«Ο κόσμος θα τελειώσει. Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να διαρκέσει είναι ότι υπάρχει. Τι άλλο έχει να κάνει στο εξής ο κόσμος κάτω από τους ουρανούς; Όσο για μένα, αισθάνομαι μερικές φορές μέσα μου τη γελοιότητα ενός προφήτη. . .Χαμένος μέσα στον αχρείο κόσμο, παραγκωνιζόμενος από τα πλήθη, είμαι σαν άνθρωπος κουρασμένος, που τα μάτια του βλέπουν πίσω, στα βάθη του χρόνου, μόνον απογοήτευση και πικρία, και μπροστά μου μια θύελλα, που δεν περιέχει τίποτε το καινούργιο, ούτε διδαχή, ούτε πόνο» Κάρολος Μπωντλαίρ
Ξεκίνησα με τον αφορισμό του Κ. Μπωντλαίρ για να δώσω ευθύς εξ αρχής τρία πράγματα. Το ρόλο του ποιητή, το ρόλο της ποίησης ή αλλιώς τη μοίρα της ποίησης και του ποιητή σε καιρούς ζοφερούς. Οι ζοφεροί καιροί είναι βυθισμένοι σε βαθύ ψυχρό σκοτάδι, αδιαπέραστοι από την όραση των ανθρώπων, καιροί δύσκολοι, δίσεχτοι. Σε αυτές τις καταστάσεις οι άνθρωποι νιώθουν κουρασμένοι και ανήμποροι να προσδιορίσουν το μέλλον τους. Οι λαοί πνίγονται σε αίμα, φρίκη ή σε θανατερή στασιμότητα εξέλιξης του πνεύματος. Οι κοινωνίες παραπαίουν ανάμεσα σε θεσμούς αποσαθρωμένους και άκαμπτους. Όταν η μοίρα του κόσμου οδηγείται σε αδιέξοδα οποιουδήποτε τέτοιου τύπου, έχουμε ανάγκη μιας μορφής κίνηση, ένα βήμα, μια μετατόπιση τα οποία θα δώσουν ένα ποθητό ρήγμα για να εκτιναχθεί ως ρομφαία αίματος ο ποιητικός λόγος.
Ξεκινώντας λοιπόν με τη διαπίστωση ότι η ποίηση γεννιέται σε στιγμές μετατόπισης των πραγμάτων ή σε στιγμές φορτισμένες και πιεσμένες από τα ίδια τα πάθη ή τα λάθη μας, μπορούμε να πούμε πως ο ποιητής σε τέτοιους καιρούς θλίβεται βαθύτατα, ανησυχεί, δυσφορεί, και προσπαθεί να εκφράσει το βαθύτερο αίσθημα της κοινωνίας, τις άδηλες επιθυμίες της που σαφώς είναι και δικές του προσδοκίες.
Σε αυτό το σημείο καλό είναι να διευκρινίσουμε πως δεν εννοώ το στρατευμένο ποιητή που περιμένει στη γωνία να τραβήξει μπροστά, ακολουθώντας τον τα πλήθη, αλλά τον ποιητή που νιώθει τη δική του ζωή να βουλιάζει στο απύθμενο χάος του αβέβαιου. Και αυτό καταγράφει. Δεν είναι βέβαιο αν η Πτώση προηγείται του Ποιητή ή ο Ποιητής της Πτώσης. Η ευαισθησία του και η ενόραση που διαθέτει μεγιστοποιούν την τραγικότητά του. Βιώνει την απελπισία με ένταση και την καταγράφει. Γράφει ο Φράνσις Κάφκα.
«Όποιος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τη ζωή όσο είναι ζωντανός, χρειάζεται ένα χέρι, για να απομακρύνει λιγάκι την απελπισία από τη μοίρα του. . . . .αλλά με το άλλο του χέρι μπορεί να σημειώνει αυτό που βλέπει ανάμεσα στα ερείπια, γιατί βλέπει διαφορετικά και περισσότερα πράγματα από τους άλλους. Στο κάτω -κάτω είναι νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και ο μοναδικός επιβιώσας»
Λίγο πιο αισιόδοξος ο Βάλτερ Μπένγιαμιν γράφει για τον ρόλο του ποιητή στον Σόλεμ τον Απρίλιο του 1931:
«Είναι όπως ένας που επιπλέει σ’ ένα ναυάγιο ανεβαίνοντας στην κορυφή του καταρτιού, το οποίο ήδη ταρακουνιέται...Αλλά από εκεί έχει τη δυνατότητα να δώσει σήμα, που θα τον οδηγήσει πιθανόν στη σωτηρία του».
Στους ζοφερούς καιρούς οι ποιητές λειτουργούν συνήθως με δυο διαφορετικούς τρόπους ή και με τους δυο μαζί. Υπάρχουν εκείνοι που γράφοντας, δηλώνουν την αδυναμία να δημιουργήσουν ποίηση σε ανάποδους καιρούς και το ποιητικό τους έργο συνίσταται στην ίδια τη διαμαρτυρία τους. Στην εποχή του μεσοπολέμου ο Καρυωτάκης στέκεται πάνω από τη γενιά του. Δεν τον αγγίζει ούτε ο λυρισμός και η μεγαλοστομία της, ούτε ο μεσσιανισμός και ο προφητικός τόνος της. Έχοντας ως βασικούς πυρήνες τις έννοιες του Χρόνου, του Απόλυτου, του Πεπερασμένου και του Άπειρου γράφει για τους ποιητές στους οποίους εντάσσει τον εαυτό του. «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες\Ο άνεμος όταν περνάει\Στίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει\ στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.»
Και αλλού:»Από χαρτί πλασμένοι κι από δισταγμό\ ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια\χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό\άτονα κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.»
Λίγο αργότερα, στην εποχή του εμφυλίου, ο οποίος ακολουθεί την κατοχή και στον οποίο βαραίνει το αίμα και ο θάνατος ο Ν. Εγγονόπουλος κάπως αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα, θα δηλώσει με τον τρόπο του ποιητική ακαμψία, η οποία μετατρέπεται σε δημιουργία. «Τούτη η εποχή \του εμφυλίου σπαραγμού\δεν είναι εποχή \για ποίηση\ και άλλα παρόμοια.»
Και ο Σαχτούρης στην ίδια ποιητική λογική γράφει :« Δεν έχω γράψει ποιήματα\ δεν έχω γράψει ποιήματα\ μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω.»
Στην ίδια αυτή κατηγορία ανήκει και το έργο εκείνων που αρκείται στην καταγραφή και στην προβολή της απελπισίας τους, αλλά και της ίδιας της ζοφερής πραγματικότητας. Της αθλιότητας του κόσμου, της τυραννίας του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Γιατί το γνωρίζουν καλά οι ποιητές πως τα βάσανα του κόσμου και οι δεινές καταστάσεις δεν μας βρίσκουν ουρανόθεν, αλλά είναι οδυνηροί καρποί της ίδιας της ανθρώπινης αθλιότητας.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο επονομαζόμενος ποιητής της ήττας, αγωνιστής ο ίδιος και μελλοθάνατος στη διάρκεια του εμφυλίου δεν υιοθετεί την ποιητική στειρότητα, αλλά αντίθετα μετατρέπει την ποίηση σε φωνή όλων των αντίξοων καταστάσεων. Της κοινωνικής αδικίας, της εκμετάλλευσης, του θανάτου, της αμαύρωσης του ανθρωπισμού: «Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή. . . . .μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες, όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα. . . .μιλώ για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων».
Και αλλού: «Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις\ συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις .\ Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις το όνομά σου.\Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα.\Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις.\ Κι αν σκέφτομαι, είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη. . . . Μα ποιος θα ‘ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;»
Στην άλλη κατηγορία ανήκουν οι ποιητές που χωρίς να παραβλέπουν το μαύρο και το φρικώδες των ζοφερών καταστάσεων, λειτουργούν κάπως υπερβατικά και πλάθουν με τις λέξεις τους ένα όραμα. Εκεί στην κορυφή του καταρτιού, ατενίζοντας τη φουρτούνα και το μελανό ορίζοντα, προοιωνίζονται την αλλαγή με κοφτερό σπαθί και με χρώματα πιο φωτεινά. Κλασσικό παράδειγμα ο Ρήγας Φεραίος ο οποίος συνθέτει το 1797 τον ορμητικό «Θούριο», αντίστοιχο του Θούριου του Τυρταίου, καλώντας τους βαλκανικούς λαούς σε κοινή έγερση και διεκδίκηση ελευθερίας. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. . .»
Λίγα χρόνια αργότερα ο Δ. Σολωμός θα οραματιστεί την ελευθερία απαστράπτουσα μέσα στο φως της, θηλυκή Προμηθέας πυρφόρος, να ξεσηκώνει και να στηρίζει τους υπόδουλους Έλληνες:«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή. . .»
Ξανά στα χρόνια του εμφύλιου ο Γ. Ρίτσος με τον ιδιότυπο λυρισμό του οραματίζεται:
«Όταν σφίγγουν το χέρι \ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο,\Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένια τους.
Όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους.
Όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα»
Την ίδια εποχή ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας, Τάσος Λειβαδίτης, γράφει: « ω γενιά μου χαμένη –πήραμε μεγάλους δρόμους, μείναμε στη μέση.\Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό.\Αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση. Οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω. Και τότε κοίταξα τα’ άστρα. Θεέ μου, πως έλαμπαν,\και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, «όλο το άπειρο είναι δικό μας», είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.»
Μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση ποιητή που ζει και πεθαίνει στο μεταίχμιο δυο κόσμων, είναι ο φουτουριστής Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι. Ζει στη Ρωσία την εποχή της Οκτωβριανής επανάστασης, και του μεσοπολέμου. Πίσω του ο ζόφος ενός κόσμου που αργοπεθαίνει. Μπροστά του χαράζει, αλλά μακριά ακόμα, ένας καινούργιος, δύσκολος κόσμος. Σε μια εποχή που δεν αντέχεται στις 14 Απρίλη του 1930 δίνει τέλος στη ζωή του, καθιστώντας έτσι και τον έρωτα μια πολιτική πράξη. Ο Τολστόι θα πει: «Ο ποιητής πέθανε. Κέρδισε η ποίησις».
Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ' όμορφος,
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Πηγαίνετε -
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
-κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός-
Πηγαίνετε -
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!
Ποιος είναι τελικά ο ποιητής των ζοφερών καιρών; Με τι μοιάζει; Από πού μπορεί να αντλήσει υλικά σε έναν κόσμο γκρίζο και άγονο;
Ο Κάφκα που δηλώνει πως ένας συγγραφέας, είναι κυρίως συγγραφέας όταν δε γράφει, αλλά όταν στοχάζεται, αφουγκραζόταν την παράδοση. Όταν η παράδοση είναι ζωντανή, κατακάθεται στον πυθμένα της θάλασσας και μεταλλάσσεται σε θησαυρούς. Γράφει ο Σαίξπηρ: «Πέντε οργιές βαθιά κείτεται ο πατέρας σου\ τα κόκκαλά του έγιναν κοράλλια\ να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του. \ Τίποτα δικό του δε χάθηκε,\μα όλα τα άλλαξε η θάλασσα, \τα’ κανε κάτι πλούσιο και παράξενο»
Ο ποιητής λοιπόν μοιάζει με αλιέα μαργαριταριών. Κατεβαίνει στο βυθό της θάλασσας για να απελευθερώσει τα πλούσια και παράξενα, τα μαργαριτάρια και τα κοχύλια από τα βάθη και να τα φέρει στην επιφάνεια. Με λίγα λόγια συναρμόζει με το παρόν τα «θραύσματα σκέψης» που μπορεί να αποσπάσει από το παρελθόν και έτσι δημιουργεί το νέο.
Μπορούμε να ορίσουμε την ποίηση; Έχουμε άπειρους ορισμούς έως τώρα. Είναι το καταφύγιο που φθονούμε;(Καρυωτάκης) Είναι ενθύμια φρίκης;(Καρούζος) Είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου;(Εμπειρίκος) Είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος;(Πωλ Βαλερύ) Είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου;(Στήβενς) Ένα αγγελικό δαιμόνιο;(Μιλόζ) Ένας άνεμος που φυσάει;(Πεσσόα).
Όπως και να την ορίσουμε, η ποίηση, κατά κύριο λόγο αποτελεί την αγέραστη ομορφιά(αγήρατον κάλλος) της κοινωνίας τη στιγμή που δημιουργείται και απευθύνεται στην αιωνιότητα. Είναι η νεανική της ηλικία. Η ίδια η νεότητα. Μέσα από την ποίηση οι κοινωνίες αναγεννιούνται διαρκώς. Επαναπροσδιορίζονται και προχωρούν.
Σήμερα είναι κοινά παραδεκτό πως δυσφορούμε κάτω από ένα δυσβάστακτο άχθος προβλημάτων τα οποία προέκυψαν από τη γενικότερη κρίση που ως μαύρη τρύπα απειλεί να μας καταπιεί. Κρίση αξιών, αρχών, θεσμών, προτύπων. Κρίση εθνικής φυσιογνωμίας. Κρίση οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ηθική. Η μετανεωτερικότητα σαρώνει ιδεολογίες, λογικά σχήματα, ηθικά ερείσματα, θεσμικά αναχώματα. Και όλα αυτά, υπό τον εξωραϊσμένο μανδύα της «πολιτικής ορθότητας».
Αμφισβητείται η πρόοδος της επιστήμης, η τέχνη απαξιώνεται, εγκαθίσταται η αγοραία κοινωνία του καταναλωτισμού. Πανκυρίαρχος ο καπιταλισμός θριαμβεύει με τη Νέα Τάξη πραγμάτων που σκορπάει παντού φόβο και ανασφάλεια. Το χειρότερο όμως όλων –και αυτό οφείλεται στην αυτοκρατορία της τεχνολογίας- είναι ο έλεγχος της ανθρώπινης συνείδησης. Κάποτε ο Καρτέσιος έκανε τομή στην επιστημονική σκέψη με το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Γίνομαι το υποκείμενο της ύπαρξής μου. Σήμερα το σκέφτομαι αντικαθίσταται με το σκέφτονται άλλοι για μένα. Άρα δεν υπάρχω. Ο ζόφος του θανάτου της συνείδησης και της ύπαρξής μας. Η εποχή μας έχασε την παιδική της ηλικία, τη νεότητά της, τη ζωτικότητά της.
«Οι ζοφεροί καιροί δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν αποτελούν κάτι σπάνιο στην ιστορία. Έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε μιαν έκλαμψη η οποία ενδέχεται να έρθει από το αβέβαιο, τρεμουλιάρικο και συχνά ασθενικό φως, που ορισμένοι άνθρωποι θα ανάψουν με τη ζωή και το έργο τους και θα το σκορπίζουν όσο ζουν.»Τα λόγια ανήκουν στη φιλόσοσφο Χάννα Άρεντ έχοντας στο νου της την εξαιρετική περίπτωση του Μπέρλοτ Μπρέχτ.
Στις πόλεις έφτασα τον καιρό της αταξίας
Τότε που κυβερνούσε η πείνα.
Ήρθα ανάμεσα στους ανθρώπους τον καιρό της αναστάτωσης
Και εξεγέρθηκα μαζί τους.
Έτσι πέρασε ο καιρός που μου δόθηκε επί γης.
Έτρωγα ανάμεσα στις μάχες,
Κοιμόμουν ανάμεσα σε φονιάδες,
Ήμουνα απρόσεκτος στον έρωτα
Και κοίταζα ανυπόμονα τη φύση.
Έτσι πέρασε ο καιρός που μου δόθηκε επί γης.
Όταν ζούσα, ο δρόμος οδηγούσε στο τέλμα.
Η ομιλία με πρόδωσε στον μακελάρη.
Λίγα μπορούσα να κάνω.
Αλλά έλπιζα ότι οι κυβερνώντες
Θα ήταν ασφαλέστεροι χωρίς εμένα.
Έτσι πέρασε ο καιρός που μου δόθηκε επί γης.
Σεις όσοι γλιτώσετε από τον κατακλυσμό που έπνιξε εμάς
Να θυμάστε, όταν μιλάτε για τις αδυναμίες μας,
Τους ζοφερούς καιρούς που ξεφύγατε.
Αλίμονο, εμείς, που θελήσαμε να προετοιμάσουμε
το έδαφος για την καλοσύνη, δεν ήμασταν καλοί.
Να μας θυμάστε με επιείκεια.
EΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ
Ομιλία στον εορτασμο της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών.
Οργάνωση Εταιρειας Λογοτεχνών Πάτρα 21-3-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου