδαιμονικό του ησυχασμό. Είμαστε βέβαιοι πως ο χαρακτηρισμός του ως ερημίτη της Αίγινας, από τους απλοϊκούς και τους δημοσιογράφους που κυνηγούν τις εντυπώσεις, θα τον εκολάκευσε και θα τον ηυχαρίστησε εξαιρετικά.
Οπωσδήποτε για μας που ανήκομε στη «βελάζουσα μάζα» δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο κήρυκας παμπάλαιων αναμασημάτων, που τα χαρακτηρίζει ως σύνθεση πνευματική, ως ένα ανώτερο πνευματικό κοκτέιλ για τους «ραφινάτους και τους εστέτ». Για μας είναι πάντα ένα νεκροταφείο ιδεών. Για μας το πνεύμα του είναι γεμάτο από μούμιες κακά διατηρημένες.
Κάτω από τη μάσκα της δήθεν ανεξαρτησίας και ελευθερίας του κρύβει την πιο μεγάλη πνευματική στειρότητα, και μια τρομακτική ψυχική κενότητα. «Είναι ήσυχος, ασυνείδητος κι ευτυχής».
Η ζωή για τον κ. Καζαντζάκη είναι γεμάτη νεκρά και αφηρημένα σχήματα που καμιά πνοή αισθήματος δεν μπορεί να ζωντανέψει. Γι’ αυτό είναι πέραν της αγάπης και του μίσους, όπως καυχιέται. Είναι πέραν του φασισμού και του κομμουνισμού (είναι μετακομμουνιστής). Είναι πέρα από τα ανθρώπινα (είναι απάνθρωπος), είναι έξω τόπου και χρόνου. Ανήκει κοντολογίς στη χώρα των παραμυθιών και των κολοκυθοκορφάδων!
Φιλικότατα,
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
ΕΛΕΝΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Η Ελένη Ν. Καζαντζάκη, το γένος Σαμίου, γνωρίστηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη στις 18 Μαΐου 1924. Ήταν τότε εκείνη είκοσι ενός περίπου ετών, γεννημένη το 1903, και εκείνος σαράντα ενός ετών. Το αίσθημα που ένιωσε ο Κρητικός συναντώντας την ήταν γαλήνια κεραυνοβόλο. Και η Αθηναία κυριολεκτικά θαμπώθηκε με τη γνωριμία τού μυθικού από τότε και ωραίου χαρισματικού άνδρα. Είχε μπροστά της ένα μεγάλο, που την ανάρπαζε. Ο Νίκος και η Ελένη Καζαντζάκη συνέζησαν περίπου είκοσι χρόνια και στις 11 Νοεμβρίου 1945 τέλεσαν τον γάμο τους στον Ιερό Ναό τού Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα. Κουμπάροι, ο Άγγελος Σικελιανός και η γυναίκα του Άννα. Νίκος και Ελένη ζούσαν τότε στην Αίγινα, με συχνά ταξίδια στο εξωτερικό. Από το 1946 ουσιαστικά αυτοεξορίστηκαν και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας. Τους χώρισε ο θάνατος. Έκτοτε η Ελένη, χήρα και μόνη, αφιερώθηκε στη διακονία του έργου του, μέχρι του δικού της θανάτου το 2004.Η Ελένη έμεινε παντελώς ορφανή από πολύ νεαρή ηλικία. Στον εξαίσιο λεβέντη Κρητικό εύρισκε ό,τι της όφειλε η ζωή και της το είχε στερήσει η ορφάνια. Ο πατέρας της είχε καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Ήταν καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Τμηματάρχης Δασών στο Υπουργείο Οικονομικών, αυτός ίδρυσε τη Φιλοδασική Εταιρεία και σ' αυτόν οφείλεται η πευκοφύτευση του λόφου τού Αρδηττού, όπου είναι το Παναθηναϊκό Στάδιο, το λεγόμενο «Καλλιμάρμαρο». Η μητέρα της είχε ρίζες στην Κρήτη.
Η Ελένη υπήρξε το παν για τον Νίκο. Ήταν η πιστή φίλη, η τέλεια σύντροφος και σύζυγος, η ακαταπόνητη γραμματέας, η άγρυπνη φροντίστρια για όλα, ώστε εκείνος χωρίς έγνοιες και χωρίς προσκόμματα απερίσπαστος να δημιουργεί. Ήταν ο φύλακας άγγελός του. Επάνω της ακούμπησε και έγινε ακόμα πιο μεγάλος, τρυφεραίνοντας την τραχειά ζωή του με την ανεξάντλητη αγάπη, στοργή, ευγένεια και καλωσύνη της. Η Ελένη είχε πάντα μέσα της μιαν υπέροχη αρχοντιά. «Στην Ελένη», έγραψε ο Καζαντζάκης, «χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου· χωρίς αυτή θά 'χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια». «Τριάντα τρία χρόνια μαζί του», έγραψε η Ελένη, «ποτέ μου δεν ντράπηκα για κακή του πράξη». Έγραψε, επίσης, γι' αυτήν ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο, απευθυνόμενος στον Ελ Γκρέκο για τις γυναίκες τους: «Γενναία συναθλητίνα, δροσερή πηγή στην απάνθρωπη ερημιά μας, παρηγοριά μεγάλη. Φτώχεια, γύμνια, έχουν δίκιο οι Κρητικοί να το λένε, φτώχεια, γύμνια πράμα δεν είναι, φτάνει νά 'χεις καλή γυναίκα· είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: "Βλογημένη νά 'ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!"». (σελ. 489 Πέθανε 18 φλεβάρη 2004, 101 χρονών, τη μέρα των Η σύντροφος και σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη απεβίωσε πλήρης ημερών, σε ηλικία 101 ετών. «Είμαι μια ηλεχτρική εγκατάσταση κι είστε το ηλεχτρικό ρέμα. Αν κοπεί, χάθηκα», της έγραψε πριν χρόνια πολλά ο Νίκος της. Αυτό το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2004, ημέρα γενεθλίων τού Νίκου Καζαντζάκη, και η Ελένη πήγε να βρει τον καλό της.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η ιδιωτική ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, όταν ζούσε αλλά και μετά το θάνατο του, λεηλατήθηκε όσο ο βίος ολίγων επώνυμων. Ιδιαίτερα υπονομεύτηκε και διασύρθηκε η ερωτική του ζωή, οι σχέσεις του με το θηλυκό στοιχείο του ανθρώπινου γένους. Ως όπλο δραστικό χρησιμοποιήθηκαν οι υποβολιμαίες διαδόσεις, οι προκαταλήψεις, οι παρανοήσεις και οι σκόπιμες παρερμηνείες κάποιων αυτοβιογραφικών στοιχείων του έργου του ή κάποιων μύχιων εξομολογήσεών του, οτι δηλαδή υπήρξε αρνητής των γυναικών, μισογύνης και ρηχός κατακτητής τους. Όλοι οι παραπάνω στοχασμοί ενισχύθηκαν και από τις διαδόσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πως ο γάμος της με τον Νίκο ήταν “λευκός”, χωρίς σωματική επαφή. Ήταν πράγματι έτσι;
Η ιδιωτική ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, όταν ζούσε αλλά και μετά το θάνατο του, λεηλατήθηκε όσο ο βίος ολίγων επώνυμων. Ιδιαίτερα υπονομεύτηκε και διασύρθηκε η ερωτική του ζωή, οι σχέσεις του με το θηλυκό στοιχείο του ανθρώπινου γένους. Ως όπλο δραστικό χρησιμοποιήθηκαν οι υποβολιμαίες διαδόσεις, οι προκαταλήψεις, οι παρανοήσεις και οι σκόπιμες παρερμηνείες κάποιων αυτοβιογραφικών στοιχείων του έργου του ή κάποιων μύχιων εξομολογήσεών του, οτι δηλαδή υπήρξε αρνητής των γυναικών, μισογύνης και ρηχός κατακτητής τους. Όλοι οι παραπάνω στοχασμοί ενισχύθηκαν και από τις διαδόσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πως ο γάμος της με τον Νίκο ήταν “λευκός”, χωρίς σωματική επαφή. Ήταν πράγματι έτσι;
Ο Καζαντζάκης ήταν ένας φυσιολογικός άντρας, ικανός να κατακτήσει μια γυναίκα σωματικά και ψυχικά. Βέβαια δεν υπήρξε ένας αχαλίνωτος και αχόρταγος κυνηγός των γυναικείων θελγήτρων, όπως άλλοι εκπρόσωποι των νεοελληνικών Γραμμάτων
( Βάρναλης, Καραγάτσης και λοιποί ). Αυτό δεν του το επέτρεπε ούτε ο ενδοστρεφής χαρακτήρας του, ούτε η αυστηρή οικογενειακή αγωγή του.
Οι όποιες αιτιάσεις εναντίον του Καζαντζάκη για υποτίμηση και περιφρόνηση των γυναικών, που ενισχύονται από κάποια εδάφια της "Οδύσσειάς" του και των τραγωδιών του, αναιρούνται από μια προσεκτικότερη μελέτη του συνόλου του έργου του. Ο Καζαντζάκης όχι μονάχα δεν είναι περιφρονητής, "σφαγέας" των γυναικών, αλλά τουναντίον συχνά μέσα στα γραψίματά του καταφάσκει την αξία και, όχι σπάνια, την υπεροχή της αιώνιας γυναίκας στην προαγωγή του ανθρώπινου γένους. Και μόνον ο χαρακτηρισμός της ως " ακριβής συνεργάτισσας του Θεού " και η ομολογία του πως " ό,τι καλό στον κόσμο χάρηκε και προκοπή ‘δε ο νους μου — μονάχα στη γυναίκα το χρωστάει, την κοσμοκαταλύτρα " αρκούν να τον κατατάξουν στην κατηγορία των υμνητών του θηλυκού ανθρώπινου γένους.
Η πληρέστερη, η αυθεντικότερη καζαντζακική ερμηνεία του χαρακτηρισμού "ακριβή συνεργάτισσα του Θεού" βρίσκεται στην "Ασκητική". Αλλά ο "Θεός" της "Ασκητικής" δεν είναι ο Θεός του "Τελευταίου Πειρασμού" που αγωνίζεται ενάντια στον πειρασμό της σάρκας και του έρωτα. Και η συνεργασία της γυναίκας στο έργο του είναι άλλης λογής και άλλης αποστολής. Ο "Θεός" της "Ασκητικής" δεν είναι σωτήρας των ανθρώπων. Ο άνθρωποι είναι Σωτήρες του Θεού ( Salvatores Dei ) " πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνεύμα ". Ο "Θεός" είναι διάχυτος μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας, και κινδυνεύει. Κινδυνεύει κι αγωνίζεται να ελευθερωθεί από την ύλη και να γίνει πνεύμα. Σώζοντας ο κάθε άνθρωπος το δικό του κύκλο ύλης, σώζει ένα μέρος από τον "Θεό". Κι η γυναίκα κάθε που γεννάει έναν νέον άνθρωπο —"σωτήρα του Θεού", συντελεί στη σωτηρία του, γίνεται "ακριβή συνεργάτισσα" στον "αγώνα του Θεού" για τη λύτρωση του από το σκοτάδι και τη βαρύτητα της ύλης.
Η πίστη του Καζαντζάκη στη λυτρωτική επίδραση της γυναίκας αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της αντικειμενικότητάς του απέναντι στην αιώνια συντρόφισσα του άντρα. " Μεσόστρατα, ανάμεσα στο φαΐ και στους μεγάλους στοχασμούς κάθεται με ανοιχτό το στήθος, με ανοιχτά τα γόνατα, η γυναίκα... Την αγγίζω... Ω, την αγγίζω, συγκερνώ μέσα μου θεϊκά το βάρος με το στρόβιλο και χορεύω!" ("Βούδας").
Η λυτρωτική επίδραση της "γήινης" γυναίκας πάνω στον αιθεροβάμονα και ουτοπιστή άντρα, δεν είναι μονάχα ένα ιδεολόγημα του Καζαντζάκη ούτε ένα απλό θεωρητικό σχήμα. Είναι και ένα βαθύ βίωμα που αξιώθηκε ο μεγάλος συγγραφέας στο μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της ζωής του και που το μετάλλαξε σε αίσθημα παραδοχής και ευγνωμοσύνης, αλλά και σε τίμια και ειλικρινή αναγνώριση μέσα στην " Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός,:αυτοβιογραφική "Αναφορά στον Γκρέκο" εξαίσιες γυναίκες μου ’τυχαν στο δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ’καμαν τόσο καλό και δεν βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Κι απάνω απ' όλες μια, η τελευταία... Μα οι γυναίκες, κι οι πιο αγαπημένες, δεν μας δεν ακολουθήσαμε εμείς την ανθισμένη στράτα τους, τις πήραμε×παραστράτισαν εμείς μαζί μας, δεν τις πήραμε, ήρθαν με τη δικιά τους θέληση, γενναίες συντρόφισσες, στον εδικό μας τον ανήφορο ".
Η πληρέστερη, η αυθεντικότερη καζαντζακική ερμηνεία του χαρακτηρισμού "ακριβή συνεργάτισσα του Θεού" βρίσκεται στην "Ασκητική". Αλλά ο "Θεός" της "Ασκητικής" δεν είναι ο Θεός του "Τελευταίου Πειρασμού" που αγωνίζεται ενάντια στον πειρασμό της σάρκας και του έρωτα. Και η συνεργασία της γυναίκας στο έργο του είναι άλλης λογής και άλλης αποστολής. Ο "Θεός" της "Ασκητικής" δεν είναι σωτήρας των ανθρώπων. Ο άνθρωποι είναι Σωτήρες του Θεού ( Salvatores Dei ) " πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνεύμα ". Ο "Θεός" είναι διάχυτος μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας, και κινδυνεύει. Κινδυνεύει κι αγωνίζεται να ελευθερωθεί από την ύλη και να γίνει πνεύμα. Σώζοντας ο κάθε άνθρωπος το δικό του κύκλο ύλης, σώζει ένα μέρος από τον "Θεό". Κι η γυναίκα κάθε που γεννάει έναν νέον άνθρωπο —"σωτήρα του Θεού", συντελεί στη σωτηρία του, γίνεται "ακριβή συνεργάτισσα" στον "αγώνα του Θεού" για τη λύτρωση του από το σκοτάδι και τη βαρύτητα της ύλης.
Η πίστη του Καζαντζάκη στη λυτρωτική επίδραση της γυναίκας αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της αντικειμενικότητάς του απέναντι στην αιώνια συντρόφισσα του άντρα. " Μεσόστρατα, ανάμεσα στο φαΐ και στους μεγάλους στοχασμούς κάθεται με ανοιχτό το στήθος, με ανοιχτά τα γόνατα, η γυναίκα... Την αγγίζω... Ω, την αγγίζω, συγκερνώ μέσα μου θεϊκά το βάρος με το στρόβιλο και χορεύω!" ("Βούδας").
Η λυτρωτική επίδραση της "γήινης" γυναίκας πάνω στον αιθεροβάμονα και ουτοπιστή άντρα, δεν είναι μονάχα ένα ιδεολόγημα του Καζαντζάκη ούτε ένα απλό θεωρητικό σχήμα. Είναι και ένα βαθύ βίωμα που αξιώθηκε ο μεγάλος συγγραφέας στο μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της ζωής του και που το μετάλλαξε σε αίσθημα παραδοχής και ευγνωμοσύνης, αλλά και σε τίμια και ειλικρινή αναγνώριση μέσα στην " Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός,:αυτοβιογραφική "Αναφορά στον Γκρέκο" εξαίσιες γυναίκες μου ’τυχαν στο δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ’καμαν τόσο καλό και δεν βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Κι απάνω απ' όλες μια, η τελευταία... Μα οι γυναίκες, κι οι πιο αγαπημένες, δεν μας δεν ακολουθήσαμε εμείς την ανθισμένη στράτα τους, τις πήραμε×παραστράτισαν εμείς μαζί μας, δεν τις πήραμε, ήρθαν με τη δικιά τους θέληση, γενναίες συντρόφισσες, στον εδικό μας τον ανήφορο ".
Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αν έχει σημειώσει τόσο ευρεία διάδοση, αν έχει βρει τόσο βαθιά απήχηση στις ψυχές ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων και ανόμοιων πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν επιβλήθηκε και καταξιώθηκε στα χρόνια μας, αν απέκτησε παγκόσμια φήμη και κέρδισε μεγάλες πιθανότητες να παραμείνει κλασικό στη ροή των αιώνων, ένα έργο δηλαδή πάντα επίκαιρο, αυτό ίσως οφείλεται περισσότερο στο στέρεο φιλοσοφικό του υπόβαθρο και λιγότερο στην απλή και περίτεχνη λογοτεχνική του μορφή και πλοκή που κρατά πάντα σταθερά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο Καζαντζάκης είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο εργατικότητας στα ελληνικά γράμματα και από τα παραγωγικότερα πνεύματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Οδύσσειά του είναι το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής. Σ’ αυτήν αναπτύσσονται ιδέες που υπάρχουν συμπυκνωμένες στην Ασκητική του και που είναι διάχυτες σ’ όλα του τα έργα. Η Αναφορά στον Γκρέκο αποτελεί κι αυτή μια συνοπτική έκθεση των αντιλήψεων του γύρω από τον κόσμο και τη ζωή. Μελέτησε και αντιμετώπισε κριτικά τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα, στα οποία βρήκε τις αφετηρίες και κατευθυντήριες γραμμές του στοχασμού του. Στο έργο του όμως διακρίνεται έντονα η προσωπική του σφραγίδα. Αυτά που εμελέτησε ήταν κυρίως έργα φιλοσόφων και λογοτεχνών, από τους οποίους επηρεάστηκε η σκέψη του. Καθοριστικό παράγοντα βέβαια για τη διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας έπαιξε ο δάσκαλος του Bergson, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Σημαντικό επίσης ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του έπαιξαν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Νίτσε, ο Τζέιμς, ο Λένιν, ο Χριστός, ο Βούδας, ο Όμηρος, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Δάντης κ.α. Ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι ήταν οι δυο «Ρούσοι δράκοι που τον είχαν αρπάξει στα μυθικά χρόνια της νιότης του». Το 1915 σημειώνει στο ημερολόγιο του ότι έπρεπε να αρχίσει από εκεί που κατάληξε ο Τολστόι.
Η ορμητική σκέψη του, η χειμαρρώδης γλώσσα, η απαράμιλλη εκφραστική ικανότητα, η δημιουργική φαντασία, η βαθιά αίσθηση της πραγματικότητας και προπάντων η λογική τεκμηρίωση των απόψεών του τον ανέδειξαν δικαιολογημένα σ’ ένα από τα λαμπρότερα και καθολικότερα πνεύματα όλων των εποχών.
Κύριο θέμα του Καζαντζάκη είναι η εξέταση του τρόπου του βίου, δηλαδή το βιωτέον του Σωκράτη, αναπτύσσει δηλαδή μια βιοθεωρία, η οποία όμως εντάσσεται στην κοσμοθεωρία του και αποτελεί μέρος της.
Τα χρόνια 1907 ως το 1909, που ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Παρίσι έχοντας ως δάσκαλο τον Μπερξόν, ήταν τα αποφασιστικότερα για τη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του που παρουσιάζει στην Ασκητική, στην Οδύσσεια, στην Αναφορά στον Γκρέκο και γενικά σ’ όλα του τα έργα. Η Ασκητική περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του που ενσάρκωσε και ανάπτυξε στο νέο Οδυσσέα. Τα χρόνια εκείνα των σπουδών του στο Παρίσι έγραφε:
«Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού του ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτή, συστηματικά μ’ ορισμένο σκοπό και πρόγραμμα, να γράφω –ό,τι γράφω».
Αργότερα στην Αναφορά στον Γκρέκο, που ο ίδιος δεν την θεωρεί αυτοβιογραφία του, δίνει μια επιγραμματική σύνοψη της αντίληψής του για τον κόσμο και τη ζωή: «Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω, είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα –στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά»... «Θα βρεις λοιπόν αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του. Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου...μάχομαι στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω... Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».
Το νόημα της ελευθερίας
Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού απετέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη. Αυτά αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής κατά τον Kant. Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέγει:
«Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».
Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος.
Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.
Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, ετοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.
Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του, κατά την έκφραση του Αριστοτέλη (Μ.τ.φ. 982 b 26).
Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.
Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση. Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.
To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης σχεδόν αυτολεξεί τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου.
Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο, Μαρξ κ. ά. Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».
Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη, όπως ο Ντεκάρτ: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.
Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο. Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούληση του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία. Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
Ευτυχία θα πει «να ζεις όλες τις δυστυχίες» και φως θα πει «να κοιτάς μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Ο Καζαντζάκης πιστεύει στην ενότητα των αντιθέτων. «Εγώ και συ είμαστε ένα», και το ένα αυτό τελικά δεν υπάρχει.
Η ευτυχία φέρεται πολλές φορές να έχει άμεση σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής, την ευζωΐα και την ασφάλεια. Αυτή η αταραξία ήταν το ιδεώδες της ζωής κατά την επικούρεια και στωϊκή φιλοσοφία. Ο πρώτος όμως, που ανήγαγε την αταραξία σε ευτυχία, είναι ο Δημόκριτος.
Ευτυχία είναι να σμίγει η επιθυμία του ανθρώπου με την επιθυμία του Θεού, δηλαδή η θέωση του ανθρώπου. Αυτό είναι το πιο μεγάλο το πιο δύσκολο χρέος του. Ο νους, κατά τον Καζαντζάκη, με τη βοήθεια των πέντε αισθήσεων μόνο φαινόμενα μπορεί να συλλάβει και πιο συγκεκριμένα τους συνειρμούς φαινομένων, που δεν είναι πραγματικοί, δηλαδή ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Ο ίδιος εκφράζει τον πόθο να μπορέσει να γνωρίσει και την ουσία:
«Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη, ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωική απελπισμένην έξοδο, να ’ταν να μπορούσε η καρδιά μου». «Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης αφανίζονται. Εγώ μονάχα υπάρχω! φωνάζει ο Νους... Όξω από μένα τιποτε δεν υπάρχει».
Η κοσμοθεωρία ή βιοθεωρία του Καζαντζάκη καταλήγει στο μηδενισμό, παίρνει δηλαδή μηδενιστικό χαρακτήρα.
Εκεί θέτει το αμείλικτο ερώτημα για το νόημα της ζωής:
«Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα παρουσία. Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλύφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το σύμπαντο θα. γίνει πυρκαγιά... Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις;... Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει».
Συχνά επαναλαμβάνεται στην Ασκητική η φράση: «Δεν υπάρχει τίποτε», που έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του Νίτσε, ο οποίος πιστεύει πως κάθε προσπάθεια της ηθικής να θέσει αξίες χωρίς θρησκευτικό υπόβαθρο, οδηγεί αναγκαστικά στο μηδενισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ριζική άρνηση αξιών, επιθυμιών και νοήματος. Στο μηδενισμό οι ανώτατες αξίες χάνουν το κύρος τους, αφού λείπει ο σκοπός κι η απάντηση στο ερώτημα του «γιατί». Ο μηδενισμός κατά την άποψή του δεν εμφανίστηκε στις μέρες του, επειδή έχει αυξηθεί η αποστροφή του ανθρώπου προς την ύπαρξη, αλλ’ επειδή ο άνθρωπος έχει γίνει γενικά δύσπιστος για το νόημα της ύπαρξης του. Ο μηδενισμός του Νίτσε σημαίνει ότι τα ιδεώδη που ίσχυαν τόσους αιώνες, γκρεμίζονται τώρα. Μηδενιστής δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτε, αλλ’ αυτός που δεν πιστεύει σ’ αυτό που υπάρχει. Το τίποτα και το μηδέν δεν σημαίνει το μη είναι, αλλά το είναι χωρίς αξία. Ο μηδενισμός ζητάει να δώσει μια ουσιαστικότερη απάντηση για το σκοπό του όλου, δηλαδή του κόσμου και της ζωής.
Στο θέμα του Θεού επηρεάστηκε βαθύτατα από το Νίτσε, από τον οποίο υιοθέτησε τη φράση «ο θεός πέθανε» και από τον Μπερξόν, από τον οποίο πήρε το όραμα του αγωνιζόμενου θεού που δεν είναι άλλο από τη «ζωική ορμή», élan vital. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι επηρεάστηκε και από το Ντοστογιέφσκι, στα έργα του οποίου η ύπαρξη του Θεού απετέλεσε το κεντρικό θέμα που τον βασάνιζε σ’ όλη του τη ζωή. Έκδηλη φαίνεται επίσης και η επίδραση του Ηράκλειτου, κατά τον οποίο ο κόσμος είναι –όπως και για τον Καζαντζάκη– είζωον πυρ».
Η φράση ότι «ο Θεός πέθανε», δεν εννοεί ότι ο θεός πράγματι έχει αποθάνει, αλλά ότι είναι νεκρός στις ψυχές μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων της εποχής του, αφού έπαυσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν. Η πίστη είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και συνεπώς ο θεμέλιος λίθος κάθε θρησκείας. Η φράση αυτή δεν ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Καζαντζάκη, αλλά έχει μακρά παράδοση στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού. Την είπε ο Πλούταρχος, την είπε ο Έγελος, την είπε ο Νίτσε και τόσοι άλλοι.
Όταν λέει ότι ο Θεός είναι αγώνας, εννοεί ότι οι πιστοί οφείλουν να αγωνίζονται για το καλό, να διεξάγουν δηλαδή τον αγώνα τον καλό, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος: «Τον αγωνα τον καλον γώνισμαι». Ο Καζαντζάκης λέει σχετικά:
«Η ουσία του Θεού μας είναι ο αγώνας. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα». «Το βαθύ ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε όσο μπορούμε μαζί του το ρυθμό της μικρής λιγόχρονης ζωής μας».
Ο Καζαντζάκης στο θέμα του Θεού ήταν για πολλούς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Όμως αυτό που έκανε δεν ήτανε τίποτε άλλο από το να διατυπώσει με θάρρος και παρρησία τις απορίες και να εξομολογηθεί τις αγωνίες του για τον Θεό. Έτσι, έχοντας βαθιά συνείδηση της αμαρτωλότητας του εγχειρήματός του, που προσπάθησε ως ταπεινός εργάτης του πνεύματος να διερευνήσει στα πρόθυρα μιας αρχόμενης παγκοσμιοποίησης όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, που να είναι αποδεκτός από όλους τους λαούς της γης. Προσπάθησε δηλαδή να συλλάβει μια έννοια του Θεού, στην οποία μπορεί ίσως να αναχθεί το πλήθος των υπαρκτών θρησκειών. Ο Θεός αυτός αντικατοπτρίζει τον αγώνα και ενσαρκώνει την αρετή.
Η δε αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της όλης προσπάθειας, διότι μόνον με τον αγώνα και την αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κανείς τη φύση του, ώστε να συντελεστεί η αυθυπέρβαση. Στόχευε δηλαδή να αντικαταστήσει την πολυθεΐα με την μονοθεΐα, υπό την έννοια ότι όλοι οι λαοί του κόσμου θα πιστεύουν στον ίδιο Θεό και όχι άλλοι σε άλλον.
Πάντως στον καθολικής αποδοχής θεό που οραματίζεται, οι ιδέες του Χριστιανισμού έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αυτά ίσως φαντάζουν ουτοπικά και ανάρμοστα, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν μια τολμηρή σύλληψη κι ένα σχεδιασμό ενός ανήσυχου πνεύματος.
Το θέμα του Θεού ήταν στην πρώτη γραμμή των στοχασμών του. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του: «Το κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τον θεό».
Η ορμητική σκέψη του, η χειμαρρώδης γλώσσα, η απαράμιλλη εκφραστική ικανότητα, η δημιουργική φαντασία, η βαθιά αίσθηση της πραγματικότητας και προπάντων η λογική τεκμηρίωση των απόψεών του τον ανέδειξαν δικαιολογημένα σ’ ένα από τα λαμπρότερα και καθολικότερα πνεύματα όλων των εποχών.
Κύριο θέμα του Καζαντζάκη είναι η εξέταση του τρόπου του βίου, δηλαδή το βιωτέον του Σωκράτη, αναπτύσσει δηλαδή μια βιοθεωρία, η οποία όμως εντάσσεται στην κοσμοθεωρία του και αποτελεί μέρος της.
Τα χρόνια 1907 ως το 1909, που ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Παρίσι έχοντας ως δάσκαλο τον Μπερξόν, ήταν τα αποφασιστικότερα για τη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του που παρουσιάζει στην Ασκητική, στην Οδύσσεια, στην Αναφορά στον Γκρέκο και γενικά σ’ όλα του τα έργα. Η Ασκητική περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του που ενσάρκωσε και ανάπτυξε στο νέο Οδυσσέα. Τα χρόνια εκείνα των σπουδών του στο Παρίσι έγραφε:
«Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού του ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτή, συστηματικά μ’ ορισμένο σκοπό και πρόγραμμα, να γράφω –ό,τι γράφω».
Αργότερα στην Αναφορά στον Γκρέκο, που ο ίδιος δεν την θεωρεί αυτοβιογραφία του, δίνει μια επιγραμματική σύνοψη της αντίληψής του για τον κόσμο και τη ζωή: «Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω, είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα –στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά»... «Θα βρεις λοιπόν αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του. Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου...μάχομαι στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω... Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».
Το νόημα της ελευθερίας
Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού απετέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη. Αυτά αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής κατά τον Kant. Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέγει:
«Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».
Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος.
Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.
Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, ετοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.
Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του, κατά την έκφραση του Αριστοτέλη (Μ.τ.φ. 982 b 26).
Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.
Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση. Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.
To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης σχεδόν αυτολεξεί τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου.
Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο, Μαρξ κ. ά. Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».
Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη, όπως ο Ντεκάρτ: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.
Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο. Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούληση του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία. Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
Ευτυχία θα πει «να ζεις όλες τις δυστυχίες» και φως θα πει «να κοιτάς μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Ο Καζαντζάκης πιστεύει στην ενότητα των αντιθέτων. «Εγώ και συ είμαστε ένα», και το ένα αυτό τελικά δεν υπάρχει.
Η ευτυχία φέρεται πολλές φορές να έχει άμεση σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής, την ευζωΐα και την ασφάλεια. Αυτή η αταραξία ήταν το ιδεώδες της ζωής κατά την επικούρεια και στωϊκή φιλοσοφία. Ο πρώτος όμως, που ανήγαγε την αταραξία σε ευτυχία, είναι ο Δημόκριτος.
Ευτυχία είναι να σμίγει η επιθυμία του ανθρώπου με την επιθυμία του Θεού, δηλαδή η θέωση του ανθρώπου. Αυτό είναι το πιο μεγάλο το πιο δύσκολο χρέος του. Ο νους, κατά τον Καζαντζάκη, με τη βοήθεια των πέντε αισθήσεων μόνο φαινόμενα μπορεί να συλλάβει και πιο συγκεκριμένα τους συνειρμούς φαινομένων, που δεν είναι πραγματικοί, δηλαδή ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Ο ίδιος εκφράζει τον πόθο να μπορέσει να γνωρίσει και την ουσία:
«Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη, ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωική απελπισμένην έξοδο, να ’ταν να μπορούσε η καρδιά μου». «Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης αφανίζονται. Εγώ μονάχα υπάρχω! φωνάζει ο Νους... Όξω από μένα τιποτε δεν υπάρχει».
Η κοσμοθεωρία ή βιοθεωρία του Καζαντζάκη καταλήγει στο μηδενισμό, παίρνει δηλαδή μηδενιστικό χαρακτήρα.
Εκεί θέτει το αμείλικτο ερώτημα για το νόημα της ζωής:
«Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα παρουσία. Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλύφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το σύμπαντο θα. γίνει πυρκαγιά... Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις;... Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει».
Συχνά επαναλαμβάνεται στην Ασκητική η φράση: «Δεν υπάρχει τίποτε», που έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του Νίτσε, ο οποίος πιστεύει πως κάθε προσπάθεια της ηθικής να θέσει αξίες χωρίς θρησκευτικό υπόβαθρο, οδηγεί αναγκαστικά στο μηδενισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ριζική άρνηση αξιών, επιθυμιών και νοήματος. Στο μηδενισμό οι ανώτατες αξίες χάνουν το κύρος τους, αφού λείπει ο σκοπός κι η απάντηση στο ερώτημα του «γιατί». Ο μηδενισμός κατά την άποψή του δεν εμφανίστηκε στις μέρες του, επειδή έχει αυξηθεί η αποστροφή του ανθρώπου προς την ύπαρξη, αλλ’ επειδή ο άνθρωπος έχει γίνει γενικά δύσπιστος για το νόημα της ύπαρξης του. Ο μηδενισμός του Νίτσε σημαίνει ότι τα ιδεώδη που ίσχυαν τόσους αιώνες, γκρεμίζονται τώρα. Μηδενιστής δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτε, αλλ’ αυτός που δεν πιστεύει σ’ αυτό που υπάρχει. Το τίποτα και το μηδέν δεν σημαίνει το μη είναι, αλλά το είναι χωρίς αξία. Ο μηδενισμός ζητάει να δώσει μια ουσιαστικότερη απάντηση για το σκοπό του όλου, δηλαδή του κόσμου και της ζωής.
Στο θέμα του Θεού επηρεάστηκε βαθύτατα από το Νίτσε, από τον οποίο υιοθέτησε τη φράση «ο θεός πέθανε» και από τον Μπερξόν, από τον οποίο πήρε το όραμα του αγωνιζόμενου θεού που δεν είναι άλλο από τη «ζωική ορμή», élan vital. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι επηρεάστηκε και από το Ντοστογιέφσκι, στα έργα του οποίου η ύπαρξη του Θεού απετέλεσε το κεντρικό θέμα που τον βασάνιζε σ’ όλη του τη ζωή. Έκδηλη φαίνεται επίσης και η επίδραση του Ηράκλειτου, κατά τον οποίο ο κόσμος είναι –όπως και για τον Καζαντζάκη– είζωον πυρ».
Η φράση ότι «ο Θεός πέθανε», δεν εννοεί ότι ο θεός πράγματι έχει αποθάνει, αλλά ότι είναι νεκρός στις ψυχές μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων της εποχής του, αφού έπαυσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν. Η πίστη είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και συνεπώς ο θεμέλιος λίθος κάθε θρησκείας. Η φράση αυτή δεν ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Καζαντζάκη, αλλά έχει μακρά παράδοση στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού. Την είπε ο Πλούταρχος, την είπε ο Έγελος, την είπε ο Νίτσε και τόσοι άλλοι.
Όταν λέει ότι ο Θεός είναι αγώνας, εννοεί ότι οι πιστοί οφείλουν να αγωνίζονται για το καλό, να διεξάγουν δηλαδή τον αγώνα τον καλό, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος: «Τον αγωνα τον καλον γώνισμαι». Ο Καζαντζάκης λέει σχετικά:
«Η ουσία του Θεού μας είναι ο αγώνας. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα». «Το βαθύ ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε όσο μπορούμε μαζί του το ρυθμό της μικρής λιγόχρονης ζωής μας».
Ο Καζαντζάκης στο θέμα του Θεού ήταν για πολλούς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Όμως αυτό που έκανε δεν ήτανε τίποτε άλλο από το να διατυπώσει με θάρρος και παρρησία τις απορίες και να εξομολογηθεί τις αγωνίες του για τον Θεό. Έτσι, έχοντας βαθιά συνείδηση της αμαρτωλότητας του εγχειρήματός του, που προσπάθησε ως ταπεινός εργάτης του πνεύματος να διερευνήσει στα πρόθυρα μιας αρχόμενης παγκοσμιοποίησης όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, που να είναι αποδεκτός από όλους τους λαούς της γης. Προσπάθησε δηλαδή να συλλάβει μια έννοια του Θεού, στην οποία μπορεί ίσως να αναχθεί το πλήθος των υπαρκτών θρησκειών. Ο Θεός αυτός αντικατοπτρίζει τον αγώνα και ενσαρκώνει την αρετή.
Η δε αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της όλης προσπάθειας, διότι μόνον με τον αγώνα και την αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κανείς τη φύση του, ώστε να συντελεστεί η αυθυπέρβαση. Στόχευε δηλαδή να αντικαταστήσει την πολυθεΐα με την μονοθεΐα, υπό την έννοια ότι όλοι οι λαοί του κόσμου θα πιστεύουν στον ίδιο Θεό και όχι άλλοι σε άλλον.
Πάντως στον καθολικής αποδοχής θεό που οραματίζεται, οι ιδέες του Χριστιανισμού έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αυτά ίσως φαντάζουν ουτοπικά και ανάρμοστα, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν μια τολμηρή σύλληψη κι ένα σχεδιασμό ενός ανήσυχου πνεύματος.
Το θέμα του Θεού ήταν στην πρώτη γραμμή των στοχασμών του. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του: «Το κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τον θεό».
Ταξίδια
Η αγάπη που είχε για τα ταξίδια στάθηκε μεγάλη έμπνευση για το συγγραφικό του έργο καθώς η Οδύσσεια εμπεριέχει στοιχεία που έχει συλλέξει από τις πολλές και διαφορετικές ταξιδιωτικές του εμπειρίες ανά τον κόσμο. Το 1919 ταξιδεύει στην Ελβετία και τη Ρωσία, αργότερα στη Βιέννη, το Βερολίνο, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα, την Αγγλία τη Γερμανία κ.α. Καρπός των ταξιδιών του ήταν τα έργα του "Αγγλία" (1941), "Ρουσία" (1956), "Ιαπωνία - Κίνα" (1956), "Ισπανία" (1957), "Ιταλία" (1965), ενώ το 1948 επισκέπτεται την πόλη Αντίμπ της Γαλλίας οπού και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία γράφοντας τότε τα πιο σπουδαία έργα του.
Τα ταξίδια και η εντατική εργασία θα είναι και το βάλσαμο στην ψυχή του όταν χάνει τους γονείς του το 1932. Ένας μεγάλος όγκος δουλειάς από σενάρια για τον κινηματογράφο και το θέατρο, ποίηση, μυθιστορήματα, εγκυκλοπαιδικά και γλωσσικά λεξικά και άρθρα σε ελληνικές και ρωσικές εφημερίδες αποτελούν ένα μόνο μέρος του έργου του.
Τα μυθιστορήματα του ξεπερνούν τα δέκα και απ’ άυτά τα σπουδαιότερα είναι τα "Οι αδερφοφάδες" (1964), "Τόντα Ράμπα" (1956), "Ο φτωχούλης του Θεού" (1956), "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" (1946), "Ο καπετάν Μιχάλης" (1953) "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" (1954), "Αναφορά στον Γκρέκο" (1961) που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του. Ως ποιητής έγραψε δύο μεγάλα έργα : την "Οδύσσεια" (1938), για το οποίο διέθεσε 13 χρόνια δουλειάς και αποτελείται από 33.333 στοίχους, και τις "Τερτσίνες" (1960).
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καζαντζάκης παραμένει κυρίως στην Αίγινα. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, επιστρέφει στην Αθήνα, και αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση ιδιαίτερα και με τις εμφύλιες εμπλοκές που διαδραματίζονταν. Παράλληλα εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ενώ ανάμεσα σε όσα έχει κάνει συγκαταλέγεται και ο διορισμός του ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά και η πολύ σύντομη παραίτησή του από τα καθήκοντα του καθώς και η υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό.
Γιατί δεν πήρε ο Νίκος Καζαντζάκης το βραβείο Νόμπελ;
Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια.Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα… (Γεώργιο Βουγιουκλάκη) αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».
Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό. Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.
Ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Σικελιανό «να θελήσει να ενωθούν τα ονόματά τους αναπόσπαστα, γιατί, στην αγάπη, ένα πράμα, μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα ‘ταν διπλή». Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε βέβαια. Ο Καζαντζάκης εξαρχής εργάστηκε πολύ προς την κατεύθυνση του Νομπέλ, κινητοποιώντας φίλους του ή φίλους φίλων του. Μέσω φίλων, π.χ., επιδιώκει τη συμπαράσταση του πρέσβεως της Ελλάδος στη Νορβηγία Δημητρίου Λάμπρου, του πρέσβεως Επαμεινώνδα Πανά στη Στοκχόλμη, ακόμη και του αντιπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO Αλεξάνδρου Φωτιάδη. Για την ελληνική πρεσβεία στις Βρυξέλλες γράφει ότι «του είναι εχθρικό έδαφος». Αυτό το εχθρικό έδαφος στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα γίνει ναρκοπέδιο. Και θα οργανωθεί καλύτερα και το ελλαδικό επιθετικό φουσάτο. Στην προσπάθειά του ο Καζαντζάκης έγραψε επιστολή και στον Αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας της Σουηδίας επιζητώντας τη βοήθειά του.
Η υπόθεση Καζαντζάκη γίνεται ευρύτερα γνωστή και προκαλεί συμπάθειες, ενώ ο συγγραφέας ολοέν και περισσότερο με το έργο του κατακτά τη διεθνή αναγνώριση. Το 1952 οι νορβηγοί συγγραφείς η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά αρνείται να αποδεχθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «…πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο…» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Ο φίλος του Βorje Knoss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος. Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα. Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν. Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «…Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν…».
Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν― το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;
Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά. Ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του.
Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».
Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε «μούτρα» στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.
Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».
Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.
Δεν αποκλείεται βέβαια και αγγλική ανάμειξη! Τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα. Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Άλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο. Άρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται, όπως η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του. Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Άγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται! Χωρίς παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.
Η Ελένη Καζαντζάκη είχε την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές. Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».
Γι’ αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «…Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα ‘κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο― μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν… Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού…».
Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!
Ο Νίκος Καζαντζάκης αγάπησε βαθιά την Ελλάδα, τους Έλληνες, τον άνθρωπο. Σχεδόν 130 χρόνια από τη μέρα που γεννήθηκε προσπάθησα να σας μεταφέρω για λίγο στον κόσμο του, για να τον αγαπήσετε εσείς!
Ομιλία της Φιλολόγου και Συγγραφέως Γεωργίας Γκοτσοπούλου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών τη Δευτέρα 4-2-2103
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου