«Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΑΤΡΩΝ»
(Συμβολή στην ιστορία της πρώτης περιόδου της τοπικής Εκκλησίας των Πατρών από το Β΄ ήμισυ του 1ου έως και το Α΄ ήμισυ του 8ου αι. μ. Χ.,)
Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Αθήνα 2011, σ. 110.
Με τον παραπάνω τίτλο κυκλοφόρησε πρόσφατα η μελέτη του π. Ευαγγέλου Πριγκιπάκη, που συνιστά την πρώτη προσπάθεια συνολικής διερεύνησης και ανασύνθεσης της ιστορίας της τοπικής Εκκλησίας των Πατρών κατά τους οκτώ πρώτους αιώνες του βίου της, ως Επισκοπής. Η διερεύνηση του θέματος, όπως δηλώνεται, υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη, λόγω έλλειψης στοιχείων από τις πηγές, κενό το οποίο, όπως καταδεικνύεται επίσης, δεν καλύπτεται πλήρως ούτε από τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας, τα οποία, παρά ταύτα, είναι ικανά να συμβάλουν στην περιγραμματική ανασύνθεση της ιστορίας της.
Η μελέτη διαιρείται σε έξι κεφάλαια από τα οποία, στο πρώτο παρουσιάζεται συνοπτικά η πολιτική, κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική κατάσταση στην περιοχή των Πατρών κατά την περίοδο της ίδρυσης της Επισκοπής, ενώ στο δεύτερο περιγράφονται η ίδρυση, η οργάνωση και η συγκρότηση της Επισκοπής μέχρι και την υπαγωγή της στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως περί τα μέσα του 8ου αι. Στο τρίτο γίνεται αναφορά στο μοναχισμό της Επισκοπής και στο τέταρτο στα υπολείμματα των ανασκαφέντων οικοδομημάτων της Επισκοπής ως χώρων λατρείας και ιεραποστολής από τα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αι. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται ειδικότερα λόγος για τη λατρεία στην Επισκοπή και μάλιστα για την ευχαριστιακή συμμετοχή, καθώς και για τον εν γένει πνευματικό βίο των χριστιανών των Πατρών, με αναφορά στο θεολογικό προβληματισμό σχετικά με το χριστολογικό ζήτημα μετά τα μέσα κυρίως του 5ου αι., ενώ στο έκτο καταβάλλεται προσπάθεια να περιγραφεί το φιλανθρωπικό έργο της Επισκοπής των Πατρών, συνδυαζόμενο με τον, υπάρχοντα και λειτουργούντα καρποφόρα όπως φαίνεται, θεσμό των διακονισσών.
Η διερεύνηση της εν λόγω περιόδου οδήγησε στα εξής συμπεράσματα:
1. Είναι απολύτως βέβαιο, ότι η τοπική Εκκλησία των Πατρών οφείλει την ίδρυσή της στον Πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα, ο οποίος χειροτόνησε τον πρώτο της επίσκοπο Στρατοκλή, με τον οποίο ξεκινά ουσιαστικά και ο βίος της ως Επισκοπής μέχρι τον 8ο αι. Παρ’ όλο που παραμένουν άγνωστα τα περισσότερα από τα ονόματα των επισκόπων της, είναι βέβαιη η αδιάλειπτη παρουσία και δραστηριότητα επισκόπου στην περιοχή, ο οποίος από τον 3ο αι. και κυρίως μετά το 325 μ.Χ. είχε την κανονική του αναφορά στο μητροπολίτη Κορίνθου και μέσω αυτού και του παπικού Βικαριάτου της Θεσσαλονίκης στο Πατριαρχείο Ρώμης.
2. Οι τέσσερις πρώτοι αιώνες του βίου της Επισκοπής, που αποτελούν και την πρώτη φάση της περιόδου που εξετάζεται, συνιστούν την κατ’ εξοχήν περίοδο της οργανωτικής της συγκρότησης, με εντατικό ιεραποστολικό έργο και χαρακτηρίζονται γενικώς από ηρεμία στους κόλπους της. Η Εκκλησία των Πατρών, κατ’ αυτή την περίοδο, θέτει με μεθοδικότητα τις βάσεις για την εκρηκτική της, όπως φαίνεται, ανάπτυξη κατά τους αιώνες από τον 5ο έως και τον 8ο, κατά τους οποίους η Επισκοπή γνωρίζει αλματώδη πρόοδο, ανάπτυξη και ακμή σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού έργου σε ολόκληρη τη δικαιοδοσία της, που περιλάμβανε εξ αρχής, εκτός από το αστικό κέντρο, και την ύπαιθρο περιοχή των Πατρών. Τούτο τεκμαίρεται σαφώς από τον αριθμό και τις θέσεις των χριστιανικών λατρευτικών οικοδομημάτων, μέσω των οποίων υποδηλώνεται, ότι το χριστιανικό στοιχείο πρέπει να γνώριζε σταθερά προοδευτική αύξηση μετά τα τέλη του 4ου αι., κάτι που σημαίνει όσον αφορά την πόλη ότι περί τις αρχές του 8ου αι. σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός της θα είχε ενταχθεί πλέον στην Εκκλησία, ενώ στην ύπαιθρο περιοχή, όπου η δραστηριότητα για την ανοικοδόμηση εκκλησιαστικών συγκροτημάτων φαίνεται να ήταν περιορισμένη σε σχέση με την πόλη, το ποσοστό των χριστιανών πρέπει να ήταν αναλογικά μικρότερο.
3. Κέντρα του ευρύτερου πνευματικού και φιλανθρωπικού έργου της Επισκοπής Πατρών μετά τον 4ο αι. αποτέλεσαν οπωσδήποτε τα λατρευτικά της οικοδομήματα, με κυρίαρχα τα εντυπωσιακά συγκροτήματα των πολυάριθμων βασιλικών, κυρίως στην πόλη και δευτερευόντως στη ύπαιθρο περιοχή, οι θέσεις των οποίων υπογραμμίζουν αφ’ ενός μεν τον ιεραποστολικό τους χαρακτήρα και προσανατολισμό με σκοπό τη διάδοση του κηρύγματος του Ευαγγελίου στα όρια της Επισκοπής, αφ’ ετέρου δε το πολυάνθρωπο πλέον, την ευρωστία και τη ζωτικότητα του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής, καθώς και την απρόσκοπτη συνέχιση του βίου της τοπικής Εκκλησίας, η οποία επιτελούσε οπωσδήποτε, κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες τουλάχιστον, σοβαρό λατρευτικό, ιδιαίτερα επιτυχές πνευματικό και σημαντικό φιλανθρωπικό έργο.
4. Η λατρεία και ο πνευματικός βίος στην Επισκοπή Πατρών πρέπει να γνώρισαν επίσης μεγάλη πρόοδο μετά τον 5ο αι. Η λατρευτική ζωή, ιδιαίτερα δε η ευχαριστιακή συμμετοχή, με ταυτόχρονη ακρόαση οικοδομητικού κηρύγματος εκ μέρους των μελών της τοπικής Εκκλησίας θα πρέπει να ήταν συχνή και διαρκής, κάτι που επιβεβαιώνει, όχι μόνο ο μεγάλος αριθμός των λατρευτικών οικοδομημάτων, αλλά και η πρόσφατη ανακάλυψη της σφραγίδας ευχαριστιακού άρτου από τα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 7ου αι., πράγμα που πιστοποιεί με έμφαση, ότι η εκκλησιαστική κοινότητα της πόλεως ήταν πράγματι πολυάνθρωπη, για την ικανοποίηση των αναγκών της οποίας ήταν απαραίτητη η παραγωγή αυξημένης ποσότητας ευχαριστιακών άρτων, ενώ μέσω αυτής δηλώνεται και η ευλαβής μέριμνα και συνήθεια του πληρώματος της Επισκοπής για παρασκευή και προσφορά ευχαριστιακών άρτων, κάτι που αποτελεί ισχυρή μαρτυρία για τη βαθιά χριστιανική ευσέβεια και πνευματικότητα των χριστιανών της πόλεως.
5. Αξιοσημείωτη, μετά κυρίως τον 4ο ή και τον 5ο αι., θα πρέπει να υπήρξε η συμβολή στην πνευματική στήριξη και προκοπή του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας των Πατρών η ανάπτυξη του κοινοβιακού μοναχισμού στις τουλάχιστον δύο μοναστικές κοινότητες ή μονές που θα πρέπει να λειτουργούσαν κατά την υπό εξέταση περίοδο, η πρώτη από τις οποίες βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη και συγκεκριμένα στη θέση της σημερινής Μονής Γηροκομείου και η δεύτερη στην ύπαιθρο, κοντά στο Σανταμέρι, στη θέση της σημερινής Μονής Μαρίτσης.
6. Ο θεολογικός προβληματισμός γύρω από το υφιστάμενο ήδη από τον 5ο αι. χριστολογικό πρόβλημα, όσον αφορά τον τρόπο της υπάρξεως και ενώσεως των δύο φύσεων, θείας και ανθρώπινης στην υπόσταση του Θεού Λόγου, πρέπει να ήταν επίσης έντονος στην Επισκοπή, γεγονός που, όπως πιστεύει ο συγγραφέας, αποτυπώνεται στην παράσταση της σφραγίδας του ευχαριστιακού άρτου. Τονίζεται χαρακτηριστικά, ότι ο χριστιανός κεραμέας που την κατασκεύασε είχε ως απώτερο στόχο να εισέλθει έστω και συμβολικά με την αποτύπωση των δύο παγωνιών και των δύο κυπαρισσιών στη θεολογική προβληματική της εποχής του, πάνω στο σπουδαίο χριστολογικό πρόβλημα που δημιούργησε στην Εκκλησία ο Μονοφυσιτισμός, που από τις αρχές του 7ου αι. μετεξελίχθηκε σε Μονοενεργητισμό και Μονοθελητισμό.
7. Το φιλανθρωπικό έργο της Επισκοπής Πατρών, τέλος, πρέπει να ήταν επίσης εξαιρετικά σημαντικό και ποικίλο, με κέντρα κυρίως τα αίθρια των βασιλικών, των οποίων την ευθύνη είχαν οι διάκονοι ως υπεύθυνοι της φιλανθρωπικής διακονίας στην κάθε ενορία, καθώς και στις υπάρχουσες δύο μοναστικές κοινότητες στις Μονές Γηροκομείου και Μαρίτσης. Στην επιτέλεσή του φιλανθρωπικού έργου αποφασιστικής σημασίας ήταν, όπως φαίνεται, η παρουσία και η δράση εκτός από τους διακόνους και των διακονισσών, για την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουμε από την αναφορά στη «θεοφιλεστάτη» διάκονο των Πατρών Αγριππιανή. Η εν λόγω πολυσήμαντη μαρτυρία επιβεβαιώνει σαφώς την ύπαρξη και δραστηριότητα διακονισσών στην Επισκοπή, με την επιτέλεση πιθανότατα εκ μέρους τους πλούσιας κοινωνικής διακονίας και προσφοράς στον τομέα της υποστήριξης των γυναικών της περιοχής, υπό την καθοδήγηση των πρεσβυτέρων και κυρίως του επισκόπου, κάτι που όχι μόνο καταδεικνύει τη λειτουργία του θεσμού των διακονισσών στην Επισκοπή μετά τον 4ο αι., αλλά επιβεβαιώνει και την επιτέλεση σπουδαίου και πολυδιάστατου κοινωνικού έργου από την τοπική Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου