Με τα ποιητικά «Σπαράγματα» του 1994 και το «Πυρίμαχον σκεύος» των εκδόσεων «Νεφέλη» του 2009, ο Αλέξης Γκλαβάς προσκομίζει μια πρωτοτυπία λυρικού και αφηγηματικού λόγου. Στα δεκαέξι μη συμβατικά κομμάτια του τόμου «Πυρίμαχον σκεύος», καταμαρτυρεί μια τέχνη και μια τεχνική του είδους του «φουγιετόν» (feuilleton), μια σειρά μικρών κειμένων, γεγονότων και λιτών σκιαγραφήσεων μιας πληθώρας προσώπων. Το καθένα από αυτά τα μικρά κομμάτια, όπως και τα πρόσωπα που περιέχονται σ’ αυτά, το καθένα του μια μη αμελητέα μονάδα, δημιουργούν σιγά-σιγά, κατά τον συγγραφέα, την απόσταση του ενός προς το άλλο, αν και αρκετά από αυτά τα πρόσωπα έχουν το ίδιο όνομα. Ο συγγραφέας αδιαφορεί, είτε για την «νεωτερικότητα» ή το μεταμοντέρνο που είναι η ακατανόητη συνέχειά του.
Η συστάδα αυτή των ανθρωπίνων υπάρξεων, αποτελεί ένα συνονθύλευμα οντοτήτων και αντικειμένων ενός, φερ’ ειπείν, ενυδρείου όπου τα χρυσόψαρα τρέχουν ακαθόριστα και άρρυθμα, μέσα όμως σ’ ένα προσδιορισμένο σκηνικό. Φαίνονται μόνον οι κινήσεις, για εμάς σπαστικές, αλλά στην ουσία φυσικές για τους συντελεστές. Εκείνο που απουσιάζει, είναι ο ήχος και η δράση. Έτσι, ένα μέγα πλήθος ανθρώπων (γύρω στους 85 άνδρες και 40 γυναίκες διαφόρων ηλικιών, απασχολήσεων και ενδιαφερόντων όπως, καφετζήδες, άνθρωποι του θεάτρου και της τηλεόρασης, ιερείς, γέροντες και γιαγιάδες, θείες, εραστές κ.λ.π.), μετέχουν στο στήσιμο του κάθε σκηνικού, ενώ θυμητικά, νοσταλγικά, τιμητικά, ανακαλούνται από αποβιώσεις και εμπειρίες του δημιουργού οντότητες με υποχρεώσεις, απολαύσεις, προσωπικές και πολιτικές πεποιθήσεις. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που περιγράφει τις διανθρώπινες σχέσεις, ή των έρωτα δύο νέων: «Και, όσο να ‘ναι, έναν άνθρωπο που τον βλέπεις καθημερινά, την ίδια πάντα ώρα, στον ίδιο πάντα δρόμο με αντίστοιχους προορισμούς, τον αισθάνεσαι κάπως κοντά σου. Αποκτάς μαζί του ένα είδος οικειότητας. Έτσι, αυτές οι καθημερινές «συναντήσεις», έγιναν συναντήσεις. Στην αρχή μια συνάντηση των βλεμμάτων, που έμεναν λίγο παραπάνω ν’ ακουμπούν το ένα στο άλλο με μια αίσθηση συνωμοσίας, μια σύσπαση αναγνώρισης κατόπιν στο πρόσωπο, που έγινε σιγά – σιγά μια υποψία χαμόγελου αποδοχής, πραγματικό χαμόγελο στη συνέχεια, πλατύ και φωτεινό λίγο αργότερα, η τόλμη ενός καλημερίσματος από μέρους μου κάποια στιγμή μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων και λίγο πριν τα διαγωνίσματα και την ακόμα μεγαλύτερη τόλμη, του προσδιορισμού. “Νεφέλη”, μου είπε τραγουδιστά, μ’ έναν τρόπο που ηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. “Νεφέλη”».
Οι άνθρωποί του κινούνται από και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως το κέντρο και ο κόλπος της Πάτρας, το κέντρο και οι γύρω περιοχές της Αθήνας, αλλά κυρίως τα χωριά της Ηπείρου, ενώ ακούγονται και τα ονόματα του Αϊβαλιού και λίγο από την Ευρώπη. Κυρίως όμως προέχουν, ο κόσμος της στρατιωτικής θητείας, τα λαϊκά πανηγύρια, οι λαϊκές εκδηλώσεις στον αγροτικό κόσμο, χώροι και τόποι που τους έφεραν οι επιθυμίες, οι υποχρεώσεις, οι απολαύσεις ή οι τόποι λατρείας, όπως είναι τα μοναστήρια, τα κέντρα διασκέδασης, οι κοινωνικοί χώροι, πάντα όμως η κινητικότητα να εμπνέει τη ζωντάνια του κόσμου του, που «κοσμεί» και τα επί μέρους αφηγήματά του. Να προσεχθεί πως, από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, επικρατεί η δημοτική –ιδίως η ηπειρώτικη- μουσική, οι βιβλικές ρήσεις και προ παντός ο παροιμιακός λόγος. Ένα δε από τα αφηγήματα αυτά, το «Πυρίμαχον σκεύος», που είναι και το μεγαλύτερο, χρησιμοποιείται και ως τίτλος της συλλογής.
Έτσι, τα γένη των ανδρών και των γυναικών, διαβιούν με τρόπο καθαρά ελληνικό, με τις παραδόσεις, την καθημερινότητά τους, γειωμένα στο ελληνικό χώμα και στη της μουσική παράδοση. Παράλληλα, σημειώνεται και η εισφορά του «καλλιεργημένου» κόσμου της μουσικής, ιδίως της όπερας, ενώ κριτικά αποφαίνονται οι άνθρωποι της πρωτεύουσας γύρω από την τέχνη του θεάτρου και της τηλεόρασης, με την σχετική ειρωνεία.
Θα πρέπει δε να τονιστεί η μεγάλη λατρεία και η παθιασμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας, όπως και της λαϊκής θυμοσοφίας που εμπεριέχεται στις παροιμίες, αμφότερα δημιουργήματα και απότοκα της Λαϊκής δημιουργίας. Η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται με την ζωντανή της μορφή –λαϊκή, δημοτική, λογία, βιβλική, αρχαιοελληνική- όπως χρησιμοποιείται καθημερινά.
Κύριο χαρακτηριστικό του αφηγηματικού λόγου του Γκλαβά είναι οι μικρές και φορές ελλειπτικές προτάσεις. Άλλοτε είναι απλώς μονολεκτικές. Έστω κι έτσι, η διατύπωση και η σκέψη, ολοκληρώνουν τα αποσιωπητικά. Επίσης, η γνήσια, η γήινη και απροσποίητη αφηγηματική τεχνική του, καταδηλώνει τον σεβασμό, αλλά και το μέγα πάθος του για την ορθότητα της γλώσσας και την γνώση της, με τα οποία και εμφορείται.
Μερικές φορές αναρωτιέται για το αν η γραφή του αξίζει, ή άλλοτε, με αποστροφή προς τον αναγνώστη, τον θέτει προ του διλήμματος της έγκρισης ή της απόρριψης του έργου του: «Εδώ, φίλοι αναγνώστες, ο συγγραφέας οφείλει μια εξήγηση…» και η εξήγηση ευρίσκεται στην άρνηση να μιμηθεί και να μεταφέρει τη γλώσσα του Αμερικάνικου Χόλιγουντ στον ελληνικό πολιτισμό.
«Ο Γιώργος κάρφωσε το βλέμμα στον Γεώργιο παρακαλώντας για τη συναίνεσή του», γράφει με δόση αυτοειρωνείας στο λογοπαίγνιο αυτό.
Με τον τρόπο αυτόν συντελείται μια αυτοψία εκ μέρους του αναγνώστη και μάλιστα κομίζει και γεγονότα, είτε του Εμφυλίου πολέμου, είτε από τις μέρες της δικτατορίας του 1967. Προς τούτο, η επίσκεψη σ’ εκείνα τα μέρη του Γράμμου είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση, όπως και η συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα. Και όλα αυτά, συν διάφορα άλλα συμβάντα και τόποι, μπαίνουν στις προτάσεις του για να γίνει πιο πειστικός ο συγγραφέας στους νεότερους που δεν τα γνωρίζουν. Τοιουτοτρόπως, η αναζήτηση της εσωτερικής υπόστασης των πραγμάτων, σε συνάρτηση με την βαθμιαία αποκάλυψη των βαθύτερων δυνατοτήτων του εαυτού, συνιστούν εν είδος διαδρομής της τέχνης προς την ικανότητα για έκφραση: «Τώρα, το μόνο που του έμενε να κάνει, ήταν να παρατηρήσει προσεκτικά τους συνεπιβάτες του και να φανταστεί τη ζωή τους. Να στήσει για τον καθένα μια ιστορία, να τις συνδέσει μεταξύ τους μ’ ένα έξυπνο εύρημα, να ρίξει ενδεχομένως και μερικές σταγόνες ροζ ανάκατο με suspense και ιδού το μυθιστόρημα.»
Αν και εδώ περιγράφει έναν άλλον και φιλόδοξο μυθιστοριογράφο, εν τούτοις το ίδιο σχεδόν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν πως περίπου ισχύει και για τον συγγραφέα μας.
Εκτός από τον αναγνώστη, επίκληση στην συγκατάνευση της συγγραφικής του τέχνης απευθύνει και σε κάποιον ανώνυμο καθηγητή, που τον υψώνει σ’ ένα είδος «γκουρού», τον «γέροντά» του κατά κάποιον τρόπο. Η οικειότητά του με το πρόσωπο αυτό, φαίνεται και από την αποστροφή αυτή: «Είμαστε πάντα κοντά, πολύ κοντά κάποιες φορές, αλλά ποτέ δεν ήσουν η απόλυτη επιλογή μου. Ούτε εγώ η δική σου. Κι όμως, όταν έσκυψα πάνω στο χαρτί, μόνον εσύ υπήρχες μπροστά μου. Ο μοναδικός αποδέκτης του “φινάλε” της ιστορίας μιας παρέας, όπως το βίωσε ένα μέλος της. Οι άλλοι είναι σκιές. Θολές και άπιαστες… Εσύ, είσαι πυρίμαχο σκεύος, γέρο μου».
Αρκετές φορές ο συγγραφέας απευθύνεται, τόσο στον αναγνώστη, όπως είδαμε, όσο και στον ίδιο του τον ρόλο ως συγγραφέα: «Βολεμένος στον ρόλο του αφηγητή, του πανεπόπτη και περιγράφοντος, δεν μπορώ να βοηθήσω, δεν μπορώ να επέμβω στην ιστορία, δεν μπορώ να επηρεάσω κανέναν, μόνο να βλέπω μουτζουρώνοντας χαρτιά».
Αρκετές είναι οι φορές που απευθύνεται, αναπολεί και ανακαλεί παλιούς φίλους ή νεκρούς. Παράλληλα, σε πλάγια γραφή, τονίζει ή ξεχωρίζει τον λόγο άλλων, εκτός από τον δικό του. Πρόκειται για μια συνειδητή μορφή συγγραφής για την ελληνική πραγματικότητα, την ελληνική παράδοση.
Γιώργος Γιάνναρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου