Η ΚΑΤΑΡΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ
Ήταν Ιούνιος μήνας του 1943. Ο πόλεμος μαζί με την καταστροφή και την υποδούλωση έφερε και την πείνα. Ο θάνατος εξαιτίας της ήταν καθημερινό φαινόμενο. Τα κάρα του Δήμου στην πρωτεύουσα δεν προλάβαιναν να μαζεύουν πτώματα. Όσοι μπόρεσαν έφυγαν στις επαρχίες. Οι περισσότεροι έμειναν κι ασχολήθηκαν με το εμπόριο της εποχής, τη «μαύρη αγορά», όπως καθιερώθηκε να λέγεται. Οι κάτοικοι των χωριών, όσοι είχαν τη δυνατότητα να σπείρουν τα χωράφια τους, εξοικονομούσαν λίγο σιτάρι, λίγο καλαμπόκι κι έτσι τα κατάφεραν να περάσουν τις μέρες εκείνες χωρίς μεγάλα προβλήματα. Όσοι δεν είχαν την ίδια δυνατότητα, γύριζαν και μάζευαν στάχυα στα χωράφια των προηγούμενων ή έψηναν ψωμί από πατάτες, ρεβίθια, λούπινο, κριθάρι και ό,τι άλλο εύρισκαν. Έτσι ξεγελούσαν την πείνα τους και περνούσαν τον καιρό τους.
Ο κάμπος της Γαστούνης είχε αρκετά χωράφια σπαρμένα σιτάρι και τα πιο πολλά αυτή την περίοδο ήταν θερισμένα, ήταν Ιούνιος ο μήνας, ο θεριστής, όπως τον λέει ο λαός μας. Η ζέστη ανυπόφορη, τόσο η απλωσιά του κάμπου όσο και η ανυπαρξία δένδρων, αλλά και η κάθετη φορά των αχτίνων του ήλιου δημιουργεί ένα φοβερό λιοπύρι, που αν είσαι άσκεπος σε ζαλίζει.
Σε ένα θερισμένο χωράφι, διακρίνεται μια σταχομαζώχτρα. Είναι φτωχοντυμένη με ένα φόρεμα χιλιομπαλωμένο, και στο κεφάλι της έχει δέσει ένα άσπρο μαντίλι που της σκεπάζει σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπο. Σκύβει κάθε τόσο όταν βρίσκει κάποιο στάχυ και οι κινήσεις της γίνονται ολοένα και συχνότερες όταν είναι πολλά τα στάχυα που είχαν πέσει από το αδέξιο χέρι του θεριστή ή από του καιρού το στροβίλισμα.
Η σταχομαζώχτρα είναι και έγκυος, πρέπει να είναι στον πέμπτο ή έκτο μήνα της. Βλέπεις ο έρωτας δε γνωρίζει ούτε υπολογίζει πολέμους, βάσανα και πείνα, παντού επιβάλλεται και κυριαρχεί.
Να όμως που έφθασε εκεί και ο ιδιοκτήτης του χωραφιού. Μπορεί να κατακτήθηκε η χώρα από τους Γερμανούς, οι ιδιοκτήτες όμως παραμένουν κυρίαρχοι των περιουσιών τους.
- Εϊ, τι κάνεις εκεί; ακούστηκε η φωνή του ιδιοκτήτη. Φύγε απ’ το χωράφι. Ακούς τι σου λέω; φύγε, φύγε…
H γυναίκα μη δίνοντας σημασία στα λόγια που άκουγε, συνέχισε να μαζεύει τα στάχυα όπως και προηγουμένως, σα να μη συνέβαινε τίποτε, σαν να ακούγονταν κάπου αλλού οι φωνές αυτές, πολύ μακριά από το χωράφι εκείνο. Όμως η φωνή του ιδιοκτήτη αυτή τη φορά έγινε πιο έντονη, ενώ άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει.
- Αϊ στο διάβολο, φύγε σου λέω, φύγε, επανέλαβε και κινήθηκε εναντίον της με απειλητικές διαθέσεις.
- Χριστιανέ μου, μόλις μπόρεσε να ψελλίσει η σταχομαζώχτρα, δεν πιστεύεις σε Θεό; δεν υπολογίζεις την πείνα μας; δεν λυπάσαι που έχω δυο παιδιά να ταΐσω, είμαι έγκυος και δεν έχω στον ήλιο μοίρα; Άφησε με να μαζέψω λίγα στάχυα.
Έκανε αυτή την παράκληση, αλλά παράλληλα συνέχισε να μαζεύει, με την ελπίδα πως μ’ αυτά τα λόγια της, θα καταλαγιάσει την οργή του. Δεν βαριέσαι όμως, αυτός δεν άκουγε τίποτε, δεν μαλάκωνε με τίποτε η καρδιά του κι ούτε καταλάγιασε η οργή του, αντίθετα έλυσε το σκοινί απ’ το άλογό του και άρχισε να την χτυπάει.
- Δεν πιστεύεις σε Θεό Χριστιανέ μου, ακούστηκε να βογκάει από τον πόνο.
Εκείνος δεν άκουγε τίποτα, συνέχιζε να την χτυπάει, να την σπρώχνει, να την κλωτσάει με σκοπό να την απομακρύνει από το χωράφι του. Μια κλωτσιά του όμως βρήκε και την κοιλιά της σταχομαζώχτρας. Τότε μια τρομερή κραυγή αντήχησε στον κάμπο, ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό θα’ λεγε κανείς και σωριάστηκε στο έδαφος.
- Άπιστε, μπόρεσε να πει, τι έκανες. Με κατάστρεψες, σκότωσες το παιδί μου, από το Θεό να το βρεις. Να σου κοπούν τα πόδια, αθεόφοβε.
Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, καβάλησε το άλογό του κι έφυγε αφήνοντας μόνη κι αβοήθητη τη σταχομαζώχτρα να σπαράζει από τους πόνους και να πνίγει τους λυγμούς της με κατάρες.
- Καταραμένε, να σου κοπούν τα πόδια…
Την κατάρα της μάνας την άρπαξε ο άνεμος και τη σεργιάνισε σ΄ όλο τον κάμπο. Ένας μαντρότοιχος που ήταν πιο πέρα και στάβλιζε τα πρόβατα του ο δολοφόνος, αντιλάλησε την κατάρα και τη σκόρπισε για να ακουστεί άλλη μια φορά και να γραφτεί στο τεφτέρι του Θεού.
- Να σου κοπούν τα πόδιααα…
Άνοιξε ένα λάκκο με τη βοήθεια ενός ξύλου και με όση δύναμη της είχε απομείνει κι έβαλε μέσα το άψυχο σώμα του μωρού της που δεν πρόλαβε να δει το φως της μέρας και τον τόσο κακό κι άσπλαχνο κόσμο. Έβαλε στο σακούλι της τα στάχυα που είχε μαζέψει και σέρνοντας τα σκελετωμένα πόδια της ξεκίνησε για το σπίτι. Η αιμορραγία την είχε εξαντλήσει. Σε κάθε της βήμα κι ένας αναστεναγμός, κάθε της κίνηση και έπεφτε από τα πόδια της. Τρία χιλιόμετρα δρόμο έπρεπε να κάνει για να φτάσει στο σπιτικό της.
Η διαδρομή τής φάνηκε χιλιάδες χιλιόμετρα. «Είναι και η αγωνία για τα παιδιά που περιμένουν και θα ανησυχούν με την αργοπορία μου», σκέφτονταν και αυτή η σκέψη τις έδινε δυνάμεις για να συνεχίσει το δρόμο της, να φτάσει στον προορισμό της.
Πού να ’ξεραν τα καημένα κι εκείνα τι συνέβη. Μα όχι, αυτά δεν έπρεπε να μάθουν τίποτε, δεν έπρεπε να πληγωθεί η τρυφερή τους καρδιά, δεν έπρεπε να φωλιάσει μέσα τους η λύπη και το μίσος για εκδίκηση. Όχι, φθάνει που υποφέρουν την ορφάνια, την πείνα και τις στερήσεις. Με όλες αυτές τις σκέψεις και τον αβάσταχτο πόνο στο κορμί και στην ψυχή της έφτασε στο σπίτι.
- Μανούλα γιατί είσαι τόσο κουρασμένη και χλωμή; τη ρώτησε η Κατίνα, που σαν πιο μεγάλη καταλάβαινε περισσότερα πράγματα από το μικρότερο Γιώργο.
Έκανε πως δεν άκουσε και όσο γρήγορα μπορούσε και της επέτρεπαν ακόμη οι δυνάμεις της, κοπάνισε τα λίγα στάχυα, τα λίχνισε, μάζεψε το στάρι και το έστειλε με ένα γειτονόπουλο στο νερόμυλο. Έτσι σε λίγες ώρες θα μπορούσε να ζυμώσει λίγο ψωμί για τα πεινασμένα παιδιά της και για την ίδια. Οι δυνάμεις της όμως την είχαν εγκαταλείψει κι αναγκάσθηκε να συρθεί στο κρεβάτι. Τώρα έπρεπε να δώσει κάποιες εξηγήσεις στα παιδιά, που με αγωνία και λύπη τη γυρόφερναν με έντονα ερωτηματικά ζωγραφισμένα στα προσωπάκια τους.
- Μανούλα τι έχεις; ρώτησε και πάλι η Κατίνα, γιατί είσαι τόσο χλωμή;
- Κουράστηκα παιδί μου, είπε κι έκανε μεγάλη προσπάθεια να είναι πειστική με όσα έλεγε.
- Μανούλα αν ζούσε ο πατερούλης, δε θα ήσουν υποχρεωμένη να κουράζεσαι τόσο πολύ, θα δούλευε εκείνος για όλους μας.
Δυο καυτά δάκρυα αργοκύλησαν απ’ τα μάτια της κι έκανε μια κίνηση να κρύψει το πρόσωπό της.
- Ναι παιδί μου έτσι να ήταν, μα ο πατερούλης πέθανε για την Πατρίδα, πέθανε για να ζήσουμε εμείς λεύτεροι. Πέθανε σα σωστός πατριώτης από τα βόλια των Γερμανών κατακτητών.
- Μανούλα, πετάχτηκε ο Γιώργος, όταν μεγαλώσω θα δουλεύω εγώ για σένα και την αδελφούλα μου και θα αγωνιστώ κι εγώ να διώξουμε τους Γερμανούς.
- Ναι παιδί μου, είπε εκείνη και η κούραση, η εξάντληση κι ο πόνος την έριξαν σ΄ ένα βαθύ λυτρωτικό ύπνο.
Από τη μέρα που έπεσε στο κρεβάτι δεν ξανασηκώθηκε, κάθε μέρα που ανέτελλε την εύρισκε στο κρεβάτι χωρίς καμιά βελτίωση. Διαρκώς χλόμιαζε, αδυνάτιζε, τα μάτια της είχαν υποχωρήσει και έδινε την εικόνα της ετοιμοθάνατης. Γιατρός δεν υπήρξε, αλλά και να υπήρχε κάπου πιο μακριά, πού να βρεθούν τα χρήματα.
Έτσι λίγες μέρες ακόμη κράτησε το μαρτύριό της. Η ψυχούλα της φτερούγισε μακριά πολύ μακριά, τόσο που να μην μπορεί πια να ξαναδεί τον άδικο κι άπονο κόσμο.
Τα παιδιά της έμειναν μόνα, πεντάρφανα κι απροστάτευτα. Έκλαψαν, φώναξαν, μα δεν βαριέσαι. Τα κλάματα ποτέ δεν δίνουν ζωή σ’ αυτόν πού’φυγε, ποτέ δεν τον φέρνουνε πίσω. Αυτός που έφυγε, πάει στο δικό του μακρινό κι αγύριστο ταξίδι. Πάει αλλού, πού ξέρεις ίσως εκεί βρει ό,τι δεν βρήκε στη γη. Αγάπη, στοργή, καλοσύνη. Ίσως βρει κάτι το άγνωστο σε τούτο τον κόσμο.
- Να σου κοπούν τα πόδιααα… Ακόμη αντηχεί η φωνή της άμοιρης μάνας στον έρημο κάμπο και δεν πρόκειται να σταματήσει η φωνή παρά όταν θα αποδοθεί η δικαιοσύνη.
Ο δολοφόνος, ιδιοκτήτης του χωραφιού, αφού καβάλησε το άλογό του, το σπιρούνισε κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε λες και τον κυνηγούσαν καλπάζοντας μακριά από τον τόπο του εγκλήματος; Φοβάται ίσως τη φωνή της σταχομαζώχτρας και την κατάρα της.
- Να σου κοπούν να πόδιααα …
Τρέχει, τρέχει όμως τώρα μόνο το άλογο χωρίς τον καβαλάρη του. Μα τι άραγε έγινε; Μήπως κουράστηκε και ξεπέζεψε; Μα τότε γιατί τρέχει μόνο του το άλογο, αυτό λένε πως είναι πιστός σύντροφος του αφέντη του, πού βρήκε το κουράγιο να τρέχει δίχως τον καβαλάρη του;
Μα να, ξεσκισμένος, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα, με κορμί πληγωμένο, με τις δυνάμεις του χαμένες κλαίει τώρα σα μικρό παιδί. Κλαίει αυτός που τόση κακία και παλιανθρωπιά έδειξε λίγο πιο πριν στη φτωχή σταχομαζώχτρα. Ίσως ξύπνησε μέσα του ο άλλος άνθρωπος. Ίσως άρχισε να του φωνάζει:«Κακούργε τι έκανες; χτύπησες μια φτωχή κι έγκυο γυναίκα για λίγα στάχυα. Άτιμε τι έκανες;»
Όχι δεν πρέπει, σκέφτεται, να υποφέρει και να πονάει γι’ αυτά τα πράγματα. Διάβολε τι έχω πάθει, είπε, και άρχισε να βλαστημάει για να πνίξει έτσι τη φωνή που ξεπηδούσε από μέσα του.
Σηκώθηκε με κόπο και προχώρησε με χαμένο βήμα και σβησμένη ματιά, «άραγε αυτό να ήταν η τιμωρία μου;» μονολόγησε, και συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για να συνεχίσει το δρόμο του με τα πόδια πια.
Πέρασαν από τότε είκοσι ολόκληρα χρόνια. Η σταχομαζώχτρα ξεχάστηκε, κι εκείνος δεν θυμότανε καλά καλά το περιστατικό. Ο Ένας όμως, που όλα τα βλέπει, όλα τα ακούει κι όλα τα σημειώνει, δεν το ξέχασε.
Είκοσι χρόνια απ’ τη Γερμανική κατοχή. Είκοσι χρόνια δημιουργίας, τέχνης και πολιτισμού. Οι Γερμανοί είχαν φύγει για την πατρίδα τους διωγμένοι από την αντίσταση των λαών και του δικού μας. Δεν πέτυχαν να πάρουν τη χώρα μας με τα όπλα, πήραν όμως τα νιάτα μας, με την «ευλογία» της μετανάστευσης, εργάτες στα εργοστάσιά τους και σαν αμοιβή, μας έδωσαν τα αυτοκίνητα και τα μοτοποδήλατα για να αντικαταστήσουμε μ’ αυτά τα γιαϊδουράκια και τα άλογα.
Έτσι ο κυρ Κώστας Διαμάντης, ο φονιάς της σταχομαζώχτρας, καθισμένος στο πίσω κάθισμα ενός μοτοποδηλάτου που οδηγούσε συγχωριανός του πήγαινε στο διπλανό χωριό. Δεν είχαν όμως προχωρήσει λίγο και ενώ τους χώριζαν λίγα μόλις μέτρα από τις γραμμές του σιδηρόδρομου, έτρεχαν με ταχύτητα, χωρίς όμως να αντιληφθούν ότι το τραίνο πλησίαζε.
Ο οδηγός του μοτοποδηλάτου, μόλις κατάλαβε τον κίνδυνο που διέτρεχαν, έκανε μια απότομη κίνηση και στροφή προς τα δεξιά και απόφυγε τη σύγκρουση. Όμως η φυγόκεντρη δύναμη που αναπτύχθηκε με την απότομη κίνηση δεξιά, σαν ένα θείο, θα’λεγε κανείς χέρι, ξετίναξε τον κυρ Κώστα στις γραμμές του σιδηρόδρομου. Στο νου του εκείνη τη στιγμή άκουσε περισσότερο από ποτέ έντονα τη φωνή της σταχομαζώχτρας να ηχεί στα αυτιά του.
- Να σου κοπούν τα πόδιααα…
Η ταχύτητα του τραίνου δε μειώθηκε καθόλου, ούτε μπορούσε άλλωστε. Η μηχανή χτύπησε το σώμα του κυρ Κώστα. Ένα σίδερο γαντζώθηκε στα ρούχα του και το πιο τραγικό οι σιδηροτροχιές του έκοψαν και τα δυο του πόδια. Η Θεία Δίκη αργεί μα δε λησμονεί.
Στην τοποθεσία που ο Κυρ Κώστας κλώτσησε τη σταχομαζώχτρα και πέθανε, στην ίδια τοποθεσία και την ίδια ώρα το τραίνο του έκοψε και τα δυο του πόδια, λες και το άψυχο εκείνο μηχάνημα διατάχθηκε να εκτελέσει την κατάρα της μάνας.
- Να σου κοπούν τα πόδιααα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου