ΑΧΑΪΚΑ
Γράμματα - Τέχνες - Πολιτισμός
Τεύχος 14ο: Άνοιξη 2009
ΕΚΔΟΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΧΑΪΑΣ
-4-
-5-
ΑΧΑΪΚΑ
Άνοιξη 2009
Τεύχος 14ο
Τριμηνιαία έκδοση
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας
Υπεύθυνος Έκδοσης
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Νομάρχης Αχαΐας
Επιμελητής Έκδοσης
ΛΕΩΝΙΔΑΣ Γ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Συντακτική Επιτροπή
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΚΑΡΕΛΑ ΜΑΡΙΑ
ΚΟΚΚΟΤΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
-6-
Συνεργασίες:
Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης Κανάρη 46
26222 Πάτρα Τηλέφ. 2610 322 901
Τα κείμενα εκφράζουν τις απόψεις των συντακτών τους και δεν επιστρέφονται.
Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο γραφίστας Δημήτρης Κωστόπουλος.
-7-
ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ
Το σπίτι που γεννήθηκα ...............................................................................................
ΠΑΛΑΜΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Ένα σπίτι των Πατρών .................................................................................................
ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ
Τα πρώτα χρόνια .........................................................................................................
ΜΟΥΛΙΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Οι Παλαμάδες των Πατρών .........................................................................................
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΑΛΑΜΑ .........................................................................
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ...................................................................................
ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΩΝ .................................................................................................
ΖΩΡΑΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
Η πεντηκοστη επέτειος του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά .............................................
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
“Αχαϊκά” τεύχος Κωστή Παλαμά
Το περιοδικό που κατασχέθηκε από τις αρχές κατοχής .............................................
ΒΡΑΒΕΙΑ
Του Α’ Ποιητικού διαγωνισμού στην επέτειο
των 150 χρόνων από την γέννηση του Κωστή Παλαμά ...........................................
Σελ.
11-12
13-23
24-41
42-49
50-61
62-65
66-72
73-92
93-171
172-186
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-8-
ΙΝΤΖΕΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Έτος Παλαμά ..............................................................................................................
ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣ
Σάτιρα και Κωστής Παλαμάς ......................................................................................
ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΗΣ
Βιώματα και αναμνήσεις του Κ. Παλαμά από την Πάτρα του 19ου αιώνα ................................
ΔΑΛΓΑΡΗΣ ΣΤΑΘΗΣ
Αμφορέας αγάπης η ποίηση του Παλαμά ..................................................................
ΜΑΡΟΥΔΑ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑ
Ήλιος στην Απαλαμή του Θεού ..................................................................................
ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ
Βιογραφία ...................................................................................................................
ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Ο Κ. Παλαμάς και οι αγώνες του .................................................................................
ΛΑΖΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Τα κυρίαρχα Ελληνικά πολιτικά περιστατικά
κατά τα παιδικά χρόνια του Παλαμά στην Πάτρα .......................................................
ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΑΛΑΜΑ ...............................
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ
Μια ενδιαφέρουσα πρόταση .......................................................................................
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΑΛΑΜΑ ...............................
Σελ.
187-189
190-194
195-212
213-216
217-218
219
220-224
225-230
231-232
233-240
241-243
244-247
-9-
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΝΘΗ
Παυλόπουλος Γιώργης ...............................................................................................
Μπογδανόπουλος Δημήτρης ......................................................................................
Γκότση-Παναγιωτακοπούλου Δήμητρα ......................................................................
Κοντούλης Θανάσης ...................................................................................................
Σελ.
248-249
249-251
251-253
253-255
-10-
-11-
TO ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί ψυχή και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Της πόρτας του η παλαιική κορώνα, ώ! να, ή καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενή κιθάρα
να συνοδέψει του σπιτιού τ’ ολόχαρο τραγούδι,
προς το παιδί, γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.
Ας ήρθαν τα γεράματα κι ας κύλησαν οι χρόνοι,
Απ’ το ψιμύθρι του αλλασμού κι απ’ του χαμού τη σκόνη,
και απείραχτο κι ανέγγιχτο στη Μοίρα αγνάντια στέκει,
κι από τον κήπο του για με χλωρά στεφάνια πλέκει.
-12-
Του κάκου οι έγνοιες, οι καιροί, πληγές καρδιών και τόπων.
Τα μάτια μου άλλα, κι άλλα είναι τα μάτια των ανθρώπων.
Από την ισκιερή εμπατή στη φωτισμένη σάλα
Με τ’ ακριβό ρόλοϊ χρυσό στην κρυσταλλένια γυάλα,
Όλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα,
προσώπατα, αντικείμενα, με καρτερούν εμένα.
Στο πλάϊ της δούλας της πιστής η αρχόντισσα γιαγιά μου
και η ρήγισσα της προκοπής, η μάνα μου, ω χαρά μου!
το στερνογέννητο καρπό στην αγκαλιά, και πέρα,
μπρός σε χαρτιά το φάντασμα γνοιασμένο του πατέρα.
Και μεσ’ απ’ τους ανασασμούς του ρόδου και του δυόσμου
και δουλευτής και φυτευτής του κήπου, ο αδελφός μου.
Και πιο βαθιά ,κατάβαθα, σαν άλλου κόσμου πλάση
να! Ολόρθο, αξήγητο, κρυφό, στον κήπο ένα κοράσι.
Του πρώτου πόθου το ιερό προφήτεμα, η παιδούλα!
Στη χαραυγή μου γέλασμα, στη δύση μου τρεμούλα.
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό και σαν απάτητο, με ζη και με προσμένει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
-13-
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Χρήστου Παλαμά
Ολίγον παραπάνω από το σημερινόν Τηλεγραφικόν και Ταχυδρομικόν κατάστημα επί της εγκαρσίας οδού Κορίνθου και εις το εκείθεν 28ον τετράγωνον της πόλεως, κοντά εις το τέλος αυτού, ή εις την γωνίαν που συναντά την κάθετον οδόν Κολοκοτρώνη, ευρίσκεται σήμερον η υπ’ αριθ. 77 της ειρημένης οδού οικία, της οποίας το Πατρινότατο και πολλά υποσχόμενον Ημερολόγιον της Πατρινής «Ακαδημείας» μας δίδει την φωτογραφικήν απεικόνισιν.
Η οικία αυτή, το σπίτι αυτό εσφηνωμένον μεταξύ δύο καλλιτέρων του οικοδομών της οδού σήμερον, τουλάχιστον υψηλωτέρων, όσον και αν είναι περιποιημένο εξωτερικώς, χρωματισμένο και φκιασιδωμένο, φαίνεται ταπεινώτερον των εκατέρωθεν γειτονικών αυτού καινουργών, και όμως ειμπορεί να είναι και πρέπει να είναι τόσον διασημώτερον και υψηλοφρονέστερον, αν ημπορεί να μεταχειρισθεί τις δι’ άψυχον κτίσμα το επίθετον αυτό. Το σπίτι αυτό έχει κάποιαν ιστορίαν ή ιστορικήν σημασίαν. Είς το σπίτι αυτό είδον το πρώτον το φως, εγενήθησαν και ανεπτύχθησαν δυό διάνοιαι, δύο φιλόλογοι και διασημότητες και γνωστά και φημισμένα ονόματα της σύγχρονου εποχής, της αυτής μεν πνευματικής οικογενείας και πολιτογραφήσεως αλλά διαφόρου φύλου, φυλής και εθνικότητος, γειτονικής όμως πάντοτε και συγγενούς, καθώς και πλησιαζούσης ηλικίας και χρόνου γεννήσεως. η Ιταλίς συγγραφεύς Ματθίδη Σεράο και ο ημέτερος ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Και περί μεν του Κωστή παλαμά ο χαράσσων τας γραμμάς ταύτας πρωτότερος αδελφός του, δεν είναι βέβαια αρμόδιος να εξάρη το όνομά του και ηχώ μόνον γίνεται της φήμης του, όσον είναι αρμόδιος να πιστοποιήση επακριβώς τον τόπον και τον χρόνον της γεννήσεώς
-14-
του και ίσως να απομνημονεύσει ενταύθα, ή αλλού που επικαιρότερον, σημεία τινά και χαρακτηριστικά των πρώτων ημερών του πιστευτότερος βέβαια παντός άλλου. Περί δε της εν τη αυτή οικία και ολίγον καιρόν προτήτερα γεννήσεως της Ματθίλδης Σεράο μοι παρεσχέθησαν και παρέχονται επίσης ασφαλή διδόμενα να πιστοποιήσω και βεβαιώσω ταύτην, ως εκ της κυριότητος και ιδιοκτησίας της οικίας ταύτης της οικογενείας μας κατά τους χρόνους εκείνους, οικίας δια την οποίαν και αι ιδικαί μου προσωπικαί και παιδικαί αναμνήσεις μου επιτρέπουν, αλλά και υπαγορεύουν, να γράψω και να επιφέρω και μερικά άλλα πράγματα συνδεόμενα και σχετιζόμενα με τα παλαιότερα χρονικά των Πατρών, δια να μη είπω ιστορίαν.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Το σπίτι αυτό κατ’ εκείνην την εποχήν είχεν ασημότερα κοντά του και ολόγυρά του γειτονικά σπίτια και ήτο πάλιν εσφηνωμένον μεταξύ δύο άλλων πολύ παλαιοτέρων και ασημοτέρων από αυτό. τα σπίτια αυτά και τα δυο από την μίαν πλευράν και την άλλην, ανήκον εις τον αυτόν ιδιοκτήτην, ένα γέροντα Ηπειρώτην φούρναρην, με μίαν μακράν φουστανέλλαν και ένα καρβέλι εις την ράχη του και όνομα ολίγον ασήνηθες «Τριαντάφυλλος Σίγμα- Πόβος» ο οποίος εκατοικούσεν μεν ο ίδιος εις ένα από αυτά τα σπίτια μεσημβρινώς
-15-
με τη δεύτερή του γυναίκα και δυό προγοναίς αυτής – επιρρεπούς εις μέθην, εξ ου είχαμεν συχνά νυκτερινάς σκηνάς, δαρμούς κτλ. αι οποίαι μου είχαν αφήσει όχι μικράν εντύπωσιν εις το πνεύμά μου, είχε δε αποκάτω, κολλημένον εις το αριστοκρατικώτερον οπωσδήποτε σπίτι μας τον φούρνο του, θερμαίνοντα τους ενοίκους δωρεάν μεν τον χειμώνα, ανυπόφορα δε το καλοκαίρι και γεννοβολούντα και εκπέμποντα πληθύν σκαθαριών και ποντικών εις τους γείτονας. της δε άλλης αρκτικής οικίας ενοικίαζε το επάνω μεν πάτωμα δια κατοικίαν,
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς
-16-
το δε ισόγειον εις επιπλοποιόν Ιταλόν, ρεμεσιέρικο, το οποίον δεν έδιδεν ολιγωτέραν ενόχλησιν εις τους γείτονας και ολιγώτερον κίνδυνον πυρκαϊάς, αλλά και ολιγωτέραν τέρψιν εις εμέ παιδίον, ο οποίος όχι μόνον παρηκολούθουν τα θαυμαστά του τόρνου και της λεπτουργικής τέχνης έξωθεν αυτού και ηνάγκαζα τους γονείς μου να μου προμηθεύσουν τα στοιχειωδέστερα των εργαλείων αυτής, αλλά και σημάδια ακόμη φέρω της κλέφτικης εκείνης μαθητείας μου και αδεξιότητος, ουλάς εις αμφοτέρας τας χείρας μου.
Επάνω από το ρεμεσιέρικο κατώκουν κατ’ αρχάς οι ιδρυταί της εις τα σπάργανα ακόμη ευρισκομένης βιομηχανίας σχετικής με το επάγγελμα του ιδιοκτήτου, ατμαλεστικής και αρτοποιίας τοσαύτην επίδοσιν λαβούσης κατόπιν εις την γειτονικήν ανατολικήν πλευράν της φάμπρικας, ως ελέγετο τότε, του Λίαλιου κατώκησε δε κατόπιν επί πολύ και ο πολύς τότε δικηγόρος Νεοκλής Κατρατζάς με την ωραίαν εξ Αιγίου σύζυγόν του, την πρόσχαρη φυσιογνωμίαν του και το αδιάκοπο σιγάρον εις το στόμα, πριν ή οικοδομήση την γειτονικήν οικίαν του.
Βλέπετε τότε, ως επί το πλείστον, όσοι άφηναν μίαν στέγην σε μία γειτονιά, επεδίωκον άλλην εις την αυτήν συνοικίαν και έτσι εκάθισε κατόπιν εις το σπίτι μας αυτό ο Ι. Κορίνθιος, του οποίου η κατοικία και η της θείας του χήρας του Παναγιωτάκη Ζαΐμη ήτο η επί του αυτού τετραγώνου και της αυτής οδού μεσημβρινώτερον γωνιαία μεγάλη οικία, όπου και το πολιτικόν σαλόνι του Θρασυβούλου Ζαΐμη και η αρχοντική δεξίωσις της κυρά Παναγιωτάκενας και εις τα ισόγεια της οποίας ήτο εγκατεστημένον το Ταχυδρομείον υπό την διεύθυνσιν ή επιστασίαν του υποδειγματικού εκείνου υπαλλήλου Θεμιστοκλή Ιωαννίδη με τους επιβλητικούς βοηθούς του Βλαχοπαπαδόπουλον και Νεράγκαθον. Το αντικρυνό αυτής της οικίας και γωνίας μεγάλο σπίτι του Μανώλη Σπυρόπουλου, τότε, νομίζω, οικοδομήθη, η δε άλλη γωνία όπου σήμερον το Τηλεγραφείον και Ταχυδρομείον κατείχετο υπό μιας από τας ευρυχωτέρας οικοδομάς της πόλεως και επισημοτέρας δια τας αιθούσας της του Δημητρίου Δεσποτοπούλου, όπου και εδόθη και ο μέγας χορός της πόλεως κατά την έλευσιν του Βασιλέως Όθωνος, του οποίου κατοικία είχεν ορισθή η ολίγον παρακάτω περίοπτος οικία Κρεμμύδη. Ήτο μία από τας υγιεινοτέρας η συνοικία αυτή και είχον συγκεντρωθεί εις τας ολίγας ενοικιαζομένας οικίας της πολλοί
-17-
δημόσιοι υπάλληλοι και επιστήμονες προ της επικτήσεως ιδίων οίκων ως οι δικηγόροι Χοϊδάς, Πεταλάς, Γουλιμής και ο μνησθείς Καρατζάς, ο μοίραρχος Γινοβίλης, ο νομοΐατρος Άννινος κ.λπ. αλλά και πλείστοι των πρώτων οικιστών της πόλεως, ως υψηλότερα επί της αυτής οδού Κορίνθου ο Χίος Γλαράκης οικοδομήσας την θαυμασίαν δια τους ανθωνάς της ιδίως μεγάλην οικίαν νυν Κούρση, ο Α. Κρητικός, ο Πατρινός και επί της οδού Αγίου Νικολάου ο Τσούκος, ο Τζίνης , ο Μακρυγιάννης, ο Πράτσικας και άλλοι. Ίσως δια τον αυτόν λόγον είχον συγκεντρωθεί εκεί που, και τα τότε φημισμένα σχολεία Πορφυροπούλου αρρένων και Μητσοπούλου θηλέων, και είχεν εγκαθιδρυθεί εις την περί ης αι γραμμαί μου αυταί οικίαν και το πρώτον ουχί άσημον Παρθεναγωγείον της Παυλίνας Μπορέλλη, η οποία έγινε κατόπιν κυρία Σεράο και εγέννησε την Ματθίλδην Σεράο τω 1856.
Τώρα αν αφηγηθώ πως ήλθεν εις τας Πάτρας η περικαλλής και λογία Μπορέλλη μετά των δύο αδελφών της εξ Αθηνών ορμώμεναι θα επήγαινα πολύ μακράν. ίσως εις άλλην ευκαιρίαν πράξω τούτο. αρκεί να σημειώσω ότι εις το εν Πάτραις Παρθεναγωγείον της εις το οποίον εφοίτησαν και έλαβον την πρώτην μόρφωσιν τα των καλλιτέρων οικογενειών κορίτσια της εποχής εκείνης και κατόπιν διακεκριμμέναι δέσποιναι, ως η Μαλτέζου, Γεωργακοπούλου, Αννίνου, Πεταλά, Γαλιάτσα και άλλαι, και εις το πρότυπον νηπιαγωγείον του οποίου είχα το προνόμιον να φοιτώ και ο υποφαινόμενος, σαν νοικοκύρης του σπιτιού, και όπου εδιδάχθηκαν τα πρώτα γράμματα και πραγματογνωσίαν, από μίαν ειδικήν παιδαγωγόν Λουτσίαν, της οποίας τηρώ εις την μνήμην την συμπαθεστάτην φυσιογνωμίαν, εις το σχολείον λέγω, αυτό ήτο Καθηγητής της μουσικής ο Ιταλός πρόσφυξ Φ. Σεράο, ο οποίος τότε ενυμφεύθη την διεθύντριαν και παρέμεινεν ένοικος εις την οικίαν ταύτην μέχρι του Αυγούστου του 1857, πληρώνων τακτικά τα ενοίκια – και τι ενοίκιον, αν αγαπάτε, 66 μόνον δραχμάς τον μήνα δι’ όλον εκείνον τον ευρύχωρον σχολικόν χώρον οπωσδήποτε, όστις εχρησίμευσε και μετά δεκαετίαν πάλιν, κατά σύμπτωσιν, δια Παρθεναγωγείον της Χρυσάνθης, νομίζω, ότε αφήκαμεν ημείς την κατοικίαν αυτήν τω 1865, αντί διπλασίου όμως ενοικίου 125 δραχμών. Και αν θέλετε επίσημον τρόπον τινά βεβαίωσιν περί τούτου ή έγγραφον πιστοποίησιν παρεκτός της
-18-
σωζομένης μνήμης – και είναι ίσως αναγκαία αύτη προκειμένου περί της γεννήσεως εξόχου συγγραφέως, της οποίας την πατρίδα θέλουν και ευλόγως κολακεύονται να διεκδικούν αι Πάτραι, αλλά και η ιδία όχι μόνον δεν αρνείται αλλά και γεραίρει και εις πολλάς περιστάσεις επέδειξε την στοργήν της, έχω να σας δείξω τας εις τα σωζόμενα λογιστικά βιβλία και άλλα έγγραφα του πατρός μου αποδείξεις και παλιόχαρτα υπογραφάς και σημειώματα δια τον Φ. Σεράο τα οποία εχρησίμευσαν ως μίτος και ενδόσιμον εις τα απλά ταύτα απομνημονεύματα μιας φεύ! τόσον δι ημάς τους πρεσβύτας προσφιλούς και ελκυστικής παιδικής ηλικίας, χαρτιά τα οποία κατά τον επωαζόμενον τότε εν τη οικία ταύτη ποιητήν.
Από κάπου τα ξέθαψα Του πατέρα μου γράμματα
Μια μέρα ξεχασμένα Ξερόφυλλα τριμμένα
Χαρτιά σα φύλλα κίτρινα, Ρημμέν’ απ’ το χλωρόδεντρο
Λόγια μισοσβυμένα. Της αγάπης ωϊμένα!
Του πατέρα μου γράμματα Σε φωλιάς ψιθυρίσματα
Που αγάπης νέο βλαστάρι Που μιλάτε, σα στόμα
Την παιδούλα μητέρα μου Κελαϊδείτε φιλήματα
Τάγραφε πριν την πάρη. Και μου δείχνετ’ ακόμα
Ω λείψανα που σπέρνετε Τον ίδιο εμένα αγέννητο
Μια βαθύτερη θλίψι Να πολεμώ αυτού πέρα
Κι’ απ’ των τρανών πανάρχαιων Απ’ τα σκότη του ανύπαρκτου
Ερειπίων τα ύψη! Για να βγω στην ημέρα.
(Κωστή Παλαμά «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι»)
Αλλά μη μου ζητήσετε να σας ειπώ και την ηλικίαν του σπιτιού αυτού – αν και σώζονται εις τα χαρτιά μου και περί τούτου εκμαρτύρια- διότι η ηλικία των οικιών κρύπτεται υπό τας μεταγενεστέρας επιδιορθώσεις, τα χρωματίσματα και φκιασιδώματα αυτών ως η γυναικών. σήμερον δε δεν ημπορώ να την προδώσω, διότι δεν μου ανήκει, αρκεί μόνον να σας σημειώσω ότι προκτήτωρ
-19-
του Τριανταφυλλοπούλου, παρ’ ου ηγόρασεν ο πατήρ μου ήτο ο εκ Κερκύρας Α. Ζαβογιάννης, τούτου δε ο Αθ. Πόγγης, όστις την είχεν οικοδομήσει αγοράσας το εθνικόν και ανταλλακτέον οικόπεδον από τον Γ. Αθανασίου. Επικτήτωρ δε ημών εγένετο τω 1880 ο Χ. Κρεββατάς, προς ον επώλησα (φεύ)! ο ίδιος υποφαινόμενος εκ σκληράς ανάγκης χωρίς να λογαριάσω ούτε το δι’ εμέ χθεσινόν παρελθόν του ούτε βέβαια την μέλλουσαν σημασίαν του. Από την μνήμην μου όμως θα σας ρίψω και άλλα τινα ψύχουλα περί αυτού, τοσούτω μάλλον όσω αυτά δεν ημπορεί παρά να θεωρήσετε αναμφισβήτητα πιστοποιητικά περί της εν αυτή γεννήσεως και παιδικής αναπτύξεως του ετέρου των προσώπων της.
Και έτσι ερχόμεθα εις την ασφαλή ημερομηνίαν που εγεννήθη ο ημέτερος ποιητής και αδελφός, την 13 Ιανουαρίου 1859, ήτοι μετά δεκαπέντε μήνας από της εν τη οικία ταύτη εγκαταστάσεως της ιδικής μας οικογενείας πλέον και δύο περίπου χρόνους από της εντός αυτής γεννήσεως της Ματθίλδης Σεράο, ίσως και εις τον ίδιον θάλαμον, διότι ένας κυρίως ενεδεικνύετο ο κύριος κοιτών των ενοίκων. Θέλετε άλλην βεβαίωσιν ή λεπτομέρειαν; Ημπορώ να σας είπω και την ημέραν και την ώραν από άλλο ιδιόχειρον σημείωμα της μητρός μου, καθότι η μνήμη μου μόνον την χαρμόσυνον πρώτην εντύπωσιν διετήρησε της αποκτήσεως του μόνου τότε αδελφού και της εν αυτώ αναπτύξεως βαθμηδόν όλων των διανοητικών αυτού δυνάμεων και χαρισμάτων. Το σημείωμα λέγει: «ημέραν Τετάρτην ώραν 2μ.μ.» Το δε επισημότερον πιστοποιητικόν και τον ωραιότερον εικονισμόν του τόπου της γεννήσεώς του μας δίδει άλλως ο ίδιος ποιητής εις την σειράν των θαυμασίως εκείνων σοννέτων του της «Πατρίδος» δια του πρώτου αυτών:
Όπου βογγάει το πολυκάραβο λιμάνι
Απ’ άγριο κύμ’ απλώνεται δαρμέν’ η χώρα
Και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνη
Τα πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ’ αμπέλια την πλουτίζουν τώρα
Το κάστρο της φορεί παλαιϊκό στεφάνι,
-20-
Δίψα του ξένου Φράγκου, Τούρκου από την ώρα
Που το διπλοθεμέλιωσαν οι Βενετζάνοι.
Ένα βουνό αποπάνω της αγρυπνοστέκει,
Κι’ ο Παρνασσός λευκοχαράζει στον αέρα
Βαθιά, κι’ ο ρουμελιώτης ο Ζυγός παρέκει.
Αυτού πρωτάνοιξα τα μάτια μου στη ’ μέρα
Κι η μνήμη μου σαν όνειρο του Ονείρου πλέκει
Γλυκειά μισοσβυσμέν’ εικόνα, μια μητέρα….
Την μητέρα αυτήν εκεί μέσα σ’ αυτό το σπίτι έχασεν ο ποιητής και ο θάνατος αυτός υπήρξε μόλις είχαν περάσει έξη χρόνια το πρώτο σπαρτάρισμα της παιδικής αυτού καρδίας, και παντοτεινή θλιβερά ανάμνησις, όπως αισθάνεται και ψάλλει ύστερα από τόσον καιρό ο ποιητής:
Όταν η δόλια η μάνα μου τον κόσμο παραιτούσε
Μ’ επήγαν κι’ εγονάτισα μικρό πουλί μπροστά της
Την τελευταία της πνοή ο Χάρος ερρουφούσε
Κι’ έμενε μόνο θλιβερή σαν κάτι να ζητούσε
Η υστερνή ματιά της,
Να σβύσει δεν την άφηνε σα φως από καντύλι,
Προτού της εύρη μια φωλιά να μοιάζει τη φωλιά της
Σ’ άλλη καντύλα ήθελε το φως της να το στείλει,
Και ήρθε μέσ’ τα μάτια μου και πάλι ν’ ανατείλει
Η υστερνή ματιά της.
Και από τότε ό,τι θωρώ και σ’ ό,τι σταματήσω
Το κουρασμένο βήμα μου πικρής ζωής διαβάτης
Σα ’μάνα θα τα’ αγκαλιασθώ και θα το αγαπήσω
Γιατ’ είναι μέσ’ τα μάτια μου όσο να ξεψυχήσω
Η υστερνή ματιά της.
-21-
Σε σαράντα ακόμη μέρες από το σπίτι αυτό έβγαζαν νεκρό και τον πατέρα… γκρεμίζονταν το νοητό της οικογενείας οικοδόμημα χαλούσε η ζεστή φωλιά κ’ εσκορπίζονταν τα μέσα της άπτερα ακόμη πουλιά στους τέσσαρες ανέμους…
Και δια να μη τελειώσω κι’ εγώ λυπητερά, ω αναγνώσται μου, διότι ο σκοπός των γραμμών αυτών είναι άλλος και δια να μη σας περιγράψω από την έκθεσιν των πραγματογνωμόνων – που πουλήθηκε το σπίτι αυτό – ούτε από την συμβολαιογραφικήν απογραφήν το περιοχόμενο αυτού, θα αντλήσω από την μνήμην μου μίαν πραγματικωτέραν εικόνα αυτού, όπως και πλείστων άλλων παλαιών οικιών της πόλεως, όπως ήτο όταν εχρησίμευε δια Παρθεναγωγείον της Μπορέλλη και διανομήν του Σεράου, ως κατοικία του δικαστού κατόπιν πατρός και της οικογενείας του ποιητού δια σχολείον πόλιν θηλέων εκ νέου και κατοικία άλλων εφεξής αστών, όσω να λάβη την σημερινήν αυτού μορφήν και διασκευήν εσωτερικώς υπό την οποίαν ίσως δεν θα το ανεγνώριζα:
Ω εκείνες οι κολώνες του, δηλαδή το υπόστεγον αυτών και το λιθόστρωτον προ της εισόδου με τα αδιάκοπα παιγνίδια του κούτς- κούτς επ’ αυτού. η πλακόστρωτος εκείνη είσοδος και ο μακρύς και ευρύς διάδρομος του ισογείου με τους δύο εκατέρωθεν ευρυχώρους θαλάμους, όπου στον ένα εδιδάσκετο η πολυαριθμωτέρα τάξις των σχολείων και τον άλλον τα νήπια της Λουτσίας, κατόπιν γραφείον του δικαστού πατρός και δωμάτιον των διασκέψεων του δικαστικού συμβουλίου της Οθωμανικής εκείνης εποχής με τους «Πανδέκτας» και τα «Βασιλικά» επί της τραπέζης και ολόγυρα αυτής οι μετά την έκρηξιν της 8βριανής επαναστάσεως του 1862, της σχούσης και εκεί μέσα τον αντίκτυπόν της. Μέλλοντες Εισαγγελείς Εφετών Κωνσταντόπουλος και Ροϊλός και Αριστείδης Οικονόμου και λοιποί νεαροί συνάδελφοι του πρεσβυτέρου προδρεύοντος πατρός, ον περιεστοίχιζον με τόσον σέβας. Από εκεί έξω αμέσως ή ως μωσαϊκόν χαλικόστρωτος αυλή, το αναψυκτήριον των παιδών με το πηγάδι της και το μοναδικόν πόσιμο νερό του την εποχήν εκείνην την προϋδραγωγικήν, το επεκτεινόμενον ως στέγη κλήμα και συνεχεία εις το βάθος ο μικρός εκείνος κήπος ο δια παιγνίδια και τας ασκήσει των μαθητριών προωρισμένος κατασταθείς κατόπιν με την κατανάλωσιν όλων των διαθεσίμων ωρών και παιδικών
-22-
ιδρώτων μου απολαυστικόν περιβόλι και πλούσιος ανθών και ροδεών ή παιδικός παράδεισος, του οποίου τας κλεις κατείχε ζηλοτύπος ο πρεσβύτερος υιός ουδέ εις τους γονείς επιτρέπων την αυθαίρετον είσοδον, παρά μόνον εις την μητέρα να διδάσκη τα πρώτα γράμματα αποκάτω από την λεμονιά του εις τα μέλλοντα ορφανά παιδιά της, και εις τον πατέρα με τον Καλλιγά και το κομπολόι στο χέρι να ξεκουράζεται ολίγον επί του αγροτικού σοφά του, άνωθεν δε αυτού τα λιακωτά και οι ταράτσες της ηλιάσεως και αποστεγνώσεως του σίτου και των ζυμαρικών των γειτονικών φούρνων, λιακωτά προς τα οποία ησκείτο όλη η αναρριχητική δεξιότης μας και καταδιωκτική δια των ιξών καταδίωξις των απειραρίθμων στρουθίων. Παρέκει το πλυσταριό και η αποθήκη η ως εστιατόριον και αναψυκτήριον χρησιμεύουσα, λεπτουργικόν δε εργοστάσιον επί της βασιλείας μου και εις το βάθος του κήπου η συκιά, η συκιά εκείνη η άγρια και άκαρπος και μυστηριώδης περί ην συνεκεντρούντο όλες οι νεράιδες των παραμυθιών και διηγήσεων της νταντάς μας χωρίς να κατορθώσουν να μας φοβίσουν και αποτρέψουν από το μεσημβρινό εκείνο μοναχικόν κατάστημα το καλοκαίρι.
Θέλετε τώρα να αναβώμεν εις επάνω πάτωμα –όχι βέβαια ένα – ένα σκαλοπάτι την κλίμακα, την οποίαν κατερχόμεθα εις δύο συρμούς επί της ράμπας της- και να εισέλθωμεν εις την ωραίαν του αίθουσα των εξετάσεων και των κατόπιν φιλικών συναθροίσεών μας επί των ανησυχαστικών ημερών ιδία της Μεταπολιτεύσεως του Οκτωβρίου, με την άποψιν εκείθεν και το γοργόν ακρόασμα του κωδονοστασίου της «Φραγκόκλησσας» η εις το ιδιαίτερον διαμέρισμα της γιαγιάς, όπου και το ιδικόν μου γιατάκι και από το οποίον μαζί με τας πρώτας ακτίνας του ανατέλλοντος ηλίου έπεφτε το βλέμμα μου καταναγκαστικώς κάθε πρωί εις το ιδιάζον εκείνο διάδημα και ταντέλωμα του Κάστρου ή παρέκει εις τον κοιτώνα των γονέων, όπου εσπεύδομεν ανυπόδητοι τρέχοντες το πρωί άμα ανοίγαμε τα μάτια μας να εισδύσωμεν και λάβωμεν τα πρώτα θερμά φιλήματα αυτών;
Εκεί μέσα εις τον οικογενειακόν όντως αυτόν παράδεισον και εις τους θερμούς κόλπους της μητέρας, που έχασε τόσον πρόωρα και έκλαυσε τόσον όψιμα ο ποιητής, ήρχισεν η πρώτη του μαθήτευσις και μετά βραδυτάτην λειτουργίαν της γλώσσης και της ομιλίας,
-23-
ταχυτάτην δε ανάπτυξιν και εκδήλωσιν εκτάκτου νοημοσύνης και κάποια καλλαισθητική και ποιητική, ούτως ειπείν, προπαίδεια της μητρός από τα περιοδικά αναγνώσματα της εποχής εκείνης. Εκεί, φαίνεται, πολύ πρόωρα ησθάνθη και κάποια άδηλα σκιρτήματα της παιδικής του καρδίας προς μικράν ταπεινήν συμπαίκτρια και χαριτωμένην γειτόνισσαν, της οποίας ίσως και ο ίδιος να διετήρησε την μελιχράν ανάμνησιν και εμπνευστικήν αναπόλησιν.
Αλλά ας τελειώσω με τους από την «Ασάλευτη ζωή» στίχους τους αναφερομένους εις την σαλευθείσαν εκείνην πρώτην ζωήν του από σεισμόν που εξεθεμέλιωσε σχεδόν ο απηνής χάρος το πρώτον σπίτι:
Όσο περνάν τα χρόνια μου Καλόστα τα σπιτιάτικα
Κι’ όσο περνώ μ’ εκείνα, Μεθυστικά γιορτάσια!
Τόσον γλυκά τριγύρω μου Στα μάτια του μισόκοπου
Μοσχοβολάν τα κρίνα Μαγιάτικα κεράσια
Των πρωτινών Απρίληδων…. Ροδίζουν και σταλάζουνε
Τα παιδιακίσια χρόνια Δροσιά και γλύκα. Ω πόσο!
Που κελαϊδάν αηδόνια Πεινώ και πάνω ν’ απλώσω
Σε νύχτες και σ’ ερμιαίς. Τα χέρια προς αυτά.
Καλόστα τα Χριστούγεννα Κι’ απάνου απ’ όλα – ω θύμιση!-
Καλώς τον Άη Βασίλη! Καλόσμου την τρεμούλα
Παιδάκια με τα Κάλαντα Για την παιδούλα του είναι μου
Στα λυγερόηχα χείλη. Την πρώτη Ρηγοπούλα…
Σε μυστικό ξημέρωμα Καλόστο προς το βράδιασμα
Του λιβανιού οι αχνάδες, Το γαληνό ακρογιάλι.
Ανάψαν οι λαμπάδες Εγώ ήμουν η μεγάλη
Κι’ αστράψαν οι εκκλησιές. Του πάθους τρικυμιά.
ΧΡ. ΠΑΛΑΜΑΣ
-24-
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κωστή Παλαμά
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
στοιχειό, και σαν απάτητο με ζη και με προσμένει.
«Τα ΠΑΡΑΚΑΙΡΑ» (Το σπίτι που γεννήθηκα).
Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859. Πέμπτη, απομεσήμερο, στις δύο η ώρα, δεκατρείς του Γεννάρη. Τα νούμερα κρατώ από τον αδερφό μου. Αν καλά θυμούμαι, τα γνώριζε από κάποιο καταστιχάκι της μητέρας μου ή του πατέρα. Μέσα σ’ αυτό σημειωμένα έτσι, χρόνος, ημέρα, ώρα, οι ερχομοί στον κόσμο και για τ’ άλλα δυο τ’ αδέρφια μου.
Το σπίτι μας πατρικό δίπατο. στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια. σύμφωνα με κάποιο αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, ανίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία. Το σπίτι μας το βλέπω τώρα στη φωτογραφία του. είχανε την καλωσύνη να μου την προσφέρουν, ύστερ’ από πόσα χρόνια! Δυο πατρινές αξιαγάπητες κοπέλλες. συγυρισμένο κάπως και πασαλειμμένο φανταχτά. μα στον κύριο ρυθμό του πάντα το ίδιο. Το σπίτι μας έστεκε σε δρόμο πλατύ κάπως που τραβούσε όλο ίσα, καθώς όλοι της κάτω χώρας οι δρόμοι. σταματούσε από τη μια μεριά- δηλαδή για μένα σταματούσε. Πιο μακριά δεν ήξερε που πάει ο δρόμος,- εσταματούσ’ εκεί σ’ έν’ άλλο σπίτι, χαμηλότερο, μικρότερο. Το κατοικούσε μια φαμίλια φιλική. Από την άλλη τη μεριά ο δρόμος έβγαινε προς το περιβόλι της Αμαλίας. έτσι λέγοταν με τ’ όνομα της πρώτης βασίλισσας ο κήπος ο δημόσιος που με πήγαιναν καμιά φορά παιδάκι. Δε θυμούμαι του περιβολιού γνωρίσματ’ αλλά. μονάχα τα δεντρολίβανα. πυκνά συμπλέγματ’
-25-
αραδιαστά, μαυρολογούσανε μπροστά μου. Δε βλέπω και δε μυρίζομαι δεντρολίβανο, χωρίς να μου φανεί στα μάτια το περιβόλι της Αμαλίας. Σαν ένα ισκιωμένο δασάκι, περιποιημένο, ήσυχο. δεν ξέρω αν κάπου μέσα εκεί ανάβρυζε κανένα σιντριβάνι. σα να μου έρχεται στο νου τέτοιο κάτι. μα καλά καλά δεν καταλαβαίνω αν είναι γέλασμα μνημονικό η αν είναι του θυμητικού μου μια μισοσβυσμένη εικόνα. Έτσι φέρνω στο πρώτο των «Πατρίδων» μου σονέττο. Μέσα στην «Ασάλευτη Ζωή», την εικόνα της μητέρας μου, κι αυτή μισοσβυσμένη. Όσα θυμούμαι θέλω να σημειώσω εδώ, και όπως τα θυμούμαι. Το περιβόλι της Αμαλίας, από τα πιο απλά, τα πιο παλιά, τα πιο μονότονα ενθυμήματα. κάτι σαν εξοχή και σαν καταφυγή. Και είναι η πρώτη γνωριμία μου με ό,τι λέμε φ ύ σ η. πόσο πάντα τη λαχτάρησα και πόσο λίγο μου δόθηκε να τη χορτάσω και μ’ όλη μου την πείνα. Θυμούμαι ζωηρά. εκεί που με πήγαιναν παιδάκι, το φως έπεφτε σαν αραιό και σαν ανάμεσ’ από μια σκέπη. και μένει μέσα μου από το περιβόλι κάποιο αχνόφεγγο σα δειλινού την ώρα που ο ήλιος γέρνει. Και ίσως από τότε θα κρατώ, και μ’ όλη την αγάπη προς τον ήλιο, κάτι χλωμό και κάτι σκοτεινό που κρύβει, λένε, η σκέψη μου. Της Πάτρας εκείνης δεν έχω στο νου μου άλλες μεριές, Μονάχα το Γεροκομειό, το εξοχικό το μοναστήρι που μονάζουν εκεί πολύ περισσότερο από καλόγερους οι χαροκόποι της χώρας και τα κοσμικά τα πανηγύρια. Μα το θυμούμαι πιο πολύ σαν όνομα παρά σαν τόπο. Και τα Ψηλαλώνια. ο κεντρικός πλατύς τετράγωνος περίπατος που αντίκρυζες από τα ύψη του το ηλιοβασίλεμα, θαρρώ, σε όλη του τη δόξα. Και ζωηρότερα πάντα, κ’ ύστερα και μαζί με το περιβόλι που σας είπα, το μώλο. Το μώλο με τη θάλασσα την άγρια, την πολύβοη, την ακοίμητη. Και το φανάρι του μώλου στην άκρη1.
1Βλέπε στον τόμο της «Πολιτείας και Μοναξιάς» το ποίημα «Στη χώρα που με γέννησε» και απ’ αυτό πολύ πριν, το πρώτο μου σονέττο των «Πατρίδων», στην «Ασάλευτη Ζωή». Τραγουδούνε την αγάπη μου προς τη θάλασσα την Πατρινή.
-26-
Τίποτε δεν αισθάνομαι πως αγάπησα και απ’ όλα τα πρόσωπα που παίρνει αράδα η φύση, τίποτε πιο πολύ από τη θάλασσα.
Όμως αγάπη κι αυτή, σαν όλες μου τις αγάπες, ιδεατή και από ένα κάποιο μάκρεμα, πάντα με του ονείρου τον παραδαρμό παρά με το σπαρτάρισμα της απολαβής.
Κολλητά με το σπίτι μας έν’ άλλο σπιτάκι μ’ ένα μπαλκόνι ξύλινο και μ’ ένα φούρνο κάτου. Ο φούρναρης κράζοταν Τριαντάφυλλος. Θυμούμαι κ’ ένα μαραγκό. Εδώ θολώνει η μνήμη όσο δεν παίρνει άλλο. και ο μαραγκός χωρίς όνομα, και τίποτε από μαγαζί δεν ξεχωρίζει. Θυμούμαι και κάποιον άλλον αντικρύ. δεν ξέρω τι και ποιος να ήταν. Ξέρω πως είχεν ένα κοριτσάκι. κι αυτό το κοριτσάκι, η Φωτεινή. Το σπίτι μας απλώνοταν από την πίσω του την όψη σ’ ένα περιβολάκι. Το βασίλειο του μεγάλου μου αδερφού. Το καλλιεργούσε το περιβολάκι, ποτιστής του, σκαλιστής, καλοσυγυριστής. έκαμε μέσα εκεί και τον ξυλουργό. μαστόρευε πάντα. Είμουνα πολύ μικρός για να δουλεύω μέσα εκεί, και να το κρατώ στο λογισμό μου καθαρά κάπως το περιβολάκι. Μα κάθε φορά που θα το θυμηθώ, μαζί θυμούμαι πάντα σα μια λαμπρή και ασάλευτη και αέρινη, μια ζωγραφιάν ανέκφραστη, σαν καρφωμένη μυστική και αξήγητη, κατάμεσα στο περιβολάκι, πιο πολύ άγαλμα παρ’ άνθρωπον, όμως αγαλμ’ από αέρα και από αιθέρα και από μια ουσία λεπτεπίλεπτη. άγαλμα σκυμμένο προς εμέ, χωρίς μιλιά και χωρίς καμιά χειρονομία και χωρίς κανένα σάλεμα. κάτι ψεύτικο που καλά δεν καταλαβαίνω να σας πω πραγματική κι αν είναι ενθύμηση κι αν είναι κατασκευή της φαντασίας μου,- την αντικρυνή μου τη γειτόνισσα, τη Φωτεινή. Τη Φωτεινή δεν τη θυμούμαι πουθενά αλλού. ούτε στο σπίτι μας, ούτε στο δικό της. ούτε πως ήτανε στο πρόσωπό της, ούτε τι φορούσε, ούτε τίποτε. μονάχα ένα φως και κάτι λιγότερο από χαμόγελο, χυμένο απάνου της, μα και βαθύτερο. Και αυτό στοχάζομαι πως θα ήτανε το φανέρωμα σ’ εμέ της πρώτης αγάπης. Και δεν ήμουν πιο πολύ από πέντε ή έξη χρονών παιδάκι. και θαρρώ πως γεννήθηκα με την αγάπη. και πως αμέσως με το γάλα της μάνας μου βύζαξα την αγάπη της γυναίκας.
Το βαθύ σημάδι που χάραξε μέσα μου η εικόνα της πραγματικής ή της ιδεατής αυτής – καλά καλά δεν ξέρω- Φωτεινής, προσπάθησα να το παραστήσω σ’ ένα μου τραγούδι. Και η ποίησή μου, όποια και
-27-
η αξία της, δεν είναι, με όλη της την ξεχωριστή και κάπου κάπου δυσκολοξεσκέπαστη- τουλάχιστον για πολλούς- γλώσσα της, παρά κι αυτή μια ιστορία της ζωής μου. Είπα «τουλάχιστο για πολλούς». γιατί μια κλίκα, υποθέτω, από ανθρώπους που πριν τους πήξουν το μυαλό η γνώση και η κρίση, τους παίρνουν τα μυαλά η κριτική και η πολεμική, με βρίσκουν εύκολο, λένε. Τόσο το καλύτερο. μα λένε πως με βρίσκουν έτσι για να με κατεβάσουν, γιατί φαντάζονται πως μπορούνε να με κατεβάσουν από κει που στέκομαι. Πολύ περισσότερο από τους αθώους που με διαλαλούν ακατάληπτο, δε με γνωρίζουν. ή δεν μπορούν να με γνωρίσουν ή δε θέλουν. το ίδιο κάνει. Η ποίησή μου, ιστορία της ζωής που έζησα και μαζί της ζωής που θα ήθελα να ζήσω. δεν ξέρω κι αν αξίζει τον ουρανό της Τέχνης. ξέρω πως θα εύρη θέση μέσα στις πρώτες εκεί σε κάποιο κόσμο που θα βασιλεύουν ειλικρίνεια και αλήθεια. (Πάντα όμως της Τέχνης ειλικρίνεια και του ποιητή αλήθεια. Γιατί συχνά ο τεχνίτης και κρύβεται παρά που δείχνεται. Γιατί και σε πολλά η ψυχολογία του σκηνικού υποκριτή. όσο και αν η γνώμη αυτή μπορεί να ξαφνίσει τους ανυποψίαστους). Μα το τραγούδι της Φωτεινής γραμμένο πριν από το τύπωμα της «Ασάλευτης Ζωής» δεν εμπήκε στη σειρά των ποιημάτων του τόμου εκείνου. στη σειρά των ποιημάτων του τόμου εκείνου. στη σειρά των Σονέττων. Γιατί πάντα μου φάνηκεν ασθενικό και άτυχο και ανίκανο να παραστήσει, καθώς εγώ το επιθυμούσα, την ιδέα μου. Το τραγούδι κάπου, κάποτε φάνηκε τυπωμένο σε κάποιο φύλλο. Έχασα και το φύλλο, και το τραγούδι μου, ένα σονέττο, και τη μνήμη του σοννέτου ολότελα σχεδόν μονάχα μου μένει στο σου το τετράστιχο τούτο:
Στο περιβόλι που μικρός εζούσα – ω χρόνια-
στης δροσοπρανινάδας τα μαργαριτάρια,
μελαχρινά του δεντρολίβανου τα κλώνια
συνταιριασμένα με ξανθά κιτριάς κλωνάρια…
-28-
Aλήθεια, ή ονειροφάνασμα, της Φωτεινής η εικόνα με γνώρισε από τα πρώτα μου τα χρόνια και μ’ έδεσε με την ιδέα της αγάπης2.
Μιαν άλλη ιδέα μου καρφώθηκε στο νου νωρίς, από τις πρώτες τάραξε την παιδική ψυχή μου, της εντυπώθηκε ξεχωριστά και από τότε πολλές φορές την έκαμε να λαχταρήσει. Την ιδέα αυτή μου τη φύσηξε της συμφοράς εικόνα και από τις μυστηριακώτερες που δόθηκε να βασανίσουν τον άνθρωπον. η εικόνα του τρελού. Η ιδέα της τρέλας. «O folie, o sombre poesie”, ξεφωνίζει σε κάποιο της ποίημα, μεγαλόπνοα πάντα, η Άννα de Noailles. Πως γνώρισα στη ζωή μου τρελούς δεν είναι τίποτ’ εξαιρετικό. Το παράξενο βρίσκεται στο ότι μου στάθηκαν αξέχαστοι και δεθήκανε σφιχτά με τη ζωή μου οι τρελοί που έτυχε να τους απαντήσω στη ζωή μου. Μονάχα στη ρωμαντική φιλολογία δεν παίζουν σημαντικό μέρος στο δράμα της ζωής οι τρελοί και, ο άλλος πόλος, οι αρρωστημένοι. Σχεδιάζω να ξεχωρίσω στα «Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου» εδώ, κεφάλαιο με την επιγραφή «Οι Χτυπημένοι».
Είναι οι δυστυχισμένοι και οι ακριβοί που μέλλονταν μπροστά μου να σταθούν, από τα πρώτα μου τα χρόνια έως τα τωρινά, και να διαβούν. και άλλοι να με διασκεδάσουν, άλλοι να με ανησυχήσουν, άλλοι να με βασανίσουν, άλλοι να μ’ αγαπήσουν.
Μια μέρα, δε θα ήμουν έξη χρονών ακόμη, θυμούμαι, στο σπίτι μας μεγάλη συγκίνηση δείχνονταν και λόγος γίνοταν πολύς για ένα Μπελλαγάμπα. Ο Μπελλαγάμπας γυμνός ανέβηκε στα κεραμίδια! Ο Μπελλαγάμπας είταν γείτονάς μας και, φαίνεται, νοικοκύρης, κύριος, φίλος του σπιτιού μας. Δε θα ξεχάσω την άφραστην εντύπωση από το άκουσμα. Αμέσως η φαντασία μου σα να ξάνοιξε όλη την κωμικοτραγική σπουδαιότητα της ιερής αρρώστιας. Μέσα στην παιδική μου την καρδιά αισθάνθηκα κάτι μαζί σαν ξάφνισμα, σαν παραξενιά, σαν περιέργεια, και πιο πολύ σαν ανεξήγητη ψυχοπόνια και σαν τρομάρα μυστική. Ένας άνθρωπος, αντί να περπατεί στο πάτωμα μαζί μας, τρέχει στα κεραμίδια με τις γάτες. δεν είναι άνθρωπος πια. πεθαμένος.
2 «Τα Δεκατετράστιχα» 1919. Σονέττα 21 και 22.
-29-
μ’ ένα θάνατο που ανάπαψη δεν έχει και σπαράζει με κάποιο σπάρασμ’ αδοκίμαστο από μας. Με τέτοια λόγια, τώρα, βέβαια, έτσι εξηγώ την εντύπωσή μου. Αδιάφορο. Αν τότε δε μπορούσα να βάλω στα λόγια την εντύπωσή μου, τάχα δεν την αισθανόμουνα λυπητερά και παράξενα μέσα στη φαντασία μου την παιδική;
Κι άλλη μια φορά θυμούμαι πως είχαμε ξυπνήσει όλοι στο σπίτι από πολύ νωρίς πριν ακόμη φέξη. Θα ήτανε καλοκαίρι κ’ ετοιμαζόμαστε να τραβήξουμε για το περίφημο πατρινό μοναστήρι. για το Γεροκομειό. Εξοχή καλοΐσκιωτη. τόπος πιο πολύ διασκεδαστών παρά προσκυνητών. Στην πίσω κάμαρα, που έβλεπε προς το περιβολάκι, μαζεμένοι όλοι του σπιτιού. Καλάθια παραγεμισμένα και καλοδεμένα. φαγώσιμα για το γλέντι. Εγώ είμουν καλά κουρτισμένος. με όλη την ηδονή του παιδικού καρτερεμού. Το ξύπνημα τέτοιαν ώρα και το καρτέρεμα του γλεντιού, σαν ταξιδιού προς μακρινούς γιαλούς και προς αγνώριστους κόσμους θα με κρατούσε πασίχαρο. Δεν ξέρω ποιοι με παράστεκαν’ ο αδερφός μου βέβαια, του κήπου ο κύριος, η αρχοντική γιαγιά μου, η κυρ Αλτάνη, μητέρα της μητέρας μου, ο πατέρας, η μητέρα, η δούλα μας η Κωνσταντίνα η ψυχοκόρη, σα να τη βλέπω μεγαλόκορμη, στρογγυλή, Σβέλτα, καλοκάμωτη. Θα μέστωνε την κάμαρα η ανυπόμονη χαρά μου.
Έξαφνα, κρότος έξω από την πόρτα της κάμαρας. Δυνατά και βιαστικά πατήματα, και μια στριγγιά φωνή που σπάραξε τ’ αυτί και γέμιζε το σπίτι. Άνοιξε η πόρτα ορμητική, στάθηκε στο κατώφλι της μια γυναίκα. Κορμί ψηλό, ξεραγκιανό, ξαγριεμένη όψη. Κεφάλι που σάλευε σα δέντρου κορφή από το ανεμόδαρμα. Μάτια γουρλωμένα χέρια που ανεβοκατέβαιναν και τον αέρα χτυπούσαν και το στήθος έδερναν. και στόμα φώναζε, φώναζε. τι έλεγε δεν ξέρω. Ριστόρη του παραμιλιτού.Ξέρω πως όλο το σπίτι κόπηκε άλαλο και κρεμάστηκε στα λόγια της. Το δαιμονισμένο αυτό παρουσίασμα και ξέσπασμα είτανε της θειας Βγενούλας3. Η θεία Βγενούλα, αδερφή της γιαγιάς μου, της Αλτάνης.
3 Βλ. δυο τραγούδια μου το 14 και 15 στα «Δεκατετράσριχα» 1919.
-30-
Η θειά Βγενούλα πάθαινε συχνά από τα νεύρα της, θα λέγαμε τώρα. Τότε απλούστερα, κι αν δεν το έλεγαν, το στοχάζονταν όσοι την ήξεραν: ήτανε μουρλή. Η θειά Βγενούλα δεν είτανε, πεζά και θετικά τρελή. Και αυτή χτυπημένη. Γυναίκα ξεχωριστή, σημαντική, αξέχαστη. κακομοιριά και τρικυμία και ποίηση. Θα ξαναμιλήσω γι’ αυτή πλατιά, καθώς της ταιριάζει. Τώρα δεν ήθελα να σημειώσω εδώ παρά την πρώτη της αποκάλυψη στο παιδιάτικο θυμητικό μου, το ταίρι της εικόνας Μπελλαγάμπα. Και το γλέντι στο Γεροκομειό; Δε θυμούμαι τι δρόμο πήρε. Εγώ χάρηκα την καλύτερη ευτυχία που δίνεται του ανθρώπου. το καρτέρεμα μονάχα της χαράς. όχι τη χαρά την ίδια.
Και ύστερα και η πρώτη μου γνωριμία με το φεγγάρι. Στο σπίτι. Θυμούμαι την πλατιά τη χειμωνιάτικη. Στο πάτωμα μιαν απλόχωρη στρωματαριά, έτοιμη να μας δεχτή για ύπνο τα παιδάκια. Καλοκαίρι. Από το ανοιχτό παράθυρο θα χύνονταν οι μοσχοβολιές του κήπου. Δεν κρατώ στα βαθιά του νου μου τίποτε από το χάϊδεμα καμιάς μοσχοβολιάς. Κρατώ από τότε μέσα μου όμοια γλυκά, μυστικά, χαϊδευτικά και απαρασάλευτα, κάτι εκστατικώτερο και από το πρώτο της αγάπης όνειρο το άϋλο σαρκωμένο. από τη Φωτεινή. Βαστώ το αγνάντεμα, μεσ’ από τ’ ανοιχτό παράθυρο, του φεγγαριού. τον ερχομό του φεγγαριού, το ξάπλωμά μου που πλημμύριζε στο στρώμα απάνου, στο κορμί μου απάνου. κάτι ολόλαμπρο μαζί κι ερωτικό και παθητικό και καθάριο και λαγαρό και ολόχυτο. κάτι σαν προμήνυμα ζωής που θα την περνούσα έτσι, σαν από κάτου από φεγγάρι, γιομίζοντας την ψυχή μου στάλα στάλα από τ’ ανάβρυσμά του με την ανέκφραστη μελαγχολία της ολόαχνης γλύκας του. Η ποίηση μου έκαμε από τότε την πρώτη της επίσκεψη, αφανέρωτη ακόμα και χωρίς όνομα. ίσα ίσα για να με προετοιμάσει να τη δεχτώ, ύστερ’ από λιγάκι, στην ώρα την επαγγελμένη, με τ’ όνομά της και με τη δόξα της. Η πρώτη μου γνωριμία με το φεγγάρι. Μου μίλησε από τότε βαθύτερα. μα ποτέ δε με χάϊδεψε, σαν τότε, με τέτοια μητρική απαλωσύνη. Α! έπρεπε να περάσουν έτσι χρόνια και καιροί για να φυτρώσει τώρα, μέσα στα κακόβαλτα λόγια μου αυτά το από συγκίνηση τραγούδι που έσπειρε στην παιδική μου την καρδιά το φεγγάρι το λαμπρό, το τραγούδι που έκλεισα από τότε μέσα μου σαν ασυνείδητα και σαν ανίκανος τότε να καταλάβω τι θησαύριζα. Για
-31-
τούτο και από τότε κάθε φορά που γιομίζει το στίχο μου το φεγγάρι, σα να ξαλαφρώνομαι είμαι από το φόρτωμα του καιρού, παίρνω τη χορευτική αλαφροσύνη του παιδιού.
Και όμως δε θα ζούσα πάντα μέσα στα σύγνεφα. Ακόμη δε θα ήμουνα εφτά χρονώ. Θα πήγαινα στο σχολείο. Δε θυμούμαι σχεδόν τίποτε που να συγγενεύει με περιστατικά της πρώτης μου σχολικής ζωής. Μόνο πως ήτανε σιμά στο σπίτι μου το σχολείο. Μόνο πως ο δάσκαλός μου ήταν ένας ψηλός καλοθρεμμένος άνθρωπος και σάμπως και με καλή καρδιά και μ’ ευγενικά φερσίματα. Ο Πορφυρόπουλος. Μόνο πως μια φορά με πλησίασε κάποιο μαθητούδι μεγαλύτερο από μένα. Ένας κρεμανταλάς. Είχε κάτι πρόστυχο στον τρόπο του, κάτι μόρτικο στην όψη του.
Άνοιξε το στόμα σου, μου είπε. και ανυποψίαστος το άνοιξα το στόμα μου. Και ο μόρτης μ’ έφτυσε τότε κ’ έφυγε γελώντας θριαμβευτικά.
Κ’ έτσι έγινε και η πρώτη μου γνωριμιά με την ιδέα της ασχημιάς και της αηδίας. Μόνο πως μια φορά κάποια μεγάλην αταξία θα έκαμα στο σπίτι. Κάπως θα φερνόμουνα της μητέρας μου σκληρά. Μου λένε πως άργησα να μιλήσω. Άναρθα και με νοήματα συγκοινωνούσα για καιρό με τους δικούς μου. Θα πέταξε με μιας η γλώσσα μου και με όλη της τη ζωηράδα. Ποιος ξέρει! Όλοι μας μικροί μεγάλοι, μόλις ξεμυτίσουμε στη ζωή, και χωρίς αναβολή, αρχίζουμε να παίζουμε στο δράμα το μέρος μας. μέρος μαζί βασανιστή και βασανισμένου. Κάποιου θα είμαστε θύματα, κάποιου θα είμαστε τύραννοι. Παλιά ιστορία. Μα κάποτ’ έρχεται στο χτένι ο κόμπος και οι βασανισμένοι χάνουμε την υπομονή. Βρέφος είμαστε ή Τούρκος, το ρόλο μας τον παίζουμε καλά. Σε μια τέτοια περίσταση θα πήρε την απόφασή της η μητέρα. Δεν ξέρω ανίσως μ’ έδειρε. Δε θυμούμαι χέρι ν’ απλωθεί απάνω μου στο σπίτι. Α! καλύτερα να δέρνεσαι μικρός, όσο κι αν το στιγματίζουν οι παιδαγωγοί το δάρσιμο. Με το να δέρνεσαι, γυμνάζεσαι. Το κορμί σου στομώνεται, δουλεύεται, στέκεται πιο δυναμωμένο αργότερα και περισσότερο ετοιμασμένο μπροστά σε κάποια ξαφνίσματα. παρά ύστερα να υποφέρει λογής δαρμούς η ψυχή σου, και να είναι ανίκανο το απαλό, το άμαθο σώμα να τους αποκρούσει. Γιατί συχνά μας φέρεται να στοχαστούμε πως από σώμα είμαστε και πως ο ποιητής φιλόσοφος θα είχε δίκιο να το
-32-
διαλαλήσει αυτό και να ειπεί πως ό,τι ψυχή ονομάζεται δεν είναι παρά ένα όργανο μικρό της σάρκας. Έτσι λοιπόν θα την έχασε την υπομονή της η μητέρα, και κάτι θα μήνυσε του δασκάλου για μένα. Ο Δάσκαλος είπε στα παιδιά να σωπάσουν.
Φαίνεται πως από τότε θα είχα κάτι ξεχωριστό στ’ άλλα τα παιδάκια ανάμεσα. Κι έγινε σιωπή. Και απ’ τα βάθη της υψώθηκε η φωνή του δασκάλου και είπε:
-Παιδιά μου, ξέρετε πως έχουμ’ εδώ μαζί μας ένα παιδάκι. το παιδάκι τούτο είναι στο σχολείο εδώ μέσα ένας άγγελος. Μα στο σπίτι του μέσα το παιδάκι αυτό είναι δαίμονας. Ποιο είναι τούτο το παιδάκι;
Και όλοι γυρίσανε και κοίταξαν εμένα. Το θυμούμαι. Μάλιστα στοχάζομαι πως ανάμεσα σ’ εκείνα τα παιδιά θα είχα κάτι ξεχωριστό. Ο σοφός ο δάσκαλος έκαμε τ’ αποκαλυπτήρια του δίψυχου και του διπρόσωπου παιδιού. Α! πόσο βαθιά μου εντυπώθηκαν τα λόγια του! Πόσο τα αισθάνθηκα και με τι ντροπή παράξενη και με τι φόβο, σα θρησκευτικό, γύρισα στο σπίτι! Με συντρόφεψε στη μητέρα μου ένας μου συμμαθητής, συνομήλικος ή μεγαλύτερός μου, ένα ξανθό παιδάκι με κόκκινο καπέλο εθνοφύλακα. ο Καρατζάς.
Έπνεε τότε γύρω μας ο επαναστατικός αέρας του 62. Από τότε κάποιο βάρος θ’ άρχισε να μ’ ενοχλεί: η συνείδηση της αμαρτίας. Καλογηρικό το φυσικό μου; Η ανατροφή μου; Ποιος ξέρει! Μια συνείδηση από τότε μέσα μου χίλιες φορές αλύπητα με δέρνει. Α! ο περίφημος λόγος του Καραϊσκάκη: «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω γίνομαι δαίμονας!» Α! μακάρι να την είχα στη ζωή μου τέτοια δύναμη! Μα πάντα ένας άγγελος πάλευε από πάνου μου σα να ήθελε να με σκεπάσει με τα φτερά του, και πάντα ένας δαίμονας προφταίνοντας τον έδιωχνε. Και πάντα αθέλητα. Amor fati. Οι αραιωμένες αυτές ενθύμησες, λαμπυράδες μέσα στο βράδιασμα αγάλια της μνήμης μου. «Ω μνήμη, πόσους άνευ σου θα είχομεν θανάτους!» είπε ο ποιητής. Ήμουνα τόσο τρελό, τόσο ανυπόταχτο παιδί στο σπίτι για να ζητήσει η μητέρα μου τη βοήθεια του δασκάλου, για να με σφραγίση ο δάσκαλος τόσο διπλωματικά, μα και τόσο επίσημα, με τη σφραγίδα του δαιμονισμένου; Δεν ξέρω τίποτε δε μου απόμεινε συγκρατητό της ζωούλας μου στο σπίτι μέσα.
Μόνο κομμάτια, κομματάκια μόνο μισοσβυσμένα και ασυνταίριαστα. Μια μέρα σάμπως έλαμπε το σπίτι κι εμπατή ολάνοιχτη και καλοπλυμένη
-33-
η σκάλα, κι εγώ στο κάτου κάτου σκαλοπάτι, μονάχος πάντα παίζοντας με όρεξη περίσσια, και σαν κάτι καρτερώντας. Το καρτέρεμα τι ήταν; Η γιορτή του πατέρα. Κόσμο καρτερούσαμε στο σπίτι μας. Άλλη μια φορά παιδιά και δουλικά, στριμωμένα στην οξόπορτα, βλέπαμε προς το δρόμο, βαθιά, και όλο βλέπαμε και ανήσυχα προσμέναμε. Προσμέναμε τι; Να γυρίσουν ο αφέντης και η κυρά, ο πατέρας και η μητέρα, από ένα γάμο που είχαν πάει καλεσμένοι. Και με χαρά τους αγνατεύαμε, καλοσυγυρισμένο ταίρι, να γυρίζουν. Α! πως είναι μέσα μου ακόμα θαρρώ του καρτερεμού η λαχτάρα, μεγάλη, επίσημη, από τέτοιο ασήμαντο περιστατικό! Πως παντού δείχνετ’ έτσι, από το καρτέρεμα ενός παιδιού, ίσα με τη σκέψη του φιλόσοφου, ότι δεν είναι ο κόσμος τίποτε αυτοσύστατο, πως ο κόσμος δε μπορεί χωρίς εμάς να υπάρχει! Πως είναι ο νους του ανθρώπου η πρώτη αιτία, πως δίνει σε όλα του κόσμου σύσταση και νόημα.
Άλλη μια φορά, η μόνη φορά που θυμούμαι πως ατάχτησα, μα ποια ήταν η αταξία μου δεν ξέρω. Βλέπω τον πατέρα μου να με κυνηγά. Έτρεχα, φέρνοντας γύρο της τραπεζαρίας το τραπέζι, σαν τρελός. Άπιαστο παιδί, και κυνηγώντας με ο πατέρας με φοβέριζε. Ποια η φοβέρα; Με φοβέριζε πως θα μου έβανε στο στόμα ένα κάρβουνο. Φαίνεται πως το κάρβουνο θα ήτανε το σκιάχτρο μου. Με ημέρωνε και μ’ έκανε υποταχτικό. Κάθε παιδί έχει τις δικές του χάρες που το τραβούν, τις δικές του ερινύες που το δαμάζουν. Μέσα στους κοινούς νόμους που μας κυβερνούν, θαρρείς πως κάθε άνθρωπο τον σέρνει κ’ ένας δικός του νόμος χωριστός, νόμος που μονάχα εκείνον διαφεντεύει, βοηθά, βουλιάζει, κατά την περίσταση. Ο άνθρωπος από τη μια μεριά ο συνολικός, και οι άνθρωποι κάθε λογής από την άλλη. Λιγότερο από κόκκος μικροσκοπικός μέσα στου κόσμου τ’ απέραντα, ο άνθρωπος με της φαντασίας του τη δύναμη, τρόπο ηύρε να πιστέψει, χωρίς να γελά, πως μέσα στο μακρόκοσμον ο μικρόκοσμος είναι αυτός. Κ’ εμένα η τρομάρα μου ήταν ένα κάρβουνο. Α! μήπως ήταν το κάρβουνο εκείνο σάμπως το πρώτο προμήνυμα, το πρώτο αμυδρό ζωγράφισμα μπροστά μου κάποιας φωτιάς, σαν τον πυρωμένο τον άνθρακα του αγγέλου που εγγίζοντας μ’ εκείνο τα χείλη του προφήτη, τα εξάγνιζε; Το κάρβουνο που θα γίνονταν μια μέρα στη ψυχή μου το στόμα η φωτιά η γραμμένη να με καίει, να με τραντάζει, να με τρομάζει και να με ζει;
-34-
Αντίθετα με τον πατέρα μου που λαχάνιαζεν από πίσω μου τρέχοντας για να με πιάσει, την ώρα εκείνη στην τραπεζαρία ένας άνθρωπος έστεκε γαληνός, ασάλευτος. δεν έδειχνε πως γνοιάζεται ούτε για του πατέρα το θυμό, μήτε για του παιδιού τη φευγάλα. Ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα, ο θείος, ο διδάσκαλος, καθώς απ’ όλους κράζοταν, ο ελληνιστής, ο θεολόγος, ο φιλόσοφος, ο μυστικιστής, ο ησυχαστής, ο τεχνίτης του λόγου και του Λόγου ο διδάχος, ο σφραγισμένος με σφραγίδα χάρης μυστηριακής, ο παράξενος, ο κρυφός, ο επαγγελμένος εξηγητής των προφητειών του Αγαθαγγέλου, που τον καιρόν εκείνον έδιναν κι έπαιρναν, των αγαθαγγελιστών το καύχημα. Αργότερα θα τον ξαναβρούμε, στον τόπο του και στο βασίλειο του, στη δεύτερη πατρίδα μου. Βρίσκοταν εκεί περαστικός από το Μεσολόγγι. Πάντα γυρισμένος προς τα μέσα του, ζώντας με το όνειρό του. μετρημένα, λόγια του, κινήματα, στασίματα. δέντρο που βαθιά συγκοινωνούσε με το αόρατο η ρίζα του4.
«Πατέρα και μητέρα δεν τους γνώρισα» λέει κάποιος μου στίχος των «Εκατό Φωνών»5. Δεν τους γνώρισα, καθώς γνωρίζουν τα παιδιά τα γονικά τους.
Γι’ αυτό ήθελα μέσα μου να μένουν αζωγράφιστοι καλύτερα. Σαν ιδέες. Όμως ένας μακρινός μου συγγενής, καλοπροαίρετος ο άνθρωπος, φρόντισε να μου χαρίσει δυο φωτογραφίες που του βρίσκονταν: του πατέρα μου και της μητέρας. Είναι ο ίδιος που τον εφιλοξένησα μια νύχτα στην κάμαρά μου και του πρόσφερα το κρεβάτι μου να κοιμηθεί. κι απ’ την πολλή του ευχαρίστηση ο άνθρωπος και για να διασκεδάσει, φαίνεται, την πλήξη του από την αϋπνία που – ποιος ξέρει- θα τον είχε κυριεύσει, ή και για να πληρωθεί τη χάρη που μου είχε κάμει, μη μπορώντας επί τέλους να κοιμηθεί, μπόρεσε και, μεσ’ από το ντουλαπάκι το παράπλευρο του κρεβατιού μου, έκλεψε το φάκελο με τα γράμματα της κόρης που αγαπούσα όταν ήμουν είκοσι χρονών. Άξιος ο μισθός του.
4 Διηγήματα. «Το μήνυμα».
5 Η Ασάλευτη Ζωή. «Εκατό Φωνές, 15»
-35-
Σε μια γωνιά της μνήμης μου κρατώ «Γλυκειά μισοσβυσμένη εικόνα», καθώς τη μνημονεύω ευλαβηκά για πρώτη και στερνή φορά στο τραγούδι των «Πατρίδων»6, τη μητέρα μου. Απομεσήμερα, καλοκαίρι, μπροστά στο περιβόλι. Σκυμμένη απάνω στην κούνια του βρέφους αποκοιμίζει το παιδί της. από τα τρία το μικρότερο. Μα ο χτύπος ο παραμικρός είναι κίνδυνος να το ξυπνήσει. Αγάλια αγάλια. κρατάτε και το ανάσασμά σας. Κάνω να φύγω. η μητέρα σκυμμένη στην κούνια του μικρού μου κάνει νόημα να σωπάσω. Σα να την είχανε ταράξει και τα βήματά μου ακόμη, αρκετά να το ξυπνήσουν το μωρό΄της. Έτσι την κρατά η μνήμη μου την εικόνα της, και αλλού πουθενά και άλλην εικόνα της, όχι. Ένα σηκωμένο χέρι, στα χείλη της ορθός ο δείκτης του, τ’ άλλο χέρι στου παιδιού την κούνια. Τίποτε άλλο; Θυμούμαι και μια λύπη της. Κουλουριαστά γερμένη κάποτε στον καναπέ, θλιμμένη δείχνοταν. όλο το σπίτι γύρω της έπαιρνε τη μερίδα του από τη θλίψη της. Σκοτεινιασμένο το φως, και μια μελαγχολία ώρας φθινοπωρινής, όταν πέφτουν ανεμοσκόρπιστα τα δεντρόφυλλα. Είχεν έρθει του πατέρα η απόλυση. Ο πατέρας, δικαστής. Ο δικαστής δεν είταν ισόβιος τον καιρό εκείνο. Θ’ αναγκάζοταν να δικηγορήση. κάτι προσβλητικό, αβέβαιο. έτσι έφτανε το περιστατικό στην παιδική μου την αντίληψη. Να και από τότε γνωριμιά με τα βάσανα των υπαλλήλων. μάλιστα των υπαλλήλων τότε. Και είναι κάποια πράγματα που με όλο το πολύ συνηθισμένο τους, και όσο πεζά και να είναι, μολαταύτα αντιχτυπούν έντονα μέσα μας με κάποιο ξάφνιασμα που φτάνει ως το παράπονο και ως το δάκρυ. και που μπορεί να ξεσπάσει και σε μοιρολόϊ. Γιατί και τ’ αντικείμενα- χίλιες φορές ειπώθηκεν ο λόγος – δεν είναι μήτε πεζά, μήτε ποιητικά, καλά καλά. Τα μάτια που τα βλέπουν, οι καρδιές που τα αισθάνονται, τα κοντύλια που τα ιστορίζουν, τους δίνουν κατά την ώρα, από το ασήμαντο και από το κρύο του πεζού, από του τραγουδιού την φλόγα και το νόημα.
6 Η Ασάλευτη Ζωή.
-36-
Αισθάνομαι πως λείπει από την ψυχή μου κάποιο ποσό τρυφεράδας που μας μένει πάντα λείψανο από την αγάπη και από το φιλί της μητέρας. Δεν το πρόφτασα.
Όσο κι αν μου έρχονται στο νου ίσκιων ονείρατα κ’ οι δυό τους, α! όχι, δε μπορώ να πω πως τους γνώρισα. Πολλές φορές άκουσα για κείνους από πρόσωπα που τους πλησίαζαν και τους εσχετίζονταν. Προκομμένη μου την είπαν τη μητέρα μου, σφιχτοχέρη τον πατέρα μου. Μισά, κομμένα, ακαθόριστα σημάδια που δε μου δίνουν να καταλάβω όσα θα ήθελα. Και μήτε καταδέχομαι από ξένων γνώμες αξέταστα να τα περιμαζέψω για τα σεβαστότερα της ζωής μου. Μονάχ’ από τον αδερφό μου ακούγοντας κάποτε για τα γράμματα που κρατούσε του πατέρα μας, τα γράμματα που έστελνε στην αρραβωνιαστικιά του, στη μητέρα μας, έκαμα το άκουσμα δυο από τα ποιήματα των πρώτων «Ίαμβων και Ανάπαιστων». Εκείνοι, καλά κακά, με φέρανε στη ζωή αυτή που την αγαπώ. γιατί και η κακομοιριά, στοχαστική σαν είναι, την έχει την περηφάνια της και τη γλύκα της μήπως το θέλανε κι αυτοί; Τίποτε δε γνώρισ’ από κείνους, τίποτε δεν κέρδισα, μήτε τα φιλιά τους τα θυμούμαι, μήτε το φίλτρο τους ένιωσα. Μα μήτε μέσα μου ρίζωσε, μήτε φύτρωσε κάτι που να μοιάζει με στοργή και με σέβας και με αγάπη του παιδιού προς τους γεννήτορές του. Ελεύθερος από τέτοιες αλυσίδες όσο κι αν λαμποκοπούν, όση αξία κι ανίσως δίνουν, εκείνων που τις σέρνουν. Μα, θέλω δε θέλω, είμαι κληρονόμος τους κι εγώ. Τι να κληρονόμησα ταχ’ από κείνους; Τι από τα μικρά χαρίσματα που μέσα μου αισθάνομαι, τι από τα μεγάλα μου ελαττώματα; Ποια από τις τρεμούλες μου και ποιο από τα πάθη μου, τίνος από τους δυο χάρισμα να είναι και ξετύλιμα; Δεν το ξέρω. Συχνά έσκυψα μπροστά σας, παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες, κρεμασμένες ίσα με τα τώρα στο φτωχικό το σαλόνι μου, φωτογραφίες του παλιού καιρού, εικόνες, και σα να καρτερούσα να με φωτίσετε. Του κάκου. Εσύ, μανούλα, με το φόρεμα του καιρού σου, με την κοζόκα σου και τη σκούφια την πλεχτή, τη σκούφια του συρμού που κρατούσε τα μαλλιά σου ανασηκωμένα προς το μέτωπο, δε μου δείχνει όμορφο πρόσωπο. μα κάτι στέρεα ρυθμισμένο καρφώνεται στην όψη σου τη μακρουλή, και το σπασμωδικά σφιχτοκλεισμένο στόμα σου,
-37-
που σε δείχνει γυναίκα με χαραχτήρα και με βούληση, χωρίς όκνο, χωρίς λάγγεμα. Κ’ εσύ, πατέρα, κάτι λεπτοστόχαστο γράφεται στα χαρακτηριστικά σου σαν το κοντοκλαδεμένο το μουστάκι σου. μα κάτι μαζί οδυνηρό μου παρασταίνεται στο πρόσωπό σου, και με τρομάζουν τα μάτια σου που σα να μοιάζουν με τα δικά μου. Έχεις τίποτε να μου ξομολογηθής; Με πλανεύει η φαντασία ή με φωτίζει κάποιο μυστικό ψυχόρμητο; Α! μη μου πης τίποτε. Αφήστε με αγνώριστους να σας κρατώ στα μύχια της ψυχής μου, ω αζωγράφιστοι! Να μην ξέρω τίνος από τους δυο είμαι κυριώτερα ο κληρονόμος, και απ’ όσα μέσα μου με ταράζουν και με σέρνουν και με ζουν, τι να κληρονόμησ’ από σας! Ευλογημένοι να είστε. Τίποτε δε σώζεται από τα μνήματά σας εκεί στο κοιμητήρι που σας θάψανε7. Τα μνήματά σας τα κρατώ εγώ μέσα μου κι ας είναι αραχνιασμένα κι άνανθα και χωρίς τίποτε χαραγμένο επάνω τους.
Τίποτε δε μου βγαίνει από το νου πως ο θάνατός σας έτσι γοργός, πρώτα η μητέρα, κ’ ύστερ’ από σαράντα μέρες ο πατέρας, ο θάνατος που μ’ άφησε εφτά χρονών παιδί, τίποτε δε μου το βγάνει από το νου πως ήρθε σαν απόκριση της ειμαρμένης προς μια σκέψη απόκοτη που κλειστή κρατούσα μέσα μου, σκέψη απίστευτη σε νου παιδιού εφτά χρονών. Μήπως εγώ πέθανα;
Α! πολύ καλά το ξέρω πόσο σφιχτοδεμένα ζουν και τι αγαπημένα αδερφάκια που πορεύονται ο Έρωτας και ο Θάνατος, «dolci Signori» του μεγάλου στοχαστικού ποιητή. Ο έρωτας μου έστειλε τα πρώτα χαιρετίσματα, σα να με παραμόνευε, πριν ακόμα πατήσω το κατώφλι της ζωής, ο έρωτας μου έστειλε τα πρώτα χαιρετίσματα, με την ονειρευτή φωτοπαιδούλα. Ο θάνατος μου έστειλε τα πρώτα χαιρετίσματα με τη σκέψη του που μου την κάρφωσε στο μυαλό. Η ιδέα του θανάτου δεν ξέρω πως και από ποιάν αφορμή γλυστρώντας βρέθηκε στον παιδικό μου νου. Κανένα λείψανο να είδα; Κάποιαν ιστορία ν’ άκουσα, λυπητερή, του Χάρου; Κάποιο θανατικό είχε ξεσπάσει γύρω μου; Ξέρω πως τον έβαλα το θάνατο στο νου μου κάτι
7 «Η Πολιτεία και η Μοναξιά», βιβλίο Ε’ (Στη χώρα που με γέννησε).
-38-
πολύ μακρυσμένο από μένα, πολύ φοβερό κακό, μα σαν κάτι που έστεκε λυτρωμένο από τα νύχια του το σπίτι μας και που απορούσα γι’ αυτό, και που συχνά πυκνά ξαφνιασμένος, μα και ησυχασμένος έπειτα, συλλογιζόμουν κ’ έλεγα με το νου μου, εφτά χρονών παιδάκι: -Μα να! Πεθαίνουν γύρω μας. Μα εμείς δεν πεθαίνουμε. Να που εμείς δεν πεθαίνουμε!
Ένα πρωί με ξύπνησε στο κρεβατάκι μου η Κωνσταντίνα. Ξύπνησα σαν ανήσυχο, σαν παράξενο. Ήταν άρρωστ η μητέρα και σα να είχε πέσει στο σπίτι μια μεγάλη βία, μια μεγάλη ταραχή. Πως βρέθηκα έτσι μόνος μου στον ξύπνο, χωρίς κανένα γύρω μου, σα να με ξυπνούσε πάντα η μητέρα μου, και σα να μου έλειψε τότε για πρώτη φορά. Από το μικρό φεγγίτη της καμαρούλας που με ξύπνησε η Κωνσταντίνα, έριξα τη ματιά μου προς τη σάλα μας. απλώνονταν έρμη, σκοτεινή, σιωπηλή, σα να γνώριζεν εκείνη πριν από μας κάποιο χαμό. Τα δυό από ξύλο βυσσινί μικροκάμωτα κοκκέτικα τραπεζάκια που ανοίγονταν και δίπλωναν κ’ έδειχναν ένα ντύμα πράσινο για να παίζουν, υποθέτω, επάνω τους, κλειστά μεσ’ από τη γωνιά τους έστεκαν σαν περιμαζεμένα και σα να μην πρόσμεναν άλλα στο εξής ανοίγματα. Της σάλας τότε χωριστό στολίδι, δεν ξέρω πως αποχτημένο, από ποια χώρα περιμαζευτό, μια ξωτική ομορφιά, ένα ρολόι του τραπεζιού κατάλευκο, σφηνωμένο στα λαγόνια μιας χρυσής γυμνής νεράιδας. η Λορελάη, λιγερή μισόγυμνη, και σαν καθισμένη στην κορφή ενός βράχου, καρτερούσε τα καράβια να περάσουν, για συντρίμμια και για θύματα. Ένας μεγάλος από κρύσταλλο γλόμπος, σαν ένας διάφανος πάντα ξαστερος ουρανός, σκέπαζε και προστάτευε της νεράιδας το καρτέρι και του ρολογιού το δούλεμα. Μα το ρολόι σταματισμένο, η νεράιδα πάντα επίβουλη και μ’ όλη της τη γαληνιά.
Α! θεέ μου! Πως τώρα μου έρχονται στο νου, έτσι μεταμορφωμένες, έτσι ογκωμένες από νοήματα μιας χινοπωριασμένης ζωής, έτσι σαν εικόνες δεν ξέρω τίνος ψυχοπαθιασμένου ζωγράφου, τα απλά και τα συνηθισμένα τ’ αντικείμενα που τριγύριζαν τη ζωούλα μου; Ποια χέρια, πως πότε, με ντύσανε, με πήρανε, μ’ έβγαλαν έξω από το σπίτι; Βρέθηκα έξω από το σπίτι, σ’ ένα σπίτι φιλικό, στον ίδιο δρόμο, λίγο παραπέρα από το σπίτι μας. Θυμούμαι πως με παράστεκαν δυο πονετικές αδερφάδες, οι φιλενάδες της μητέρας μου. Θυμούμαι πως από το παράθυρο του φιλικού σπιτιού μπόρεσα
-39-
και αγνάντεψα κι αισθάνθηκα σαν κάτι εξαιρετικό που ετύχαινε του σπιτιού μας αντίπερα. κάτι που έπρεπε να μου είναι δυσκολοεξήγητο. Κόσμος ανεβοκατέβαινε. Κόσμος βγήκε από το σπίτι μας και προχωρούσε αργοπατώντας. Κηδεύοταν η μητέρα μου. Τίποτε άλλο. Μήτε είδα, μήτε άκουσα. Μα θυμούμαι πως εκατάλαβα. Και δεν είπα τίποτε. και δεν έδειξα καμιά ταραχή. Μα μήτε που αισθανόμουν μέσα μου να με ταράζει τίποτε. Και ας έκλαιγε, θαρρώ, στο πλάι μου η μια από τις δυο πονετικές γυναίκες. Ύστερα βρέθηκα πάλι στο σπίτι μας. Με πήγαν ίσα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έμενε από καιρό κρεββατωμένος. Άρρωστος. Καλά καλά δεν ξέρω ποια η αρρώστια του. Κάποια πληγή, αγάλια αγάλια, του ρουφούσε το κορμί. Θυμούμαι πως μ’ αγκάλιασε και με φίλησε. Τίποτε άλλο. Δεν τον ξανάειδα. Σ’ αυτό το μεταξύ πως πέρασα τις σαράντα μέρες δε θυμούμαι. Ξαναβρέθηκα έξω από το σπίτι σε κάποιο άλλο φιλικό σπίτι. Σε άλλο δρόμο. Μακριά. Το σπίτι του γιατρού, του κουμπάρου.
Η Μπέλλα, η μοναχοκόρη του, ήταν του πιάνου τεχνίτρα από τότε και ήταν η φωνή της από τότε σοφός κελαϊδισμός.
Μα η Μπέλλα έμενε αδιάφορη στο σπιτικό της κι εγώ έπρεπε να γυρίσω στο δικό μου. Ήρθε και μου συντρόφεψε το γυρισμό η Κωνσταντίνα. Σταματήσαμε σ’ ένα σπιτάκι. Μια γυναικούλα βγήκε και μας παρακάλεσε να περάσουμε μέσα. Με κοίταξε πονετικά, με φίλεψε, και είπε και τον άκουσα το λόγο της: «Α! το καημένο τ’ ορφανό!». Από κείνη τη στιγμή σα να αισθάνθηκα κάτι που με ταπείνωνε. Αυτό θα ήταν η ανείπωτη διάθεση μέσα στην παιδική μου την ψυχή που δεν είχα τότε βέβαια την ικανότητα να την αναλύσω. Α! πως είναι η ορφάνια θλιβερή, μα πως είναι ακόμα θλιβερώτερη των ανθρώπων η ψυχοπόνια μέσα στο νου ενός παιδιού που τον είχε συλλογιστή το θάνατο σαν κάτι πολύ μακρινό, σαν κακό που μπορούσε και να μη τ’ άγγιξει το παιδί ποτέ. Κ’ άξαφνα της μοίρας ω! τι απόκριση στην αψηφησιά του παιδιού! Κ’ έρχονται στιγμές και πιστεύω πως εγώ με την προκλητική μου σκέψη προς το θάνατο σκότωσα και τους δυο!
Σα γύρισα στο σπίτι, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα. Μόνο η μεγαλόκορμη και μεγαλόπρεπη γιαγιά, η Αλτάνη. μόνο η Κωνσταντίνα. Μόνο η συνηθισμένη και απ’ όλους προσπάθεια να μου κρύψουν το
-40-
δυστύχημα. «Η μητέρα και ο πατέρας πάνε σε ταξίδι» μου λέγανε. «Θ α γυρίσουν και θα μας φέρουν χίλια καλά». Μάντευα εγώ, σκέτα νέτα, μ’ όλη μου τη μικροσύνη, πως ο πατέρας και η μητέρα είχαν κάμει για καλά και για πάντα το ταξίδι το αγύριστο. Μα έδειχνα πως πίστευα τα λόγια τους. Και δεν έλεγα Τίποτε. Ήσυχο. Με κυρίευεν όχι λύπη, όχι φόβος, μα η ντροπή της λύπης και η καταφρόνεση του φόβου. Ήμουν, έστεκα από τότε τυλιμένος, μέσα μου.
Πόσο καιρό βάσταξε η ζωή μου στ’ ορφανεμένο σπίτι; Σωστά δεν ξέρω. Ξέρω πως το σπίτι κ’ ύστερα από την καταστροφή ζούσε από τη φροντίδα της γιαγιάς μου, από τα τρεξίματα και τα παιχνίδια των παιδιών. Μπορεί κ’ ελεύθερα στο εξής και πιο άνετα κινημένα στο άδειο σπίτι τα παιδιά μέσα στην πρωτόγονη κοντότερα στο φυτό και σιμώτερα στο αγρίμι ζωής μας, τα παιδιά σκληρά μέσα στην αδυναμία τους ξεχάνουν ευκολώτερα από τους γέρους, μπορεί να βρίσκαμε πιο εμπνευσμένα τα παιχνίδια μας, να χορταίναμε πιο ακέρια τη χαρά μας. Και μια μέρα το χαροκαμένο σπίτι άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του. Ξένοι ταξιδιώτες από μια χώρα μακρινή μπήκανε στο σπίτι Ξένοι δεν ήταν. ήταν οι συγγενείς. Η αδερφή της μητέρας με τον άντρα της αποκαταστημένο στο Τριέστι και με τα παιδιά της τα τρία. ο Νίκος, ο Κωστάκης, η Αγλαΐα. Ήρθαν με λουλούδια, με μπαγάζια, με χίλια καλά, με κάποιον αέρα σαν από την Ευρώπη. Το σπίτι αρκετό καιρό γέμισε τρεξίματα, φωνές, συντροφιές, τρόπους, συνήθια, βίζιτες, παιγνίδια, σαν καινούρια, σαν πρωτόφαντα. Όμως και αγάλια αγάλια τα έπιπλα του σπιτιού μαζώνονταν, τα μπαούλα δένονταν, τα περισσά ξεπουλιώνταν, τα περιττά χαρίζονταν. Κ’ ένα βράδι μας εκατέβασαν προς την ακρογιαλιά. Γρίκησα για στερνή φορά στο κυματόδαρτο μώλο το βουητό και το μούγκρισμα της ακοίμητης θάλασσας. Ένα καΐκι περίμενε. Η γιαγιά, ο θείος, η θεία, μας έμπασαν στο αμπάρι του καϊκιού. Έτοιμη μια στρωματσάδα φαρδιά πλατιά για ύπνο.
Από το πρώτο μου ταξίδι δε θυμούμαι τίποτε. Ξέρω πως ξημερωθήκαμε ο μεγαλύτερος αδερφός μου κ’ εγώ στο Μεσολόγγι με τους οδηγητάδες μας. Ο τρίτος αδερφός ήτανε για το Τριέστι.
-Έχετε γεια, σπιτάκι με την πρόσοψη την κολονάτη την
-41-
καμαρωτή, από των γονέων μου τους ίσκιους πια στοιχειωμένο για πάντα σπίτι! Έχετε γεια περιβολάκι, που προς εσένα από την πίσω του όψη κοίταζε το σπίτι μας, κ’ εσύ, φεγγάρι, κάθε φορά που σε καλέστη η μνήμη μου, μπροστά μου φέγγεις, ίδιο πάντα μάγεμα! Έχετε γειά, της πρώτης μου λατρείας, της παιδούλας Φωτεινής μυστικά θεοφάνεια! Έχε γεια κ’ εσύ της δούλας μας της Κωνσταντίνας το αδρότατο κορμί!
Μισεύω για τα ξένα. έξω από το σπιτάκι που έζησα τα πρώτα χρόνια μου, όλα μου είναι ξένα και τα πιο κοντά. Μα πάντα η ζωή μου θα δέρνεται από δυο πόθους τύραννους: τον ένα σαν της Φωτεινής το αεροντυμένο φάντασμα που μου γίνει όνειρο το άλλο σαν της δούλας μας της Κωνσταντίνας το κορμί που θα μου γίνει πάθος8.
8 Αξιανάγνωστες πληροφορίες για το σπίτι που γεννήθηκα περισυνέλεξε ο αείμνηστος Χρίστος Παλαμάς, ο αγαπημένος μου αδερφός. Στο «Ακαδημαϊκόν Ημερολόγιον» Πατρών 1918.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών με τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του Χρίστο
-42-
ΟΙ ΠΑΛΑΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Χρήστου Μούλια
Το επώνυμο Παλαμάς, απαντάται στην Πάτρα, από τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα. Η καταγωγή της οικογένειας ήταν από το Μεσολόγγι και στην Πάτρα, όπου μετοίκησαν, αρχικά ασχολήθηκαν με το σταφιδεμπόριο. Το 1847 αναφέρεται Παναγιώτης Παλαμάς, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών, ενώ προ του 1830 και για πολλά χρόνια μετά, ασκούσε καθήκοντα δημοσίου μνήμωνος (συμβολαιογράφου), στην πρωτεύουσα της Αχαΐας, ο Πέτρος Παλαμάς (1782-1877), γεννημένος στην πόλη αυτή, ο οποίος διετέλεσε και διευθυντής της τοπικής ασφαλιστικής εταιρείας «Ανατολή», θέση στην οποία τον διεδέχθη ο υιός του Ελευθέριος.
Ο Ελευθέριος Π. Παλαμάς ήταν ανταποκριτής της «Εφημερίδος της Σμύρνης» και πράκτωρ της ασφαλιστικής εταιρείας «Άγκυρα», θέση από την οποία παραιτήθηκε για να αναλάβει την διεύθυνση της «Ανατολής».
Όλοι προήρχοντο από την ίδια οικογένεια του Μεσολογγίου και ήσαν συγγενείς του ποιητή, όπως και οι, Παντολέων Παλαμάς, εμποροϋπάλληλος και Ανδρέας Ε. Παλαμάς, οι οποίοι επίσης ήσαν δημότες Πατρέων. Ο τελευταίος, χρημάτισε γραμματέας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας και κατόπιν Κερκύρας και εξέδωσε στην Πάτρα, το 1857, ένα τεύχος 16 σελίδων με τον τίτλο «Ο οδοιπόρος». Το 1876 ο Ανδρέας Ε. Παλαμάς φέρεται Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών Πατρών και το 1878, εκδότης του πονήματος «Ακολουθία και βίος του εν αγίοις πατρός ημών Πολυκάρπου Αρχιεπισκόπου Σμύρνης».
Στις 13 Ιανουαρίου 1859 στις 2 μ.μ. ημέρα Πέμπτη, γεννήθηκε στην ιδιόκτητη πατρική οικία, επί της οδού Κορίνθου 241 (σημερινή
-43-
αρίθμηση), ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, δευτερότοκος γιός του Πρωτοδίκη Μιχαήλ Ιωαν. Παλαμά (1814-1865).
Στο ίδιο σπίτι κατοικούσε μέχρι το 1857, η οικογένεια Σεράο και εκεί γεννήθηκε η ιταλίδα μυθιστοριογράφος Ματθίλδη Σεράο (1856-1926), στις 28 Φεβρουαρίου 1856. Ο Φραγκίσκος Σαβάριος Σαράο ή Σεράο καταγόταν από τη Ρώμη, ήταν δικηγόρος και έφθασε πρόσφυγας στο Μεσολόγγι στις 26 Ιουλίου 1849, μαζί με άλλους έξη, καταδιωκόμενος, μετά την συντριβή των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Ιταλία και τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Στη συνέχεια ήλθε στην Πάτρα και προκειμένου να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για την διαβίωσή του, αναγκάστηκε να διδάσκει μουσική στο παρθεναγωγείο, νηπιαγωγείο και σχολή μουσικής των αδελφών Βορέλη, που διατηρούσαν στο σπίτι αυτό. Οι αδελφές Βορέλη κατάγονταν από την Αθήνα, αλλά είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και προήρχοντο από αρχοντική βυζαντινή οικογένεια. Το παρθεναγωγείο τους ιδρύθηκε το 1850 και πρέπει να διέκοψε την λειτουργία του το 1857. Εθεωρείτο το καλύτερο της πόλης και σ’ αυτό φοιτούσαν τα κορίτσια των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων. Ο Σεράο γνωρίστηκε με την Παυλίνα Βορέλη και παντρεύτηκαν. Καρπός του γάμου τους ήταν η Ματθίλδη, που βαφτίστηκε στις 12 Μαΐου 1856, στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό της Ευαγγελιστρίας, κατά το ορθόδοξο δόγμα. Η οικογένεια Σεράο έφυγε από το σπίτι αυτό το 1857, αλλά έμεινε στην Πάτρα μέχρι το 1861, που προσαρτήθηκε η Νεάπολη στο Ιταλικό Βασίλειο, οπότε και επέστρεψαν στην Ιταλία. Ο Σεράο συνέγραψε στην Πάτρα μία ιταλική γραμματική, που εκδόθηκε το 1862, όταν είχε φύγει για την Ιταλία και η Παυλίνα Βορέλη τύπωσε στην Πάτρα, το 1853, ένα κομψό τομίδιο με ποιήματα.
Ο πατέρας του ποιητή, Πρωτοδίκης Μιχαήλ Παλαμάς, απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης στην τοπική κοινωνία, για την ευσυνειδησία του και την εντιμότητά του και όλοι τον περιέβαλαν με σεβασμό. Ήταν ο παλαιότερος δικαστής του Πρωτοδικείου Πατρών και συνήθως αυτός προήδρευε στις πολυμελείς συνθέσεις. Το 1864, η δικαστική του σταδιοδρομία διεκόπη, αλλά δεν γνωρίζουμε, αν η διακοπή αυτή οφείλετο στο «χρόνιον νόσημα», από το οποίο
-44-
είχε προσβληθεί και τον οδήγησε στο θάνατο ή επαύθη, για πολιτικούς λόγους. Έκτοτε, μέχρι τον θάνατό του, ασχολήθηκε με την δικηγορία. Σε ηλικία 6 ετών ο ποιητής έχασε την μητέρα του Πηνελόπη (26.12.1864) και σαρανταεπτά μέρες μετά, πέθανε και ο πατέρας του (11.2.1865), ο οποίος κηδεύτηκε από τον Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέα και ετάφη εκεί σε κοινοτάφιο.
Από το 1880 άρχισε να λειτουργεί το νέο δημοτικό νεκροταφείο στην περιοχή Ζαβλανίου και έκτοτε εγκατελείφθη του Αγ. Ανδρέα και όσων τα οστά δεν μεταφέρθηκαν, όπως και του ζεύγους Μιχαήλ Παλαμά, χάθηκαν μετά την ισοπέδωση και διαμόρφωση του χώρου. Την θλιβερή αυτή πραγματικότητα μεταφέρουν οι στίχοι του ποιητή στο ποίημά του «Στη χώρα που με γέννησε» (1906), που περιέχεται στη συλλογή του «Η πολιτεία και η μοναξιά».
«Μηδέ και το παλιό τ’ αραχνιασμένο σου
παρατημένο κι απ’ το Χάρο κοιμητήρι
- Χαμένα εκεί τα κόκκαλα
τ’ άγια μιας μάννας κ’ ενός κύρη.»
Το ότι η κηδεία του Μιχαήλ Παλαμά, έγινε στον ναό του Αγ. Ανδρέα, όπου ήταν το κοιμητήριο και όχι στον καθεδρικό ναό της Ευαγγελίστριας, ο οποίος ήταν κοντά στο σπίτι του και ετάφη σε κοινοτάφιο, υποψιάζει ότι ίσως, μετά την διακοπή της δικαστικής του σταδιοδρομίας και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, η οικονομική του κατάσταση δεν ήταν καλή.
Μετά τον θάνατο των γονιών του, το καλοκαίρι 1866, ο Κωστής Παλαμάς μαζί με τον αδελφό του Χρήστο, μετοίκησαν στο Μεσολόγγι, στην οικογένεια του θείου τους Δημητρίου Ιωαν. Παλαμά, ο οποίος ορίστηκε, με δικαστική απόφαση, επίτροπος των ορφανών, με παρεπίτροπο την γιαγιά τους, από την μητέρα τους, Αλτάνη χήρα Κων. Πεταλά, το γένος Γ. Κότσικα, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια «σταφιδαμπέλου μετά οικίας», στην Οβρυά Πατρών. Επακολούθησε δίκη διανομής και εκούσιος πλειστηριασμός της οικίας Παλαμά και κατακυρώθηκε (1877) στον αδελφό του Χρήστο Παλαμά, ο οποίος, το 1880, την πούλησε στον Χρ. Κρεββατά. Μετά την εγκατάσταση του ποιητή στο Μεσολόγγι, στο σπίτι αυτό
-45-
στεγάστηκε για αρκετό καιρό ένα άλλο Παρθεναγωγείο.
«Έχετε γειά, σπιτάκι με την πρόσοψη την κολωνάτη την καμαρωτή, από των γονέων μου τους ίσκιους πιά στοιχειωμένο για πάντα σπίτι! Έχετε γειά περιβολάκι, που προς εσένα από την πίσω του την όψη κοίταζε το σπίτι μας, κ’ εσύ, φεγγάρι, κάθε φορά που σε καλέση η μνήμη μου, μπροστά μου, φέγγεις, ίδιο πάντα μάγεμα! Έχετε γειά, της πρώτης μου λατρείας, της παιδούλας Φωτεινής μυστικά θεοφάνεια! Έχε γειά κ’ εσύ της δούλας μας της Κωνσταντίνας το αδρότατο κορμί!
Μισεύω για τα ξένα. έξω από το σπιτάκι που έζησα τα πρώτα χρόνια μου, όλα μου είναι ξένα και τα πιό κοντά. Μα πάντα η ζωή μου θα δέρνεται από δυό πόθους τύρρανους: τον ένα σαν της Φωτεινής το αεροντυμένο φάντασμα που θα μου γίνη όνειρο. το άλλο σαν της δούλας μας της Κωνσταντίνας το κορμί που θα μου γίνη πάθος».
Μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρετάει το πατρικό του σπίτι ο Κωστής Παλαμάς, στο κεφάλαιο «Τα πρώτα χρόνια», που περιέχεται στο έργο του «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου».
Στο πεζό αυτό κείμενο, που γράφτηκε το 1905 και το 1913, περιέχονται πολλές πληροφορίες για το σπίτι που γεννήθηκε και τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Πάτρα. Θυμάται το Γεροκομείο (sic), τα Ψηλά Αλώνια, τον μώλο, τη θάλασσα και διάφορες οικογενειακές στιγμές, με αποκορύφωμα τους θανάτους της μητέρας του και του πατέρα του, οι οποίοι σημάδεψαν την παιδική ψυχή του. Περιγράφει πως τον πήραν και τον οδήγησαν σε φιλικό σπίτι, στον ίδιο δρόμο κι από εκεί είδε την κηδεία της μητέρας του και λίγες μέρες αργότερα ένοιωσε την ίδια πίκρα, από την απώλεια του πατέρα του, όταν, επιστρέφοντας στο σπίτι, δεν τον βρήκε εκεί, «…Μόνο η συνηθισμένη και από όλους προσπάθεια να μου κρύψουν το δυστύχημα…» Πριν αποχαιρετήσει το σπίτι που γεννήθηκε, αναφέρεται με λεπτομέρειες στις προετοιμασίες και στο ταξίδι για το Μεσολόγγι, όπου, όπως γράφει, έφθασαν ξημερώματα.
Κηδεμόνας του ποιητή και του αδελφού του, ήταν ο Δημήτριος Παλαμάς, Σχολάρχης στο Μεσολόγγι, γιός του γνωστού, κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας, ομηριστή Ιωάννη Παλαμά, ο
-46-
οποίος δίδαξε στο Μεσολόγγι και την Αθήνα.
Παρότι ο ποιητής έφυγε σε μικρή ηλικία από την Πάτρα, δεν λησμόνησε την γενέτειρά του, την οποία αναφέρει πολλές φορές στο έργο του:
«Όπου βογγάει το πολυκάραβο λιμάνι
απ’ άγριο κύμ’ απλώνεται δαρμέν’ η χώρα,
και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνη
τα πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα.
……………………………………………
Αυτού πρωτάνοιξα τα μάτια μου στη μέρα,
κ’ η μνήμη μου σαν όνειρο του ονείρου πλέκει
γλυκειά μισοσβησμέν’ εικόνα, μιά μητέρα.»
Από την ποιητική συλλογή «Η Ασάλευτη Ζωή», «Πατρίδες».
***
«Στο χώμα σου φυτρώσαν και μαράθηκαν
τα πρώτα μου τ’ αξέχαστα τα χρόνια,
για πρώτη και στερνή φορά στο χώμα σου,
στο περιβόλι του σπιτιού του πατρικού
μου γοργοκελαϊδήσανε τ’ αηδόνια.
……………………………………
Μηδέ κι απ’ τα Ψηλά τ’ Αλώνια σου
τα ξάγναντα περίγυρα, χαρά στα μάτια,
χιονοκορφές γραμμένες, ηλιογέρματα,
νησιά, καράβια, σύγνεφ’, άϋλα πλάτια!
…………………………………………
Η θάλασσά σου, η θάλασσα!
Και με τ’ απρίλη τα λουλούδια,
και με του γερανιού τα φουρτουνιάσματα
όμοια στον ίδιο το σκοπό τα τραγουδά,
και σαν εμένα, τ’ άγρια τα τραγούδια.»
Από την ποιητική συλλογή «Η πολιτεία και η μοναξιά», «Στη χώρα που με γέννησε» (1906).
Στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου, στην Πάτρα, υπάρχει το χειρόγραφο του ποιητή, από το οποίο προκύπτει ότι άλλαξε τρεις φορές τον τίτλο του
-47-
ποιήματος. Ο αρχικός ήταν «Πάτρα», έπειτα έγινε «Μνήμη της Πάτρας» και τελικά «Στη χώρα που με γέννησε».
***
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί. ψυχή, και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.
………………………………………………………
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζή και με προσμένει.»
Από την ποιητική συλλογή «Τα Παράκαιρα» (1919), «Το σπίτι που γεννήθηκα».
***
Αναφορά στο σπίτι των Πατρών υπάρχει και στον 3ο στίχο του τετράστιχου 150 της συλλογής «Νύχτες του Φήμιου» (1935), όπου το σχετίζει με μία σκήτη του Αγίου Όρους, θέλοντας να προβάλει, την ιερότητα που είχε γι’ αυτόν, ο συγκεκριμένος χώρος:
«Μου θυμάς, Πάτρα, ένα σπίτι σου. Κι εσύ, Αγιονόρος, μιά σκήτη».
***
Εξ ίσου ακατάλυτος φαίνεται να ήταν ο δεσμός του και με τα πρόσωπα της οικογενείας του, που οι αναφορές σ’ αυτά είναι συχνές στο έργο του και πάντα σχετίζονται με την απαρχή της ζωής του, στο σπίτι στην Πάτρα. Σε πολλούς στίχους του, η θεματική αφετηρία του λόγου του, είναι η γενέτειρά του και τα πρώτα σκιρτήματα της ζωής του, δοσμένα με αρμονική αναλογία, πλαστική ομοιογένεια, εκπληκτική φαντασία και νοσταλγική διάθεση.
Ο Παλαμάς διατήρησε σ’ όλη την μακρά ζωή του, δεσμούς με την γενέτειρά του και μάλιστα συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Νεολόγος Πατρών», στην οποία δημοσίευσε μία επιστολή και ένα ποίημα με τον τίτλο, «Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως» (φφ. 2.2.1902 και 29.5.1907) και προλόγισε το βιβλίο του Λεων. Κανελλόπουλου «Πατρινές Εκδόσεις. Εικόνες και Διηγήματα», που εκδόθηκε το 1896.
-48-
Ο πρωτότοκος αδελφός του Χρήστος Παλαμάς (1849-1925), γεννήθηκε κι αυτός στην Πάτρα, σπούδασε νομικά και διετέλεσε Έπαρχος Αιγίου και Κερκύρας, Γραμματέας (διευθυντής) της Νομαρχίας Αχαϊοήλιδος και νομαρχεύων. Το 1891, μετά την απόλυσή του από την δημόσια υπηρεσία, επειδή ήταν τρικουπικός, διορίσθηκε δικηγόρος Πατρών. Από το 1900 μέχρι το 1907, επανήλθε, ως Νομάρχης Αχαϊοήλιδος. Στα στερνά του, αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι, αλλά δεν λησμόνησε την γενέτειρά του και έστελνε τακτικά συνεργασίες στην αντιβενιζελική εφημερίδα «Το Φως», που εξέδιδαν από το 1918 στην Πάτρα, οι δημοσιογράφοι Μάκης Αθανασίου και Θέμης Σωτηρίου. Έγραφε κυρίως ιστορικά σημειώματα ή αναμνήσεις από την εποχή που υπηρέτησε στην Πάτρα, ως νομάρχης. Παρόμοιες επιφυλλίδες του δημοσιεύθηκαν και σε άλλες τοπικές εφημερίδες, ενώ στο «Ακαδημαϊκόν Ημερολόγιον Πατρών» του 1918, δημοσιεύθηκε μία συνεργασία του, με τον τίτλο «Ένα σπήτι των Πατρών», όπου με πολύ νοσταλγία αναφέρεται στο σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής και δημοσιεύεται και φωτογραφία δική του και του σπιτιού.
Ο άλλος αδελφός του ποιητή Νικόλαος (1861-1914), που κι αυτός γεννήθηκε στην Πάτρα, δεν ακολούθησε τα αδέλφια του στο Μεσολόγγι, αλλά πήγε σε άλλους συγγενείς τους, στην Τεργέστη. Σπούδασε μηχανικός στη Ζυρίχη και υπηρέτησε στην Πάτρα ως νομομηχανικός, επιβλέπων στα λιμενικά έργα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τα πέρασε στο Μεσολόγγι.
Η καταγωγή του ποιητή, δηλαδή αν είναι Πατρινός ή Μεσολογγίτης, προκάλεσε πολλούς δημοσιογραφικούς και φιλολογικούς διαξιφισμούς και περί αυτού έχουν γραφεί πολλά. Εκείνο πάντως που έχει σημασία είναι, ότι τόσο η γέννησή του, όσο και η γέννηση των αδελφών του στη Πάτρα, δεν ήταν τυχαία γεγονότα, διότι η οικογένεια Παλαμά κατοικούσε μόνιμα σ’ αυτή την πόλη, ο πατέρας τους υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Πατρών και είχαν ιδιόκτητη νεόδμητη κατοικία, στην καλύτερη συνοικία της πόλης. Η οικία αυτή ήταν προίκα της μητέρας του Πηνελόπης Παλαμά το γένος Κωνσταντίνου Πεταλά, με οικογενειακή καταγωγή από την Ιθάκη. Η διατήρηση της δε και μετά την απομάκρυνση του
-49-
πατέρα του από το δικαστικό σώμα, επιβεβαιώνει ότι πρόθεσή τους ήταν να ζήσουν μόνιμα στην Πάτρα.
Μία πολύ διπλωματική απάντηση, στην διαμάχη που προκλήθηκε, η οποία αναδεικνύει τις στενές σχέσεις, αλλά και τις ανταγωνιστικές διαθέσεις Πατρών και Μεσολογγίου, έδωσε ο αδελφός του Χρήστος Παλαμάς, στο «Πατραϊκόν Ημερολόγιον» του 1892. Γράφει χαρακτηριστικά, «Σήμερον αι Πάτραι δύνανται να θεωρηθώσι μητρόπολις του Μεσολογγίου και το αντικρύ επίνειον του Μεσολογγίου Κρυονέρι προάστειον των Πατρών».
Ισχυρός πνευματικός σύνδεσμος μεταξύ Πατρών και Μεσολογγίου ήταν η περιώνυμη Παλαμαία Σχολή, που ιδρύθηκε στο Μεσολόγγι το 1760 και λειτούργησε περίπου 60 χρόνια. Μέχρι το 1802 που πέθανε, Σχολάρχης ήταν ο ιδρυτής της Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803), από την ίδια οικογένεια του ποιητή, πρώην διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και την Αθωνιάδα, τον οποίο διαδέχθηκε επάξια ο δευτερότοκος γιος του Γρηγόριος. Γιός του Παναγιώτη Παλαμά, ήταν ο Ιωάννης Παλαμάς (1767-1842), διδάσκαλος κι αυτός των ελληνικών γραμμάτων και παππούς του ποιητή, όπως και ο άλλος αδελφός του πατέρα του, ο Δημήτριος Ιωαν. Παλαμάς, ο οποίος ορίστηκε επίτροπος των ορφανών.
Η άνθηση της Παλαμαίας Σχολής υπήρξε πρωτοφανής και έφθασε να αριθμεί μέχρι και 300 μαθητάς, που προήρχοντο από την Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο, τα Ιόνια Νησιά, αλλά και από τη Χίο, τη Σμύρνη και τις Κυδωνιές. Οι απόφοιτοι, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως διδάσκαλοι, σε διάφορα κοινοσυντήρητα σχολεία και ως ιδιωτικοί Ελληνοδιδάσκαλοι ή οικοδιδάσκαλοι, σε διάφορες μεγαλουπόλεις. Πολλοί από τους διδασκάλους που δίδαξαν στην Πάτρα, ήσαν απόφοιτοι της Παλαμαίας Σχολής, με ξεχωριστή περίπτωση τον Γεώργιο Β. Θεοχαρόπουλο (1770-1852;) Πατρέα, όπως υπέγραφε. Ο Θεοχαρόπουλος διετέλεσε διδάσκαλος στην Πάτρα και την Ρωσία, οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι και το Ιάσι, στους πριγκιπικούς οίκους του Υψηλάντη και του Καλλιμάχη και συνέγραψε και μετέφρασε πάνω από 10 βιβλία, που εκδόθηκαν την περίοδο 1827-1845, στο Παρίσι, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του, στο Στρασβούργο, το Μόναχο και την Αθήνα.
-50-
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο των πρακτικών συνεδριάσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου της 21ης Μαρτίου 2005 σαν τιμητική προσφορά στην επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννηση του Εθνικού μας Ποιητή Κωστή Παλαμά και ενίσχυση της κίνησης της Εταιρείας Λογοτεχνών για ευαισθητοποίηση του λαού και των εκπροσώπων του προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία μετατροπής του σπιτιού που γεννήθηκε σε Μουσείο Ενθυμημάτων.
Το Νομαρχιακό Συμβούλιο στην 9η Συνεδρίαση του έτους 2005 με παμψηφεί απόφασή του ζήτησε από το Υπουργείο Πολιτισμού να κινήσει τη διαδικασία της απόκτησης του σπιτιού του Εθνικού Ποιητή από το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να στεγαστεί Μουσείο Ενθυμημάτων ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ 9Η
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ
21/3/2005
ΘΕΜΑ 3ο Ημερησίας Διάταξης.
ΑΡ. ΑΠΟΦ. 51 : Συζήτηση και απόφαση με αίτημα προς το Ελληνικό Δημόσιο για απαλλοτρίωση της οικίας που γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς στην Πάτρα για Δημιουργία Μουσείου ενθυμημάτων «Κωστή Παλαμά».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΘΕΜΑΤΟΣ
Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Δικηγόρου - Νομαρχιακού Συμβούλου
Προς
Τον κ. Πρόεδρο του Νομαρχιακού Συμβουλίου Αχαΐας Ενταύθα
-51-
Κύριε Πρόεδρε
Εν όψει ανάληψης του θεσμού «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» από την πόλη των Πατρών, στο φορέα υλοποίησης του οποίου συμμετέχει και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας δια του κ. Νομάρχη, παρακαλώ όπως στο αμέσως προσεχές Νομαρχιακό Συμβούλιο και εκτός ημερήσιας διάταξης συζητηθεί το θέμα της απαλλοτρίωσης του σπιτιού που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ προκειμένου να στεγαστεί σ’ αυτό Μουσείο Ενθυμημάτων ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ με τη συγκέντρωση υλικού που αφορά τη ζωή και το έργο του εθνικού μας Ποιητή σε συνεργασία με το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
Όπως θα διαπιστώσετε κ. Πρόεδρε και από το δοκίμιο που συνοδεύει την παρούσα μου, υπήρξε ανεκπλήρωτη επιθυμία του Εθνικού μας ποιητή για την επιστροφή του έστω και μεταθανάτια στο σπίτι που γεννήθηκε.
Είναι λοιπόν αυτό τον καιρό ευκαιρία με την υλοποίηση του θεσμού που έτσι κι αλλιώς θα διατεθούν κάποια κεφάλαια, να κάνουμε σεβαστή την επιθυμία του, και να εκπληρώσουμε μέρος από το χρέος μας σ’ αυτόν τον Μεγάλο Νεοέλληνα ποιητή τον υμνητή του Μεγαλείου της Ρωμιοσύνης
Πάτρα 15 Νοέμβρη 2004
Με κάθε τιμή
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ*
Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Δικηγόρου
Νομαρχιακού Συμβούλου
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι, στοιχειό είναι, και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει…»
Σ’ αυτό το σπίτι της οδού Κορίνθου των Πατρών και στον
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 21-11-2004 της εφημερίδας «Η ΓΝΩΜΗ» των Πατρών
-52-
αριθμό 241 «γεννήθηκα, μας λέγει ο ίδιος ο ποιητής, στα 1859, Πέμπτη απομεσήμερο, στις δύο η ώρα, 13 του Γενάρη. Το σπίτι μας το πατρικό δίπατο. Στο δρόμο η πρόσοψή του είχε καμαρωτές κολώνες καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια».
Έτσι αρχίζει ο Εθνικός μας ποιητής την αυτοβιογραφία του στο βιβλίο «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου».
Σ’ αυτό το σπίτι που ακόμη δεν το γκρέμισαν οι μπουλντόζες του σύγχρονου χαλαστή πολιτισμού μας, είδε το φως της ζωής η πιο μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία που ανέδειξε η χώρα μας στο μισό του 20ου αιώνα.
Το σπίτι αυτό που το περιγράφει ο μεγαλύτερος αδελφός του ποιητή Χρηστάκης, το 1918 στο Ακαδημαϊκό Ημερολόγιο το είχε αγοράσει το 1857, ο πατέρας τους Πρωτοδίκης Πατρών, Μιχαήλ Παλαμάς από τον ιδιοκτήτη του Τριανταφυλλόπουλο, και εγκαταστάθηκε σ’ αυτό οικογενειακώς. Στο σπίτι αυτό πριν εγκατασταθεί η οικογένεια Παλαμά διέμενε η Ιταλική οικογένεια του δασκάλου Φ. Σεράο όπου και γεννήθηκε επίσης το 1856 η μετέπειτα διάσημη Ιταλίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ματθίλδη Σεράο.
Σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκε επίσης το 1861 και το τρίτο παιδί της οικογένειας ο Νίκος.
Οι ανάγκες όμως διατροφής και σπουδών των ανηλίκων τότε παιδιών της οικογένειας Παλαμά Κωστή και Νίκου, υποχρέωσαν το μεγαλύτερο αδελφό του Χρηστάκη να προχωρήσει στην εκποίησή του με απόφαση του Πρωτοδικείου Πατρών.
Ο Παλαμάς θα τραγουδήσει με λυρικούς στίχους, τις παιδικές του αναμνήσεις στην Πάτρα αλλά και το σπίτι που γεννήθηκε στις συλλογές του «Πολιτεία και Μοναξιά» και «Ασάλευτη Ζωή».
Ο Δήμος Πατρέων το 1930 σε επίσημη τελετή εντοίχισε στο Ιστορικό σπίτι της γέννησης του Παλαμά μαρμάρινη τιμητική πλάκα στην οποία αναγράφεται ότι σ’ αυτό γεννήθηκε η Ματθίλδη Σεράο το 1856 και ο Κωστής Παλαμάς το 1859.
Στην τελετή είχε προσκληθεί να παραστεί και ο ίδιος ο ποιητής που εκείνη την περίοδο ήταν πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Με ιδιαίτερη συγκίνηση είχε αντιμετωπίσει το γεγονός όταν το πληροφορήθηκε όμως δεν κατόρθωσε να παραστεί.
-53-
Ο ποιητής μολονότι δεν έζησε πολλά χρόνια στο πατρικό σπίτι της Πάτρα αφού σε ηλικία τεσσάρων χρόνων έμεινε ορφανός από μητέρα και ύστερα από σαράντα μέρες και από πατέρα, τα παιδικά του χρόνια σημάδεψαν τη ζωή του και αποτυπώθηκαν με έντονα χρώματα στη μνήμη του. Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες μέρες που έζησε σ’ αυτό στα λίγα εκείνα χρόνια της ξενοιασιάς.
Μέσα από τα έργα του θα υμνήσει και θα αποθανατίσει τόσο το σπίτι που γεννήθηκε, τόσο τον πρώτο του έρωτα, και τις πρώτες εικόνες της πατρινής κοινωνίας.
«Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα
Στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.»
………………………………………………………..
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.»
Όταν ο ποιητής συνθέτει το ποίημα για το σπίτι που γεννήθηκε ήδη βρισκότανε σε ξένα χέρια αφού οι ανάγκες είχαν άλλες επιταγές. Όμως η ψυχή του ποιητή καρτερεί την ώρα και τη στιγμή που θα επιστρέψει στο πατρικό του. Ελπίζει και αναμένει.
«Στοιχείο και σαν απάτητο με ζει και με προσμένει.»
Εάν ο Παλαμάς είχε την οικονομική δυνατότητα ίσως να είχε ξαναγοράσει το σπίτι αυτό, αφού τόσες μνήμες του ζωντάνευε.
Αυτή τη ζωηρή επιθυμία του ποιητή να ξαναζήσει στο πατρικό του σπίτι έστω και μεταθανάτια όπου θα μπορούσε να εγκατασταθεί πνευματικά για πάντα τη διατύπωσε για πρώτη φορά σε μια συντροφιά πνευματικών ανθρώπων της Πάτρας ο Πατρινός διανοούμενος Δημήτρης Π. Συναδινός στο επίσημο μνημόσυνο του ποιητή λίγο μετά το θάνατό του και όλοι τότε ασπάσθηκαν την ιδέα να γίνει το σπίτι αυτό η «ΠΑΛΑΜΑΙΑ ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ».
Την σκέψη αυτή ο Συναδινός διατύπωσε για πρώτη φορά έγγραφα και δημόσια στο περιοδικό που εξέδιδε στην πόλη μας ο αείμνηστος φίλος Ιστορικός Κώστας Τριανταφύλλου με τον τίτλο «ΑΧΑΪΚΑ» στο τιμητικό τεύχος του Ιουνίου 1943 που εκδόθηκε για το θάνατο του ποιητή πλην όμως η κυκλοφορία απαγορεύθηκε και
-54-
τα τεύχη κατασχέθηκαν από τις Γερμανικές αρχές κατοχής.
Στο περιοδικό αυτό ο Συναδινός με το ψευδώνυμο Κ. Ανταίος σημειώνει μεταξύ άλλων «Το σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής πρέπει ν’ απαλλοτριωθεί για να γίνει ένας τόπος πνευματικού προσκυνήματος στις ερχόμενες γενιές».
Την πρόταση αυτή ο Δημήτριος Συναδινός επανέλαβε στην πόλη μας σε διαλέξεις του για τον ποιητή το Φεβρουάριο του 1946, και του 1948. τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου η πρόταση αυτή έγινε με επίσημο έγγραφο των Λαϊκών Αναγνωστήριων των Πατρών προς το Υπουργείο Παιδείας και την Ακαδημία Αθηνών.
Το θέμα επανήλθε με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Παλαμά στα Ψηλά Αλώνια το 1952. Μάλιστα με την αφορμή ο Ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης έγραψε στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» σχετική επιφυλλίδα.
Από τότε και μέχρι σήμερα έχουν γίνει ανάλογες προτάσεις. Τόσο από τον τότε Πρόεδρο του Πολιτιστικού Κέντρου Πατρών Σοφοκλή Κολαϊτη, όσο και από τον υπογράφοντα τότε Δημοτικό Σύμβολο Πατρέων ο οποίος επανέφερε την πρόταση προ της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα στον τότε Υπουργό Πολιτισμού.
Ο Ακαδημαϊκός ποιητής Γεώργιος Αθάνας το 1943 έγραψε για το σπίτι που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής το παρακάτω ποίημα το οποίο και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «ΑΧΑΪΚΑ» του Κ .Ν. Τριανταφύλλου.
«Στο σπίτι που γεννήθηκες κι ας το πατούν οι ξένοι
Πήγα και σ’ είδα μια βραδιά νιογέννητο, που αξαίνει
Βυζαίνοντας το γάλα του σαν από Γαλαξία
Κι ουράνια αποσταλάζοντα στην ύπαρξη του αξία.
Στο σπίτι που γεννήθηκες και μπρος το ιερό του τζάκι
Πήγα και σ’ είδα μια βραδιά εφτάχρονο παιδάκι
Τα παραμύθια της γιαγιάς ν’ ακούς γλυκομιλούσας
Πρωτομεταλαβαίνοντας την κοινωνιά της μούσας.
Στο σπίτι που γεννήθηκες χρυσόθωρη κορώνα
Το δοξασμένο σου όνομα θα μείνει στον αιώνα.
Στοιχειό και σαν απάτητο πυργώνεται στην Πάτρα
Στοιχειό κι αθάνατα σε ζει με της Φυλής τη λάτρα».
-55-
Ελπίζω κάποια στιγμή να συνεννοηθούμε όλοι μας και να συναποφασίσουμε πως θα πρέπει να ικανοποιήσουμε την επιθυμία του μεγάλου μας ποιητή το έργο του οποίου ξεπέρασε τα όρια της Ελληνικής Επικράτειας κι έγινε παγκόσμια κληρονομιά, να επιστρέψει μεταθανάτια στο σπίτι που γεννήθηκε. Θεωρώ επιβεβλημένο να ενεργήσουμε άμεσα ώστε να πάψουν να πατάνε ξένοι, στο σπίτι του ποιητή για τα ηρεμήσει επί τέλους και η ψυχή του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Μέγας Αλέξανδρος όταν με τα στρατεύματα του κατέστρεψε οριστικά την πόλη των Θηβών, εκείνο που εξήρεσε της καταστροφής ήταν το σπίτι του Εθνικού ποιητή εκείνης της εποχής Πινδάρου.
Εμείς θα αφήσουμε τον ολετήρα των πάντων χρόνο, και την μπουλντόζα της αδιαφορίας μας να το καταστρέψει;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ : Ο κ. Μαργαρίτης έχει το λόγο.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: «Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι, στοιχειό είναι και με προσκαλεί , ψυχή και με προσμένει». Σε αυτό το σπίτι της οδού Κορίνθου των Πατρών και με τον αριθμό 241, γεννήθηκε όπως μας λέει ο ίδιος ο ποιητής το 1859, Πέμπτη απομεσήμερο στις 2 η ώρα στις 13 Γενάρη.
«Το σπίτι μας το πατρικό, δίπατο. Στον δρόμο η πρόσοψή του είχε καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά σπίτια». Έτσι αρχίζει ο εθνικός μας ποιητής την αυτοβιογραφία του στο βιβλίο «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου».
Σε αυτό το σπίτι που ακόμα δεν το γκρέμισαν οι μπουλντόζες του σύγχρονου χαλαστή πολιτισμού μας, είδε το φως της ζωής η πιο μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία που ανέδειξε η χώρα μας στο μισό του 20ου αιώνα.
Το σπίτι αυτό που το περιγράφει ο μεγαλύτερος αδερφός του ποιητής Χρηστάκης, το 1918 στο Ακαδημαϊκό Ημερολόγιο, το είχε αγοράσει ο πατέρας του το 1857, πρωτοδίκης Πατρών, Μιχαήλ Παλαμάς, από τον ιδιοκτήτη του Τριανταφυλλόπουλο και εγκαταστάθηκε σε αυτό οικογενειακός.
Στο σπίτι πριν εγκατασταθεί η οικογένεια Παλαμά, διέμενε η ιταλική οικογένεια του δάσκαλου Σεράο, όπου και γεννήθηκε επίσης το 1856 η μετέπειτα η διάσημη Ιταλίδα συγγραφέας και
-56-
δημοσιογράφος Ματθίλδη Σεράο. Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε επίσης και το τρίτο παιδί της οικογένειας, ο Νίκος, το 1861. οι ανάγκες όμως διατροφής των ανηλίκων τότε παιδιών της οικογένειας Κωστή Παλαμά, υποχρέωσε τον μεγαλύτερο αδελφό τους Χρηστάκη να προχωρήσει στην εκποίηση αυτού του σπιτιού με απόφαση του Πρωτοδικείου Πατρών.
Ο Παλαμάς θα τραγουδήσει με λυρικούς στίχους τις παιδικές του αναμνήσεις στην Πάτρα αλλά και στο σπίτι που γεννήθηκε στις συλλογές του «Πολιτεία και Μοναξιά» και «Ασάλευτη ζωή».
Ο Δήμος Πατρέων το 1930 σε επίσημη τελετή εντοίχισε στο ιστορικό σπίτι της γέννησης του Παλαμά μαρμάρινη τιμητική πλάκα, στην οποία αναγράφεται ότι σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε η Ματθίλδη Σεράο το 1856 και ο Κωστής Παλαμάς το 1859.
Στην τελετή αυτή είχε προσκληθεί να παραστεί και ο ίδιος ο ποιητής που εκείνη την περίοδο ήταν Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Με ιδιαίτερη συγκίνηση είχε αντιμετωπίσει το γεγονός όταν το πληροφορήθηκε, δεν κατόρθωσε όμως τελικά να παραστεί.
Ο ποιητής μολονότι έζησε πολλά χρόνια στο σπίτι της Πάτρας, αφού σε ηλικία τεσσάρων χρονών έμεινε ορφανός από μητέρα και ύστερα από σαράντα ημέρες και από πατέρα, τα παιδικά του χρόνια σημάδεψαν τη ζωή του και αποτυπώθηκαν με έντονα χρώματα στη μνήμη τους. Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες ημέρες που έζησε σε αυτό, στα λίγα χρόνια της ξεγνοιασιάς. Μέσα από τα έργα του θα υμνήσει και θα αποθανατίσει τόσο το σπίτι που γεννήθηκε όσο και τον πρόωρο έρωτά του, από τις πρώτες εκείνες εικόνες της πατραϊκής κοινωνίας.
«Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα, στα μάτια μου όλο υψώνεται και με όλα του τα νιάτα, το σπίτι ας του νοθεύσανε το σχήμα και το χρώμα και ανόθευτο και αχάλαστο και με προσμένει ακόμα».
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι, στοιχειό και σαν απάτητο με ζει και με προσμένει». Όταν ο ποιητής συνθέτει το ποίημα για το σπίτι του που γεννήθηκε, ήδη βρισκόταν σε ξένα χέρια, αφού οι ανάγκες είχαν άλλες επιταγές. Όμως η ψυχή του ποιητή καρτερεί την ώρα και τη στιγμή που θα επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι…
-57-
Αυτή η ζωηρή εικόνα του ποιητή να επιστρέψει στο σπίτι του έστω και μεταθανάτια, όπου θα μπορούσε να εγκατασταθεί πνευματικά και για πάντα, την διετύπωσε για πρώτη φορά σε μια συντροφιά πνευματικών δημιουργών της Πάτρας, ο Πατρινός διανοούμενος Δημήτριος Συνοδινός, στο επίσημο μνημόσυνο του ποιητή λίγο μετά το θάνατό του και όλοι τότε ασπάστηκαν την ιδέα να γίνει το σπίτι αυτό η Παλαμαία στέγη γραμμάτων της Πάτρας.
Τη σκέψη αυτή ο Συναδινός διατύπωσε για πρώτη φορά εγγράφως και δημόσια στο περιοδικό που εξέδιδε στην πόλη μας ο αείμνηστος φίλος ιστορικός Κώστας Τριανταφύλλου, με τον τίτλο «ΑΧΑΙΚΑ», στο αναμνηστικό τεύχος του Ιουνίου 1943 και εκδόθηκε για τον θάνατο του ποιητή, πριν όμως η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε και τα τεύχη κατασχέθηκαν από τις Γερμανικές αρχές της Κατοχής. Αυτό είναι το τελευταίο τεύχος. (Επιδεικνύει το τεύχος).
Στο περιοδικό αυτό ο Συναδινός με το ψευδώνυμο «Ανταίος» σημείωνε μεταξύ άλλων: «Το σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής, πρέπει να απαλλοτριωθεί, για να γίνει ένας τόπος πνευματικού προσκυνήματος στις ερχόμενες γενιές».
Την πρόταση αυτή ο Δημήτρης Συναδινός επανέλαβε στην πόλη μας σε διαλέξεις του για τον ποιητή τον Φεβρουάριο του το 1946 και το 1948. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, η πρόταση αυτή έγινε με επίσημο έγγραφο των Λαϊκών Αναγνωστήριων των Πατρών προς το Υπουργείο Παιδείας και την Ακαδημία Αθηνών.
Το θέμα επανήλθε με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Παλαμά στα Υψηλά Αλώνια το 1952. Μάλιστα, με την αφορμή αυτή ο ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, έγραψε στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» σχετική επιφυλλίδα.
Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν γίνει ανάλογες προτάσεις, τόσο από τον τότε Πρόεδρο του Πολιτιστικού Κέντρου Πατρών Σοφοκλή Κολαϊτη, όσο και από τον υπογράφοντα τότε στο Δημοτικό Συμβούλιο Πατρέων, ο οποίος επανέφερε την πρόταση προ της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και στον τότε Υπουργό Πολιτισμού.
Ελπίζω κάποια στιγμή να συνεννοηθούμε όλοι μας και να συναποφασίσουμε πως πρέπει να ικανοποιήσουμε την επιθυμία
-58-
του μεγάλου μας ποιητή, το έργο του οποίου μας ξεπέρασε τα όρια της ελληνικής επικράτειας και έγινε παγκόσμια κληρονομιά, να επιστρέψει μεταθανάτια στο σπίτι που γεννήθηκε.
Θεωρώ και επιμένω να ενεργήσουμε άμεσα, ώστε να πάψουν να πατάνε ξένοι το σπίτι του ποιητή, για να ηρεμήσει επιτέλους η ψυχή του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν τα στρατεύματά του κατέστρεψαν οριστικά την πόλη των Θηβών, εκείνο που εξαίρεσε της καταστροφής, ήταν το σπίτι του εθνικού ποιητή εκείνης της εποχής, Πινδάρου.
Εμείς θα αφήσουμε τον ολετήρα των πάντων χρόνο και την μπουλντόζα της αδιαφορίας μας να το καταστρέψει; Θεωρώ πως είναι καιρός να προχωρήσουν οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης του σπιτιού που γεννήθηκε ο εθνικός μας ποιητής, προκειμένου να μετατραπεί σε Μουσείο Ενθυμημάτων, αφού σε αυτό είναι δυνατόν να συγκεντρωθεί ό,τι υλικό υπάρχει από τη ζωή και το έργο του, σε συνεργασία με το Ίδρυμα «Κωστή Παλαμά», το Υπ. Πολιτισμού και τον Δήμο Πατρέων.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως υπήρξε ανεκπλήρωτη επιθυμία του εθνικού μας ποιητή για την επιστροφή του, έστω μεταθανάτια, στο σπίτι που γεννήθηκε.
Θεωρώ πως εν όψει της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, η πόλη μας και η πολιτεία γενικότερα, όπως εκφράζεται τόσο από την Τοπική Αυτοδιοίκηση όσο και από την Κυβέρνηση, να εκπληρώσουμε επιτέλους το χρέος μας προς τον μεγάλο νεοέλληνα ποιητή. Να ζητήσουμε την δρομολόγηση των διαδικασιών απαλλοτρίωσης και υλοποίησης του μεγάλου ονείρου και της μεγάλης επιθυμίας του ποιητή της ρωμιοσύνης.
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ: Ερώτηση θέλω. Σε ποιόν ανήκει σήμερα αυτό το κτίριο κ. Μαργαρίτη και η απαλλοτρίωση από πού θα πληρωθεί, αυτό το αίτημα…
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχήν, το σπίτι αυτό είναι κληρονομιά μιας κυρίας Βασιλοπούλου. Της οικογένειας Βασιλοπούλου που είχε το φαρμακείο στην Ερμού νομίζω, σε ιδιώτη. Και το δεύτερο είναι ότι οι δαπάνες απαλλοτρίωσης θα πρέπει να εξασφαλισθούν από το Υπουργείο Πολιτισμού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κατ’ αρχάς συμφωνούμε επί της προτάσεως;
-59-
Η πρόταση του κ. Μαργαρίτη, αν μπορώ να διευκολύνω την διαδικασία, χωρίς να αφαιρώ τον λόγο από κανέναν. Υπάρχει σε έναν ιδιώτη, να κάνουμε μια αίτηση στο Υπουργείο Πολιτισμού να το απαλλοτριώσει για θέματα τέτοια… Μιλάει για απαλλοτρίωση, νομίζω το έχει ψάξει το θέμα, είναι νομικός, αν στέκει, δεν ξέρω αν στέκει η απαλλοτρίωση.
ΒΑΚΑΛΟΓΛΟΥ: Είναι πράγματι γεγονός ότι το σπίτι του εθνικού μας ποιητή Παλαμά παίζει ένα σημαντικό ρόλο για την ανάδειξη του πολιτισμού, αλλά και της πνευματικής ζωής της Πάτρας και μάλιστα, όταν η Πάτρα θα γίνει Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 2006.Πέρα όμως από την αξιοποίηση του σπιτιού που είναι μια απόδοση σεβασμού προς τον ποιητή, αυτό τον οραματιστή, πιστεύω ότι η ανάδειξη της Πάτρας σαν Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, ασφαλώς θα δημιουργήσει ανάγκες για την αποκατάσταση σημαντικών διατηρητέων κτιρίων για την δημιουργία διαφόρων εκδηλώσεων. Είναι λοιπόν πιστεύω υπόθεση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή του Δήμου, να αξιοποιήσει κάποιους πόρους, διαμορφώνοντας αυτούς σε πολιτιστικά αξιοθέατα και σε μια έλκυση επισκεπτών και μάλιστα, δίνοντάς τους και επισκέψιμη μορφή. Πιστεύω λοιπόν ότι αυτή η ευκαιρία για την ανάδειξη και διατήρηση του ιστορικού σπιτιού του Παλαμά, είναι μοναδική. Παρ’ όλο όμως που ο πνευματικός κόσμος της Πάτρας, πράγματι πολλές φορές το έχει ζητήσει σε συνέδρια που αφορούν την Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ακούστηκε από επιφανείς πνευματικούς άνδρες της Πάτρας, αυτή η πρόταση. Δεν είχαμε όμως κανένα αποτέλεσμα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει το Δημοτικό Συμβούλιο να αποφασίσει να επιλεγεί το σπίτι του Παλαμά σαν ένας απαραίτητος χώρος για την φιλοξενία των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Δηλαδή πιστεύω ότι αυτό είναι θέμα του Δημοτικού Συμβουλίου και αυτό ή ο φορέας της Πολιτιστικής πρέπει να αποφασίσει να το βάλει μέσα στα έργα που ζητάει.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Άρα εδώ, παρ’ ότι συμφωνούμε, διαφωνούμε πως θα αποκτήσουμε, δηλαδή πως θα το φέρουμε κάπου, να έχει ένα δημόσιο χαρακτήρα. Εγώ δεν ξέρω τώρα για τον δήμο, αν το πάμε μαζί με τα άλλα έργα… Μα έχει βάλει ένα σωρό έργα…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προσωπική μου γνώμη…
-60-
ΑΣΠΡΟΥΛΙΑΣ: Ειδικά σήμερα που είναι και η παγκόσμια ημέρα της ποίησης, επιβάλλεται να ζητήσουμε να πραγματοποιηθεί η πρόταση του κ. Λεωνίδα Μαργαρίτη.
ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Συμφωνούμε απολύτως, εξάλλου σαν παράταξη είχαμε φέρει και το θέμα…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συμφωνούμε, αφού την προηγούμενη τετραετία το είχε φέρει και ο Συνασπισμός
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ: Συμφωνώ και εγώ… Γιατί δεν είναι αρμοδιότητα του Δήμου Πατρέων αυτό το πράγμα και είναι της Νομαρχίας;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όποιος θέλει το ζητάει
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ: Δηλαδή μου έρχεται έτσι σαν περισσότερο… Ο Δήμος της Πάτρας είναι αυτός που συνήθως έχει αρμοδιότητες τέτοιες… Δηλαδή συγνώμη, εμείς ενισχύουμε την απόφαση του Δήμου της Πάτρας;
ΝΟΜΑΡΧΗΣ: Το επόμενο θέμα για συζήτηση, είναι σχετικά με την προοπτική και την εξέλιξη της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Με βάση την τελευταία πρόταση που ακούω, θεωρώ ότι απαξιώνουμε εμείς οι ίδιοι τον θεσμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Εμείς δεν είπαμε να το πάρει η Νομαρχία και να το διαχειριστεί η Νομαρχία και να κάνει οτιδήποτε. Μια πρόταση γίνεται, σε πολιτικό επίπεδο, που ακούω συνέχεια εδώ μέσα. Συμφωνούμε ή διαφωνούμε, εκείνο είναι το θέμα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα λεπτό, παίρνουμε μια απόφαση ότι θέλουμε να ζητήσουμε από το Υπουργείο πολιτισμού να προβεί σε απαλλοτριωτικές πράξεις και να το αποδώσει στον φορέα; Εάν είναι έτσι, αναλαμβάνει ο κ. Μαργαρίτης, με όποιον άλλο συνάδελφο θέλει…
ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Να ξεκαθαριστεί αυτό το πράγμα τώρα. Ο κ. Νομάρχης είναι μέλος κατά πάσα πιθανότητα, του Μονομετοχικού. Δεν θα έχει καταθέσει προτάσεις για την Πολιτιστική πρωτεύουσα εκεί;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούστε, εμείς βάζουμε προτάσεις εδώ. Το τι θα κάνει ο κ. Τατούλης με τον κ. Κατσικόπουλο και τον κ. Καράβολα…
ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Μα για πρόταση λέμε τώρα… Ο κ. Νομάρχης να προτείνει στα πλαίσια της Πολιτιστικής να αποκτηθεί το σπίτι του Παλαμά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί να μην το βάλει το Ν. Σ., κατευθείαν στον υπουργό;
-61-
ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Και στον υπουργό…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το προωθούμε λοιπόν προς τον Υπουργό, προς την Πολιτιστική, προς τον Δήμο. Συμφωνούμε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν, συμφωνήσαμε στην πρόταση έτσι όπως την έβαλα; Ομόφωνα..
Στη συνέχεια το σώμα αφού άκουσε τον Νομάρχη, τον πρόεδρο αυτού και τους λοιπούς ομιλητές που ανέπτυξαν τις απόψεις τους επί του θέματος.
Έχοντας υπόψη:
1. Το από 15/11/04 εισηγητικό έγγραφο του Νομαρχιακού Συμβούλου κ. Λεωνίδα Γ.. Μαργαρίτη
ΟΜΟΦΩΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ
Ζητά από το Υπουργείο Πολιτισμού να κινήσει την διαδικασία της απόκτησης από το Ελληνικό Δημόσιο του σπιτιού του Εθνικού Ποιητή, προκειμένου να στεγαστεί ένα Μουσείο ενθυμημάτων «Κωστή Παλαμά».
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΤΑΣ ΘΕΩΝΗ . ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Νομάρχης Δημήτρης Κατσικόπουλος και το Συμβούλιό του
που έλαβε την ιστορική απόφαση.
-62-
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Πέρα από τις επιστολές που είχε απευθύνει η Εταιρεία Λογοτεχνών στους κατά καιρούς Υπουργούς Πολιτισμού για το ζήτημα της μετατροπής του σπιτιού που γεννήθηκε ο εθνικός μας ποιητής σε Μουσείο Ενθυμημάτων απέστειλε και την από μηνός Ιούλιου 2009 επιστολή με την ευκαιρία άφιξης του στην πόλη μας για τα εγκαίνια του νέου αρχαιολογικού μουσείου.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής έχει ως ακολούθως:
Αγαπητέ κ. Υπουργέ,
Σας Καλωσορίζουμε στην πόλη μας, την πόλη του Πατρέα, την πόλη του Πρωτοκλήτου, την πόλη μου γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ.
Η πόλη μας διακρίνεται για τη βαθιά θρησκευτικότητα των κατοίκων της. Από αρχαιοτάτων χρόνων σέβονταν και τιμούσε την Παναχαϊδα Αθηνά. Στις μέρες μας τιμά το Πρωτόκλητο των Αποστόλων Ανδρέα και ανήγειρε στη μνήμη του μεγαλοπρεπή Ναό.
Έχει τιμήσει επίσης και τον Εθνικό μας βάρδο, ποιητή του «Ολυμπιακού ΄Ύμνου» της «Φλογέρας του Βασιλιά»,της «Ασάλευτης ζωής»,του «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και μιας σειράς αξιόλογων έργων που κοσμούν τα Ελληνικά Γράμματα.
Με εράνους φιλοτεχνήθηκαν και κοσμούν την πόλη μας :
-μια μαρμάρινη προτομή του στα Ψηλά Αλώνια,
-ένας χάλκινος Ανδριάντας του στην πλατεία Νόρμαν
-μια εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή στο σπίτι που γεννήθηκε επί της οδού Κορίνθου και
-μια οδός της πόλεως φέρει τιμητικά το όνομα του.
Φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννηση του.
-63-
Η Εταιρεία μας με την ευκαιρία της επετείου αυτής διοργάνωσε μια σειρά εκδηλώσεων(16-23 Μαρτίου) στη διάρκεια των οποίων αναλύθηκε το έργο του και η σημαντική προσφορά του στα Γράμματα.
Παρόμοιες εκδηλώσεις έγιναν από το Δήμο και θα γίνουν ακόμη στη διάρκεια του χρόνου ,από πολιτιστικούς φορείς.
Στα πλαίσια αυτών των εκδηλώσεων η Εταιρεία μας πρόβαλε κι ανέδειξε την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης του σπιτιού που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής εδώ στην πόλη μας επί της οδού Κορίνθου και της μετατροπής του σε Μουσείο Ενθυμημάτων Κωστή Παλαμά.
Με αυτό το στόχο συνέταξε και διατύπωσε ένα κείμενο –έκκληση προς τον Υπουργό Πολιτισμού της χώρας μας και ζητά την υλοποίηση του αιτήματος αυτού προκειμένου να φιλοξενηθεί σ’ αυτό το σπίτι ένα Μουσείο Ενθυμημάτων αλλά και να επανέλθει σ’ αυτό, η ψυχή του ποιητή ο οποίος μέσα από τους στίχους του ποιήματός του «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΉΘΗΚΑ» εκφράζει την επιθυμία να επιστρέψει στο σπίτι αυτό, που στερήθηκε όταν μετά το θάνατο του πατέρα του οι ανάγκες της ζωής επέβαλαν την εκποίησή του.
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζεί και με προσμένει.»
Κύριε Υπουργέ χιλιάδες είναι οι πολίτες της πόλεως των Πατρών που με την υπογραφή τους στο κείμενο της έκκλησης συντάχθηκαν με την πρότασή μας και εκφράζουν το αίτημα να προχωρήσει το Υπουργείο σας στην ικανοποίηση της ενδόμυχης επιθυμίας του ποιητή η οποία εκφράζεται από το σύνολο του Πατραϊκού Λαού.
Με την έκκληση της Εταιρείας μας τάχθηκαν και συνυπέγραφαν το αίτημα πέραν των απλών πολιτών και όλοι οι εκπρόσωποι φορέων του Νομού και της πόλεως.
Οι Βουλευτές του Νομού Μιλτιάδης Βέρρας, Απόστολος Κατσιφάρας, Νικόλαος Τσούκαλης, Νικόλαος Παπαδημάτος, Νικόλαος Καραθανασόπουλος και Μιχάλης Μπεκίρης,
-64-
Ο τέως Υφυπουργός Παιδείας Βασίλης Μπεκίρης,
Ο Γ. Γραμματέα Περιφέρειας Σπυρίδων Σπυρίδων (Α.Π.1291/4-5-09) που επισημαίνει: την αναγκαιότητα ανάδειξης της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς με την αξιοποίηση της οικίας του Εθνικού μας ποιητή .
Ο Νομάρχης Αχαΐας Δημήτρης Κατσικόπουλος (Α.Π.335/4-5-2009 ) που επισημαίνει: Η εν λόγω οικία πέραν του ότι γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς παρουσιάζει και αρχιτεκτονική αξία, και μπορεί να αποτελέσει πολιτιστικό μνημείο αναφοράς όχι μόνο για την Πάτρα, αλλά για ολόκληρη τη χώρα μας.
Ο Δήμαρχος Πατρέων Ανδρέας Φύρας (Α.Π.2051/23-6-2009) που επισημαίνει: πως πρόκειται περί ομοφώνου αιτήματος της πόλεως.
Ο Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (Α.Π.324/6-5-2009).
που επισημαίνει : ότι « Η αξιοποίηση αυτού του σπιτιού αποτελεί χρέος όλων μας, αφού είναι ένα μνημείο της πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς μας».
Ο Πρόεδρος της Τ.Ε.Δ.Κ.Ν. Αχαΐας Δήμαρχος Ωλενίας Γρηγόρης Αλεξόπουλος που επισημαίνει: «Ευελπιστούμε ότι θα σας βρούμε αρωγό στην κοινή προσπάθεια όλων των τοπικών δυνάμεων για την πολιτιστική αξιοποίηση της οικίας του Κωστή Παλαμά»
Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών Καθηγητής Σταύρος Κουμπιάς (Α.Π.11300/16-06-09) που παρακαλεί τον Υπουργό να βοηθήσει για την ικανοποίηση του αιτήματος να περιέλθει στην κυριότητα του Δημοσίου η οικία που γεννήθηκε ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Ο Πρόεδρος του Τ.Ε.Ι. Σωκράτης Καπλάνης (Α.π.5551/22-5-2009) που επισημαίνει: ότι το Τ.Ε.Ι. σε συνεργασία με τους αρμοδίους συλλόγους με χαρά θα αναλάβει την ανάπλαση του κτιρίου του Κ. ΠΑΛΑΜΑ θεωρώντας το ως υποχρέωση του στην ιστορία της πόλης και της χώρας».
Είναι βεβαίως αυτονόητο να τονίσουμε ότι το αίτημα αυτό συνυπέγραψαν απαξάπαντες οι πνευματικοί άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών της πόλεως και του Νομού μας,
-65-
Κύριε Υπουργέ
Εκπρόσωπός μας θα σας παραδώσει κατά την παρουσία σας στην πόλη μας το φάκελο με το αίτημα-έκκληση το οποίο φέρει τις υπογραφές των συμπολιτών μας καθώς και αντίγραφα των εγγράφων-υπομνημάτων των εκπροσώπων φορέων της τοπικής Αυτοδιοίκησης της κοινωνίας και της Εκκλησίας.
Ελπίζουμε κ. Υπουργέ ως εγγονός της μεγάλης Ελληνίδας πεζογράφου Πηνελόπης Δέλτα και ανεψιός του επίσης μεγάλου Έλληνα πνευματικού άνθρώπου Παύλου Ζάννα να υιοθετήσετε την πρότασή μας και να ικανοποιήσετε μεταθανάτια την επιθυμία του Εθνικού μας ποιητή όπως αυτή εκφράζεται σε σχετικό ποιήματα του για επιστροφή του στο σπίτι που γεννήθηκε.
Με εξαιρετική τιμή
Για την Εταιρεία Λογοτεχνών
Ο πρόεδρος
Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης
-66-
ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΩΝ
Με την ευκαιρία των εορταστικών εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Εταιρεία Λογοτεχνών ανέλαβε την πρωτοβουλία σύνταξης ενός κειμένου και την υπογραφή του από εκπροσώπους φορέων και πολιτών με αποδέκτη τον Υπουργού Πολιτισμού και με θέμα την απαλλοτρίωση του σπιτιού που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής για να μετατραπεί σε Μουσείο Ενθυμημάτων.
Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο καθώς και τα ονοματεπώνυμα των εκπροσώπων φορέων, πνευματικών ανθρώπων, επιστημόνων, επαγγελαμτιών και λοιπών πολιτών.
ΠΑΤΡΑ ΜΑΡΤΗΣ 2009
ΑΙΤΗΜΑ-ΕΚΚΛΗΣΗ
ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ
ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ
Κύριε Υπουργέ
Όπως γνωρίζετε η πόλη των Πατρών, ευτύχησε να είναι ο τόπος που γεννήθηκε το 1859, ο μεγάλος μας Εθνικός Ποιητής Κωστής Παλαμάς και το μόνο, που θυμίζει το ιστορικό αυτό γεγονός, είναι μια εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή στο σπίτι που γεννήθηκε (Κορίνθου 241).
Η Σκιάθος διατηρεί το σπίτι του Παπαδιαμάντη.
Οι Μηλιές Βόλου διατηρούν το σπίτι του Άνθιμου Γαζή.
Η Τρίπολη διατηρεί το σπίτι του Κώστα Καρυωτάκη.
-67-
Οι Δελφοί διατηρούν το σπίτι του Σικελιανού και άλλες πόλεις επίσης διατηρούν ως Μουσεία , τα σπίτια των εκλεκτών παιδιών τους και τα προβάλλουν ως αξιοθέατα.
Η Πάτρα οφείλει να πράξει το ίδιο για το ΣΠΊΤΙ του μεγάλου μας Εθνικού Ποιητή ΚΩΣΤΉ ΠΑΛΑΜΑ.
Φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννησή του!..
Ο Ποιητής μας, ανήκει στο Έθνος και θεωρούμε, ότι επιβάλλεται να περιέλθει και το σπίτι που γεννήθηκε στο Έθνος , με τη διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ( Ν.2882/2001).
Με την ικανοποίηση του αιτήματος-έκκλησης, θα ικανοποιηθεί και η ψυχή του ποιητή μας, που μέσα από τους στίχους του έχει διατυπώσει την επιθυμία του για επιστροφή του σ’ αυτό:
«Το σπίτι που γεννήθηκα
κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι, και με προσκαλεί
ψυχή και με προσμένει…»
ΟΙ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΠΑΤΡΙΝΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ
ΚΑΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΦΟΡΕΩΝ
Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Σπύρος Σπυρίδων
Νομάρχης Αχαΐας Δημήτρης Κατσικόπουλος
Δήμαρχος Πατρέων Ανδρέας Φούρας
Πρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών Σταύρος Κουμπιάς
Πρόεδρος Τ.Ε.Ι. Πατρών. Σωκράτης Καπλάνης
Πρόεδρος Τ.Ε.Δ.Κ. Ν. ΑΧΑΪΑΣ Γρηγόρης Αλεξόπουλος
Μπεκίρης Βασίλης τ. Υπουργός Ν. Δ.
Βέρρας Μιλτιάδης Βουλευτής Αχαΐας ΠΑΣΟΚ
Καραθανασόπουλος Νίκος Βουλευτής Αχαΐας Κ.Κ.Ε.
Κατσιφάρας Απόστολος Βουλευτής Αχαΐας ΠΑΣΟΚ
Παπαδημάτος Νικόλαος Βουλευτής Αχαΐας Ν. Δ.
Τσούκαλης Νίκος Βουλευτής Αχαΐας ΣΥΡΙΖΑ
Μπάστα Δήμητρα Πρόεδρος Νομαρχιακού Συμβουλίου
-68-
Κουμπουρλή-Παναγιωτοπούλου
Αικατερίνη Πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών
Αθανασόπουλος Γεώργιος Αντινομάρχης
Μπινιέρης Γεώργιος Αντινομάρχης
Πετρόπουλος Αθανάσιος Αντινομάρχης
Τριανταφυλλόπουλος Ανδρέας Αντινομάρχης.
Ταπεινός Ιωάννης Αντινομάρχης
Φεσσιάν Γεράσιμος Αντινομάρχης
Αντωνόπουλος Τάκης τ.Νομαρχιακός Σύμβουλος
Αλεξόπουλος Παναγιώτης Γραμματέας Ν.Ε. ΠΑΣΟΚ ΑΧΑΪΑΣ
Αβραμόπουλος Ανδρέας Πρόεδρος ΝΟΔΕ Ν.Αχαϊας
Ζαφειρόπουλος Γιώργος Αντιδήμαρχος
Μαργαρίτης Λεωνίδας Πρόεδρος Εταιρείας Λογοτεχνών
Πράτσικας Μανόλης Συγγραφέας
Κοσμόπουλος Δημήτρης Γεν. Δ/ντής ΔΕΥΑΠ
Κώης Δημήτρης Αντιστασιακός
Αβραμίδης Δημήτριος Δημοσιογράφος
Ζεπάτος Γιώργος Πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου
Αντζουλάτος Κωνσταντίνος Πρόεδρος Επιμελητηρίου Αχαΐας
Καρακίτσος Νίκος Αντιπρόεδρος Επιμελητηρίου Αχαΐας
Σκέντζος Παναγιώτης Πρόεδρος ΟΕΒΕΣΝΑ
Καλής Αντώνης Πρόεδρος Εργατικού Κέντρου Πάτρας
Κίτσος Ιωάννης Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών
Σιαμπλής Δημήτριος Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Πατρών
Αποστολόπουλος Νικόλαος Πρόεδρος Φαρμακευτικού
Συλλόγου Πατρών
Μαλλιάς Θεόδωρος Πρόεδρος Συλλόγου Πατρινών
Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών
Ρώρος Γεώργιος Πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Πατρών
Κουνινιώτης Φαίδων Πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχάνων
Πατρών
Βουλδής Απόστολος Πρόεδρος ΕΣΗΕΠΗΝ
Κολαϊτης Σοφοκλής Γεν.Δ/ντής Σ.Ε.Β. Πελοποννήσου-Δυτ.
Ελλάδος
Παναγιωτόπουλος Γεώργιος Πρόεδρος Μουσείου Λαϊκής
-69-
Τέχνης
Αγγελόπουλος Άγγελος Πρόεδρος Συλλόγου Φίλοι
Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών.
Μανθόπουλος Αθανάσιος Αντιπρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου
Πατρών
Παπαβλασσόπουλος Ανδρέας Δ/ντής Επιμελητηρίου Αχαΐας
Βασιλείου Κώστας Πρόεδρος Συνταξιούχων Ι.Κ.Α.
Ροδίτης Αχιλλέας Δημοσιογράφος
Φλαμής Κωνσταντίνος Δημοσιογράφος
π.Χρύσανθος Στελάτος Αρχιμανδρίτης Υπεύθυνος
Τηλεοπτικού Σταθμού ΛΥΧΝΟΣ
Χριστόπουλος Γιάννης Δημοσιογράφος
Μαρίνος Ζώης Δημοσιογράφος
Ορφανού Μαρία Δημοσιογράφος
Γεωργοπούλου Ελένη Δημοσιογράφος
Αγγελόπουλος Αναστάσιος Δημοσιογράφος
Παναγόπουλος Σταύρος Δημοσιογράφος
Ζαχαρόπουλος Περικλής Δημοσιογράφος
Βρής Ανδρέας Δημοσιογράφος
Τσιάμη Κωνσταντίνα Δημοσιογράφος
Κοζίας Σωτήρης Ποιητής-Δημοσιογράφος
Σπηλιόπουλος Κώστας Δημοσιογράφος
Βγενόπουλος Θεοφάνης Δημοσιογράφος
Χριστακόπουλος Θάνος Δημοσιογράφος
Πολίτης Στέφανος Δημοσιογράφος
Νικολάου Νίκος Δημοσιογράφος
Παγουλάτου Κατερίνα Δημοσιογράφος
Δελέγκου Ελένη Δημοσιογράφος
Καϊάφας Γεώργιος Δημοσιογράφος
Μπαρδάκη Χαρά Δημοσιογράφος
Νικολοπούλου Βασιλική Δημοσιογράφος
Καρέλος Αντώνιος Δημοσιογράφος
Στεφανόπουλος Ανδρέας Δημοσιογράφος
Μαρτάτος Παναγιώτης Δημοσιογράφος
Γιαπρακάς Νικόλαος Δημοσιογράφος
-70-
Αντωνοπούλου Ειρήνη Δημοσιογράφος
Κόγκος Προκόπης Δημοσιογράφος
Πλής Γεώργιος Δημοσιογράφος
Στρατουλάκος Χρήστος Δημοσιογράφος
Κριετσιώτης Κώστας Δημοσιογράφος
Μάλλιος Παναγιώτης Δημοσιογράφος
Τσαβαλάς Γιώργος Λογοτέχνης
Στρατουλάκος Χ. Δημοσιογράφος
Γράψας Μαρίνος Δημοσιογράφος Αρχισυντάκτης εφ. ΓΝΩΜΗ
Γερολυμάτος Διονύσιος Γλύπτης
Γκλαβάς Αλέξης Συγγραφέας-Δημοσιογράφος
Σκαρτσής Σωκράτης Ποιητής
Λάζαρης Βασίλης Ιστορικός
Λογαράς Κώστας Συγγραφέας
Σαλταμαύρος Αλέξανδρος Ιατρός
Καρέλα Μαρία Πεζογράφος-Ζωγράφος
Τρακαδάς Περικλής Συγγραφέας-Καθηγητής
Κοσφοξυλιώτη Κων/να Ζωγράφος
Ιντζεγιάννης Σταύρος Λογοτέχνης –Δημοσιογράφος
Λάμπρη Παναγιώτα Λογοτέχνης
Δημητρόπουλος Ηλίας Συγγραφέας
Μπούτσικας Ανδρέας Λογοτέχνης
Ανδρονόπουλος Τάκης Δικηγόρος
Βρεττός Λάμπρος Συγγραφέας
Τραχάνης Σπύρος Ποιητής
Καυκόπουλος Βασίλης Συγγραφέας
Μαρινέλλης Λευτέρης Συγγραφέας
Λέμης Αντώνης Πολ.Μηχανικός
Λιβαθινός Ιωάννης Ζωγράφος-Ποιητής
Παπαθανασόπουλος Δημήτρης Συγγραφέας
Παπανικολάου Δημήτρης Ποιητής
Γιαβάση Κική Καθηγήτρια ΤΕΙ
Ζολώτα-Κατσουλού Μαντώ Ποιήτρια
Κομνηνάκη Νένα Λογοτέχνης
Φιλιππόπουλος Τάσος Συγγραφέας
-71-
Παπαναστασόπουλος Μιχάλης Συγγραφέας
Κωνσταντακόπουλος Νώντας Ποιητής
Πετρόπουλος Κων/νος του Χαρ. Δικηγόρος
Πετρόπουλος Κων/νος του Ελευθ. Δικηγόρος
Κοτσάς Αθανάσιος Αρχιτέκτων-Μηχανικός
Παπουτσάκης Σπύρος Ιατρός-Συγγραφέας
Αρβανίτη Παλαιολόγου Ευγενία Λογοτέχνης
Μπερερής Δημήτριος Δικηγόρος
Παλαιολόγου Κων/νος Δικηγόρος
Παπαδιονυσίου Αχιλλέας Δημοσιογράφος
Παπαθεοδώρου Παναγιώτης Καθηγητής-Συγγραφέας
Παναγόπουλος Αλέξιος Καθηγητής-Συγγραφέας
Κυριακοπούλου Μαρία Πολιτικός Επιστήμων
Κουσαδιανού Αμαλία Συγγραφέας
Δημητρόπουλος Φώτης Καθηγητής-Συγγραφέας
Τσακιράκης Γιώργος Ποιητής
Γεωργακόπουλος Χρήστος Ποιητής
Μπαρμπούνης ΄Αγγελος Δικηγόρος
Σπηλιωτακάρα ΄Αννα Ιατρός
Αποστολόπουλος Διομήδης Δικηγόρος
Αντωνοπούλου Ντάνα Δικηγόρος
Αντίοχος Στάθης Δικηγόρος
Φαφούτης Γιώργος Δικηγόρος
Καρώκης Αλέκος Δικηγόρος
Κολόμβος Ηλίας Δικηγόρος
Κότσιφας Ανδρέας Δικηγόρος
Γιαννακός Δημήτρης Δικηγόρος
Ζορμπάς Νικόλαος Δικηγόρος
Μεταξάς Παναγιώτης Δικηγόρος
Τσόλκας Χρήστος Δικηγόρος
Παπάκος Νίκος Δικηγόρος
Πέτρου Πέτρος Δικηγόρος
Παναγιωτόπουλος Πέτρος Δικηγόρος
Πετροπούλου Μαρία Δικηγόρος
Σιμιτζής Άγγελος Δικηγόρος
-72-
Τόλιας Αργύρης Δικηγόρος
Γάτσος Ανδρέας Δικηγόρος
Ρηγόπουλος Γεράσιμος Ιατρός
Τσενές Σπύρος Δικηγόρος
Σιμιτζής Γιώργος Λογοτέχνης
Τσούνης Βασίλης Ιατρός
Λουκοπούλου Ρέα Λογοτέχνης
Μπόμπολη Ειρήνη Λογοτέχνης
Τσακιράκης Γιώργος Ποιητής
Μαρούδα - Ανεστοπούλου Θεοδώρα Λογοτέχνης Γ. Γραμ.
Εταιρείας Λογοτεχνών
Δημητρόπουλος Φώτης Συγγραφέας –Καθηγητής
Κρέτση-Λεοντσίνη Πηνελόπη Καθηγήτρια-Συγγραφέας
Γεωργακόπουλος Χρήστος Ποιητής
Μούλιας Χρήστος Συγγραφέας-Δικηγόρος
Μιράντα Πολύχρου Δικηγόρος
Σφαέλου Παρασκευή Δικηγόρος
Τσενές Σπύρος Δικηγόρος
Φαρμάκη Βίβιαν Καθηγήτρια-Κριτικός Ελληνικής Λογοτεχνίας
Σακελλάρη Βάσω Ηθοποιός
Γκοτσοπούλου Γεωργία Καθηγήτρια-Πεζογράφος
Κουσαδιανού Αμαλίας Συγγραφέας
Ματζούτσος Σωτήρης Ποιητής
Παναγόπουλος Αλέξιος Συγγραφέας-Καθηγητής
Παπαθεοδώρου Παναγιώτης Συγγραφέας-Καθηγητής
Παύλος Μαρινάκης Συγγραφέας-Δικηγόρος
Παπαθανασόπουλος Δημήτρης Καθηγητής-Συγγραφέας
Τσαβαλάς Γιώργος Λογοτεχνης
Καρνάρος Λεωνίδας Ιστορικός Ερευνητής-Συγγραφέας
Μητρόπουλος Περικλής Υπεύθυνος Εκδόσεων ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ
Παπανικολάου Δημήτρης Υπεύθυνος Δημοτικής Πινακοθήκης
Χατζινας Σωτήρης Καθηγητής ΤΕΙ
Και ακολουθούν τρείς χιλιάδες(3.000) υπογραφές πολιτών
της πόλεως των Πατρών.
-73-
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ*
Γεράσιμου Γ. Ζώρα
1. ΙΔΡΥΣΗ1
Το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά συνεστήθη την 1η Δεκεμβρίου 1959, με την υπ’ αριθμόν 8959 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγέλου Γεωργίου. Αυτή προκάλεσε το Βασιλικό Διάταγμα 842 της 1ης Δεκεμβρίου 1960, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο 205 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, στις 28 Δεκεμβρίου 1960. Εμπνευστές για τη σύσταση του Ιδρύματος ήσαν οι Γιώργος Κατσίμπαλης, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ανδρέας Καραντώνης, Δημήτρης Συναδινός και από την πλευρά των κληρονόμων οι Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, Γεώργιος Συριώτης και Αχιλλέας Βάλβης-Λασκαρίδης. Συγκεκριμένα, με την ευκαιρία της 100ής επετείου της γεννήσεως του
1 Για τη σύνταξη του ιστορικού του Ιδρύματος που παρουσιάζουμε εν συντομία στο παρόν άρθρο –εκτός του πλουσιότατου πρωτογενούς υλικού που χρησιμοποιήσαμε– συμβουλευτήκαμε το «Χρονικό» του που είχε συντάξει ο Δημ. Π. Συναδίνος («Χρονικό του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά», Φιλολογική. Τρίμηνη περιοδική έκδοση ενημέρωσης και προβληματισμού της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, έτος 12, φ. 46, Ιανούάριος-Μάρτιος 1994, σσ. 40-43), καθώς και σχετικό σημείωμα που δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα της εφ. Η Καθημερινή («Το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά», Επτά ημέρες. Κωστής Παλαμάς. Τα χρόνια του και τα χαρτιά του. 60 χρόνια από τον θάνατό του, Κυριακή 30 Μαρτίου 2003, σ. 31). Επίσης ανατρέξαμε και στο λεύκωμα Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από το θάνατό του (1943-2003), Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2003.
* Κείμενο ομηλίας του καθηγητή Γεράσιμου Ζώρα στις εκδηλώσεις της εταιρείας λογοτεχνών Ν. Δ. Ελλάδος στη Διακείδιο Σχολή για την επαίτιο των 150 χρόνων από την γέννηση του εθνικού μας ποιητή.
-74-
Παλαμά, οι κληρονόμοι του αποφάσισαν ομόφωνα να εκχωρήσουν, με ανιδιοτελή τρόπο ό,τι τους ανήκε από τον μεγάλο προγονό τους: όσα χειρόγραφα του ποιητή είχαν στην κατοχή τους, τα βιβλία της προσωπικής βιβλιοθήκης του και ορισμένα αντικείμενα του σπιτιού του. Ταυτόχρονα εκχώρησαν και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στα έργα του ποιητή.
2. ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Με την ίδια πράξη καθορίσθηκε η πρώτη δεκαμελής Διοικούσα Επιτροπή του Ιδρύματος, αποτελούμενη από τους Γιώργο Κατσίμπαλη, Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ηλία Βενέζη, Ξενοφώντα Ζολώτα, Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, Ευάγγελο Παπανούτσο, Ανδρέα Καραντώνη, Γιώργο Συριώτη, Δημήτρη Συναδινό και Γεώργιο Κουρνούτο, Διευθυντή
Η Διοικούσα Επιτροπή του Ιδρύματος Παλαμά, σε συνεδρία της, τον Οκτώβριο του 1980, υπό την Προεδρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Διακρίνονται τα μέλη Γεώργιος Κουρνούτος, Απόστολος Σαχίνης, Οδυσσέας Ελύτης, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ευάγγελος Παπανούτσος, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Δημήτριος Συναδινός.
-75-
τότε της Διεύθυνσης Γραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Η πρώτη συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής έγινε στις 7 Φεβρουαρίου 1961. Στο εξής τα κενά που δημιουργούνταν από θανάτους μελών καλύπτονταν με νέα μέλη, κυρίως λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Άγγελος Βλάχος και ο Τάσος Αθανασιάδης, ή πανεπιστημιακούς καθηγητές, όπως ο Απόστολος Σαχίνης και ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης. Πρώτος Πρόεδρος ορίσθηκε ο Κατσίμπαλης, ο οποίος και σφράγισε την ταυτότητα του Ιδρύματος με τη δεκαεπταετή θητεία του, από το 1961 έως τον θάνατό του, το 1978. Ακολούθως τον διαδέχθηκε ο Ευάγγελος Παπανούτσος για τη διετία 1978-1980 και, μετά από αυτόν, την προεδρία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Συγκεκριμένα, εξελέγη Πρόεδρος κατά τη συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής της 26ης Σεπτεμβρίου 1980, και διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι το 1987. Οι δύο επόμενοι πρόεδροι διοίκησαν το Ίδρυμα για μία δεκαετία περίπου ο καθένας τους, ο Απόστολος Σαχίνης από το 1987 έως τον θάνατό του, το 1997, και ο Τάσος Αθανασιάδης από το 1997 έως τον θάνατό του, το 2006. Έκτοτε Πρόεδρος είναι η Γαλάτεια Σαράντη. Σήμερα, εκτός από την Πρόεδρο, στη Διοικούσα Επιτροπή μετέχουν έξι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι Κάρολος Μητσάκης, Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Μιχάλης Μερακλής, Κωνσταντίνος Κασίνης, Ευάγγελος Αθανασόπουλος, Γεράσιμος Ζώρας, οι λογοτέχνες Ευάγγελος Μόσχος και Θανάσης Παπαθανασόπουλος, καθώς και ο Γ. Γ. Κατσίμπαλης.
Τα εκάστοτε μέλη της Διοικούσας Επιτροπής φρόντιζαν να εκπληρώνουν τους σκοπούς του Ιδρύματος, όπως περιγράφονται στο Φ.Ε.Κ.: «Σκοπός αυτού έσεται η συγκέντρωσις οιωνδήποτε χειρογράφων και ανεκδότων έργων του αειμνήστου εθνικού ποιητού Κωστή Παλαμά, η έκδοσις αυτών, η επανέκδοσις των ήδη εκδεδομένων έργων αυτού, ως επίσης και η συγκέντρωσις των οιωνδήποτε κινητών πραγμάτων, άτινα εχρησιμοποίει ο ποιητής, εις τρόπον ώστε να καταστή δυνατή η σύστασις δι’ αυτών μουσείου παρέχοντος την εικόνα της ζωής του. Πάντως πρωταρχικόν καθήκον και υποχρέωσις του Ιδρύματος είναι η άμεσος συγκρότησις “Μουσείου Κωστή Παλαμά”, εγκατεστημένου εις την οικίαν ένθα απεβίωσεν ούτος ή τούτου αδυνάτου όντως εις έτερον κατάλληλον οίκημα εν Αθήναις».
-76-
3. ΚΤΙΡΙΟ
Ο Παλαμάς πρωτοείδε το φως στην Πάτρα στο σπίτι της οδού Κορίνθου, ενώ τα νεανικά χρόνια του τα πέρασε στο Μεσολόγγι. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της ζωής του ταυτίζεται με τη διαμονή του στην Αθήνα. Στο σπίτι της οδού Ασκληπιού 3 έζησε για σαράντα χρόνια, από το 1896 έως το 1935, και για τον λόγο αυτόν, το Ίδρυμα θεώρησε πρωταρχικό καθήκον του να έχει εκεί την έδρα του. Έτσι, τον Ιούνιο του 1969, αγόρασε διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας που οικοδομήθηκε στον ίδιο χώρο. Στην έδρα αυτή έγινε προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα δωμάτιο, όπως ήταν το γραφείο του Παλαμά στο παλαιό σπίτι. Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, σε συνέντευξη που είχε πάρει από τον Παλαμά τον Σεπτέμβριο του 1921, περιέγραφε ως εξής τον χώρο: «Στήλες και σωροί από τόμους σε κάθε γωνιά. Και οι απέριττες βιβλιοθήκες, κι εκείνες, γιομάτες από βιβλία. Αρκετά καλλιτεχνικά σκίτσα και φωτογραφίες στους τοίχους: ο Ουγκώ, ο Χάϊνε, ο Δάντης, η Μαντάμ ντε Νοάιγ και τρία πορτραίτα του Κωστή Παλαμά. Το ένα, πολύ καλό, έργο του Ευάγγελου Ιωαννίδη. Το τραπέζι-γραφείο του ποιητού, χωρίς κανένα στολίδι εκτός από ένα χάλκινο γλυπτό καλαμάρι. Βιβλία και χαρτιά επάνω, και μια μικρή λάμπα πετρελαίου που φωτίζει δειλά τα εμπνευσμένα τού ποιητού βράδυα. Κανένα φανταχτερό πράγμα –κανένα καινούργιο έπιπλο– στο παλαιικό αυτό γραφείο, που η ατμόσφαιρά του έχει κάπως πικρό και υγρό άρωμα των παληών τόμων»2. Πράγματι η προσπάθεια του Ιδρύματος να αναπαρασταθεί ο χώρος του γραφείου του Παλαμά, με όσα αυθεντικά έπιπλα και αντικείμενα διασώζονται, υπήρξε άκρως επιτυχής και το αποτέλεσμα είναι υποβλητικό. Έτσι εκτός από τα έπιπλα και τις βιβλιοθήκες του Παλαμά, εκτίθενται στον φυσικό τους χώρο και τα μικροαντικείμενα του γραφείου του, κονδυλοφόροι, πενοστάτες, χαρτοκόπτες.
2 Κ. Δημητριάδης, «Μια συνέντευξη με τον Κωστή Παλαμά», Τα Πανελλήνια, 26 Σεπτεμβρίου και 3 Οκτωβρίου 1921 [=Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τόμ. 14, σ. 111].
-77-
Ίδια προσπάθεια έχει γίνει και από το Πανεπιστήμιο Αθηνών να διαμορφωθεί χώρος αφιερωμένος στον Παλαμά, με επίκεντρο το γραφείο που χρησιμοποιούσε ως Γενικός Γραμματεύς του Ιδρύματος κατά την τριακονταετία 1897-1927. Στο Ίδρυμα Παλαμά, ωστόσο, υπάρχουν και πολλά προσωπικά αντικείμενα του ποιητή που έχουν εκτεθεί είτε σε κατάλληλες προθήκες, είτε στον φυσικό τους χώρο πάνω σε έπιπλα του ποιητή. Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στη διακόσμηση της αίθουσας συνεδριάσεων της Διοικούσας Επιτροπής, όπου υπάρχουν πολλά μικρού μεγέθους εκθέματα, καθώς και στη χωροταξική διαρρύθμιση του προθάλαμου, όπου βρίσκονται αναρτημένα στους τοίχους διπλώματα του Παλαμά.
4. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Αναφέρουμε ορισμένα μόνον αντικείμενα από τα φυλασσόμενα
9. Μικρών διαστάσεων πήλινο γλυπτό φιλοτεχνημένο από τον Βάσο Φαληρέα, χαρισμένο στη Ναυσικά Παλαμά, το 1942.
-78-
ή εκτιθέμενα στις αίθουσες του Ιδρύματος, ενδεικτικά της ποικιλίας των διαφόρων κατηγοριών. Υπάρχουν, λοιπόν, μεγάλα αντικείμενα, όπως η γνωστή κουνιστή πολυθρόνα του, όπου συνήθιζε να αναπαύεται ο ποιητής. Αυτή έχει διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση, ώστε ο επισκέπτης του χώρου νομίζει ότι μπορεί να την χρησιμοποιήσει και ο ίδιος. Στο κέντρο του δωματίου έχει τοποθετηθεί το γραφείο του με την καρέκλα του. Πάνω στο γραφείο υπάρχουν μελανοδοχεία, press-papier, κονδηλοφόροι, πένες, τέσσερεις καλαίσθητοι χαρτοκόπτες, από τους οποίους ένας κοσμημένος με τη μορφή του Δάντη και ένας με άνθη. Επίσης εκτίθενται μικρά αγαλματίδια: μία πήλινη Ταναγραία, ο Βούδας στην τυπική ιερή του στάση και ο Shiller από μπρούτζο, καθώς και ένα ολόγλυφο ξύλινο μπούστο του Δάντη, χρωματισμένο. Εξάλλου, υπάρχει και φωτογραφία πίνακα που απεικονίζει τον μεγάλο Φλωρεντινό ποιητή, αλλά και φωτογραφίες φίλων του Παλαμά με αφιερώσεις, όπως του Ψυχάρη ή της de Noailles. Εκτίθενται επίσης, μέσα σε προθήκες, ζευγάρια γυαλιών του με αντίστοιχες θήκες, μία παλαιού τύπου πίπα, τρία μπαστούνια του, τιράντες, κιάλια, κλειδιά, το ρολόι του, καθώς και τράπουλα με ταρώ, την οποία συνήθιζε να χρησιμοποιεί για να διασκεδάσει, όταν τύχαινε να έχει λίγο ελεύθερο χρόνο, ενώ σε μία άκρη του δωματίου έχει τοποθετηθεί η σόμπα του.
5. ΠΑΡΑΣΗΜΑ-ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ
Ο προθάλαμος είναι διακοσμημένος κυρίως με περγαμηνές και διπλώματα του Παλαμά, ενώ τα αντίστοιχα διάσημα και τα μετάλλια είναι τοποθετημένα σε προθήκες που βρίσκονται στην αίθουσα συνεδριάσεων της Διοικούσας Επιτροπής. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, το δίπλωμα που χορηγήθηκε στον ποιητή, όταν έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών με τα διάσημά του, το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα, δύο διπλώματα και τα αντίστοιχα διάσημα της Λεγεώνας της Τιμής, το παράσημο του Ταξιάρχη του Ιταλικού Βασιλείου, καθώς και το διάσημο της Ακαδημίας Αθηνών.
-79-
6. ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
Η ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία του μεγάλου μας ποιητή απετέλεσε θέμα πολλών προσωπογραφιών που κοσμούν, διάσπαρτες, τους τοίχους του Ιδρύματος. Παλαιότερη είναι αυτή που φιλοτέχνησε ο Ευάγγελος Ιωαννίδης (1868-1942) το 1909. Πρόκειται για μια εκτέλεση με κάρβουνο σε χαρτί. Ο Παλαμάς απεικονίζεται σε ηλικία 48 ετών. Η χρονολογική, αλλά κυρίως η υφολογική διαφορά αυτής της προσωπογραφίας σε σχέση με τις επόμενες είναι εμφανής. Η απόδοση της προσωπικότητας του ποιητή, οδηγεί σε ένα εξωστρεφές αποτέλεσμα εμπιστοσύνης προς το μέλλον. Ο ίδιος ο Παλαμάς έγραφε σχετικά με αυτή την προσωπογραφία, στις 15 Ιουλίου 1909, στην κόρη του Ναυσικά: «Άλλο σπουδαίο εξαγόμενο των παραστρατισμάτων αυτών είναι το πορτραίτο μου με κάρβουνο, γραμμένο από το συμπαθητικό
Νεκρικό εκμαγείο του ποιητή κατασκευασμένο από τον Γιάννη Παππά (1943).
-80-
ζωγράφο Ιωαννίδη που έχει τ’ αργαστήρι του στο Ζάππειο»3.
Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1928, ο Δημήτριος Μπισκίνης (1891-1947) φιλοτέχνησε την υποβλητικότερη ίσως προσωπογραφία τού Παλαμά. Πρόκειται για μία ελαιογραφία σε μουσαμά, καθόλα σύμφωνη με το ύφος των επισήμων, ακαδημαϊκών προσωπογραφιών της εποχής. Υπενθυμίζουμε ότι το 1928, ο Παλαμάς συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση τού Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών και ίσως η επιλογή του συγκεκριμένου ύφους απεικόνισης να υπαγορεύεται από την συγκεκριμένη περίσταση. Εξάλλου δύο ανάλογου ύφους πορτραίτα του βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένα στην Πρυτανεία και ένα στο εντευκτήριο του κτιρίου Παλαμά, φιλοτεχνημένο από τον Αναστασιάδη το 1953.
Στο Ίδρυμα υπάρχει και το υπ’ αριθμό 58/60 αντίγραφο της περίφημης ξυλογραφίας που φιλοτέχνησε το 1943, ο Κώστας Γραμματόπουλος (1916-2003), όταν πέθανε ο ποιητής. Το συγκεκριμένο έργο χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο του τεύχους-αφιερώματος του περιοδικού Νέα Εστία, τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους. Είναι ίσως μια από τις χαρακτηριστικότερες και εκφραστικότερες προσωπογραφίες του. Ο ενδοσκοπικός χαρακτήρας που αποπνέει το έργο, το χαρακωμένο από τα χρόνια και από την έντονη πνευματική δραστηριότητα πρόσωπο του ποιητή, το βλέμμα που στρέφεται με φροντίδα χαμηλά, όπως αυτό του πατέρα προς ένα μικρό παιδί, αποτελούν χαρακτηριστικά που παγιώθηκαν στην κοινή συνείδηση και συνοδεύουν κάθε παλαμική μνήμη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η συγκεκριμένη απεικόνιση του ποιητή χρησιμοποιείται ως έμβλημα του Ιδρύματος. Την ίδια τυπολογία ακολούθησε ο Ερνέστος Κάρτερ (1924-1992) στην προσωπογραφία που φιλοτέχνησε το 1946 με κάρβουνο σε χαρτί. Η ίδια κλίση του κεφαλιού, το ίδιο ενδοσκοπικό ύφος, η ίδια μεστότητα έκφρασης. Φαίνεται λοιπόν ότι, κατά τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατό του, αποκρυσταλλώνεται φυσιογνωμικά ο τρόπος απεικόνισης του ποιητή. Το 1993, η διεύθυνση του περιοδικού Νέα
3 Κωστή Παλαμά, Αλληλογραφία, τόμ. Α΄: 1875-1915, Εισαγωγή, Φιλολογική επιμέλεια, Σημειώσεις Κ. Γ. Κασίνη, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 1975, σ. 167.
-81-
Εστία, επέλεξε ως εξώφυλλο αφιερώματος για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Παλαμά την ξυλογραφία του Ευθυμίου Παπαδημητρίου (1895-1959). Πρόκειται για εξιδανικευμένη, στατική απεικόνιση του ποιητή, με αυτογενές φως που περιβάλλει τη μορφή του ως ένα φωτοστέφανο, συνδέοντας τη φυσιογνωμία του με το ιερό στοιχείο. Παρόμοια σύνδεση επιτυγχάνεται και στην ελαιογραφία του Δημητρίου Νικολαΐδη. Πέρα από την ιεραποστολική στάση του, η οποία παρουσιάζει σαφείς αναλογίες με περίφημη προσωπογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι και η υπογραφή τού καλλιτέχνη που παραπέμπει σε βυζαντινά πρότυπα: «Δ. Νικολαΐδης εποίει». Ο ποιητής μετατρέπεται έτσι σε σύμβολο, σε πνευματικό οδηγό, εξαϋλώνεται, ηρωοποιείται και ιεροποιείται. Τέλος, αναφέρουμε το σκίτσο του Δημήτρη Ανθή, έργο στο οποίο ο ελλειπτικός σχεδιασμός, η γρήγορη και «ταραγμένη» εκτέλεση, οδηγούν σε ένα εκλεπτυσμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Η μορφή τού ποιητή σε αυτή την περίπτωση παραπέμπει σε δονκιχωτικές προσωπογραφίες και είναι κατάμεστη από ανήσυχη πνευματική ευαισθησία, ενώ τα ασύμμετρα φαρδιά φρύδια του προσδίδουν γήινη βαρύτητα στην κατά τα άλλα εξιδανικευμένη απεικόνισή του.
7. ΓΛΥΠΤΑ
Αλλά και οι γλυπτές αποδόσεις της μορφής του ποιητή, έχουν τη θέση που τους αρμόζει μέσα στο Ίδρυμα. Κυριαρχεί το επιβλητικό γλυπτό μπούστο του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974). Πρόκειται για έργο από μπρούτζο που φέρει την υπογραφή του καλλιτέχνη και τη χρονολογία 1966. Κύρια πηγή έμπνευσης για την παραπάνω δημιουργία, απετέλεσε η παλαιότερη εκτέλεση σε μάρμαρο παρεμφερούς τυπολογικά έργου του ίδιου καλλιτέχνη, χρονολογημένου το 1915. Ο Παλαμάς του Τόμπρου δεν είναι ο διανοούμενος, αλλά ο αγωνιστής. Ο μυώδης άνδρας, με το κεφάλι γερμένο μπροστά, εκφράζει φυσιογνωμικά αγωνία και σωματική προσπάθεια, σαν να σέρνει το βάρος ενός ολόκληρου λαού. Η κλίση του κεφαλιού, καθώς και η επιλογή του καλλιτέχνη να απεικονίσει τον ποιητή με γυμνούς ώμους, παραπέμπει στην απόδοση του μαρτυρίου του Χριστού και
-82-
συνειρμικά γεννά τους επιδιωκόμενους από τον γλύπτη συμβολισμούς.
Το 1942 ο Βάσος Φαληρέας (1905-1979) φιλοτέχνησε ένα μικρών διαστάσεων γλυπτό από πηλό, το οποίο φέρει υπογραφή, χρονολόγηση και αφιέρωση: «Στην κόρη του μεγάλου μας ποιητή. Β. Φαληρέας 1942». Ο ποιητής καθισμένος και σκεπτικός, με ένα ασύμμετρα μεγάλο κεφάλι σε σχέση με το σώμα του, λειτουργεί ως σύμβολο πνευματικότητας. Το γλυπτό ακολουθεί τα αισθητικά διδάγματα του μοντερνισμού και ιδιαίτερα του Ροντέν, εφόσον κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο ημιτελής χαρακτήρας του. Ακριβώς αυτός ο μοντερνιστικός χαρακτήρας του έργου αποβάλλεται στη μεταγενέστερη εκτέλεσή του, μετά από 32 χρόνια. Πρόκειται αυτή τη φορά για μεγάλων διαστάσεων έργο, στο οποίο ο Φαληρέας επαναλαμβάνει την ίδια τυπολογικά απεικόνιση του ποιητή, όπως φαίνεται και από το πρόπλασμα που ολοκληρώθηκε το 1974. Τα
Μεταγενέστερη εκτέλεση παρεμφερούς σύλληψης του Φαληρέα. Πρόκειται για μεγάλων διαστάσεων ανδριάντα από μάρμαρο, που έχει τοποθετηθεί πλησίον του Ιδρύματος, μπροστά από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (1975).
-83-
4 Βλ. σχετικά Γιάννης Ξούριας, «Η Βιβλιοθήκη του Κωστή Παλαμά», Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του (1943-2003). Πρακτικά. Β΄ Διεθνές Συνέδριο. Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά, ερμηνευτικά ζητήματα, τόμ. Β΄, Αθήνα 2006, σσ. 247-253.
αποκαλυπτήρια του μαρμάρινου αυτού ανδριάντα, που αποτελεί ένα από τα τυπικότερα δείγματα διακοσμητικής γλυπτικής, έγιναν στις 7 Μαρτίου 1975 στον κήπο του Πνευματικού Κέντρου Αθηναίων. Νωρίτερα είχε ανεγερθεί ολόιδιος ανδριάντας του Φαληρέα, από μπρούτζο όμως, στην Πάτρα, στην πλατεία Νόρμαν.
Ωστόσο, ο Γιάννης Παππάς (1913-2005) ήταν αυτός που μας κληροδότησε την αυθεντική μορφή του ποιητή, με τη γαλήνια έκφραση που είχε όταν άφησε την τελευταία του πνοή, στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Κατασκεύασε τότε ένα συγκλονιστικό νεκρικό εκμαγείο τού προσώπου του, καθώς και ένα άλλο του αποστεωμένου δεξιού χεριού του, το γύψινο καλούπι του οποίου φυλάσσεται και αυτό στο Ίδρυμα και φέρει την επιγραφή «Αύγουστος 1943». Ο ίδιος γλύπτης κατασκεύασε και το νεκρικό εκμαγείο της Μαρίας Παλαμά, το γύψινο καλούπι του οποίου εκτίθεται πλάι σε εκείνο του συζύγου της. Στην ίδια προθήκη υπάρχει φάκελος, όπου φυλάχθηκαν από την κόρη τους Ναυσικά λίγες τρίχες των μαλλιών τους. Τέλος υπάρχουν και δύο αντίγραφα προτομής μικρών διαστάσεων που φιλοτέχνησε πρόσφατα ο γλύπτης Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Στο έργο αυτό απεικονίζονται τυποποιημένα πλέον τα παγιωμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ποιητή.
8. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ4
Η βιβλιοθήκη του Παλαμά, όπως και το Αρχείο του, διασώθηκε αρχικά από την κόρη του Ναυσικά. Μετά τον θάνατό της, το 1956, και του αδελφού της Λέανδρου, το 1958, ήταν ο Κατσίμπαλης εκείνος που ανέλαβε να διαφυλάξει και να κατατάξει όλο το πολύτιμο υλικό. Και τον επόμενο χρόνο, η βιβλιοθήκη κληροδοτήθηκε στο Ίδρυμα, το οποίο ανέλαβε το έργο διαφύλαξής της. Στον χώρο του έχουν εκτεθεί σε ράφια περί τις 3.000 βιβλία της προσωπικής βιβλιοθήκης του Παλαμά, και μάλιστα σε χώρο που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, αντιγράφοντας το γραφείο-κελί τού ποιητή. Το σύνολο των βιβλίων διαιρείται σε δύο
-84-
περίπου ισομεγέθεις ομάδες που περιλαμβάνουν τα ελληνόγλωσσα και τα ξενόγλωσσα βιβλία. Ανάμεσά τους υπάρχουν τίτλοι ενδεικτικοί των πολυποίκιλων ενδιαφερόντων του ποιητή, όπως το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού του Breton (Manifeste du Surréalisme, 1924) και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Marx και Engels (Le manifeste du Parti communiste, Bruxelles1896), αλλά και βιβλία για την ψυχανάλυση, την ιατρική ή την κοσμολογία. Σε άλλο χώρο υπάρχουν βιβλιοθήκες με μεταγενέστερες εκδόσεις του ιδίου του Ιδρύματος ή και άλλα βιβλία που αναφέρονται στο έργο του Παλαμά και στην εποχή του. Αυτά ανέρχονται περίπου στα 1.200, εκ των οποίων τα 720 είναι δωρεά του Ανδρέα Καραντώνη προς το Ίδρυμα. Ωστόσο, τα βιβλία που έχουν ιδιαίτερη αξία είναι εκείνα που προέρχονται από την προσωπική Βιβλιοθήκη του Παλαμά, αφού σε πολλά υπάρχουν συγκινητικές αφιερώσεις προς εκείνον κορυφαίων ανθρώπων του πνεύματος. Έτσι, π.χ., ο Paul Valéry αποστέλλει με θερμή αφιέρωση στον Παλαμά το βιβλίο του Discours en l’honneur de Goethe, Paris 1932 («à Kostis Palamas avec mes remerciements et mes hommages. Paul Valéry»),
Μουσειακός χώρος του Ιδρύματος, όπου έχει μεταφερθεί
το γραφείο και η βιβλιοθήκη του Παλαμά
-85-
5 Βλ. σχετικά Σοφία Μούστου, «Το Αρχείο του Κωστή Παλαμά», Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του (1943-2003). Πρακτικά, ό.π., σσ. 239-246.
και ο Marinetti ομοίως το βιβλίο του La Ville charnelle, ενώ υπάρχει ενδιαφέρουσα αφιέρωση και του Ψυχάρη, στο εσώφυλλο του βιβλίου του για τον Renan: «Του Κώστα και του Παλαμά μου, που γράφει για τον κόσμο, και που δε γράφει πια στους φίλους. Ψυχάρης». Αλλά δεν λείπουν και βιβλία που αναφέρονται στον ίδιο τον Παλαμά. Θυμίζουμε, ενδεικτικά, το βιβλίο του Ιωάννη Συκουτρή που εκδόθηκε το 1936, με τίτλο Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κ. Παλαμά. Στο εσώφυλλό του υπάρχει η εξής αφιέρωση: «Στον ποιητή Κωστή Παλαμά με τον βαθύν σεβασμόν ενός ειλικρινούς θαυμαστού του. Ι. Συκουτρής». Και δεν είναι μόνον οι αφιερώσεις που καθιστούν πολύτιμα κειμήλια αυτά τα βιβλία. Είναι ανεκτίμητα, και εξαιτίας του πλήθους των σημειώσεων που έχει κρατήσει πάνω τους ο Παλαμάς. Αυτό συμβαίνει και στο παραπάνω βιβλίο, όπου ο Παλαμάς υπογραμμίζει όσες κρίσεις του Συκουτρή θεωρούσε ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες σχετικά με τον Δωδεκάλογο. Σε άλλα βιβλία, όπως λ.χ. το Légende des Siècles του Hugo, υπάρχουν παλαμικές σημειώσεις στα περιθώρια, με βάση τις οποίες μπορούμε να γνωρίσουμε τον Παλαμά ως αναγνώστη.
9. ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ5
Τα χειρόγραφα του Παλαμά, ομαδοποιημένα αρχικά από τον ίδιο, κατόπιν από την κόρη του και ακολούθως από τον Κατσίμπαλη, αριθμούν 470 φακέλους, ενώ ανέρχονται σε χιλιάδες τα λυτά φύλλα. Κυρίως φυλάσσονται χειρόγραφα ποιητικών και πεζών έργων, ομιλίες, σχεδιάσματα απαντητικών επιστολών, επίσημα έγγραφα, συμφωνητικά, λογαριασμοί, σημειωματάρια, ημερολόγια, καθώς και φωτογραφίες. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι φυλάσσονται χειρόγραφα ποιητικών έργων, όπως Η Φλογέρα του Βασιλιά, Οι Πεντασύλλαβοι, Οι νύχτες του Φήμιου, ο Κρητικός Απρίλης, Το πανηγύρι της Κακάβας.
-86-
Υπάρχουν επίσης μεταφράσεις ποιημάτων που φιλοτέχνησε ο Παλαμάς, όπως λ.χ. του Hugo. Από τις ομιλίες του θυμίζουμε ότι υπάρχουν τα χειρόγραφα των σχετικών με τον Δάντη, τον Γκαίτε, τον Hugo, ενώ εντελώς προσωπικές του στιγμές και ενδόμυχες κρίσεις του συναντάμε μέσα στις σελίδες των σημειωματαρίων και των ημερολογίων του.
10. ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Πέρα όμως από τα χειρόγραφα του ίδιου του Παλαμά, φυλάσσονται και επιστολικά κείμενα ομοτέχνων φίλων του, αλλά και πολιτικών ανδρών, καθώς και ανθρώπων του πνεύματος γενικότερα. Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε δύο επιστολές, ενός λογοτέχνη της προγενέστερης του Παλαμά γενιάς, και ενός κατοπινότερου. Συγκεκριμένα, στις 22 Μαρτίου 1882, ο Αχιλλεύς Παράχος έγραφε στον Παλαμά: «Φίλτατε, δύω μόνον λέξεις, διότι ο φίλος όστις θα Σε δώση την επιστολήν αναχωρεί την στιγμήν
Ο ομιλητής κ. Γεράσιμος Ζώρας στο βήμα.
-87-
ταύτην. Δεν είμαι αχάριστος! Είμαι μόνον τεμπέλης… Δια τούτο μόνον δεν Σας έγραψα. Φίλησε γλυκύτατα δι’ εμέ τον πολύτιμον αδελφόν Σου και την μικράν “έντο!”. Το σέβας μου και την ευγνωμοσύνην μου εις την Κυρίαν. Σε πέμπω εν σώμα των ποιημάτων μου και Σε φιλώ ως πρεσβύτερος αδελφός Κώστα μου! Όλος Σος Α. Παράσχος». Αυτά τα έγραφε ο ταγός της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής στον ηγέτη της νεοσχηματιζόμενης τότε Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ενώ το 1909, ο νεωτεριστής των γραμμάτων μας Νίκος Καζαντζάκης έστειλε από το Ηράκλειο εξίσου θερμή επιστολή προς την αδιαμφισβήτητα τότε κυρίαρχη μορφή της λογοτεχνίας μας. Στο γράμμα του αυτό τονίζει την ευτυχή συγκυρία, που ο ίδιος δεν την θεωρεί τυχαία, να λάβει δηλαδή για πρώτη φορά γράμμα του Παλαμά, τη στιγμή που ο ίδιος έγραφε σε άρθρο του για πρώτη φορά κρίσεις για το παλαμικό έργο: «Μια παράξενη ευτυχία, σεβαστέ μου Δάσκαλε, διπλή έκαμε τη συγκίνηση που πάντα γεννά, σ’ ένα απλό στρατιώτη,
Ο πρόεδρος της ΝΕΠΑ Αχαΐας Γεωρ. Αγγελόπουλος, ο πρόεδρος της Εταιρείας Λόγοτεχνών Λ. Μαργαρίτης, ο πρόεδρος της Διακιδείου Σχολής Ιωάν. Αθανασόπουλος, η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κατερίνα Κουμπουρλή και η τ. Ειδική Γραμματέας Υπουργείου Εθνικής Άμυνας Μαρία Κυριακοπούλου.
-88-
ένας καλός λόγος του Αρχηγού: τη στιγμή που λάβαινα το γράμμα Σας, έγραφα για τη “Νέα Ζωή” σ’ ένα κριτικό σημείωμα, επεισοδιακά, μια λιγόλογη σύγκριση του έργου Σας με το έργο του Σολωμού. Είτανε η πρώτη φορά που τόλμησα να γράψω για το έργο το δικό Σας κ’ είτανε κ’ η πρώτη φορά που ευτύχησα, ακριβώς την ίδια στιγμή, να λάβω γράμμα Σας. Μια συντυχία απλή, που η λογική μού κοπανά πως δεν έχει καμιά σημασία, μα που ανενόχλητα αυτή τυλίγεται μέσα μου με του μυστηρίου την υποβλητική μορφή. Κι αγαπώ την έτσι καλήτερα εγώ, και χαίρομαι να τήνε νοιώθω να σαλεύει μέσα μου με τα μυστηριώδικα νοήματα του γλυκότατου “οιωνού”. Ποιος ξέρει αν μια υποβολή παράλογη για κατιτί πλατύ κι’ ωραίο δεν έχει μεγαλήτερη σημασία και μεγαλήτερη πραχτική επίδραση από μια λογική πραγματικότητα που στριγμώνει τη Ζωή μέσα στα σχήματα τα στενά και πνιχτικά της αλάθευτης γεωμετρίας. Κ’ η φιλοδοξία μου, που μερονυχτίς πυρώνει την μια μεσημεριάτικη επιθυμία, κάποιο αναντράνισμα παίρνει. Και τ’ όνειρό μου να μπορώ κάποτε στην Αθήνα νάρθω να Σας βλέπω κι όχι να μου μιλείτε, αφού δε συνηθίζετε, μα να μ’ αφήνετε να Σας μιλώ, σηκώνει μέσα μου χαρούμενο το ξανθό του κεφαλάκι και κοκκινίζει από την πρόγευση της ηδονής». Επίσης ο Παλαμάς δέχεται θερμές επιστολές και από ομοτέχνους του τού Εξωτερικού, όπως για παράδειγμα από τον ιδρυτή του Φουτουρισμού F. T. Marinetti. Από τους πολιτικούς επιστολογράφους του Παλαμά, θυμίζουμε τον Βενιζέλο, ο οποίος με αφορμή τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδας πνευματικής δημιουργίας του Παλαμά στη Θεσσαλονίκη, του έστειλε ένα θερμό γράμμα στις 24 Δεκεμβρίου 1927: «Φίλε κ. Παλαμά, παρακαλώ δεχθήτε και τα δικά μου συγχαρητήρια για την πεντηκονταετηρίδα που εορτάσθηκε τόσο ωραία στη Θεσσαλονίκη. Όλοι μας ευχόμεθα να ζήσετε πολλά ακόμη χρόνια δια να σκορπίζετε με τον εμπνευσμένο στίχο σας εις τη δύσκολη σημερινή περίοδο της εθνικής ζωής κάποια παρηγοριά, κάποιο φρονηματισμό και κάποια ελπίδα. Σας εύχομαι να περάσετε τις εορτές με υγεία και χαρά. Δικός σας Ελευθέριος Βενιζέλος». Αλλά και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στις 30 Νοεμβρίου 1921, αποστέλλει από τη Χαϊδελβέργη στον Παλαμά, με ένα συνοδευτικό γράμμα, ορισμένα νεανικά ποιήματά του που σκόπευε να εκδώσει. Για τον λόγο αυτόν ζητάει προηγουμένως τις συμβουλές τού εθνικού ποιητή. Η επιστολή αρχίζει ως εξής: «Αξιότιμε Κύριε Παλαμά, δεν είνε μόνο μια υποχρέωση.
-89-
Είνε ένας πόθος μου εσωτερικός, είνε μια ανάγκη που με βάζει σήμερα –που θα μ’ έβαζε και αύριο– να εμπιστευθώ στα χέρια τα δικά Σας το πιο αγαπημένο μου, το πιο δικό μου απ’ όσα μπορούσα να πάρω από τον εαυτό μου. Σας το στέλνω από μακριά. Είνε τα τραγούδια μου. Τα στέλνω πάλι στην πατρίδα τους. Γεννημένα στην ξενητειά νοιώθουν ακόμα πιο μεγάλη την ανάγκη να ζεσταθούν στη μητρική τους αγκαλιά. Τα στέλνω και τα χαρίζω στον άνθρωπο εκείνο που καλύτερα από κάθε άλλον θα τα καλωσορίση στον ερχομό τους θα δειχτή σκληρός στην σκληρότητά τους και απαλός στη καλοσύνη τους!».
11. ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Από το 1962 έως το 1969, ολοκληρώνεται η έκδοση των δεκαέξι τόμων των Απάντων του Παλαμά, οι οποίοι περιλαμβά¬νουν ολόκληρη σχεδόν την ποιητική του παραγωγή και μεγάλο μέρος του κριτικού και πεζογραφικού του έργου. Ακολούθως εκδόθηκαν τα Ευρετήρια των τόμων αυτών, το 1984, ενώ άρχισε η έκδοση της Αλληλογραφίας του. Έτσι από το 1975 έως το 1991 κυκλοφορήθηκαν οι πέντε πρώτοι τόμοι της Αλληλογραφίας (Α΄: 1875-1915, Β΄: 1916-1928, Γ΄: 1920-1941, Δ΄: Γράμματα στη Λιλή Ζηρίνη, Ε΄: Γράμματα στη Στέλλα Διαλέτη), ενώ απομένει να εκδοθούν άλλοι τόσοι. Επίσης συγκεντρώνονται ξεχωριστά τα Άρθρα και χρονογραφήματα του, των οποίων κυκλοφορήθηκαν οι τρεις από τους οκτώ τόμους, κατά το διάστημα 1990-2003. Στο εκδοτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος έχει ενταχθεί η συνολική επανέκδοση όλης της συγγραφικής παραγωγής του Παλαμά. Συγκεκριμένα, σε πενήντα τόμους θα επανεκδοθούν όλα τα παραπάνω κείμενα. Παράλληλα, το Ίδρυμα εκδίδει και μεταφράσεις έργων του εθνικού μας ποιητή, όπως της Φλογέρας του Βασιλιά που φιλοτέχνησε ο Κατσίμπαλης και ο Στεφανίδης το 1982, ή μονογραφίες ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες, όπως του Robin Fletcher το 1984. Εξίσου ενδιαφέρουσες για το ευρύ κοινό είναι και οι εκδόσεις επετειακών λευκωμάτων ή πρακτικών συνεδρίων, που καλύπτουν ευρύτατες πτυχές της ζωής και της λογοτεχνικής παραγωγής του Παλαμά.
-90-
12. ΣΥΝΕΔΡΙΑ-ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Ωστόσο, η δράση του Ιδρύματος γίνεται αισθητή από το ευρύτερο κοινό, εξαιτίας των σημαντικών εκδηλώσεων που διοργανώνει με αφορμή παλαμικές επετείους, και όχι μόνον. Ήδη λίγο πριν από την ίδρυσή του, κατά τους εορτασμούς της εκατονταετηρίδας της γέννησης του Παλαμά, ορισμένα από τα κατοπινά μέλη του έδωσαν ομιλίες, τονίζοντας την ανάγκη θέσπισης ενός φορέα αρμόδιου για τη διάδοση του παλαμικού έργου και τη φύλαξη και ταξινόμηση του σωζόμενου αρχειακού υλικού. Θυμίζουμε διάλεξη που έδωσε τότε, στις 20 Απριλίου 1959, ο Δημήτρης Συναδινός στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός». Μη υπάρχοντος τότε ακόμη του Ιδρύματος, ο «Παρνασσός» ήταν ο φορέας εκείνος που είχε αναλάβει τη διοργάνωση του εορτασμού της εκατονταετηρίδας.
Όταν πλέον το 1963, συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Παλαμά, το νεοπαγές τότε Ίδρυμα διοργάνωσε δύο εσπερίδες, μία στην Αθήνα, πάλι στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσό», με ομιλητές τους Δημήτριο Συναδινό, Ανδρέα Καραντώνη και Γιώργο Κατσίμπαλη, και μία στην Πάτρα, στη Διακίδειο Σχολή, με ομιλητή τον Συναδινό6.
Δέκα χρόνια αργότερα, με αφορμή τα τριαντάχρονα του θανάτου του ποιητή, το Ίδρυμα –στις 27 Φεβρουαρίου 1973– εντοίχισε στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου στεγάζεται, πλάκα φιλοτεχνημένη από τον Φαληρέα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το Ίδρυμα διοργάνωσε στον «Παρνασσό» εκδήλωση, με ομιλητή τον Συναδινό. Πίσω από τον ομιλητή, πάνω στη σκηνή, είχε τοποθετηθεί μαρμάρινη προτομή του Παλαμά, σε φυσικό μέγεθος, που είχε φιλοτεχνήσει το 1938 ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης (1881-1943). Τον επόμενο χρόνο, στις 10 Μαρτίου 1974, έγιναν στην Πάτρα τα αποκαλυπτήρια χάλκινου ανδριάντα του εθνικού ποιητή που είχε κατασκευάσει πάλι ο Φαληρέας, ενώ λίγες μέρες αργότερα, στις
6 Οκτώ μέλη της Τιμητικής Επιτροπής του εορτασμού ορίσθηκαν ως μέλη της πρώτης Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος (Κατσίμπαλης, Τσάτσος, Βενέζης, Αθανασιάδης-Νόβας, Καραντώνης, Συριώτης, Συναδινός, Κουρνούτος). Σε αυτούς προστέθηκαν ο Ζολώτας και ο Παπανούτσος, ώστε να φθάσουν τον αριθμό 10.
-91-
6 Απριλίου, ο Συναδινός μίλησε στη Διακίδειο Σχολή. Τον επόμενο χρόνο, στις 7 Μαρτίου 1975, έγιναν από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τρυπάνη τα αποκαλυπτήρια μαρμά¬ρινου ανδριάντα του εθνικού ποιητή, φιλοτεχνημένου από τον ίδιο γλύπτη, στον χώρο τον ευρισκόμενο μπροστά από το Ίδρυμα.
Το έτος 1983 κηρύχθηκε έτος Παλαμά, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατό του. Έτσι, στις 7 Μαρτίου διοργανώθηκε εσπερίδα στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, με ομιλητή τον Νικηφόρο Βρεττάκο, ενώ διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Έκθεση ενθυμημάτων, χειρογράφων και φωτογραφιών στη μεγάλη αίθουσα της Ακαδημίας Αθηνών. Στα εγκαίνια της Έκθεσης, στις 12 Δεκεμβρίου 1983, παρέστησαν πολλοί άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών, μεταξύ των οποίων και ο Γιάννης Ρίτσος. Και 10 χρόνια αργότερα, για τα πενηντάχρονα του θανάτου του, το Ίδρυμα διοργάνωσε συνέδριο, η έναρξη του οποίου έγινε στις 23 Νοεμβρίου 1993 στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, με κύριο ομιλητή τον τότε Πρόεδρο του Ιδρύματος Τάσο Αθανασιάδη. Οι εργασίες του συνεδρίου
Στιγμιότυπο από την εκδήλωση για τον Παλαμά που διοργανώθηκε από τη Διακίδειο Σχολή της Πάτρας, στις 6 Απριλίου 1974, με ομιλητή τον Δημήτρη Συναδινό, τότε Γενικό Γραμματέα του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά.
-92-
συνεχίσθηκαν με πλήθος εισηγήσεων, κατά το επόμενο τριήμερο. Την ίδια επιτυχία είχε και το επόμενο συνέδριο που διοργανώθηκε στον ίδιο χώρο για τα εξηντάχρονα της επετείου του θανάτου του, το 2003.
Πρόσφατα το Ίδρυμα, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε πριν από 50 χρόνια με πρωτοβουλία κυρίως του Γιώργου Κατσίμπαλη, αποφάσισε να τιμήσει τη μνήμη αυτού του σπουδαίου Μαικήνα των νεωτέρων γραμμάτων μας. Γι’ αυτό, αποφάσισε την ανέγερση προτομής του στον χώρο που βρίσκεται μπροστά από την είσοδο του Ιδρύματος. Στις 28 Φεβρουαρίου 2007, έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής από την Πρόεδρο του Ιδρύματος Γαλάτεια Σαράντη και τον Δήμαρχο Αθηναίων κ. Νικήτα Κακλαμάνη.
Ακολουθώντας πιστά και επιτελώντας στο ακέραιο, επί ήδη μισό αιώνα, τα οριζόμενα από τη συστατική του πράξη, το Ίδρυμα, με τη μουσειακή του υπόσταση, ανοικτό στο κοινό όλες τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, με τη Βιβλιοθήκη και το Αρχείο του προσπελάσιμα στους ειδικούς ερευνητές, με τα δημοσιεύματα που εκδίδει και τις εκδηλώσεις που διοργανώνει, είναι προφανές ότι συμβάλλει –όχι μόνον τυπικά αλλά και ουσιαστικά, όχι μόνον επετειακά αλλά και σε καθημερινή βάση– στην έρευνα και τη διάδοση του παλαμικού έργου και στην προβολή της εν γένει πνευματικής προσφοράς του εθνικού μας ποιητή.
Γεωργίου Ροϊλού, «Ο ποιητής Αρ. Προβελέγγιος Αρ. Προβελέγγιος αναγιγνώσκων ποιητών» (Πινακοθήκη Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»).
Από αριστερά: Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, Ιω. Πολέμης, Κ. Παλαμάς, Γ. Σουρής, Αρ. Προβελέγγιος.
-93-
«ΑΧΑΪΚΑ»: ΤΕΥΧΟΣ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΧΕΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη
Με τον τίτλο «ΑΧΑΪΚΑ» έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει πολλά συγγράμματα από αρχαίους και νεώτερους συγγραφείς.
Περισσότερο γνωστό απ’ αυτά είναι το σύγγραμμα του Παυσανία (178 μ.Χ.).
Από τη συγγραφέα Λίνα Μενδώνη έχει καταγραφεί στο έργο της «Η Αχαΐα στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς» ότι έργα που αναφέρονται στην Αχαΐα -ΑΧΑΪΚΑ, έχουν συγγράψει περισσότεροι από εξήντα Έλληνες και δεκαπέντε Λατίνοι συγγραφείς.
Τον τίτλο «ΑΧΑΪΚΑ» είχε και ένα περιοδικό που κυκλοφόρησε προπολεμικώς στην Πάτρα .Τον ίδιο τίτλο έχει και σήμερα το περιοδικό που εκδίδεται και κυκλοφορεί, από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας.
Το περιοδικό «ΑΧΑΪΚΑ» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1937 υπό την διεύθυνση του Ιστορικού της πόλεως των Πατρών Δικηγόρου αείμνηστου Κώστα Ν. Τριανταφύλλου με την αρωγή του εκ Λεχαινών ,Μενελάου Ιωαν. Κυριακοπούλου.
Το περιοδικό φέρει κάτω από τον τίτλο του, τον υπότιτλο, ΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ - ΤΕΧΝΑΙ ενώ πιο κάτω σημειώνεται ο τόπος και ο χρόνος εκδόσεώς του: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟN ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΕΝ ΠΑΤΡΑΙΣ ΑΠΌ ΤΟΥ 1937 και το όνομα του Δ/ντού του Κ. Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ.
Το περιοδικό κατά τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του
-94-
τυπώνονταν στο τυπογραφείο Αγγέλου Κουλουμπή ενώ τα επόμενα στο τυπογραφείο Θεόδωρου Κούκουρα.
Από το 1937 έως το 1940 κυκλοφόρησαν δεκαπέντε τεύχη. Το 1940 διεκόπη η κυκλοφορία του λόγω επιστρατεύσεως του Διευθυντού του.
Τον Ιούνιο του 1943 τυπώθηκε το 16ο και τελευταίο τεύχος, αφιέρωμα στον πρόσφατα αποβιώσαντα(28-2-1943) Εθνικό μας ποιητή. ΤΕΥΧΟΣ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ μας πληροφορεί το εξώφυλλό του κάτω από το σκίτσο- προσωπογραφία του, που φιλοτέχνησε ο πατρινός διανοούμενος Αριστείδης Μικρούτσικος.
Στις 72 σελίδες του τεύχους αυτού, δημοσιεύθηκαν τρία ανέκδοτα ποιήματα του Παλαμά «ΑΦΡΟΔΙΤΗ», «ΤΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΙΛΗ» και «ΤΗ Ε… ΔΙΑ ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ», τα οποία πρόσφερε στο Δ/ντή του για το αφιέρωμα ο γιος του ποιητή Λέανδρος. Στο τεύχος αυτό δημοσιεύεται μελέτη για τον ποιητή και το έργο του με τίτλο «Η ΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» εργασία, κατά την εκτίμησή μας του εκ των επιμελητών του τεύχους Κώστα Κυριακόπουλου που την υπογράφει με το αρχικό κεφαλαίο γράμμα του επωνύμου του Κ και τρεις αστερίσκους. Ακόμη δημοσιεύονται κείμενα και ποιήματα των Ηλία Λάγιου, Κ. Αθ. Κωνσταντινίδη -Ξενάκη, Χρήστου Γ. Ευαγγελάτου, Μιχ. Γ. Πετρίδη, Κώστα Καραχάλιου, Γιάννη Σιδέρη, Ανδρέα Πεπονή, Νίκου Γ. Τριάντη, Κώστα Παπαμακάριου, Κ. Ακταίου, Γεωργίου. Αθάνα, Γιάννη Μητσόπουλου Χρίστου Ριζόπουλου και Νικολάου. Α. Λοβέρδου.
Όμως το τεύχος αυτό δεν κυκλοφόρησε, κατασχέθηκε από τις Αρχές κατοχής και απαγορεύθηκε η κυκλοφορία του.
Ίσως ένα τμήμα του κειμένου της μελέτης, με τον τίτλο «Η ΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» να ήταν εκείνο που θα ενόχλησε τις αρχές κατοχής .Στο τμήμα αυτό αναγράφονταν και τα εξής: «αν είχαμε όχι απλώς διαβάσει, όσοι διαβάσαμε το έργο του Παλαμά, αλλ’ αν είχαμε μεταλάβει από το δισκοπότηρό του το σώμα και το αίμα του ,θα ξέραμε πως υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή, που χωρίς υπολογισμούς, καθένας οφείλει, όταν η συνείδησή του το υπαγορεύει να παίρνει όλες τις ευθύνες και να υφίσταται όλες τις θυσίες και να φωνάζει «Παρών» όπως φώναξε εκείνος, όταν
-95-
κάποτε χρειάστηκε».Ασφαλώς η λογοκρισία των αρχών κατοχής κατανόησε τον υπαινιγμό και τη σημασία είχε για τους αναγνώστες της μελέτης.
Στα «ΑΧΑΪΚΑ» δημοσιεύθηκαν ενδιαφέρουσες εργασίες και μελέτες πνευματικών δημιουργών της πρωτεύουσας και άλλων περιοχών της χώρας, όπως των Νικολάου Βέη, Στέφανου Θωμόπουλου, Λεωνίδα Ζώη, Θεόδωρου Παπαγεωργίου, Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, Δημ. Παράσχου, καθώς επίσης και λογοτεχνικά κείμενα των Γεωργίου Αθάνα, Μαρίνου Σιγούρου, Κ. Παράσχου, Γιάννη Σιδέρη, Γ. Βαλέτα, Κλέαρχου Μιμίκου, Τάκη Δόξα κ.α.
Συνεργάτες του περιοδικού υπήρξαν, δημοσιογράφοι και λόγιοι της Πάτρας, με κείμενά τους σε διήγημα, ποίηση, δοκίμιο, κριτική βιβλίου, κριτική θεάτρου κ.λ.π. .όπως οι ,Αριστείδης Μικρούτσικος, Χαρίλαος Κακούρης, Π. Α. Χρονόπουλος, Τάσος Μαγδανηλός, Χρήστος Ριζόπουλος, Ν. Τριάντης, Τάσος Βιδούρης, Κ. Α. Ανδρικόπουλος. Μύρα Αλόη, Τούλα Παπαχρονοπούλου κ. α.
Στο τελευταίο τεύχος, και στις τελευταίες πέντε σελίδες του παρατίθεται και ένα Χρονικό για το θάνατο του Παλαμά και για το Φιλολογικό Μνημόσυνο που τα διοργάνωσε ο Δήμος Πατρέων για τον Εθνικό ποιητή.
Τα σχόλια του τοπικού τύπου αλλά και άλλων λογοτεχνικών περιοδικών της Αθήνας για τα «ΑΧΑΪΚΑ» ήταν επαινετικά μέχρι ενθουσιώδη.
Το περιοδικό «ΑΧΑΪΚΑ», γράφει ο Νίκος Πολίτης στο έργο του «Χρονικό του Πατραϊκού Τύπου 1840-1940», είναι το αξιολογότερο περιοδικό που εκδόθηκε μέχρι σήμερα στην Πάτρα…
Η εφημερίδα «ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ» των Πατρών έγραφε: « δεν είμεθα καθόλου υπερβολικοί, αν ελέγαμε ότι αποτελεί τιμή για τον τόπο μας και την πνευματική του εξέλιξη η προσπάθειά του γύρω από τα γράμματα και την Τέχνη, των οποίων απέβη ο γονιμότερος και πλέον θετικός εργάτης των.»
Συνέχεια εκείνου του περιοδικού του οποίου απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στις σκοτεινές εκείνες μέρες της Ιταλογερμανικής κατοχής και διέκοψε την κυκλοφορία του για αρκετές δεκαετίες, αποτελεί το ομότιτλο περιοδικό που με
-96-
παμψηφεί απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου εκδίδει από το έτος 2.004 η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας. Αισίως η έκδοση του έφθασε στο 14ο τεύχος.
Ο επιμελητής της εκδόσεως του περιοδικού μας νοιώθει ιδιαίτερα ευτυχής που είναι εκείνος που μετά 66 ολόκληρα χρόνια, θέτει με έμμεσο τρόπο σε κυκλοφορία το 16ο τεύχος του περιοδικού «ΑΧΑΪΚΑ» το οποίο τον Ιούνιο του 1943 κατασχέθηκε από τις δυνάμεις εχθρικής κατοχής και δεν κυκλοφόρησε έκτοτε ποτέ.
Η έμμεση κυκλοφορία του μέσα από τα φυλλοκάρδια του νέους μας ομότιτλου περιοδικού αποτελεί μια υποχρέωση στον τόπο μας και την ιστορική του μνήμη καθώς και ένα ευλαβικό μνημόσυνο στο Διευθυντή εκείνου του περιοδικού , αείμνηστο πλέον εκλεκτό φίλο και πρώτο προέδρο της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν .Δ. Ελλάδος Κώστα Τριανταφύλλου. Επίσης είναι ένα μνημόσυνο για τους συμπολίτες μας που επιμελήθηκαν την έκδοση του 16ου τεύχους (που κατασχέθηκε και δεν κυκλοφόρησε και ήσαν οι Κώστας Κυριακόπουλος, Νικ. Γ Τριάντης, Μ. Ζωγράφος, και Ανδρέας Πεπονής.
Οφείλω επίσης να σημειώσω πως το μοναδικό ίσως , αντίτυπο του 16ου τεύχους του περιοδικού «ΑΧΑΪΚΑ» που διασώθηκε και βρίσκεται στα χέρια μου αποτελεί ευγενική προσφορά του αειμνήστου φίλου επίτιμου Δικηγόρου και πολυτάλαντου συγγραφέα Δημήτρη Μπογδανόπουλου, ο οποίος σημειωτέον υπήρξε και το μόνο επιζών τελευταία μέλος της ερανικής επιτροπής ανεγέρσεως της μαρμάρινης προτομής του Κωστή Παλαμά η οποία και τοποθετήθηκε στα Ψηλά Αλώνια.
Κρίναμε σκόπιμο το τεύχος αυτό των ΑΧΑΪΚΩΝ να παρουσιάσουμε όπως ακριβώς τυπώθηκε στα τότε τυπογραφεία Θ. Κούκουρα και επρόκειτο να κυκλοφορήσει τον Ιούνιο του 1943.Το τεύχος που περισώθηκε και βρέθηκε στα χέρια του αείμνηστου Δημήτρη Μπογδανόπουλου από όσα έλεγε το εξασφάλισε με τη μεσολάβηση φίλου του διερμηνέα από τις αρχές κατοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου