ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Βασίλη Λάζαρη

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ «Γαμήλιο ταξίδι στο μέτωπο»
Eκδόσεις: ΒιβλιοΠΑΝΟΡΑΜΑ, Πάτρα 2012

                                 Γράφει ο Ιστορικός    Βασίλης Λάζαρης


Το βιβλίο ,που παρουσιάζουμε «Γαμήλιο ταξίδι στο μέτωπο» με επιμέλεια και παρεμβάσεις του Λεωνίδα Μαργαρίτη, συγκροτείται κατά κύριο λόγο από τις γραπτές αναμνήσεις και τις επιστολές από την γραμμή του πυρός του πατέρα του ,που ακριβώς μια μέρα μετά το γάμο του είχε στρατευθεί και για έξι μήνες  έζησε την αιματηρή περιπέτεια του Σαράντα και του Σαρανταένα στην Αλβανία μέσα στα χιόνια, στις σκληρές δοκιμασίες και στις στερήσεις ενός ανελέητου πολέμου ,αντικριστός με τις συνεχείς φρικώδεις παρουσίες του θανάτου. Πρόκειται για  καταγραφές στην αφτιασίδωτη και σκληρή γλώσσα της αλήθειας από ένα απλό άνθρωπο της Ελληνικής υπαίθρου, που με τους ίδιους χαμηλούς τόνους αναφέρεται και στο μικρό  χρονικό του και στα γράμματά του στη θριαμβική πορεία των μαχητών μας ,στη θεώρηση των σκοτωμένων  συντρόφων, στη συμπόνια προς τον τραυματισμένο εχθρό, στην πίστη του για κάποιες μεταφυσικές παρεμβάσεις στα καθημερινά περιστατικά των σφαγών και κυρίως στη νοσταλγία του για τους δικούς του, που βρίσκονται κάτω στο χωριό, που αγωνιούν γι’ αυτόν και τον περιμένουν να ξαναγυρίσει.
Έτσι μιλά χωρίς καθόλου λεκτικά παιχνίδια, που άλλωστε τα αγνοεί, για το άγριο πολεμικό πανηγύρι πάνω στο ύψωμα 613 με πυρά «εν βαδίσματι» και για τις ιαχές «Αέρα»για το σκοτωμένο λοχαγό ,που πήγε και τον είδε ,που είχε το  στόμα του ανοιχτό, που του σκέπασε το πρόσωπο και τον ακούμπησε σε μια πέτρα, για να φαίνεται καθιστός, για τον πληγωμένο ιταλό στρατιώτη, του  έβαλε στην καραβάνα του μια χούφτα σταφίδα, που του έφτιαξε ένα τσιγάρο και του  το έδωσε να το καπνίσει για τα θαύματα, που όλος ο στρατός τα είδε με τα μάτια του, την Παναγία, την Θεοτόκο και Μητέρα του φωτός, που τους βεβαίωνε, ότι  η Ελλάδα θα νικήσει και για τη συντροφιά του  μέσα  από τις επιστολές ,που λάβαινε, με την αγαπημένη του γυναίκα την Αγγελική, με την λατρευτή του μητέρα, με τον Θεοχάρη, την Ευδοξία, τον Νίκο. τον  Κώστα, την Φανιώ, τον Πάνο και την Παρασκευή. Τους ήθελε όλους ευτυχισμένους και δεν εννοούσε ή δεν ήθελε να εννοήσει την πικρή πραγματικότητα και των μετόπισθεν, την μίζερη ζωή των δικών του, τον πατέρα του ,που μεθούσε ,την μητέρα του, που απειλούσε  την άμοιρη νύφη  της με ξυλοδαρμό, την ίδια την νύφη και σύζυγο του, που κυλιόταν κατά καιρούς μέσα στις απογνώσεις της στο χώμα. Δεν βάθαινε γενικότερα ο Γεώργιος Μαργαρίτης στα πράγματα του χωριού ή ίσως δεν του επέτρεπε η γνώση της ύπαρξης της λογοκρισίας να βαθύνει. Έτσι του ήσαν αρκετά τα ελάχιστα κατακτημένα της ζωής, γιατί, όπως σημείωνε  σε κάποιο γράμμα του «αυτοί με τα πλούτη τους κι εμείς με την ευτυχία μας και την ομόνοια στο ίδιο κομμάτι γης που πατούν και αυτοί, που τα έχουν, πατούμε κι εμείς οι φτωχοί».
Πέρα ωστόσο από όλα αυτά, με τις περιγραφές του επιβεβαιώνει ο στρατιώτης Μαργαρίτης, ότι ζει ολόψυχα την ομορφιά της νίκης των Ελληνικών όπλων άσχετα αν δεν προσδιορίζει, ότι η νίκη αυτή κερδίζεται σε βάρος όχι γενικά των ιταλών αλλά του ιταλικού φασισμού και της κτηνώδους παρουσίας του. Πανηγυρίζει πάντως, όπως και όλος ο ελληνικός λαός και τα στρατευμένα παιδιά του-και τούτο καταφαίνεται στις καταγραφές, αντίστοιχες με τις καταγραφές του ελληνικού τύπου της εποχής, οι οποίες  εξόργιζαν ωστόσο την βασιλομεταξική δικτατορία.
Έτσι ,το Γενικό Στρατηγείο σε εμπιστευτικό έγγραφο του προς το δεύτερο γραφείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού στα τέλη του Νοέμβρη του 1940 σημειώνει ότι «ο ημερήσιος τύπος δημοσιεύων περιγραφάς και σχόλια επί των διεξαγομένων εν Αλβανία επιχειρήσεων υποπίπτει εις σοβαρά ατοπήματα έχοντα δυσμενή επίδρασιν τόσον επί της διεξαγωγής  των επιχειρήσεων και επί του ηθικού του τε μαχομένου στρατού και του λαού. Τα ατοπήματα ταύτα σχετίζονται με τας  μεγάλας υπερβολάς εν τη αφηγήσει, όπου παρουσιάζονται ως επιτευχθέντες αντικειμενικοί σκοποί κατά πολύ υπερβαίνοντες  τα πραγματικά επιτευχθεντα, και με την υποτίμησιν του εχθρού, χαρακτηριζομένου ως δειλού ή  πανικόβλητου ή άνευ αξίας. Η υποτίμησις αυτή δεν ανταποκρίνεται προς την  πραγματικότητα. Ο εχθρός ηγωνίσθη, εις πολλά δε σημεία γενναίως και πεισμόνως».
          Ο  Γεώργιος Μαργαρίτης πολέμησε  μέσα από τις γραμμές του πατραϊκού 12ου  Συντάγματος, το οποίο πήρε μέρος σε πολλές  μάχες και αντιμετώπισε τις δυσκολίες του πολέμου στις περισσότερες περιπτώσεις με αποτελεσματικότητα. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1940 εκτόπισε  από τις θέσεις του  τους Ιταλούς στην περιοχή των Γεωργουτσάδων, αφού έχασε 120 άνδρες, ενώ στα μέσα του ίδιου μήνα κατέλαβε ύστερα από σκληρές προσπάθειες το πολυθρύλητο ύψωμα 613.κοντά στο χωριό Κηπαρόιτ, στον παραλιακό τομέα. Στις 4 του Γενάρη τέλος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του υψώματος της Σκουτάρας για να ανοίξει τον δρόμο προς τον Αυλώνα, στο εγχείρημα  του μάλιστα αυτό πολλοί μαχητές του σκοτώθηκαν, αρκετοί δίπλα στα συρματοπλέγματα του εχθρού. Ολόκληρη την άγρια αλήθεια της σφαγής  την  ζούσε σχεδόν κάθε μέρα με τους συναδέλφους του «εν όπλοις» ο Μαργαρίτης, ελπίζοντας στην τελικά νίκη των ελληνικών όπλων αλλά και στον πολυπόθητο τερματισμό της αιματηρής δοκιμασίας εκείνου του ανελέητου πολέμου. Φρόντιζε κάθε φορά στα γράμματά του να βεβαιώνει, ότι ήταν πολύ καλά «με την δόξα του υψίστου θεού και όλων των αγίων» και να αποκαλύπτει την έγνοια του για το σπιτικό του, για τους ανθρώπους του, ακόμη και για τα «ζωντανά» προσδιοριστικά στοιχεία όλα αυτά της ωραιοποιημένης ειρηνικής ζωής του, που ο ίδιος μέσα στη  σκληρή πραγματικότητα του μετώπου συνεχώς νοσταλγούσε.
          Στις 6 του Απρίλη του 1941 εκδηλώθηκε και κατά την Ελλάδας και κατά της Γιουγκοσλαβίας συντονισμένη γερμανική επίθεση.’ Όπως σημειώνει ο Μαργαρίτης στο μικρό χρονικό του «ήρθε κάποιο  βράδυ ένας ταγματάρχης και μας είπε κλαίγοντας, ότι μας κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο και ο Θεός βοηθός. Το πρωί ο ίδιος ταγματάρχης μας είπε ότι τα οχυρά του Ρούπελ έχουνε σταματήσει με μεγάλες απώλειες  οι γερμανοί. Ρίξαμε, μας είπε, τόσα αεροπλάνα. Να έχουμε θάρρος και να μη δειλιάζουμε. Με ακμαίο το ηθικό μας είπε, θα πέφταμε για την πατρίδα» Και ο Μαργαρίτης αναρωτιέται έτσι με περισσή ειλικρίνεια: Τί από τα δύο να βάλουνε στο νου τους οι στρατιώτες-το κλάμα και την απελπισία του ταγματάρχη το προηγούμενο βράδυ ή το αρειμάνιο  ύφος του το επόμενο πρωινό;
Στις 19 του Απρίλη ζητήθηκε από ένα μέρος της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας να γίνει ανακωχή με τους γερμανούς «προς πρόληψιν της αναρχίας» όπως αναφέρεται στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού  «Το τέλος  μιας εποποιίας» και επειδή εις ορισμένας μονάδας εσημειούντο κομμουνιστικά κινήματα, Την επομένη ημέρα ο Τσολάκογλου, διοικητής του 3ου Σώματος Στρατού, ήλθε σε επαφή με την ηγεσία των γερμανικών στρατιωτικών τμημάτων που βρίσκονταν πια μέσα  στα Ελληνικά εδάφη, και στις 21 του Απρίλη η Ελληνική Στρατιά της Ηπείρου υπέγραψε χωριστή συνθηκολόγηση.
          Ο Μαργαρίτης αναφέρεται στο μικρό χρονικό του στη χωριστή αυτή συνθηκολόγηση χωρίς να προχωρεί σε κανένα είτε κατακριτικό είτε επαινετικό σχόλιο. Είναι άλλωστε τώρα ένας κουρασμένος πολεμιστής, που τον βαραίνει στον ώμο το ντουφέκι του, που λαχταρά να ξαναδεί το χωριό του με τους φιλικούς του ανθρώπους και που έχει αφήσει πίσω τις δάφνες του πολέμου, πεταμένες πάνω στους λασπωμένους  δρόμους του γυρισμού.
Θυμάται πολύ καλά εκείνη την πικρή επιστροφή και σημειώνει:       «Ξεκινήσαμε από το Καλαράτ της Αλβανίας πορεία μέχρι το Κρυονέρι του Μεσολογγίου-μια πορεία ανυπολόγιστων χιλιομέτρων και μάλιστα χωρίς τρόφιμα εκτός από την κουραμάνα, που πήραμε από τους Φιλιάτες. Σταματούσαμε σε κάτι χωριά. Σε ποιόν να πρωτοδώσουν, που άρχισε  η πείνα να απλώνει τις φτερούγες της και να γίνεται μεγάλη αρρώστια, αρρώστια θανατερή».
Ο στρατιώτης Γεώργιος Μαργαρίτης ,από τον Κόροιβο της Ηλείας κληρωτός του 1933,γεμιστής οπλοπολυβόλου στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940,ακολούθησε στον ξαναγυρισμό τα τμήματα του πατραϊκού 12ου Συντάγματος, στο οποίο ανήκε.
 Το Σύνταγμα αυτό, που πλήρωσε  βαρύ φόρο αίματος στα πεδία των μαχών  στην Αλβανία, ξεκίνησε  την οδυνηρή κάθοδό του στις 16  του Απρίλη και στις 23 του ιδίου μήνα πέρασε τον Καλαμά. Στη συνέχεια οι οπλίτες  του άρχισαν να κατεβαίνουν προς το νότο, το μεγαλύτερο μέρος τους πεζοί και χωρισμένοι σε μικρές ομάδες , και στις αρχές  του Μάη έφτασαν στην Πάτρα. Την επιστροφή εκείνη ο πατραϊκός λαός την δέχθηκε με πίκρα και η τοπική εφημερίδα «Τηλέγραφος» την χαιρέτησε σε κύριο άρθρο της με αυτά τα λόγια:
          «Πανέλληνες ! Βγάλτε τη σκούφια σας! Περνάει ο Στρατός μας! Οι σταυραετοί του Δωδεκάτου Συντάγματος έχουν ιδιαίτερα δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη του Έθνους…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου