ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ

΄Ήταν πρωί μιας Κυριακής του Αυγούστου. Οι καμπάνες του Αη Γιώργη με το πρωινό τους χαρμόσυνο αναστάσιμο χτύπημα έκαναν τον Λέανδρο να σηκωθεί νωρίς από το κρεβάτι του. Ένοιωσε την επιθυμία να ανηφορήσει για την εκκλησία όπως έκανε τότε, στη σύντομη διαμονή του στην πόλη της Καστοριάς. Ο ήλιος ανέτειλε από τις κορυφογραμμές του Βιτσίου και τον είδε να ανηφορίζει προς την εκκλησιά .Το σπίτι που τον φιλοξενούσε, ένα παλαιό, αλλά καλά διατηρημένο αρχοντικό ήταν δίπλα σχεδόν στη λίμνη , ήταν σε μικρή σχετικά απόσταση, κάτω ακριβώς από τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, ένα από τους πολλούς ναούς που έχει η πόλη.
Μια εκδρομή στις Πρέσπες έδωσε την ευκαιρία στο Λέανδρο να συναντήσει μετά από αρκετά χρόνια αγαπημένα πρόσωπα συγγενών από τη γενιά του πατέρα του. Ένας εξάδελφός του, ερωτευμένος με μια συντοπίτισσα ξέμεινε εκεί πάνω, έκανε οικογένεια, ρίζωσε και στέριωσε. Στο Μοριά κατέβαινε κατά καιρούς για τα προσκυνήσει τα «άγια χώματα» όπως έλεγε.
Ήταν υπέροχος τόπος η Καστοριά. Είχε μεγάλη ανάπτυξη κυρίως λόγω της παραγωγής και εμπορίας της γούνας. Φημισμένα τα γουναρικά της σ΄ ολόκληρο τον κόσμο. Η λίμνη, τα αρχοντικά της ,οι νέες οικοδομές, τα πλατάνια, οι λεύκες, οι ιτιές οι κλαίουσες και οι κύκνοι που ταξίδευαν στη λίμνη της έδιναν μια ξεχωριστή εικόνα και έκαναν τη διαμονή ευχάριστη.
Ανηφόρισε εκείνο το πρωί ο Λέανδρος με κάποια δυσκολία, όχι ασφαλώς όπως τότε, χωρίς ωστόσο να κάνει ούτε μια στάση για ξεκούραση. Ήταν μια απόσταση σε ευθεία γραμμή γύρω στα διακόσια μέτρα. Αυτή τη φορά ήταν ένας ανήφορος αναμνήσεων.
Είχε μόλις τελειώσει, τότε, τη θητεία του στον στρατό κι ένας ατυχής συναισθηματικός δεσμός τον είχε αναστατώσει. Ένα ταξίδι αναψυχής με παρότρυνση των γονιών του ήταν μια λυτρωτική λύση.
Σε κείνη τη βραχύβια παραμονή του στην πόλη της Καστοριάς γνώρισε την Αγάπη. Ήταν μια Αγάπη, που δεν μπορούσες παρά να αισθανθείς γι’ αυτή και μόνο στη θέα της το συνώνυμο συναίσθημα και μάλιστα πάρα πολύ έντομο. Ένα κοριτσόπουλο, μαθήτρια Γυμνασίου. Οι γονείς της μετανάστες στη Γερμανία στο κυνήγι μιας καλύτερης τύχης, την έστειλαν να τελειώσει το σχολείο στην Καστοριά..
Η γιαγιά και ο παππούς ήταν οι κηδεμόνες της, οι ίδιοι έμεναν σε ένα κοντινό χωριό κι είχαν αναλάβει χρέη γονέων. Της νοίκιασαν μια καμαρούλα σε ένα φιλικό σπίτι που δεν ήταν άλλο από εκείνο που φιλοξενήθηκε κι ο Λέανδρος .
Ήταν ένα χαριτωμένο και προικισμένο από τη φύση παιδί, γεμάτο όνειρα, κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες για το μέλλον. Μια ομορφιά ,παρθενική, μια μορφή αιθέρια, με εκφραστικά όμορφα πρασινογάλανα μάτια, με μια έκφραση αισθαντική . Όμως αν κοιτούσες προσεκτικά τα μάτια της θα διέκρινες μέσα τους μια υποψία μελαγχολίας, μιας γλυκιάς μελαγχολίας, την οποία απόδιωχνε και πάντα παρουσίαζε το χαρούμενο, γελαστό της πρόσωπο.
Νέος εκείνος, μόλις είχε βγει από την περιπέτεια ενός άτυχου δεσμού, νεαρά κι εκείνη με ενδιαφέρον στα γράμματα και τη γνώση, δεν άργησε να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια οικειότητα.
Ξεκίνησαν με μια απλή τυπική και συνηθισμένη σύσταση: Αγάπη να σου συστήσω τον ανεψιό του Γιάννη, είπε η θεία του, Λέανδρε να σου συστήσω την Αγάπη είναι κόρη μιας φιλικής μας οικογένειας. Χαίρω πολύ είπε εκείνος κι εκείνη ανταπέδωσε με μια έκφραση συναισθημάτων χαράς για τη γνωριμία.
Η παραμονή του Λέανδρου στην Καστοριά, ήταν μια περίοδο που είχε το μεγαλύτερο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του. Ποτέ ως τότε δεν είχε στη ζωή του τόσο χρόνο ολότελα δικό του. Έκανε βόλτες με ποδήλατο γύρω από τη λίμνη, επισκέφθηκε όλες τους Βυζαντινούς ναούς της πόλης, πήγαινε για καφεδάκι στη Μαυρώτισα και στον προφήτη Ηλία, ψάρευε στη λίμνη με το θείο του, και μελετούσε διάφορα βιβλία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, έλυνε σταυρόλεξα.
Εκείνη την περίοδο διάβασε τα περισσότερα εξωπανεπιστημιακά βιβλία, λογοτεχνία ποίηση, ιστορία, φιλοσοφία αρχαίους συγγραφείς είχε γίνει ο μόνιμος θαμώνας της βιβλιοθήκης.
Στο σπίτι, διάβαζε η Αγάπη τα μαθήματά της διάβαζε κι εκείνος διάφορα βιβλία της επιλογής του. Όταν ανηφόριζαν για το Τσαρσί όπου η Βιβλιοθήκη και το Γυμνάσιο, συζητούσαν για τα μελετήματά τους κι αντάλλασσαν διάφορες σκέψεις πάνω σ’ αυτά αλλά και πάνω σε διάφορα θέματα της καθημερινότητας.
Η αρχική οικειότητα και το αμοιβαίο ενδιαφέρον, δεν άργησαν να μεταβληθούν σε συμπάθεια και η συμπάθεια να εξελιχθεί σε ένα σοβαρό αίσθημα που κρυφόκαιε στις καρδιές τους και που δεν άργησε να εκδηλωθεί.
Πτυχιούχος Πανεπιστημίου εκείνος, τελειόφοιτος Γυμνασίου εκείνη. Μια διαφορά στα χρόνια και μια αισιοδοξία για το μέλλον έδενε συνταιριασμένες τις ελπίδες.
Ένα βράδυ λύθηκε η σιωπή της καρδιάς, στην καμαρούλα της Αγάπης. Έλυναν μαζί όπως κάθε βράδυ σταυρόλεξα. Εκείνη τη βραδιά λύθηκε και η γλώσσα του Λέανδρου.
Ήταν μια στιγμή που εναγώνια αναζητούσαν τη λέξη που ταίριαζε στο σταυρόλεξο οριζοντίως. Ο ένας ήταν πολύ κοντά στον άλλο ,σε απόσταση αναπνοής. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Λέανδρος βρήκε το θάρρος να ψιθυρίσει με ένα μυστικοπαθή τρόπο τρεις λέξεις : «Σ’ αγαπώ Αγάπη».Η Αγάπη έσκυψε το κεφάλι, κοκκίνισε, τα μαγουλά της ρόδισαν ακόμη περισσότερο και με ένα τρεμουλιαστό ψιθύρισμα της φωνής της ανταπέδωσε, «κι εγώ σ΄ αγαπώ Λέανδρε»
Ήταν μια ομολογία αγάπης που αβίαστα κι αυθόρμητα έδωσε ο ένας στον άλλο. Ηταν ένα έντονο συναίσθημα αγάπης που φλόγιζε τις καρδιές τους. Η ομολογία αυτή σφραγίστηκε με ένα ολόθερμο φιλί. Η καμαρούλα της Αγάπης φιλοξένησε την ευτυχία της στιγμής.
Το αίσθημα αυτό που φύτρωσε σ’ ένα ευχάριστο, ανθρώπινο και θαυμάσιο περιβάλλον, δεν ευτύχησε να έχει συνέχεια. Η απόσταση που μεσολάβησε μετά την αναχώρηση του Λέανδρου δημιούργησε ένα κενό που δεν κατάφερε να καλύψει η αλληλογραφία που επιχειρήθηκε.
Δόθηκαν υποσχέσεις για συνέχεια, και μάλιστα με όνομα αποστολέα μια φίλης Θεσσαλονικιάς για να αποφύγουν τη λογοκρισία του παππού, ο οποίος παρακολουθούσε κάθε βήμα και κάθε κίνηση της Αγάπης. Όμως ένα γράμμα του Λέανδρου, αν και με αποστολέα το όνομα της φίλης, δεν κατάφερα να περάσει τον κλοιό της λογοκρισίας, κι ο παππούς έμαθε το μυστικό
Η επιστολή εκείνη έγινε η επιτάφιος πλάκα σε ένα αίσθημα που γεννήθηκε στη Καστοριά και δεν πέθανε πνιγμένο στα νερά της λίμνης αλλά στο φόβο και στην παρεξηγημένη ηθικολογία της επαρχίας.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις είχαν φουντώσει μέσα του, σαν ανηφόριζε εκείνη την Κυριακή του Αυγούστου για τον Αη Γιώργη. Είχε φθάσει στον πρώτο παράλληλο δρόμο που τον χώριζε από το ναό.
Κάποια στιγμή ξαφνιάστηκε σαν είδε ένα σύνθημα γραμμένο με μαύρα κεφαλαία γράμματα στον τοίχο μιας κατοικίας.
Ένα κεφαλαίο άλφα σε κύκλο και λίγο πιο κει οι φράσεις ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ.
Κάποιο χέρι ρομαντικού αναρχικού, συλλογίστηκε, θα είχε γράψει αυτό το σύνθημα.
Τι άραγε ήθελε να πει και να προπαγανδίσει μ΄ αυτή τη φράση εκείνος ο ρομαντικός επαναστάτης;
Έκανε κάποιες σκέψεις, όμως εκείνη τη στιγμή για το Λέανδρο το σύνθημα αυτό έλεγε πολλά.
Πολλά, πάρα πολλά «ζητήματα Αγάπης».Μιας Αγάπης υπαρκτής που εκείνη τη στιγμή κυκλοφορούσε στη σκέψη του στις αναμνήσεις του.
Ήταν κάποιες αναμνήσεις ευχάριστες, που αβίαστα ξεπετάγονταν από το παρελθόν μετά από χρονική διάρκεια είκοσι πέντε ολόκληρων χρόνων.
Τα «Ζητήματα Αγάπης» φαίνεται πως ο αναρχικός δεν μπόρεσε να τα λύσει και βρήκε τον τρόπο να τα ξεφορτωθεί και να τα εναποθέσει γράφοντάς τα στον τοίχο.
Ίσως ήθελε να απαλλαγεί απ΄ αυτά. Ίσως να βρισκότανε σε αδιέξοδα. Ίσως τα αδιέξοδα στα ζητήματα αγάπης να μην ήταν μόνο δικά του, να ήταν συνολικά της κοινωνίας μας.
Αλήθεια, μήπως μπόρεσε ακόμη και σήμερα να λύσει η κοινωνία μας αυτά τα ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ; Η Αγάπη έλειψε και λείπει από τον κόσμο μας…
Η Αγάπη, η Αγάπη μονολόγησε ο Λέανδρος, που να βρίσκεται άραγε;
Ασυναίσθητα κι αβίαστα ήρθε η επιθυμία και η αναπόληση έκανε πιο έντονη τη νοσταλγία μαζί με την περιέργεια και το ενδιαφέρον για κάποιες πληροφορίες. Τι να έγινε άραγε εκείνη η Αγάπη; Υπάρχει; που ζει; πέτυχε στη ζωή της, ικανοποίησε τα όνειρα της;
΄Άφησε τις σκέψεις και τις αναμνήσεις εκείνης της στιγμής να φύγουν όπως ήρθαν.
Πήγε στον Αη Γιώργη άναψε δυο κεριά ευχήθηκε και προσευχήθηκε να υπάρξει στον κόσμο μας αγάπη και ειρήνη.
Μετά τη θεία λειτουργία πήρε τον κατηφορικό δρόμο της επιστροφής, τον ίδιο δρόμο που κατηφόριζε συχνά στο σύντομο εκείνο χρόνο της παραμονής του στην Καστοριά.
Είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια και οι αναμνήσεις έδιναν τώρα τη θέση τους στις ερωτήσεις.
Δεν άργησαν να έλθουν και οι απαντήσεις.
Η Αγάπη είχε παντρευτεί ένα άξιο συντοπίτη της. Είχε αποκατασταθεί οικογενειακά επαγγελματικά, και κοινωνικά, είχε κάνει μια ευτυχισμένη οικογένεια μ’ ένα γιο και μια κόρη.
Όμως η ευτυχία της είχε περιορισμένο ορίζοντα. Πριν ένα χρόνο, όπως έλεγαν οι πληροφορίες του, ,ένα τροχαίο της στέρησε το σύντροφό της.
Επιτυχία στη ζωή, ευτυχία στο γάμο και τον έρωτα, χαρά και λύπη συνταιριασμένα σ’ ένα συνεχές και χωρίς σταθμούς ταξίδι είναι άραγε τα ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ; αναρωτήθηκε.
Ο Λέανδρος γύρισε από εκείνο το ταξίδι φορτωμένος αναμνήσεις. Γύρισε στο γραφείο του και πέρασε πάλι στο ρυθμό της καθημερινότητας. Πέρασε στο ρυθμό που επιβάλλουν τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις της ζωής. Kαταχώνιασε τις αναμνήσεις του στα συρτάρια του χρόνου κι έστειλε νοερά ένα συλλυπητήριο μήνυμα:
“ Θερμά συλλυπητήρια Αγάπη…”
Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης
13-12-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου