«Πότε αμύριστο, αμάραντο είναι κρίνο
μιας μαστοριάς ο στίχος ο δικός μου,
πότε χορτάρι ηλιοθρεμμένων τόπων
και πότε ωμά τον αμολά ο θυμός μου
φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων».
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ (Οι καημοί της λιμνοθάλασσας).
Πολύπλευρος και παντού θαυμάσιος ο Κ. Παλαμάς. Το τεράστιο έργο του ποικίλο: Ποίηση, κριτική, αρθρογραφία, θέατρο, μετάφραση. Η ποίησή του πολύπλευρη κι αυτή. Λυρική, επική, κοινωνική, εθνεγερτική, ιστορική, σατιρική. Το ομολογεί στους πέντε στίχους του ποιήματός του που παραθέτουμε στην αρχή. Δεν συγκινείται μονάχα από την ομορφιά της φύσης, από τη δύναμη της ζωής, από την ιστορία της πατρίδας μας, από τα κοινωνικά προβλήματα, μετουσιώνοντας τη συγκίνησή του σε στίχους. Θυμώνει βλέποντας την αθλιότητα και την κατάντια και «τον αμολά ο θυμός του, φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων…». Το φασκέλωμα, είναι τα σκληρά σατιρικά του ποιήματα. Ο μεγάλος Άγγλος λεξικογράφος Σάμιουελ Τζόνσον, χαρακτηρίζει τη σάτιρα: «Ποίημα που επικρίνεται η αχρειότητα, ή ο παραλογισμός. Η σάτιρα ξεκινάει με τον Αρχίλοχο τον 7ο αιώνα π.Χ. Μαθητής αντάξιός του ο Γιουβενάλης. Ο Παλαμάς ανεβαίνει ίσαμε την ιερή πηγή της σάτιρας: ίσαμε τον Αρχίλοχο, ίσαμε το Γιουβενάλη. Για την πληγή που θέλει να γιατρέψει χρειάζεται καυτό σίδερο` και το καυτό σίδερο παίρνει στα χέρια του. Δεν είναι παλιάτσος, για να διασκεδάσει με τα «κυβιστήματά» του το ανίδεο πλήθος της αγοράς και να ικανοποιήσει τη χυδαία του απαίτηση. Κήρυκας και δάσκαλος είναι. Ο πόνος κι ο πόθος του καλύτερου φλογίζουν το στίχο του. Οργισμένος κι απελπισμένος είναι` και παίρνει το βούνευρο και το κατεβάζει, ορμητικά, σφυριχτά, απάνου στις καμπουριασμένες πλάτες, τις σκεβρωμένες από την άβαθη πολιτικολογία, τον ανεδαφικό και στέρφο ιδεαλισμό, τη λαχτάρα της εύκολης χαμοζωής, το λαίμαργο συμφεροντάκι του μικρονοικοκύρη, την κούφια προγονοπληξία του ρήτορα.
Ονειρεύεται μια γενιά Αρχίλοχων.
«Αρχίλοχος δεν είμαι` είμαι ο πατέρας
που ξανά τους Αρχίλοχους θα σπείρει.
Μια γενιά τίμιων και δυνατών Ελλήνων, που θα ξέρουν και να θυμώνουν και να τρέφουν με τη χολή τους την εκδίκηση και θα γίνονται στην πρεπούμενη ώρα σκληροί, καθώς σκληρός γίνεται κι ο ίδιος, αντί να μαραζώνει υπομονετικά και άδοξα να σιγοπεθαίνει. Μα, για να πραγματωθεί όλο τούτο, δεν αρκούν τα εφήμερα μπαλώματα και οι πρόσκαιρες μεταρρυθμίσεις».
Γράφει στα Σατιρικά Γυμνάσματα:
«Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη,
με τα καράβια και με τα φουσάτα
της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.
Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ΄ άλλη στράτα,
τον νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε.
και πρώτ’ απ΄ όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι.
Πρέπει ν΄ αρνηθείς τα περασμένα, όλα όσα θολώνουν το πνεύμα και μαραγκιάζουν την ψυχή, κι απάνου στα συντρίμμια να χτίσεις έναν κόσμο καινούργιο:
Χτύπα, απαρνήσου, λάβωνε, βλαστήμα,
σβήσε, ξανά νάναστηθής φυλή!
Απειράριθμες είναι οι πληγές του «Ρωμαίικου»:
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,
του ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι.»
«Ιδεολόγοι και νιτερεσσολόγοι…
των όσων αλλάζουν οι διαλαλητάδες
κι όσοι στο γύρισμα των ίδιων καίνε
λιβάνι, κι όσοι καταφρονητάδες
των όχλων, και σεις οι άθεοι κι όσοι θρήσκοι
και σεις των προλεταρίων οι λαμπάδες…
Και η εξουσία παραδίνεται στους ανθρώπους με τα απωθημένα, στα πρόσωπα με το συμπυκνωμένο μίσος και τον φανατισμό των αιρετικών. Έτσι θα τους ζωγράφιζε ο Παλαμάς στο «Πολιτεία και μοναξιά»:
Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανδαρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η πολιτεία πατιέται.
Και κοντά σ΄ αυτούς η αποθέωση της δημαγωγίας, της μελλοντολογίας, της υποσχεσιολογίας, των μεσσιανικών παραδείσων, όπου βοηθούν ή συνεργάζονται:
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι.
(Πολιτεία και μοναξιά)
Πάνω από όλους όμως ο εμπνευστής και προφήτης της αλλαγής και της γης της επαγγελίας:
Μελλοντιστής; Μ΄ όλα είμαι εγώ, μ΄ όλα όσα
προς τ΄ αυριανό το φως αργοπηγαίνουν,
πατρίδα, νέα τέχνη, επιστήμη, ω πόσα!
(Τα δεκατετράστιχα)
Αλλά, μπροστά στην ατμόσφαιρα του διχασμού, η σύσταση για το ήπιο κλίμα, για την ενότητα, για την ομοψυχία. Ο Παλαμάς όμως θα συμβούλευε στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» τον ηγέτη:
Δείξε συ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας
κι ο εξουσιαστής
του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου
γίνε δουλευτής.
Μεταρρυθμίσεις ύστερα σ΄ όλους τους τομείς. Σε ατμόσφαιρα εικονικής ευφορίας «οι διαφεντάδες» και «του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι». Ο Αγώνας δικαιώνεται:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα!
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στο αργαστήρι,
παντού στο κάστρο, στην καρδιά, τ΄ αποκαΐδια οι στάχτες
πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει και η γυναίκα, πάνε
τα παλικάρια, οι λειτουργοί.
Παρηγοριά όμως η υπερήφανη εξωτερική πολιτική, ένα μίγμα γκαφών, ταπεινώσεων και προ παντός αβεβαιότητας:
Κανείς τι θα γίνει, κανείς τι θα μείνει
δεν ξέρει, που; Τι; Ποιο του δρόμου το τέρμα;
Λιμάνι; Γκρεμός; Ήλιου ανάτελμα; Γέρμα;
(Οι λύκοι)
Και ενθάρρυνσή μας η σοσιαλιστική δικαιοσύνη, που τα καταφέρνει τώρα να υποφέρουμε … σε υψηλότερο επίπεδο. Τι θ΄ απαντούσε ο Παλαμάς στην επιχείρηση δικαιοσύνη του κυβερνώντος κόμματος;
Κι από σας κανείς δεν την ορίζει
κι από σας κανείς δεν την κρατεί
την ακέραια δικαιοσύνη
και την ακομμάτιστη αρετή,
γιατί σέρνουν όργητες και μίση
πάντα εμάς δεξά κι εσάς ζερβά»…
Συνιστά:
«Και βαθιούς τάφρους γύρω-γύρω σκάφτε
και πύργους πολεμόχαρους υψώστε
και βαρδιατόρους, βάλτε να κρατάνε
μακριά-μακριά τον ψεύτη και πλάνο
της Ρωμιοσύνης.
Και για πρώτη φορά και πάνω απ΄ όλους ξεσηκώνονται οι νέοι, τους οποίους περιγράφει ο Παλαμάς στις «Εκατό φωνές»:
Ω νέοι, ω πρωτοξύπνητοι στο φως, χαρές τ΄ Απρίλη,
από τους πράσινους κορμούς γίνονται οι άσπροι στύλοι.
Στη χώρα εσείς οι λειτουργοί κι οι λατρευτάδες είστε`
δεν φτάνει` Εμπρός! Για τους θεούς, ω νέοι, πολεμήστε.»
Δεν βουλιάζει όμως στην απαισιοδοξία. Ελπίζει: «Θα μπούμε ξανά στην περίοδο του οργασμού και του διαφωτισμού. Δεν έχει γι΄ αυτό αμφιβολία ο Παλαμάς. Σε λίγο «θα μας λυπηθεί της αγάπης ο θεός» και ο λαός μας:
Θα αισθανθεί να του φυτρώνουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά του τα μεγάλα»…
(Αν ζούσε τώρα, βλέποντας την κατάντια μας ο θυμός του θα ήταν γιγάντιος και η ελπίδα του ελάχιστη).
Δεν άλλαξαν πολλά από τότε. Ας μας μείνει τουλάχιστον η ελπίδα …
· Πολλοί έγραψαν ωραίες μελέτες για την προσωπικότητα και το έργο του Κ. Παλαμά. Ο Κ. Τσάτσος, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Αιμ. Χουρμούζιος, ο Ανδρ. Καραντώνης, ο Μ. Λυγίζος. Σε απομόνωση στις φυλακές της Κέρκυρας, ο τραγικός Νίκος Ζαχαριάδης, το 1938, έγραψε σε πανιά και χαρτιά τουαλέτας τη μελέτη του «Ο Αληθινός Παλαμάς». Σ΄ αυτήν, αναλύει και τονίζει την κοινωνική ευαισθησία του ποιητή.
«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πεθαίνουν. Η ζωή τους στάθηκε τέτοια που ανοίγεται σαν τις ρίζες των μεγάλων δέντρων και σαν τις φλέβες του κρυφού νερού, ανάμεσα στο λαό τους». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τον Παλαμά ο Γιώργος Σεφέρης πριν από 66 χρόνια. Οι σχέσεις του ποιητή «του Δωδεκάλογου του γύφτου», της «Φλογέρας του βασιλιά», της «Ασάλευτης ζωής» κ.α. με την Πάτρα είναι γνωστές. «Όπως και οι ανεξόφλητες οφειλές της γενέθλιας πόλης προς το επιφανές τέκνο της», όπως σημειώνει ο δήμαρχος Πατρέων Ανδρέας Φούρας. Εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννηση του Παλαμά ο δήμος αφιερώνει το βιβλίο «Εμένα μου πρέπει το τραγούδι», έρευνα, κείμενα, επιμέλεια της εκπαιδευτικού Μαρίας Κοσσυφίδου – στην παλαμική ποίηση.
Παύλος Μαρινάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου