BIBΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ
Γαλάτειας Ι. Βέρρα: "ΧΡΩΜΑΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ" Ποίηση.
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης 2012
(Εισήγηση-αναφορά στο έργο στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013)
Της κ. Μαίρης Σιδηρά Φιλολόγου
Στην Ποιητική
του χώρου, ο Gaston Bachelard, μελετώντας εκδηλώσεις και οδούς της φαντασίας,
υποστηρίζει πως «κάθε καινούρια εικόνα συνδέεται με αρχέτυπο που κοιμάται στο
βάθος του ασυνειδήτου».[1]
Παρουσιάζει, μάλιστα, τα τέσσερα κοσμογονικά στοιχεία -αέρας, γη, νερό, φωτιά-
ως αναφλεκτήρες της αρχετυπικής ύλης που εκλύεται από τα βάθη της ύπαρξης.
Στην
περίπτωση, βέβαια, της Γαλάτειας Βέρρα και της δεύτερης ποιητικής παρουσίας της
με τα Χρώματα Αλήθειας, η
αναγνωρίσιμη ένταξη στις σελίδες της των δύο εκ των τεσσάρων συνθετικών
στοιχείων του κόσμου τούτου, ήτοι του αέρα, της γης και των συνωνύμων τους, δεν
προκαλεί αποκλειστικά διέγερση της ασυνείδητης ρίζας, αλλά συνάμα προσδιορίζει
έναν κάθετο άξονα, αυστηρά διαιρεμένο σε ουρανό και γη, που δομεί με την ίδια
απόλυτη γεωμετρία το ποιητικό σώμα και που μεταφέρει στο προσκήνιο, με όρους
αρχετυπικούς, το θεολογικό σκεπτικό, που κατεξοχήν χαρακτηρίζει την ποιήτρια.
Αέρας, ουρανός, θεός, αιωνιότητα, αρμονία, οι «γαλάζιοι ορίζοντες»,[2]
όπως η ίδια με υψηλό λυρικό αίσθημα αποκαλεί, στον έναν υπαρξιακό, θεολογικό
και ποιητικό της πόλο, χους, πέτρα και τα συγγενή σημασιολογικά, για τις
«πέτρινες συνειδήσεις»[3],
την «πέτρινη τροφή»[4] ή τα
«πήλινα σκιρτήματα» του ομώνυμου σχεδιάσματος[5]
στον απευκταίο άλλο.
Η
συλλογή εκκινεί με μία αισιόδοξη μεταφορά, κλασική στην καταγωγή της, μα
επιφορτισμένη, πλέον, με νέες σημάνσεις. Γνωρίζουμε τον Ήλιο, είτε ως αρχαίο
θεό είτε ως φυσικό σώμα, αδιαλείπτως εργαζόμενο, χορηγό της ζωής και προσφιλές,
άρα, ποιητικό αντικείμενο για κάθε αισιόδοξη μεταφορά. Στο «Προφάσεις εν
αμαρτίαις», όμως, το «μυστικό δείπνο», που παρέχει «στον μαρασμό της
οικουμένης» προικοδοτεί με χριστιανική προοπτική την ευεργεσία του και μας
προσανατολίζει διαφορετικά για την ταυτότητά του.[6]
Στο
«Δίψα για ζωή», πρωτοσυναντούμε την απορηματική διατύπωση ως ποσοστιαία και
ποιοτική πύκνωση της ποιητικής αγωνίας. Η μικρή φόρμα και η ανενδοίαστη χρήση
τολμηρών μεταφορών μας προϊδεάζουν για τον ακριβολόγο και εξονυχιστικά
δουλεμένο λεκτικό της ιστό: Πόσοι
άνθρωποι αλήθεια δίψασαν για ζωή;/ Πόσοι έκρυψαν στα έγκατά τους/ το σπέρμα
της; […][7] Στο
«Δυσοίωνο μέλλον», η ίδια ερωτηματική αντωνυμία συμβάλλει σε μία μουσική
επίταση που σφυγμομετρεί αδιέξοδες ηθικές στάσεις: […] Πόσο ακόμη θα αναπαριστά/ το παράλογο καυχώμενος;/ Πόσο ακόμη θα
εκκολάπτει/ κακόγουστα αστεία επιλογών;[8] Το ίδιο ερωτηματικό εύρημα στη
«Στιγμιαία αφορμή» λειτουργεί σα διακριτικός καταμετρητής του πόνου. Το ποίημα
κλείνει αιφνιδιαστικά, καβαφικώ τω τρόπω, αποθέτοντας ένα καθοριστικό
συμπλήρωμα στο ποιητικό πορτρέτο: Στο
τελευταίο ακόρντο λύγισε./ Ήταν ο ήχος που ξεπροβόδισε τον τραγικό του βίο./
Ήταν οι οδύνες αβάσταχτες./ Πόσο εκτεθειμένη φάνηκε η ψυχή./ Πόσο αδύναμη στην
πιο δυνατή της στιγμή./ Το δάκρυ που χρόνια συγκρατούσε η αξιοπρέπεια/ κύλησε
ελεύθερα./ Τρόμαξε με την κλιμάκωση των αισθημάτων. Τέτοιες εντάσεις του ήταν
πρωτόγνωρες.[9]
Στον
«Άνισο βηματισμό», το α΄ πληθυντικό πρόσωπο έρχεται ενισχυτικά στην αποδοχή του
σκληρού μας κλήρου. Η ποιητική θέση «θέασης» των ανθρωπίνων διαθέτει προφητικό
βάθος, αποκαλυψιακό χαρακτήρα και αντανακλά τον ρομαντικό ποιητή αλλά και τον
Ελύτη του Άξιον Εστί, τον παντογνώστη
της φυλής των Ελλήνων. Το ποίημα περατώνεται με την εναγώνια εμπύρετη επίκληση
«Χριστέ μου, πόσο ακόμα;», που διασώζει ωστόσο άφθαρτη τη λυτρωτική προσδοκία: […] Επάνω μας φέρουμε τα καρφιά των αόρατων
βασανιστών. Σέρνουμε υπομονετικά την αλυσίδα του κατατρεγμένου βίου. Δεχόμαστε
τις μαστιγώσεις των δύστροπων καιρών. Καταπίνουμε αγόγγυστα πέτρινη τροφή. Στο
σώμα μας κρύψαμε την πιο στερνή αλήθεια. Γεννήσαμε παιδιά των συμφορών. Χριστέ
μου, πόσο ακόμα;[10] Στο ποίημα «Ως πότε» που ακολουθεί, οι
«αόρατοι βασανιστές» αποκαλύπτονται εκ των έργων τους. Η Βέρρα ξεσηκώνει από
την παρακαταθήκη της ελληνικής αρχαία μελωδία, προσφεύγοντας, συνειδητά
πιστεύουμε, στην ελαστική και υποβλητική φόρμα των τροπαρίων της Παλαιάς
Διαθήκης. Ακόμη και ο γραμματικός και λεκτικός τύπος παρουσιάζει σποραδικά
έκδηλες ομοιότητες με το προγονικό κείμενο και, σίγουρα, αποδεικνύεται
ενδεδειγμένος για το πορτρέτο των «βασανιστών της διπλανής πόρτας»: Οι εξουσιαστές του κόσμου λίγοι, βλοσυροί,
μισητοί. Στράγγιξαν τον τίμιο μόχθο. Κλότσησαν περιφρονητικά τους πένητες.
Γέμισαν ψεύδη την ανθρωπότητα. Χόρτασαν την άπληστη σάρκα. Επαχύνθη ο νους. Εσκληρύνθη η καρδιά τους.
Τα μάτια τους μεστά δόλου, πονηρίας. Στα χέρια τους ο πλούτος, οι ηδονές.
Γεννήματα αδικίας, πλεονεξίας, φόνου.
Κύριε των δυνάμεων, έως πότε θα
άρχουν; Έως πότε θα υψώνουν αλαζονικά την κεφαλή; Κάνε χρήση της ισχύος σου.
Μην αναβάλλεις άλλο.[11]
Αναμφίβολα,
η Βέρρα προστρέχει στα παλιά και τα παλιότερα χαρτιά της ποιητικής τέχνης∙ τα
ανακατεύει και αυτά, για άλλη μία φορά, εμφανίζονται άπειρα. Ο επόμενος
ποιητικός μας σταθμός στη χώρα των Χρωμάτων
αλήθειας είναι «Το γιατί», το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως
πνευματικό credo. Είναι πράγματι σπάνια
για τα πράγματα της ποιήσεως η παρουσία χριστιανικής ρητορικής σε πεζές
ενότητες, έντονου εσωτερικού ρυθμού, αρθρωμένου με λόγο μικροπερίοδο, που ηχεί
σαν καρδιακός παλμός. Το απρόοπτο ή, αν
θέλετε, ένα κάποιο μπρεχτικό ξένισμα, παράγεται από την απλότητα της ποιητικής
κατάθεσης, τόσο καθαρμένης από κάθε απόπειρα ποίκιλσης που σχεδόν διαφαίνεται
επαναστατικός ή, τουλάχιστον, αντιδραστικός προς μια παράδοση δυσπιστίας
απέναντι στη νοηματική αμεσότητα. Αποσπασματικά, σας διαβάζω την αρχή και το
τέλος του ποιήματος, για να εστιάσετε, μεταξύ άλλων, και στο σχήμα κύκλου που
συνθέτει η αποφατική εκφορά του λόγου, γνώριμη, άλλωστε, στο ορθόδοξο λεκτικό,
εφόσον ο Θεός, κατά τους μυστικούς θεολόγους, μόνον αρνητικά μπορεί να
συλληφθεί: Το γιατί δεν υπάρχει. Έσβησε
από το λεξικό των συνετών. Η νομοτέλεια δεν θα διασαλευθεί ούτε στο ελάχιστο. Η
πρόνοια θα κλείσει οριστικά κάθε ερωτηματικό. […]
Οι πλάτες της αρετής δεν θα
καμφθούν. Τα γόνατα της τιμής δεν θα λυγίσουν. Οι γενναίες ψυχές δεν θα
γνωρίσουν θάνατο. Τα μάτια της αλήθειας δεν θα αντικρίσουν το σκοτάδι.[12]
Στη
συλλογή μας, παρατηρείται συστηματικά η τμήση της πεζολογικής ενότητας σε δύο,
τουλάχιστον, νοηματικά πεδία, που συνιστούν μεμονωμένες παραγράφους. Στο πρώτο,
συνήθως κατατίθεται με φιλέρευνη και περιγραφική διάθεση μία υπαρξιακή ή ηθική
προβληματική. Το δεύτερο, συνήθως ευκτικό ή ικετευτικό, προϋποθέτει ή
αναφέρεται στον Κύριο. Η επανάληψή τους στερεώνει μέσα μας την εικόνα ορισμένου
σταθερού σκηνικού. Στην πρώτη πράξη, το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει τα ηθικά
πάθη, τα οποία αισθητοποιεί, σαν όντα θεατρικά. Στη δεύτερη, πρόδηλα μικρότερη,
προσπίπτει στον Ύψιστο, εν είδει προσευχής, ή εξακοντίζει απροσδόκητα μία
αλήθεια, προς τον υπονοούμενο αναγνώστη, πράξη σε κάθε περίπτωση θεατρική.
Ούτως ή άλλως, το ποίημα «Μετά την παράσταση» και εκ του τίτλου διαφαίνεται πως
κάνει χρήση της θεατρικής πρακτικής. Στο ίδιο ποίημα αναγνωρίζουμε κάτι από το
ίχνος του Βρεττάκου στη γλυκιά και ανακαινιστική δύναμη της αγάπης: […] Τώρα η αγάπη θα αποτελεί το εισιτήριο
για την προβολή των συμβαινόντων. […][13]
Στο
«Κοιμητήριο του χρόνου», η πρόταξη των αρχικών ρημάτων εντείνει τη διάρκεια με
τρόπο κινηματογραφικό. Η ποιήτρια μεταστρέφει την άλεκτη και αναίσθητη σιωπή
που επεξεργάζεται θεματικά σε σώμα γραφής στέρεο και κομψό: Κράτησε καιρούς η σιωπή αυτή. Περπάτησε
αθόρυβα. Δίχως κραδασμούς. Δίχως αγκομαχητά. Λέξεις δεν βρέθηκαν στο σάκο της
απολογίας. Ακόμη και οι συγκινήσεις ενταφιάστηκαν στο κοιμητήριο του χρόνου.
Δεν αντέχω πια τα αναγκαία μνημόσυνα. […][14]
Το
επόμενο ποίημα, υπό τον τίτλο «Διαμαρτυρία», δύναται να εκληφθεί ως μανιφέστο ή
ως σάλπισμα. Είναι η ποίηση που θα χρεωθεί δια των εκπροσώπων της το καθήκον
μιας διαρκούς πολεμικής. Το σύμφωνο «π» ποικιλοτρόπως παρηχείται, συναιρώντας
τους ποιητές με το χρέος τους, τον ακατάπαυστο, δηλαδή, πόλεμο προς τον εχθρό.
Για άλλη μια φορά, λοιπόν, το περίφημο ποιητικό χρέος εξαπολύεται ως ηθικό
πρόσταγμα και αυτοαναφορικό μοτίβο της τέχνης. Διακείμενα του Σικελιανού και
του Ελύτη αναβοσβήνουν απορροφημένα από τον κυρίαρχο, εμβατηριακό σχεδόν,
ρυθμό: Λέξεις πολλές./ Ακατάστατες./
Άτακτα βαλμένες στα σκοτεινά υπόγεια του νου./ Πήραν διαστάσεις απειλής./
Καταφάσκουν βιαιότητα. Ποιητές όλων των αιώνων ενωθείτε./ Πολεμήστε τον αόρατο
εχθρό./ Πλήθυναν οι ενάντιοι της ψυχής./ Αρκετά βιώσαμε τον εξαναγκασμό./
Καθεστωτικά σύννεφα/ απλώνονται ασφυκτικά γύρω μας./ Όχι πια. Μόνο δύναμη,
τόλμη, αποφασιστικότητα./ Μόνο δάκρυα χαράς, ζωής, ειρήνης.[15]
Στα
«Κεντήματα ζωής», η ποιήτρια μορφοποιεί το μεταφυσικό βίωμα με μία συμπαντική
εικόνα, υπερρεαλιστικής καταγωγής: […]
Θέλω το σώμα μου να αφήσω/ στη θωριά των άστρων./ Να βηματίσει ελεύθερο./ Να
κοινωνήσει φως.[16]
Και
από τη «Συνειδητή λησμονιά» θα σας διαβάσω τη δεύτερη και τελική ενότητα, ως
χαρακτηριστικό και ώριμο δείγμα ενός κύκλου ποιημάτων της ερωτικής αγάπης: […] Τη συνάντησή μας την ξέχασες. Πέταξες
το ρολόι για να μην πονάς. Φόρεσες το ρούχο της άχρωμης ρουτίνας. Κάπνισες τον
άνεμο της απόστασης. Διέφυγες.[17]
Συνοψίζοντας,
έως το σημείο αυτό τη γραμμική μας περιδιάβαση στα ποιήματα της Βέρρα,
υπογραμμίζουμε την ακριβολόγο και αιχμηρή διατύπωσή της, την κομψά
προσαρμοσμένη στα όρια του μικροπερίοδου λόγου και σχεδόν μετρημένη λεκτικά και
συλλαβικά, καθώς και τον ανατρεπτικό της επίλογο, κοφτερή, συνήθως, λύση και
έξοδος από το ποιητικό ανάπτυγμα.
Στο
ποίημα «Ενοχή», ακολουθείται αντίστροφη από τη συνήθη μορφολογική πορεία. Η
μικρή φράση, διαγνωστική, δικανική, ιατρική στη μικροσκοπική της
παρατηρητικότητα, ξεσπά σε έναν καταληκτήριο αιφνιδιασμό, γραμματικά πιο
αναλυτικό. Σας διαβάζω αποσπασματικά: Γιατί
έχασες τα λόγια σου; Η νοητή σου προίκα μάλλον πενιχρή. Το βλέμμα ενοχικό. Τα
επιχειρήματα έωλα. […] Τα νεύρα της ψυχής γκρεμισμένες απολήξεις. Ερείπια
σωστά. Οι κινήσεις σου βεβιασμένες. Φανερά αμήχανες. Απόλυτα σπασμωδικές. Μόνο
ένα θαύμα θα μπορούσε να αναστρέψει τον αφανισμό. Το θαύμα, όμως, όπως και
κάθε τι στην ποίηση της Βέρρα που οικοδομεί καλλιτεχνικά το υπέρλογο, στερείται
της απιθανότητάς του, γινόμενο ένα από τα άπειρα πρόσωπα του μεγάλου ελέους που
συνέχει τον κόσμο.[18]
Θα
παρακολουθήσουμε τώρα τα βασικά γνωρίσματα αυτής της ποιητικής, ενταγμένα σε
περιβάλλον οικείο, δικαιωμένα επί γης. Η θεατρικότητα, η λαγαρότητα της σκέψης,
η μικρή βαρυσήμαντη φράση, η επιδέξια επανάληψη, ο εσωτερικός ρυθμός, το μελικό
κούρδισμα όλου του ποιήματος, η αισθητοποίηση, για άλλη μια φορά, του απόλυτου,
όπως διαγράφονται στην «Άχρονη δύναμη των αισθημάτων»: Περίμενες σιωπηλός. Χαμένος στις σκέψεις σου. Άχρονα γοητευτικός. Το
περιβάλλον γύρω σου πολιτισμένο. Χώρος κοσμικός, εκλεπτυσμένος. Ρεστοράν
πολυτελείας. Εκείνη που προσδοκούσες ήλθε. Τράβηξες απαλά το κάθισμα προς το
μέρος της. Ο ήχος του πιάνου, σε έργα του Σοπέν, λειτουργούσε κατευναστικά. Το
πρόσωπό σου διαπέρασε μια σκιά καθώς εκείνη έδειξε ανήσυχη. Ήταν η ύπαρξη που
αγαπούσες. Ήταν ολάκερος ο κόσμος σου. [….][19]
Το «Βίωμα» εντάσσει το πρωτοπρόσωπο ποιητικό
υποκείμενο στην ανθρώπινη κατάσταση των αδυναμιών και του πόνου. Πολύ
ενδιαφέρουσα η λειτουργία της αντίθεσης, μέσω της οποίας αντιδιαστέλλεται ο
ολοένα φθίνων πόθος προς την εκρηκτική του επανεμφάνιση. Η κενή τυπογραφικά
γραμμή που μεσολαβεί επιτονίζει την απροσδόκητη παραδοχή, η οποία ανατρέπει τη
σκληρότητα μίας πνευματικά
προγραμματισμένης ποιητικής φωνής. Για μία, άλλωστε, ψυχαναλυτική ανάγνωση, η
εξασθένιση κάποιας ζωτικής λειτουργίας μπορεί να τη διαστρέψει, τροφοδοτώντας την με ανεξέλεγκτες διαστάσεις.[20]
«Το
ραβδί μου» αντιπροσωπεύει ένα υπέροχο μετωνυμικό παιχνίδι, καθώς μέσω του
ψυχολογικού και γερά εξεικονισμένου αυτού ευρήματος, η ποιήτρια αφήνει
ορθάνοιχτη κάθε ερμηνευτική δοκιμή· γιατί το υπαρξιακό μας «ραβδί» μπορεί να είναι ένα από τα ονόματα
της ψυχής μας.[21]
Αλλά
και η ικανότητα της Βέρρα να αιχμαλωτίζει εντός των ποιητικών ορίων το αόρατο
και το αφηρημένο επενδύει την ποιητική της με έναν αέρα υπαρξιακό. Ούτως ή
άλλως, η χριστιανική ρητορική μεταφράζεται σε υπαρξιακό χρέος για τη νεαρή
εκπαιδευτικό που συγκινείται αυθεντικά από την έννοια του ψυχοπνευματικού αγώνα
αλλά και του πολιτικού καθήκοντος. Σε κάθε περίπτωση, γειτνιάσεις λεκτικών
μονάδων του τύπου: «οι νύχτες θα ωριμάζουν» ή «τα πέλματα του ακαταμάχητου
βάρυναν» από το «Όταν κυλά η νύχτα»[22],
ή ο «γλυκός καφές των φευγαλέων εντυπώσεων» από την «Ισχυρή αναμέτρηση»
φανερώνουν μία ποιητική φωνή εύρωστη και απολαυστική.[23]
Στο
«Αίνος διαχρονικός», που ακολουθεί τον κλασσικό μορφότυπο της προσευχής, η
μέριμνα της ποιήτριας για την ψυχή συμφύρεται με την έγνοια της για την
ποιητική τέχνη, την ανανέωση της οποίας αναθέτει παρακλητικά στον Κύριο του
κόσμου. Ποίηση και ψυχή σε μια ενότητα πίστεως και μορφής: Δάσκαλε της οικουμένης,/ με της σοφίας το σκήπτρο./ Εσύ που θα
ποιμάνεις τα ανθρώπινα με οικτιρμούς./ Στα σπλάχνα σου βρέθηκε η αγάπη./ Στο
αίμα σου η σωτηρία./ Στο βλέμμα σου η λύτρωση./ Έγινες μύρο που θα αναβλύζει
δίχως τέλος./ Παραμυθία στους εκλεκτούς./ Ρίζα βλαστάνουσα στα χέρια των
προφητών./ Λόγος ζωής για τους αδέκαστους/ Ακοίμητη κανδύλα για τους
ελπίζοντες./ Μην πάψεις να ενδιαφέρεσαι για τα ποιήματα./ Μην πάψεις να
μεριμνάς, φρουρέ των ψυχών.[24]
Το
μικρό στιχούργημα «Ανεμπόδιστο συμβάν» ανατρέπει με τον τελευταίο στίχο τη
λογική ή και μεταφορική έκβαση του αφηγούμενου συμβάντος. Η θραύση του βάζου,
προστιθέμενη στα «λείψανα των βιωμάτων» και στην υπάρχουσα ακαταστασία μίας μη
αρμονικής ζωής, δεν αποτελεί στοιχείο ανισορροπίας, αστάθειας και μεταβολής,
παροδικής έστω, της τάξης των πραγμάτων. «Τα πάντα αμετάβλητα» αποφαίνεται η
ποιήτρια, επανεγγράφοντας πικρά τον Ηράκλειτο.[25]
Στο
«Όλα μπορούν να αλλάξουν», η ποιητική τέχνη βρίσκει για άλλη μία φορά λυρικούς
και ιδιότυπους ατραπούς για να περιγράψει το απερίγραπτο, ενώ η μεταφορική
γλώσσα αποβαίνει απολύτως ικανή να μας οδηγήσει στη μακάρια ή την απ-αίσια χώρα
που κάθε φορά υποδηλώνει: Κατοικώ στη
χώρα του κάποτε/ με την προσδοκία των γαλάζιων οριζόντων./ Πόσο με λύπησε η
αναμονή.// Το καλαμάκι των καιρών/ θα ρουφά πάντοτε τα αβαθή/ υγρά της
υποταγής. […][26]
Με το «Ίον αμυγδάλου», βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μία μετωνυμική
χάραξη, βαθιά και απαστράπτουσα χάρη στην παιδικότητα και την υλικότητά της.
Δεν μπορούμε να μη διαπιστώσουμε ότι παρά την εξορία που η ποιητική φωνή
επιφυλάσσει στις γήινες ηδονές, οι τελευταίες, με αυτό τουλάχιστον το ποίημα,
αποκτούν ακλόνητη και διαπεραστική ποιητική θέση: Έψαξα μηχανικά στις τσέπες./ Μια μικρή σοκολάτα αναπαυόταν στο βάθος./
Μια σοκολάτα για να θυμίζει τις γλυκές στιγμές της πρώιμης νιότης./ Γεμάτη
αμύγδαλα./ Γεμάτη ιστορία./Με περιτύλιγμα χαμογελαστό./ Πάντα να προσκαλεί./
Πάντα να υπόσχεται./ Μικρή απόδραση στον μεγάλο κόσμο./ Ευχάριστη καταφυγή σε
δυσάρεστο περιβάλλον./
Την έκρυψα γρήγορα στις χούφτες μου,
φυλακίζοντας έτσι τη σπάνια αίσθηση του γνήσιου ενθουσιασμού.[27]
Τελειώνοντας,
θα ήθελα να σας εμπιστευτώ πως δύσκολα μπορεί κανείς να σταθεί στοιχειωδώς
αποστασιοποιημένα από την ποίηση καλής φίλης, της οποίας το σύνηθες α΄ πρόσωπο
σε συνδυασμό με τη θεολογική της σκέψη καθιστά, προς στιγμήν, αμήχανο τον
μελετητή. Όχι όμως και τον αναγνώστη. Γι’ αυτόν, η κοινή εμπειρία του Θεού και
της γραφής, προσφέρεται μυστικά για ένα ποιητικό ταξίδι αληθινής ζωής.
[1] Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του κειμένου, Θεσσαλονίκη,
Κώδικας, 1987, σ. 89.
[2] Από το ποίημα «Όλα
μπορούν να αλλάξουν», σ. 69.
[3] Από το ποίημα «Ξηρασία»,
σ. 34.
[4] Από το ποίημα «Άνισος
βηματισμός», σ. 15.
[5] «Πήλινα σκιρτήματα», σ.
54.
[6] Από το «Προφάσεις εν
αμαρτίαις», σ. 9.
[7] Από το «Δίψα για ζωή», σ.
10.
[8] Από το «Δυσοίωνο μέλλον»,
σ. 22.
[9] «Στιγμιαία αφορμή», σ.12.
[10] Από το «Άνισος
βηματισμός», σ. 15.
[11] Από το «Ως πότε», σ. 16.
[12] Από «Το γιατί», σ. 19.
[13] Από το «Μετά την
παράσταση», σ. 60.
[14] Από το «Κοιμητήριο του
χρόνου», σ. 21.
[15] «Διαμαρτυρία», σ. 23.
[16] Από το «Κεντήματα ζωής»,
σ. 33.
[17] Από το «Συνειδητή
λησμονιά», σ. 36
[18] Από το «Ενοχή», σ. 39.
[19] Από το «Άχρονη δύναμη των
αισθημάτων», σ. 40.
[20] Το «Βίωμα», σ. 43.
[21] «Το ραβδί μου», σ. 45.
[22] Από το «Όταν κυλά η
νύχτα», σ. 52.
[23] Από το «Ισχυρή
αναμέτρηση», σ. 53.
[24] «Αίνος διαχρονικός», σ.
65.
[25] Από το «Ανεμπόδιστο
συμβάν», σ. 68.
[26] Από το «Όλα μπορούν ν’
αλλάξουν», σ. 69.
[27] «Ίον αμυγδάλου», σ. 75.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου