«OΔΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ»

Στον απόηχο της εκδήλωσης-«Λαϊκού Δικαστηρίου» της περασμένης Παρασκευής στη Διακίδειο ακούσθηκαν πολλά. Έγινε μια προσπάθεια «επαναπροσέγγισης των ιστορικών γεγονότων» όπως είπε χαρακτηριστικά στον πρόλογό του ο εκ των διοργανωτών Νάσος Νασόπουλος, προσπάθεια εξάλειψης του βάρους του στιγματισμού των απογόνων των εκτελεσθέντων την χαρακτήρισε ο Δ/ντής σύνταξης της τοπικής εφημερίδας «Πελοπόννησος» Κωνσταντίνος Μάγνης.
Ο πρώτος αναρωτήθηκε μάλιστα τι θα πρέπει να απαντηθεί στους νεωτέρους που θα βλέπουν να δεσπόζει το όνομα ενός καταδικασθέντος σε θάνατο(Δημητρίου Γούναρη) ως προδότου της πατρίδας σε κεντρική οδό της πόλης μας.
Και οι δύο αυτές θέσεις έχουν μια λογικά συνάφεια και δικαιολογημένα αναδεικνύουν κάποια ερωτηματικά.
Όμως δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει ότι στη χώρα μας οσάκις υπάρχει διχασμός και εμφύλιες διαμάχες ο λαός μας, μη εξαιρουμένης και της ηγεσίας του, ξεσπά σε ακρότητες.
Δεν μπορεί να μη σημειώσει κανείς ότι κάποια περίοδο της ιστορίας, η χώρα μας είχε δύο κυβερνήσεις μια στην Αθήνα και μια άλλη στη Θεσσαλονίκη. Επίσης κάποια περίοδο οι αφορισμοί τα αναθέματα και οι κατάρες στους αντιφρονούντες ήταν σύνηθες φαινόμενο.
Δεν μπορεί κανείς να αποσιωπήσει ότι ο βασικός ελευθερωτής της πατρίδας ο Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε και θα οδηγείτο στο εκτελεστικό απόσπασμα εάν δεν υπήρχαν δικαστές όπως ο Πολυζωϊδης και ο Τερτσέτης.
Η μετονομασία της κεντρικής οδού Καλαβρύτων της πόλης μας σε Δημητρίου Γούναρη έγινε από τους αντιβενιζελικούς οι οποίοι επικρατούσαν τότε στο Δήμο Πατρέων που με την ενέργειά τους αυτή, ήθελαν να τιμήσουν το Γούναρη και να τον αποδώσουν χωρίς το στίγμα της προδοσίας .
Το αίτημα για δικαίωση των έξι δεν είναι ατομικό αλλά αποτέλεσε έμμονη ιδέα της αντιβενιζελικής παράταξης σε όλους τους μετέπειτα πολιτικούς μετασχηματισμούς της και οδήγησε σε ονοματοδοσίες δρόμων και πλατειών με τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Επρόκειτο για μια έμμεση δικαίωση που πέτυχαν οι πολιτικοί τους φίλοι,
Μπορεί το μέτρο της θανάτωσης ως τιμωρίας να μην ήταν και δεν ήταν ενδεδειγμένο, όμως ήταν απάντηση του λαϊκού αιτήματος: «Θάνατος στους προδότες» που ακούγονταν ως σύνθημα μετά την είδηση της ήττας.
Έχει επανειλημμένως συζητηθεί η άποψη ότι μέρος του κατηγορητηρίου που αναφέρονταν σε δόλο των κατηγορουμένων και στην εσκεμμένη παράδοση στον εχθρό μέρους της Ελληνικής Επικρατείας να μην ευσταθούσε από ποινική σκοπιά. Η Σμύρνη και η Δυτική Μικρά Ασία τυπικά ,δεν αποτελούσαν Ελληνικό έδαφος κατά το χρόνο της συντριβής, αφού δεν είχε γίνει προσάρτηση των εδαφών αυτών στην Ελληνική επικράτεια, και η Συνθήκη των Σεβρών ήταν ακόμη μια υπόσχεση και όχι καθεστώς.
Όμως κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες των πρωταιτίων της καταστροφής.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου πέραν του ότι δεν αθώωσε επί της ουσίας όπως πολλοί διατείνονται τους έξι, δεν μας προσέφερε κανένα νέο στοιχείο στις ιστορικές μας γνώσεις.
Η ανακίνηση της υπόθεσης δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να προσβάλλει τις μνήμες των σφαγιασθέντων και ξεριζωμένων και να αναβιώνει το διχασμό.
Η επανάληψη της δίκης με «λαϊκούς δικαστές» ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων και αναθερμαίνει ερωτηματικά: Θα ξαναδικάσουμε και τον Κολοκοτρώνη; ή τον Νίκο Μπελογιάννη για εσχάτη προδοσία;
Χρειάζεται αλήθεια μια νέα ετυμηγορία ενός δικαστηρίου δεν μας αρκεί η ετυμηγορία της ιστορίας;
Λεωνίδας Γ.Μαργαριτης

2 σχόλια:

  1. Το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών συγκροτήθηκε σε μια εποχή κοινοβουλευτικής ανωμαλίας καθώς λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε ξεσπάσει το στρατιωτικό κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, το οποίο ανέλαβε ουσιαστικά την διακυβέρνηση του κράτους χωρίς όμως να καταργήσει την κυβέρνηση. Κύριο αίτημα του κινήματος ήταν μεταξύ άλλων και η τιμωρία των υπαιτίων της μικρασιατικής καταστροφής. Προς την κατεύθυνση αυτή συντάχθηκε το άρθρο 3 της Αποφάσεως της Επαναστάσεως σύμφωνα με το οποίο “οι συλληφθέντες ως ένοχοι των επελθούσων Εθνικών συμφορών θα παραμείνουν εν τη φυλακίσει μέχρις ότου η μέλλουσα Συνέλευσις αποφασίση περί της δίκης των”. Αφηνόταν δηλαδή να εννοηθεί ότι οι κατηγορούμενοι, όσον αφορά τα μέλη της κυβερνήσεως, θα δικάζονταν από πολιτικό δικαστήριο σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Οι πιέσεις όμως μιας πλειάδας αδιάλλακτων αξιωματικών, προσκείμενων στον Θεόδωρο Πάγκαλο, ακραιφνή βενιζελικό και ηγέτη της ακραίας πτέρυγας των Φιλελευθέρων, οδήγησαν στην απόφαση για συγκρότηση Ανακριτικής Επιτροπής υπό την προεδρία του τελευταίου. Σύμφωνα με την έκθεση αυτής παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών οκτώ κατηγορούμενοι μεταξύ των οποίων και τρεις διατελέσαντες πρωθυπουργοί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας καθώς κατηγορούντο ότι παρέδωσαν με την θέλησή τους εδάφη στον εχθρό.
    Η δίκη που ακολούθησε ήταν μια αληθινή φάρσα σύμφωνα με τον Βρετανό πρέσβη Lindley. Σαθρό κατηγορητήριο, αναξιόπιστοι μάρτυρες και παντελής έλλειψη δικονομικών κανόνων στιγμάτισαν την δίεξαγωγή της δίκης. Αυτό αποδεικνύεται αβίαστα και από την εξαιρετική μελέτη της Χαρίκλειας Δημακοπούλου (Η δίκη των Οκτώ και η εκτέλεση των έξι, Αθήνα 2010), η οποία σημειώνει χαρακτηριστικά ότι “το έγκλημα της προδοσίας κατά της πατρίδος ενετάσσετο βάσει συντάγματος εις τα πολιτικά εγκλήματα δια τα οποία είχεν από του 1911 καταργηθή δια συνταγματικής διατάξεως η ποινή του θανάτου”. Συνεπώς οι λόγοι της εκτέλεσης πρέπει να αναζητηθούν στο εξωδικαστικό κομμάτι της υπόθεσης, ήτοι στην επικρατούσα κατάσταση.

    Με την προσαγωγή των κατηγορουμένων σε δίκη εγκαινιάστηκε μια νέα ρητορεία περί προδοσίας της Ελλάδας και σε καμία περίπτωση περί ήττας· κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το ηθικό του στρατεύματος. Παραβλέποντας δεκάδες παράγοντες, η ευθύνη της ήττας έπεσε αποκλειστικά στους οκτώ συλληφθέντες. Οι επτά αποτελούσαν τον μισητό πολιτικό κόσμο ενώ μόνο ένας, ο στρατηγός Χατζανέστης, εκπροσωπούσε τον στρατό. Ενοχοποιώντας τον πολιτικό κόσμο και μόνο έναν εκ των στρατιωτικών υπήρξε προσπάθεια από την στατιωτική ηγεσία να φύγει το άγος της Μικρασιατικής καταστροφής από τον στρατό. Η κρατούσα άποψη στην σύγχρονη ιστοριογραφία υποστηρίζει πως οι εκτελέσεις αποτελούσαν ιστορική αναγκαιότητα και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η απόφαση του Αρείου Πάγου, άσχετα αν αφορά το νομικό κομμάτι, αναγκαστικά υπεισέρχεται σε θολερά πολιτικά θέματα που ταλάνισαν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Πέρα όμως από την ηθική και νομική δικαίωση των κατηγορουμένων η απόφαση δεν αποφέρει κάποιο άλλο αποτέλεσμα που να δικαιολογεί την μήνη όλων αυτών που διαφώνησαν με την αναψηλάφιση της δίκης. Με την απόφαση αυτή ο Άρειος Πάγος δεν αποπειράθηκε να ξαναγράψει ιστορία· δεν θα μπορούσε άλλωστε. Έπραξε απλώς το αυτονόητο αθωώντας έξι ανθρώπους που κατά τον ίδιο τον Θεόδωρο Πάγκαλο “υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα υπέρ της Πατρίδος”.

    Μην είστε λοιπόν τόσο απόλυτως. Πολιτικές ευθύνες αναλογούν σε κάποιους από τους έξι (είναι αστείο να τους κατηγορήσουμε όλους, πόσο μάλλον τον Νικόλαο Στράτο) όπως αναλογούν και στον Βενιζέλο για την απόφαση του να αποβιβαστεί στη Μικρά Ασία και να παίξει τον χωροφύλακα της Μεγάλης Βρετανίας. Τέλος θεωρώ ότι είναι ατυχές να θεωρείται ότι η επανάληψη της δίκης ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων και αναθερμαίνει ερωτηματικά όπως για το αν θα ξαναδικάσουμε τον Κολοκοτρώνη ή τον Μπελογιάννη. Όσο για την τελευταία πρόταση σας ("Χρειάζεται αλήθεια μια νέα ετυμηγορία ενός δικαστηρίου δεν μας αρκεί η ετυμηγορία της ιστορίας;") απ'οτι βλέπω και στο βιογραφικό σας εχετε σπουδάσει νομικά οπότε υποθέτω πώς γνωρίζετε οτι η ετυμογορία ενός δικαστηρίου είναι τελείως άσχετη με τα πολιτικά πάθη της κάθε εποχής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή